Του Ζώη Μαρίνου
Από όλους τους αναγνώστες του Κωνσταντίνου Μάγνη είμαι, μακράν, ο πιο αδικημένος. Για να μην πω αποκλεισμένος.
Σαν να είσαι σε τελικό Τσάμπιονς Λιγκ, μια ανάσα απ’ το γήπεδο. Να ακούς τις ιαχές των οπαδών, τα σφυρίγματα του διαιτητή, να βλέπεις το φως των προβολέων, να νιώθεις την ένταση αλλά, παρ΄όλα αυτά, να παρακολουθείς το ματς στριμωγμένος μπρός σε μια γιγαντοοθόνη στην διπλανή πλατεία.
Τέλος πάντων, ακόμη και έτσι δεν χάνεις την μαγεία του θεάματος. Στην περίπτωση μου, δεν υπάρχει γιγαντοοθόνη αλλά οι λίγες ίντσες ενός φορητού υπολογιστή.
Και το θέμα μου δεν είναι ένας τελικός Τσάμπιονς Λιγκ. Αλλά ένα μικρό, κομψό βιβλίο- έτσι το φαντάζομαι…- με ανατρεπτικό εξώφυλλο και ακόμη ανατρεπτικότερο τίτλο: «Πως κατάφερα ν’ αρχίσω το τσιγάρο».
Λέω φαντάζομαι γιατί, αν και έχω διαβάσει το βιβλίο ήδη δύο φορές, δεν το έχω πιάσει ακόμη στα χέρια μου. Άλλωστε, εκτός από ο πιο αδικημένος, είμαι ασυζητητί και ο πιο απομακρυσμένος αναγνώστης του. Μόντρεαλ, Καναδάς. Οκτώ χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Και, άρα, υποχρεωμένος να διατρέχω τις γραμμές σε ηλεκτρονική μορφή και όχι στο γνώριμο τέμπο της τυπωμένης μελάνης.
Άβολη, πλαστική, αταίριαστη στην ροή του κειμένου η ηλεκτρονική ανάγνωση. Να γιατί απ’ όλα τα μέσα μετάδοσης των ιδεών το βιβλίο εξακολουθεί ν’ αποκρούει τις ψηφιακές δόξες.
Αλλά στο θέμα μας, γιατί μού φαίνεται ότι αρχίζω ήδη να μοιάζω με τον – κατά Μάγνη- φύλακα του πάρκου που παλεύει να μαζέψει όλα τα νοήματα μαζί.
Την πρώτη φορά διάβασα το βιβλίο με την ιδιότητα του εν ενεργεία καπνιστή. Και όσο όδευα προς το τέλος τόσο αραίωναν οι έξοδοι στον χιονισμένο κήπο και στους μείον είκοσι για τσιγάρο. Το κάπνισμα ξεκινά σ’ ένα πλέγμα από κοινωνικές και ψυχολογικές προβολές. Αυτό, μου φαίνεται, εξηγεί ο Μάγνης. Και, μαζί, εξηγεί ότι, λίγο πολύ, μέσα απ’ τις ίδιες προβολές – αντεστραμμένες αυτή την φορά- έρχεται η στιγμή που αποφασίζεις να πετάξεις στον κάδο το μισογεμάτο σου πακέτο.
Στον Καναδά, για παράδειγμα, ο καπνιστής θεωρείται αποδιοπομπαίος. Και μόλις πρόσφατα, τον Οκτώβριο, η επαρχιακή κυβέρνηση του Κεμπέκ έθεσε σ’ εφαρμογή έναν επιπλέον αντικαπνιστικό νόμο που απαγορεύει επί ποινή προστίμου (έως 1.500 δολαρίων, σε περίπτωση υποτροπής) το κάπνισμα σε ακτίνα εννιά μέτρων απ’ τις εισόδους όλων των κτιρίων.
Φυσικά, η ιδέα να καπνίσει κανείς σε οποιονδήποτε κλειστό χώρο, οποιαδήποτε ώρα, μόνο ως αστείο μπορεί να εκληφθεί. Αλλά ακόμα και στον δρόμο, όχι σπάνια, οι καπνιστές γίνονται στόχοι αποδοκιμαστικών σχολίων από περαστικούς που διαμαρτύρονται για την δυσάρεστη οσμή του αναμμένου τσιγάρου δίπλα τους.
