Tου Δημήτρη Τουλιάτου
- «Για ποιόν ακριβώς;»
Αυτό με ρώτησε ο Μιχάλης.
Για ποιόν ακριβώς πρέπει να παλέψουμε, να κάνουμε το έξτρα βήμα.
Τι είναι αυτό που θα μας δώσει την δύναμη και την αποφασιστικότητα να προχωρήσουμε μπροστά.
Ξεπερνάω τα προφανή. Τα παιδιά, την στενή και ευρεία οικογένεια του καθενός μας, τρεις κοντινούς φίλους.
Αυτά ασφαλώς και υπάρχουν και ασφαλώς και λειτουργούν. Έχουν δε καταστεί, η τελευταία γραμμή άμυνας, το τελευταίο ανάχωμα ανθρωπιάς.
Αποτελούν τον σκληρό πυρήνα της κοινωνικότητας και της υπεράσπισης των αναγκών μας. Είτε λέγεται αγέλη, είτε σπιτικό, είτε σόι.
Όταν όμως το μόνο που έχει απομείνει να λειτουργεί είναι αυτό, είμαστε ολοταχώς enroute για την επιστροφή στη σπηλιά.
Γιατί, για κάθε μάχη που αξίζει να δοθεί, πρέπει να υπάρχει ένα κίνητρο.
Και, με συγχωρείς, δεν το βλέπω.
Τις κοινότητες, τις ομάδες, τις συγκροτούν και τις συγκρατουν αξίες και ιδέες.
Τις πόλεις και τις χώρες τις ενώνει η ιστορία τους και ο ελάχιστος κοινός παρανομαστής ελπίδας και κοινού μέλλοντος.
Τις πορείες αυτές, τις σηματοδοτούν και τις συμβολίζουν και τις οδηγούν προσωπικότητες και ηγέτες, με το παράδειγμα, τη ζωή, τη στάση και το θάνατό τους.
Χωρίς αυτά, δεν πας πουθενά.
Ούτε μέχρι τον μπακάλη να πάρεις βερεσέ λίγη φακή.
Γιατί και τα «βερεσέδια» ακόμα στηρίζονται σε ένα πολύπλοκο μείγμα πίστης, αισιοδοξίας και φιλαλληλίας. Δεν είναι ασφαλώς μια σκέτη και ξερή εμπορική πράξη. Σου δίνω και περιμένω να μου δώσεις, για να βγάλω το κέρδος μου.
Είναι και ένα κοινωνικό χτύπημα στην πλάτη, μια ματιά συμπαράστασης.
Και αυτά, όλο και εκλείπουν, ολοένα εξασθενούν και χάνονται.
Μετατρέπονται σε σκιά του εαυτού τους και θλιβερή ανάμνηση.
Τα βλέματα δεν προσγειώνονται στον άλλο με τρυφερότητα, εκτίμηση, προσμονή.
Ούτε καν την απαραίτητη ανοχή, που απαιτείται για να λειτουργήσουμε, δεν έχουμε πιά.
Τα βλέματα είναι σκληρά, κοφτερά και τεθλασμένα. Δεν στοχεύουν στα μάτια του άλλου, αλλά στο προσδοκώμενο «πάρεδώσε».
Και ας μην επιστρέψουμε σε δαιμονοποιήσεις για το ποιός και τι φταίει.
Υπάρχουν πολλά να πεις, πολλά να χρεώσεις και πολλά να αναθεματήσεις.
Τίποτε, απ όλα αυτά όμως, δεν έγινε «ενώ εσύ κοιμόσουν».
Μπορεί να έπρεπε να το περάσουμε όλο αυτό, με ακριβώς αυτό το τρόπο.
Κάτι σαν ενηλικίωση μιας χώρας και ενός λαού, που έζησε μια παρατεταμένη εφηβεία, ένα ατελείωτο rollercoaster ανεπεξέργαστών συναισθημάτων, χωρίς φρένα.
Και, όπως ήταν φυσικό, το κακό θα ξεσπούσε την χειρότερη στιγμή, με τον οξύτερο τρόπο και με κολοσιαία καθολικότητα.
Πλέουμε πλέον στο τέλος μιας πολύ δύσκολης χρονιάς, στη μέση μιας πολύ δύσκολης εποχής, με αδιατύπωτο φινάλε.
Και εκεί ακριβώς υπάρχει η ελπίδα.
Μπορεί να φτάσαμε μέχρι εδώ γλυστρώντας πάνω σε μονοπάτια στρωμένα με υπολείμματα λιποαναρόφησης και στάχτες cohibas.
Σαν Cayenne στη λασπωμένη γράνα.
Μπορεί να εξαναγκαστήκαμε σε κοινωνικούς αυτοματισμούς ενοχοποίησης της ευημερίας του άλλου.
Μπορεί να εξοριστήκαμε στα σπήλαια της ατομικότητας.
Αλλά, έχουμε την ευκαιρία να γράψουμε το τέλος.
Να δώσουμε την δική μας εκδοχή στο φινάλε της εποχής μας και ταυτόχρονα να ξεκινήσουμε από την αρχή.
Να σηκώσουμε το βλέμα πάνω από την γενετήσια ζώνη και την κοιλιακή χώρα του άλλου και να στραφούμε στην καρδιά και τα μάτια του.
Αλλά και πέρα από αυτόν, στον ορίζοντα.
Να δούμε πραγματικά, να δούμε καθαρά.
Κοιτάμε, ακούμε, σκεφτόμαστε και απαντάμε, μέσα από τα φίλτρα της ιδιωτίας.
Πρέπει να τα περιορίσουμε για να μπορέσουμε να δούμε απέναντι ειλικρινά.
Δεν μπορούμε πλέον να επιβιώσουμε σαν κοινωνία παιζοντας την τυφλόμυγα με την πραγματικότητα.
Πρέπει το ‘14 να γίνει τέλος και αρχή!
Πόσοι όμως χρειάζονται για να γίνει αυτό;
Δύο.
Εσύ και εγώ.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr
* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.