Της Χριστίνας Παπανικολάου
Κάποτε ήθελα μια Barbie. Την άλλη μέρα έπαιζα μαζί της. Ύστερα ήθελα χαρτζιλίκι για να πάω για καφέ με τις φίλες μου. Το ίδιο απόγευμα με έβρισκε σε μια καφετέρια να διασκεδάζω με την παρέα μου. Ύστερα, έμπαινα στο αυτοκίνητό μου και πατούσα γκάζι σα να μην υπήρχε αύριο. Και ταξίδευα σε πάρκα, cinema, μπαράκια, ευτυχισμένες οικογενειακές στιγμές, γέλια και κλάματα χαράς, έρωτες, ανέκδοτα, αγκαλιές και ηλιόλουστες στιγμές.
Κάπως έτσι πέρασαν αρκετά χρόνια, ώσπου ήρθε ένα πρωί που ο σπιτονοικοκύρης απειλούσε με έξωση, τα μακαρόνια ήταν το μόνο που θα έβρισκες στο ντουλάπι της κουζίνας -κι αυτό αν ήσουν τυχερός- και δεδομένες ανέσεις μου φαίνονταν πολυτέλεια. Από το να κουρευτώ μέχρι το να πάω στο γιατρό για τους έντονους πονοκεφάλους που με ταλαιπωρούσαν. Δεν το έβαζα κάτω όμως. Μέχρι τότε είχα μάθει να ζω αξιοπρεπώς και αυτό θα συνέχιζα να κάνω. Είχα ακόμα τους φίλους μου και ας τους συναντούσα σε παγκάκια στις πλατείες και όχι σε σκαμπό ενός μπαρ. Κάποια πράγματα δεν είχαν αλλάξει, όπως οι πλάκες που κάναμε και ο ήχος του γέλιου μας.
Η οικογένειά μου ήταν υγιής. Προσευχόμουν για τ' αδέρφια μου και τους γονείς μου κάθε μέρα. Προσευχόμουν να είναι καλά ο πατέρας μου για να έχουμε ένα πιάτο φακές στο τραπέζι μας. Και πού και πού παρακαλούσα το Θεό να δώσει κουράγιο στη μητέρα μου. Από τότε που τη θυμάμαι ήταν πάντα απαισιόδοξη. Ήταν από τα άτομα που βάζουν τους άλλους πάνω από τον εαυτό τους. Ακόμα κι όταν είχε τη δυνατότητα δεν χαλούσε χρήματα για τον εαυτό της. Δεν είχε προσωπικές απαιτήσεις είχε όμως μια αδυναμία. Όταν κάτι πήγαινε στραβά, πελάγωνε. Όταν, λοιπόν, φτάσαμε σε σημείο να μας κόψουν το τηλέφωνο η μητέρα μου ήταν στα πρόθυρα αυτοκτονίας. Προσπαθούσαμε όλοι να της δώσουμε να καταλάβει πως το σημαντικότερο από όλα είναι που έχουμε την υγεία μας. Έπρεπε να εμπεδώσει πως τα υπόλοιπα θα φτιάξουν εφόσον είμαστε καλά. Έτσι κι έγινε, σχεδόν...
Ένα βράδυ διακομίστηκα στο νοσοκομείο με φρικτούς πόνους στο κεφάλι. Οι γιατροί μου έδωσαν χρόνο ζωής περίπου ένα μήνα. Και να 'μαι τώρα... ενάμιση χρόνο μετά... εδώ ψηλά, στα σύννεφα. Απ' ό,τι βλέπω, στο σπίτι πλέον έχουμε τηλέφωνο. Ο μπαμπάς μου έχει σταματήσει από τη δουλειά και το σπίτι συντηρούν τα αδέρφια μου. Τα μεσημέρια το τραπέζι είναι γεμάτο από φαγητά μπορώ να πω. Η μαμά μου όμως ακόμα κλαίει. Τη νιώθω τα βράδια... Ακούω τα βουβά δάκρυά της. Προσπαθώ να της πω να μη στεναχωριέται άλλο πια, πως είμαι καλά εδώ που είμαι... αλλά δε με ακούει. Ίσως τώρα που κατάλαβε τι, πραγματικά, έχει σημασία στη ζωή να είναι αργά. Το ξέρω ότι μπορεί να μην της λείπουν τα υλικά αγαθά όπως πριν αλλά της λείπω εγώ. Δεν το έκανα επίτηδες. Δεν ήθελα να μάθει με αυτόν τον τρόπο ότι πρέπει να εκτιμάει τη ζωή. Το μόνο που μου μένει να κάνω είναι να την προσέχω. Και να τη συνοδεύω στο κλάμα της...
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr
* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.