Το κοινωνικό πλαίσιο σ’ αυτήν την πλευρά του Ατλαντικού ορίζει την έξη στον καπνό ως σοβαρή επίκτητη αναπηρία, ασυγχώρητη και αδικαιολόγητη, ο δε καπνιστής εξοστρακίζεται ως αυτοκαταστροφικός ανόητος που ηλιθιωδώς επιμένει σ’ έναν αποδεδειγμένα επιβλαβή εθισμό. Άρα, ισχυρός, γενναίος, ανεξάρτητος, αποδεκτός στην ομήγυρη, μοντέρνος και με προσωπικότητα είναι ο μη καπνιστής.
Ο δε καπνιστής, πέραν των άλλων, θεωρείται αποσυνάγωγος και κοινωνικά υποδέεστερος μιας και το κάπνισμα σημαίνεται (ξανά) ως γνώρισμα των χαμηλών κοινωνικών τάξεων και ενός νέο-περιθωρίου.
Αλλά, και πάλι, λοξοδρόμησα. Την δεύτερη φορά διάβασα το βιβλίο υπό το κράτος μιας ευεξήγητης ζήλιας.
Ζήλεψα, για εκατομμυριοστή φορά, τον τρόπο που ο Μάγνης χειρίζεται την πένα του, το ταλέντο του να καναλιζάρει σε ήρεμα νερά ακόμη και τις πιο ατίθασες έννοιες, την δεινότητα του να αγγίζει με ανεπιτήδευτη άνεση -και χωρίς να ενοχλεί- ευαίσθητα σημεία του ψυχισμού μας.
Ζήλεψα το γραπτό του με τον ίδιο τρόπο που ένας μέτριος ηθοποιός ζηλεύει τις μεγάλες ερμηνείες. Κι αν κάπου ανήκει το πόνημα του Μάγνη, ανήκει -χωρίς δεύτερη κουβέντα- στην χορεία της Σημειωτικής. Αρπάζεις ένα θέμα, το τσιγάρο, την αστρολογία, το σέξ ή την κυκλοφοριακή αγωγή και μέσα από την κριτική παρατήρηση της άκαμπτης κρούστας βουτάς βαθιά στον βυθό των σημείων, των σημάτων και των συμβολισμών.
Και, κάπως έτσι, οι μικρές ασημαντότητες της ζωής μας, οι χειρονομίες, οι συνήθειες, οι μορφασμοί μας, η ομάδα που υποστηρίζουμε στο ποδόσφαιρο, η μουσική που ακούμε, οι ταινίες που βλέπουμε, τα ρούχα μας, χτίζουν ολόκληρα συστήματα συμβολισμών και ορίζουν την προσωπικότητα μας.
Ήταν έκπληξη ο τρόπος που ένα βιβλίο για το κάπνισμα λειτούργησε τόσο αυτό-ψυχαναλυτικά, φωτίζοντας καλά κρυμμένες γωνιές της ψυχοσύνθεσης μου.
Το δε δίπολο που εφηύρε ο συγγραφέας, με τον φανταστικό επιμελητή στην άλλη πλευρά της ροής, ναι, μοιάζει με τον άλλο εαυτό που όλοι έχουμε μέσα μας. Εκείνη την φωνή που μας πάει κόντρα, που μας λοιδωρεί, μας σαρκάζει, μας νουθετεί, μας παρασύρει, μας θυμίζει ότι τίποτα -καλό ή κακό- δεν έχει μια και μόνο όψη.
Απ’ όλες τις φράσεις του Μάγνη λάτρεψα εκείνη που λέει ότι «για να γίνεις βιώσιμος πρέπει να κηδεύσεις τον πραγματικό εαυτό σου». Αλλιώς, αργοπεθαίνεις, που λέει και ο Νερούντα… Και μαζί ενταφιάζεις το αύριο, το μέλλον, την πρόοδο.
Πάλι πολυλόγησα! Και αν ο επιμελητής του Μάγνη ήταν δίπλα μου, θα μ’ έβαζε αμέσως στη θέση μου.
Αύριο έχω ραντεβού με τον Ζακ Μπουσάρ. Είναι Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, Διευθυντής του Κέντρου Νεοελληνικών Σπουδών. Μέγας ελληνολάτρης, μεταφραστής του Εμπειρίκου και του Σαχτούρη, ένα μεγάλο ελληνικό πνεύμα με παγκόσμια απήχηση. Θα βρεθούμε σε ένα μπιστρό στην περιοχή του Κοτ ντε νεζ. Αν με ρωτήσει τι φταίει στην Ελλάδα, έχω έτοιμη την απάντηση. Θα παραφράσω τον Μάγνη: Η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλες εξηγήσεις, αποφάσεις χρειάζεται! Και, φυσικά, θα του συστήσω, σε στικάκι, το βιβλίο.

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr
* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.