του Κώστα Αγγελάκη
Υπάρχει άραγε ομοιότητα στην μακρά διαπραγμάτευση του 2015, με την σημερινή καθυστέρηση της αξιολόγησης;
Ας δούμε πρώτα σε μία σύντομη αναδρομή και ανάλυση τι έγινε το καλοκαίρι του 2015 και για να γίνω αντιληπτός θα πάρω τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα και ακραία σενάρια.
Το πρώτο σενάριο ήταν αυτό που έγινε.
Η κυβέρνηση δεν έκλεισε την τελευταία αξιολόγηση του 2ου μνημονίου, όπως ήταν προγραμματισμένη από την προηγούμενη κυβέρνηση, στις 20 Φεβρουαρίου αλλά επέλεξε να πάει σε μια σειρά από συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με ενορχηστρωτή τον Γιάνη Βαρουφάκη, τότε υπουργό οικονομικών.
Αυτός ο κύκλος είχε καταληκτική ημερομηνία το τέλος Ιουνίου πέραν της οποίας κανείς δεν ήξερε ποιό θα ήταν το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, όσον αφορά τον ευρωπαϊκό της προσανατολισμό.
Αυτή η προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης δεν κατέληξε σύμφωνα με τις προσδοκίες της. Αυτό έγινε για διάφορους λόγους αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι αυτή η κοινωνία, που εν μέρει υποστήριξε αυτήν την “ηρωική” προσπάθεια, δεν ήξερε ότι πιθανή αποτυχία της προσπάθειας δεν θα ήταν η επαναφορά στις συνθήκες του Ιανουαρίου του 2015, αλλά σε πολύ χειρότερες.
Την συνέχεια την ξέρουμε όλοι.
Η συνολική προσπάθεια κατέληξε στην προσωρινή χρεωκοπία της χώρας, στο ατυχές δημοψήφισμα του Ιουλίου, στο κλείσιμο των τραπεζών, στην ανάληψη επιπλέον χρέους ύψους 86 περίπου δισεκατομμυρίων ευρώ και στην υπογραφή του 3ου μνημονίου.
Αλλά όμως για την κυβέρνηση είχε ένα θετικό επικοινωνιακό αποτύπωμα. Άφησε την εντύπωση της ηρωικής προσπάθειας και της αξιοπρέπειας, όπως και αποδείχθηκε στις επερχόμενες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 με την εκλογική νίκη του Σύριζα.
Το άλλο θετικό ήταν η πανάκριβη γνώση ότι, πέραν κάθε αμφιβολίας, καθυστερήσεις και εκβιασμοί απέναντι στους εταίρους καταλήγουν πάντα σε επιδείνωση της διαπραγματευτικής μας δυνατότητας και ως εκ τούτου σε μεγαλύτερα κόστη για την κοινωνία. Τα λεγόμενα “δίδακτρα” όπως, πολύ επιτυχημένα, αποκάλεσε αυτά τα κόστη γνωστός δημοσιογράφος.
Το δεύτερο σενάριο ήταν αυτό που προφανώς δεν έγινε.
Το δεύτερο σενάριο θα ήταν να κλείσουν την τελευταία αξιολόγηση του δευτέρου μνημονίου, αποδεχόμενοι την ύπαρξη του, να μπουν στην πιστοληπτική γραμμή των 11 δισεκατομμυρίων και να ετοιμασθούν να βγουν στις αγορές πριν το καλοκαίρι του 2015 χωρίς να χρειασθούν να ενεργοποιήσουν όλα αυτά τα μέτρα που ήρθαν αργότερα.
Αυτό όμως θα είχε σημαντικό πολιτικό κόστος απέναντι στο δικό τους ακροατήριο.
Θα έπρεπε λοιπόν να ξεχάσουν την συνολική τους ρητορική μερικές ημέρες μετά τις εκλογές, όπου θα είχαν εκτεθεί πλήρως απέναντι στην κοινωνία όσον αφορά την συνολική τους επικοινωνιακή στρατηγική των τελευταίων ετών.
Το τι θα ήταν καλύτερο να γίνει θα το αφήσω στην κρίση της ιστορίας.
Είναι η σημερινή κατάσταση όμως ανάλογη της εξέλιξης του 2015;
Φοβάμαι πως ναι, αλλά με κάποιες διαφορές.
Είναι μια αντίστοιχη κατάσταση υλοποίησης ενός προγράμματος που αυτή τη φορά όμως το είχαν συμφωνήσει οι ίδιοι και όχι κάποιος άλλος πριν από αυτούς, όπως ήταν η περίπτωση του 2015.
Το ύψος και το μέγεθος των μέτρων που χρειάζεται ένα πρόγραμμα έχει να κάνει με τρείς παραμέτρους.
1. Την κατάσταση της οικονομίας την δεδομένη χρονική στιγμή,
2. τις προβλέψεις για την οικονομία του επομένου χρονικού διαστήματος καθώς και
3. το επίπεδο εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ των συμφωνούντων.
Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Η κατάσταση της οικονομίας είναι κάτι συγκεκριμένο και καταγεγραμμένο, οι άλλες δύο παράμετροι είναι δυναμικές και δύνανται να αλλάξουν σε μεγάλο βαθμό και ανά πάσα χρονική στιγμή.
Τι κάνει λοιπόν τους δανειστές να μεγαλώνουν τις απαιτήσεις τους από την μία χρονική στιγμή στην άλλη;
Η ενδιάμεση επιδείνωση της οικονομίας ή των προβλέψεων και η καθυστέρηση τήρησης χρονοδιαγραμμάτων όσον αφορά προαποφασισμένες ενέργειες.
Αυτές οι δύο συνθήκες προφανώς αλληλοεπηρεάζονται και επιδεινώνουν και τους δείκτες εμπιστοσύνης μεταξύ των συμφωνούντων.
Οι επιλογές που έχει λοιπόν η συγκυβέρνηση είναι δύο.
1. Να επισπεύσει την αξιολόγηση, κάνοντας πράξη τα συμφωνηθέντα και τηρώντας τα χρονοδιαγράμματα, διατηρώντας το κόστος για την κοινωνία σε συγκεκριμένα επίπεδα και εισπράττοντας όμως το πολιτικό κόστος της “μη σκληρής διαπραγμάτευσης”.
2. Να καθυστερήσει την αξιολόγηση, διατηρώντας την εικόνα του σκληρού διαπραγματευτή, αλλά μεγαλώνοντας το κόστος για τους έλληνες πολίτες.
Είναι καθαρό ζήτημα προτεραιοτήτων δηλαδή.
Η χώρα ή η πολιτική μας επιβίωση;
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr