Θυμήθηκαν χειμώνα του ’80 οι κάτοικοι, τότε που το χωριό περπάτησε
Δεν έφτανε η μοναξιά, ήρθε «και ο κατακλυσμός και μπήκαμε πιο πολύ στην απομόνωση». Και μπορεί το χωριό των Ατσιπάδων Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου αυτή τη φορά να μην… περπάτησε σχεδόν ολόκληρο όπως συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και οι περισσότεροι κάτοικοί του έφυγαν άρον-άρον, όμως οι χιλιάδες τόνοι βροχής που έπεσαν πρόσφατα, τους γύρισαν τις μνήμες και τους κινητοποίησαν, έτοιμοι να φύγουν και πάλι αν χρειαστεί και να γίνουν πρόσφυγες…
Ο αυτοκινητόδρομος που ενώνει την Κοξαρέ με τον οικισμό, υποχώρησε στην είσοδο σε δυο σημεία στη θέση «Βρύση», το ένα ρεύμα
«φαγώθηκε» από τα νερά και η κυκλοφορία των οχημάτων γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, ενώ εάν επιχειρήσει να διέλθει «μεγάλο φορτηγό η προσπέλαση είναι αδύνατη γιατί δεν θα χωρέσει να κινηθεί». Σε πολλά σημεία, επίσης, δέντρα και κυρίως ελιές, ξεριζώθηκαν και κείτονται καταγής ενώ από παντού, όπως στο «Φαράγγι», ασταμάτητα «οι φλέβες βγάζουν νερό που τρέχει χωρίς διακοπή και οι στράτες έγιναν ποτάμια».
Και ευτυχώς η κίνηση είναι περιορισμένη γιατί οι Ατσιπάδες αδειάζουν χρόνο με το χρόνο, και μόνο όσοι διαμένουν στην πόλη του Ρεθύμνου ή στο νέο οικισμό στην «Παλέ» θα εμφανιστούν στο χωριό και στις περιουσίες τους για «να μαζέψουν τον ελαιόκαρπο ή για άλλες δουλειές». Η διέλευση ως την άδεια «Πέρα Γειτονιά» που είναι… ζωντανή ακόμα από τέσσερις όλους κι όλους ανθρώπους κι οι πιο πολλοί υπερήλικες, γίνεται μετ’ εμποδίων και απαιτείται προσοχή…
ΝΙΩΘΟΥΝ ΑΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΟΙ
«Δε μας έφτανε η ερημιά μας», λέει ο άνθρωπος-υπομονή Ανδρέας Εφεντάκης, ένας από τους μετρημένους της «Πέρα Γειτονιάς» που εκείνο το πρωινό καθάριζε το αυλάκι στη «Βρύση» για να αποτρέψει τα χειρότερα αν «έλθει και νέος κατακλυσμός». Νιώθει απροστάτευτος στην πληθυσμιακή ορφάνια γιατί «από τους 75 ανθρώπους που ήμαστονε απομείναμε για να ζωντανεύουμε τη γειτονιά όλοι κι όλοι τέσσερις».
Και κάθε χρόνο ο ίδιος και η σύζυγός του Βασιλική, πληγωμένοι από το οικογενειακό δράμα που τους τσάκισε, μένουν μόνιμοι… βράχοι εκεί που «φύτρωσαν». Ας ήρθαν πάλι οι κατακλυσμοί των περασμένων ημερών κι ας γυρίζει η θύμησή τους στο χειμώνα του χαλασμού πριν από τριάντα και πλέον χρόνια, που «το χωριό σάλεψε» και όλοι οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες στην ίδια τους τη γη…
Αναπολεί εκείνη τη βαρυχειμωνιά η κυρία Βασιλική που η βροχή … περπάτησε σχεδόν τα πάντα: «Έβρεχε ασταμάτητα 21 μέρες», γυρίζει σε εκείνη την καταστροφή.
«Ο δρόμος είχε σαλέψει πάλι εκεί που σάλεψε και σήμερα, στη «Βρύση». Τα σπίτια έγειραν, οι τοίχοι έπαθαν ρωγμές, και ζούσαμε μέσα στο φόβο. Ήρθαν ύστερα οι επιστήμονες και είπαν πως δεν έχουμε ασφάλεια και έφυγαν οι περισσότεροι. Εμείς και κάμποσοι άλλοι μείναμε, γιατί μας είπαν πως τα πετρώματα είναι βραχώδη και δεν κινδυνεύουμε.
Μείναμε όλοι οι παλιοί στη γειτονιά αλλά οι πιο
πολλοί φύγανε και πήγαν στο Ρέθυμνο κοντά στα παιδιά τους ή νοίκιασαν σπίτια μέχρι να δουν τι θα απογίνουν. Ύστερα έδωσε το κράτος δάνεια και έγινε ο οικισμός στην «Παλέ» που έχουν πάει οι περισσότεροι…»
ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ
Αλλά και ο Μανώλης Εφεντάκης, νέος τότε, έζησε το ξεσπίτωμα των χωριανών του. Παρότι είναι μόνιμα εγκατεστημένος στην πόλη του Ρεθύμνου, όπου εργάζεται, έρχεται στο παλιό χωριό «μέρα παρά μέρα», φροντίζει τις περιουσίες του και οι αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων ξεπετάγονται στο πατρικό του σπίτι στην «Πέρα Γειτονιά» που ανακαίνισε. Οι καταστροφές ασφαλώς και τον γυρίζουν σε εκείνο το χειμώνα, που βέβαια δεν έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον φετινό, όμως αρνήθηκε από την αρχή να αλλάξει στέγη και να εγκατασταθεί στην «Παλέ», επειδή «οι Ατσιπάδες έχουν άλλη ποιότητα ζωής, κι ας αδειάζουν χρόνο με το χρόνο».
Είναι δεν είναι σήμερα τριάντα οι… φρουροί του χωριού και οι περισσότεροι ηλικιωμένοι. Ο Ανδρέας Εφεντάκης θυμάται τη ζωή των Ατσιπάδων μετακατοχικά με διακόσιους ανθρώπους και με σαράντα μαθητές στο δημοτικό σχολείο.
Ο μπάρμπα Νίκος ο Περαντωνάκης, υπερήλικας πλέον, μετά το ηχηρό χαστούκι της απώλειας του γιού του Γιώργου πριν ένα χρόνο και πλέον, δεν άντεξε και τον πήρε στην οικογένειά της στα Μυριοκέφαλα δυτικά του Ρεθύμνου η κόρη του.
Ο βασανισμένος οικισμός δεν αρκεί που χάνεται σε πληθυσμό, τώρα για δεύτερη φορά τα τελευταία σαράντα χρόνια κινδυνεύει να χάσει και την ύπαρξή του.
Ποιος θα νοιαστεί γι αυτούς τους λίγους που απόμειναν και του δίδουν ακόμα ζωή;
Πηγή:madeincreta.gr
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr