Tου Γιάννη Μουγγολιά
Οι γιορτές των Χριστουγέννων και η έλευση του νέου έτους έδωσαν ποικίλη έμπνευση και γερές αφορμές συναισθηματικής φόρτισης στους λογοτέχνες σε διεθνή κλίμακα και διαχρονικά προκαλώντας μερικές από τις ωραιότερες σελίδες που έχουν γραφτεί. Μπορεί τα μοναδικά δοσμένα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη ή του Ντίκενς να αποτελούν αγαπημένα αναγνώσματα του παρελθόντος, ωστόσο η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα των ημερών αυτών αλλά και συχνά το αίσθημα μελαγχολίας που διαπνέει κάθε γιορτή, εκεί που τα φωτεινά λαμπιόνια των πόλεων και των δωματίων φωτίζουν καλύτερα τις ρωγμές και τις αναμνήσεις και αποδυναμώνουν τα επιφανειακά και επίπλαστα , έκαναν τους συγγραφείς να ξετυλίξουν σπάνιες στιγμές ανθρωπιάς, έντασης, μοναξιάς αλλά και ελπίδας και να αποτυπώσουν στο χαρτί δημιουργικές στιγμές πλημμυρίζοντάς μας με το εκτυφλωτικό, λυτρωτικό φως τους.
Αυτή τη χρονιά της πανδημίας, που τις γιορτές του φωτός θα τις γιορτάσουμε στα σπίτια μας, απομονωμένοι από την ανθρώπινη επαφή, ξεφύλλισα μερικά από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία, σύγχρονα και παλαιότερα. Γυρίζοντας τα φύλα με τα τυπογραφικά σταματούσα και τσάκιζα τις γωνιές τους, εκεί που υπήρχαν ιστορίες Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. Δεν υπήρχαν πολλές χαρούμενες ιστορίες εκεί, υπήρχαν κυρίως καθημερινά στιγμιότυπα ζωής, ανάγκες, αισθήσεις, όνειρα, μνήμες, ανησυχίες, συγκίνηση και αγώνας. Κάπου στο βάθος αχνόφεγγε ένα φως, όχι πάντα διακριτό αλλά σίγουρα ικανό να ανοίξει δρόμους. Η επιλογή των βιβλίων (μυθιστορημάτων και ποιημάτων) έγινε σαφώς με υποκειμενικό κριτήριο αλλά οι χριστουγεννιάτικες και πρωτοχρονιάτικες ιστορίες που ανιχνεύτηκαν και αντλήθηκαν ως μικρά κείμενα σε αυτά, είναι εδώ για να φέρουν στο σπίτι την απόλαυση της ανάγνωσης μέσα από ένα μικρό δείγμα όσων εκλεκτών κυκλοφορούν στην αγορά.
Manuel Vilas «Ορδέσα» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2020)
Το βραβευμένο με Βραβείο Femina Etranger 2019 και με πλήθος άλλα βραβεία βιβλίο του Ισπανού ποιητή και πεζογράφου αποτελεί ένα από τα εκδοτικά γεγονότα του 2020 στην Ελλάδα. Ευφυές, τολμηρό, καταιγιστικό μυθιστόρημα με αυθεντική συγκίνηση, κάτι σαν προσωπικό ημερολόγιο του συγγραφέα που μέσα στην ομίχλη του διαζυγίου του, των παιδιών του και της καριέρας του θυμάται τους γονείς του. Σε αυτό το βαθύ και ειλικρινές στο παρελθόν του όλα αρχίζουν από μια άκομψα δεμένη γραβάτα, που ποτέ δεν είχε μάθει να δένει σωστά κατά τη διάρκεια του συζυγικού του βίου, οι οδοντόβουρτσες του πατέρα του και της μητέρας του στο μπάνιο. Είναι ικανές τέτοιες εικόνες να προκαλέσουν μια τέτοια καταβύθιση στη μνήμη; Ο Vilas κάνει τον εαυτό του πρωταγωνιστή και συνομιλητή και όλα τότε γίνονται δυνατά. Με απόλυτη ειλικρίνεια, οξύτητα, κοιτά μέσα του και πίσω του και εν τέλει λυτρώνεται. Και το κάνει αντλώντας από τη μυθοπλασία, τον πεζό και ποιητικό λόγο και μας το κοινωνεί σε ένα μυθιστόρημα ποταμό, σε μια εξομολόγηση ζωής. Η απώλεια, η μνήμη και η αγάπη σε ένα βιβλίο – παρηγοριά για την ανθρώπινη ύπαρξη, μέσα από τον διεισδυτικό και συχνά ανελέητο σαρκασμό του. Βιβλίο που φέρνει την αλήθεια στην επιφάνεια ανακαλώντας το παρελθόν.
Κι εγώ λατρεύω τα Χριστούγεννα∙ αυτό το κληρονόμησα από εκείνον. Τότε γιατί έκανε σαματά εκείνη τη νύχτα που ΄χε θυμώσει, γιατί είχε μια έκρηξη οργής κι έσπασε τα πιάτα; Αυτό: έκρηξη οργής. Μπορεί να ήθελε να σπάσει τα δικά μας μούτρα και να μας αναπλήρωσε με τα πιάτα. Μπορεί να ΄χε απαυδήσει με την οικογένεια και να μην ήθελε παρά να ξαναγίνει ο όμορφος εικοσιπεντάχρονος άνδρας με το σταυρωτό κοστούμι του, ελεύθερος κι αδέσμευτος, εκείνος ο άνδρας που ΄χε φωτογραφηθεί στην μπάρα ενός μπαρ, σε κάποια ιστορική και μαρμάρινη μπάρα ενός μπαρ, κοιτάζοντας τα χέρια του, κλεισμένος στον εαυτό του.
Όταν ήμουν πέντε ή έξι χρονών, μπορεί και πιο μικρός, ο πατέρας μου αγόρασε μια φάτνη. Δεν ξέρω πόσο. Την αγόρασε από ένα χαρτοπωλείο του Μπαρμπάστρο που οι ιδιοκτήτριές του έχουν πεθάνει πια, κι εγώ είμαι ο μοναδικός ζων μάρτυρας εκείνης της αγοράς. Ήταν περήφανος για τη φάτνη του. Είχε ξοδέψει λεφτά. Πρέπει να ΄ταν το 1966. Θυμάμαι με πόση τρυφερότητα τοποθετούσε τις φιγούρες. Είχαν έναν αέρα από Μπαρόκ του Βαγιαδολίδ. Δεν ήταν μικρές φιγούρες. Θα ΄χαν ύψος μια παλάμη τουλάχιστον, μπορεί και λίγο παραπάνω από παλάμη. Εμένα μ΄ ενθουσίαζαν το βόδι και το μουλάρι.
Έσπασαν σιγά σιγά οι φιγούρες.
Η μητέρα μου τις φύλαγε στην γκαρνταρόμπα, αλλά όχι και πολύ προσεκτικά, η μητέρα μου στο τέλος τα ΄σπαγε όλα. Τις φιγούρες, πάντως, σίγουρα τις έπαγε εκείνη∙ πρώτα έσπασε το μουλάρι. Το αποκεφάλισε το μουλάρι. Της μητέρας μου της έπεφταν τα πράγματα απ΄ τα χέρια, δεν ήξερε πως να κρατήσει κάτι στο ένα χέρι, όλα κινδύνευαν, ανά πάσα στιγμή, να πέσουν και να σπάσουν. Δεν είχε σταθερό χέρι. Ο πατέρας μου κόλλησε το κεφάλι του μουλαριού με κόλλα Imedio. Αλλά ήταν πια ένα μουλάρι πειραγμένο. Μετά έσπασε το βόδι. Μετά, τον Ιωσήφ. Του Ιωσήφ του ΄κοψε το ένα χέρι. Κάθε Χριστούγεννα, εκείνη η φάτνη όδευε ασταμάτητα προς τη φθορά. Έπεσαν οι βοσκοί. Το ίδιο και οι καμήλες. Άντεχαν η Παρθένος κι ο μικρός Χριστός. Όμως δεν είχε νόημα μια φάτνη με δυο επιζώντες, έμοιαζε με σατανική αίρεση. Μια αδελφότητα σακατεμένων.
Τελικά μείναμε χωρίς φάτνη κι ο πατέρας μου δεν αγόρασε άλλη, γιατί είχε καταρρακωθεί ο ενθουσιασμός του και γιατί ήταν δύσκολοι καιροί και γιατί ο αδελφός μου κι εγώ μεγαλώναμε. Η μητέρα μου θα μπορούσε να ΄χει φυλάξει καλύτερα εκείνη τη φάτνη. Το πρόβλημα ήταν ότι η μητέρα μου δεν καταλάβαινε τη σημασία που είχαν εκείνες οι φιγούρες. Αυτό ήταν το πιο εκπληκτικό και, ταυτόχρονα το πιο εκνευριστικό στη μητέρα μου: όλα της περίσσευαν, όλα της φαίνονταν υποψήφια να πεταχτούν στα σκουπίδια. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, δεν τη βόλευε να φυλάξει εκείνη τη φάτνη. Δεν καταλάβαινε ποιος ήταν ο μικρός Χριστός, ούτε τι έκαναν εκεί οι τρεις Μάγοι. Για κείνην, τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν είχε νόημα. Ήταν άθεη εκ φύσεως. Ο αθεϊσμός της ήταν θαυμαστός γιατί ήταν έμφυτος. Τη δολοφόνησε εκείνη τη φάτνη. Δολοφόνησε κι άλλα πράγματα, εμένα μου δολοφόνησε όλα μου τα κόμικς, τα πέταξε όλα. Δε μου άφησε ούτε ένα.
Ήταν ένας τυφώνας εξολοθρευτής.
Άλι Σμιθ «Χειμώνας» (μτφρ. Μιλτιάδης Αργυρόπουλος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2020)
Η Σκοτσέζα συγγραφέας μετά το θαυμάσιο «Φθινόπωρο» προχωρά στο δεύτερο μέρος της τετραλογίας «Κουαρτέτο των Εποχών», όπου η συνάντηση τεσσάρων ανθρώπων, δεμένων συγγενικά αλλά και ουσιαστικά απομακρυσμένων, για τις γιορτές των Χριστουγέννων σε μια έπαυλη στην Κορνουάλη γίνεται η αφορμή για αποκαλύψεις, διαταραγμένες σχέσεις, αγάπη, συμβιβασμό, συγκατάβαση, δοσμένα ωστόσο με έναν αμίμητο και ρηξικέλευθο λογοτεχνικό τρόπο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ξυπνάει πάντα παραμονή Χριστουγέννων ή Χριστούγεννα. Οι μνήμες μιας ζωής την πλημμυρίζουν. Έχει καλέσει τον γιο της και τη φίλη του να την επισκεφθούν εκείνα τα Χριστούγεννα. Ο γιος που έχει χωρίσει με την εκδικητική φίλη του, για να μην εκπέσει στα μάτια της μάνας του πληρώνει μια κοπέλα του δρόμου για να υποδυθεί την φίλη του. Η «συντροφιά» ολοκληρώνεται με την αναρχοαυτόνομη αδελφή της ηλικιωμένης γυναίκας. Η Σμιθ με μια σπάνια και πρωτότυπη αφηγηματική δύναμη και συγκεράζοντας το ρεαλιστικό μυθιστόρημα με έναν ιδιοσυγκρασιακό, συχνά σουρεαλιστικό μοντερνισμό δημιουργεί ένα βιβλίο γεμάτο αισιοδοξία, που παρά το μικροσκόπιο που θέτει πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και στην κατάσταση της κοινωνίας με φόντο το παγωμένο τοπίο της, αφήνει να αναδυθεί ένα εκτυφλωτικό φως.
«Αναρωτιέμαι αν ξέρει τι είναι τα Χριστούγεννα, αν ξέρει για το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Ποιο παιδί δεν ξέρει;», σημειώνει η συγγραφέας σε μια από τις 296 σελίδες του μυθιστορήματός της.
Την έβαλε στην πρίζα. Η Σοφία τράβηξε την άκρη του παλτού πάνω από το τηλεπεριοδικό που είχε φέρει μαζί της. Ένα από τα πράγματα που της άρεσαν περισσότερο στα σπιτικά Χριστούγεννα, τουλάχιστον από τότε που η Άιρις έπαψε να έρχεται σπίτι για τα Χριστούγεννα, ήταν να ξεφυλλίζει το διπλό εορταστικό τεύχος των γονιών της και να σημειώνει με στυλό ένα σταυρουδάκι δίπλα στα προγράμματα που σκόπευε να παρακολουθήσει για να περάσει την ώρα της. Το διάβαζε, σχεδόν δακρυσμένη, προτού φτάσει η Άιρις στην πόρτα του δωματίου, στον όροφο που κάποτε προοριζόταν για τους υπηρέτες, ένα δωμάτιο ερειπωμένο, μ΄ ένα παμπάλαιο χαλί και δάπεδο από τραχύ ξύλο εμποτισμένο με χρώμα, που πρόβαλλε στα σημεία όπου δεν υπήρχε χαλί, λινοτάπητας ή άλλη επένδυση. Εκείνη τη χρονιά το τηλεπεριοδικό είχε στο εξώφυλλο κάτι που έμοιαζε με χαρωπό χριστουγεννιάτικο δέντρο, κι αν το έβλεπες από κοντά το δέντρο μεταμορφωνόταν σ΄ ένα χαριτωμένο, χιονισμένο, τυπικά αγγλικό χωριό μ΄ ένα δρομάκια το διασχίζει, έναν σκύλο σε μια αυλόπορτα, ένα γραμματοκιβώτιο, και το κάλυψε με το παλτό της όταν η Άιρις κάθισε στην άκρη του παλιού στρώματος, δείχνοντάς της μια στοίβα γράμματα που είχαν φτάσει ανοιγμένα και ξανακολλημένα με αυτοκόλλητη ταινία της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας. Βρέθηκαν ανοικτά ή φθαρμένα και σφραγίστηκαν επισήμως. Για κάποιον λόγο η Άιρις έβρισκε την αυτοκόλλητη ταινία αστεία. Ύστερα φίλησε τη Σοφία στο κεφάλι και ξανακατέβηκε στους φίλους της στο ισόγειο.
Δεν ανέφερε, δεν είχε ακόμα αναφέρει, τη μητέρα τους.
Τώρα η Σοφία περνά την ημέρα των Χριστουγέννων σ΄ ένα δωμάτιο με δυο αγνώστους που κοιμούνται παρακολουθώντας τη σκληρή αλλά στοργική μητέρα της Βέλβετ Μπράουν να εξασφαλίζει τη συμμετοχή της κόρης της στην Grand National.
Αυτό το κόκκινο γραμματοκιβώτιο στο εξώφυλλο του τηλεπεριοδικού: γιατί σημαίνει τόσο πολλά και ταυτόχρονα τόσα λίγα; Θα ήθελε να σημαίνει και πάλι αυτό που σήμαινε κάποτε. Και γιατί η μέρα ετούτη, που είχε κάποτε σημασία και συνεχίζει να έχει τόσο μεγάλη σημασία για τόσο πολλούς ανθρώπους, γιατί να μην έχει πια αυτή τη σημασία εδώ και τώρα για την ίδια; Και μόνο η αντίληψη πως το όνομα μιας ημέρας της εβδομάδας πρέπει να έχει σημασία την κάνει να αισθάνεται κουρασμένη. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πως η κούραση θα μπορούσε να γνωρίσει τέτοια επίπεδα.
Η σημασία έχει μια νέα σκληρότητα.
Hugues Pagan «Χαμένο προφίλ» (μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2020)
Ένα αριστουργηματικό νουάρ μυθιστόρημα από έναν Γαλλοαλγερινό μετρ του είδους, που ωστόσο ξεφεύγει από τα προκαθορισμένα μεγέθη του είδους αγγίζοντας ένα φιλόδοξο και πολύμορφο σύμπαν. Ο αστυνομικός ντετέκτιβ Σνεντέρ, μια περσόνα μοναχική, καταθλιπτική και αντικοινωνική που καπνίζει ασύστολα και σουλατσάρει τις νύχτες στους έρημους δρόμους, προσπαθεί να εξιχνιάσει τη μυστηριώδη δολοφονία ενός συναδέλφου του από το τμήμα δίωξης ναρκωτικών. Οι ήρωές του είναι παρηκμασμένοι, απογοητευμένοι, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, που μέσα από τη γνησιότητα των χαρακτήρων τους στέκονται απέναντι σε έναν σκοτεινό και αποσυνθεμένο κόσμο με μόνιμες βλάβες. Παράλληλα κλειδί είναι η μοιραία γυναίκα, η Τσερόκι που δίνει στην ιστορία μια σπουδαία ερωτική διάσταση, απαλλαγμένη πλήρως όμως από ρηχή ρομαντική διάθεση και μελοδραματικούς καλλωπισμούς. Σπάνια στυλιστική δεξιοτεχνία, μελαγχολική, αλλά συγκλονιστική ατμόσφαιρα που σε συνεπαίρνει, εκπληκτικός ρυθμός, γερές δόσεις ειρωνείας και ματαιωμένης δράσης, ατόφια συγκίνηση και εκπληκτική σκιαγράφηση χαρακτήρων και καταστάσεων που φανερώνουν έναν συγγραφέα ο οποίος ξεδιπλώνει υποδειγματικά το ψυχολογικό νήμα της συναρπαστικής ιστορίας του.
Ο Σνεντέρ στεκόταν όρθιος, με τις βροχές χωμένες στις τσέπες της καμπαρντίνας του. Στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο πιο πέρα, ο Σαρλί Καταλά έκανε υπομονή ακούγοντας Κρις Άιζακ στο γουόκμαν του. Από απόσταση, είχες την εντύπωση ότι ο Σνεντέρ, με τους ώμους ίσιους, τον γιακά σηκωμένο και το ύφασμα της καμπαρντίνας να πλαταγίζει στις γάμπες του, πάλευε με όλες του τις δυνάμεις για να μη λυγίσει απέναντι στις ριπές του ανέμου. Ο Καταλά ήταν ο μόνος μπάτσος που ήξερε για τις παράξενες τσάρκες του αρχηγού του, για τις οποίες ο Σνεντέρ αρκούνταν να τον προστάζει με απόμακρη ειρωνεία:
-To the Lighthouse, Σαρλί.
Ο Σαρλί γνώριζε το μήνυμα. Επίσης, δεν αγνοούσε ότι ο Σνεντέρ πήγαινε ενίοτε και μόνος του, με το δικό του μέσο αναφοράς. Αγνοούσε απλώς ότι ο αρχηγός του χρησιμοποιούσε τον τίτλο ενός από τα πιο υπέροχα έργα που παρήγαγε η αγγλική λογοτεχνία. Έτσι κι αλλιώς, είχε σταματήσει εδώ και καιρό να προσπαθεί να καταλάβει τον Σνεντέρ. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν μπορούσε να καταλάβει τον Σνεντέρ. Το πολύ πολύ υπέθετες, με ελάχιστες πιθανότητες να πέσεις έξω, ότι, κάποια μέρα και για κάποια αιτία, ο υπαστυνόμος Σνεντέρ είχε πάψει ουσιαστικά να υπάρχει. Συνήθως, το άψυχο βλέμμα του ήταν καρφωμένο στοχαστικά σε ένα θέαμα ορατό αποκλειστικά για εκείνον.
Τούτο το βράδυ, ο Σνεντέρ αψηφούσε τον άνεμο, όπως θα στεκόταν απέναντι σε οποιονδήποτε πρόεδρο κακουργιοδικείου: ίσος και άκαμπτος, με σφιγμένους γνάθους, απαθής. 31 Δεκεμβρίου, οχτώ και δέκα. Ήταν πριν από δέκα χρόνια ακριβώς και περίπου την ίδια ώρα.
Georgi Gospodinov «Περί φυσικής της μελαγχολίας» (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2018)
Ο λαβύρινθος είναι η κεντρική εικόνα και το θεματικό και φιλοσοφικό μοτίβο του θαυμάσιου αυτού βιβλίου του Βούλγαρου συγγραφέα. Εξαιρετική δομή που δημιουργεί και εκφραστικά έναν λαβύρινθο ιστοριών για τους οικείους του αφηγητή (ταύτιση με τον συγγραφέα) και ταυτόχρονα ένα ταξίδι στον χρόνο, στις εποχές και τις οπτικές ρίχνοντας βάρος στις ανασφάλειες, στα λάθη και την κοσμοθεωρία των Ανατολικοευρωπαίων πριν και μετά το ανατολικό μπλοκ. Με το εύρημα της κατοίκησης του αφηγητή σε διάφορα ξένα σώματα που έζησαν σε διαφορετικούς χρόνους, νιώθουμε, νοσταλγούμε, αφουγκραζόμαστε, ζούμε την τραγική ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης, συχνά όμως με έναν ολόφρεσκο και γεμάτο χιούμορ τρόπο. «Γεννήθηκα στα τέλη Αυγούστου του 1913 ως ανθρώπινο ον αρσενικού φύλου. Δεν γνωρίζω την ακριβή ημερομηνία [….] Θυμάμαι πως πέθανα ως γυμνοσάλιακας, ως αγροτριανταφυλλιά, ως πέρδικα, ως γκίνγκο μπιλόμπα, ως σύννεφο του Ιουνίου (η ανάμηση αυτή είναι σύντομη), ως βιολετής φθινοπωρινός κρόκος κοντά στη λίμνη Χάλενζε, ως πρώιμη κερασιά, παγωμένη απ΄ το αργοπορημένο απριλιάτικο χιόνι, ως χιόνι που πάγωσε μια παραπλανημένη κερασιά…Εγώ υπήρξαμε», γράφει ο Gospodinov στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου του. Ένα αστείρευτο οπλοστάσιο θεμάτων που περιλαμβάνει την εγκατάλειψη, την απομόνωση, τη μνήμη, το κενό, ξεδιπλώνεται μέσα από μια σπάνια αφηγηματική δεξιοτεχνία σε αυτό το σπουδαίο και ιδιαίτερα πρωτότυπο βιβλίο, που φέρνει μια ανανεωτική λογοτεχνική αύρα.
1Η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ
Δεν είμαι ερημίτης. Κάτω έχω τηλεόραση (βλέπω μόνο τις βραδινές ειδήσεις), είμαι συνδρομητής σε καμιά τριανταριά εφημερίδες και περιοδικά, έτσι ώστε κάθε άλλο παρά ερημίτης είμαι. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να παρακολουθώ τον κόσμο από κοντά, να μαζεύω οιωνούς.
Διαβάζω την Ποιητική του Αριστοτέλη και ακούω κάποιο δίσκο από βινύλιο που διασώθηκε. Είναι η 1η Ιανουαρίου του, σύμφωνα με κάποιο ημερολόγιο, τελευταίου χρόνου. Επικρατεί αρκετή ιστορία για απόγευμα μιας τέτοιας μέρας. Δεν ηχούν τα συνηθισμένα τηλεφωνήματα και τα sms με τις ευχές. Κλείνω το τηλέφωνο για να έχω κάποιο άλλοθι γι΄ αυτή τη σιωπή.
Στις εφημερίδες που μελετούσα λίγο καιρό πριν έλεγαν πως η λέξη του 2009 είναι το unfriend. Ξε-φιλιώνω. Έχω την εντύπωση πως τα τελευταία δέκα χρόνια μόνο αυτό έκανα. Με τον καιρό οι φίλοι χάνονται για διαφορετικούς λόγους. Μερικοί ξαφνικά, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Άλλοι σιγά-σιγά, νιώθοντας άβολα, με απολογητικό τρόπο...Σταματάνε να τηλεφωνούν. Στην αρχή δεν καταλαβαίνεις. Ύστερα αρχίζεις να τσεκάρεις μήπως και έχει τελειώσει η μπαταρία του τηλεφώνου σου. Η έλλειψη γίνεται έντονη κατά τις πέντε το απόγευμα. Πρώτα κρατάει καμιά ώρα περίπου, ύστερα λιγότερο. Ποτέ όμως δεν χάνεται. Όπως και με το τσιγάρο που το έχεις κόψει από χρόνια κι όμως συνεχίζεις να το ονειρεύεσαι.
Καθώς το φως της ημέρας σβήνει, νιώθω πάλι να με πλημμυρίζουν εκείνη η αόριστη μελαγχολία και ο φόβος, ένας πραγματικά άγριος φόβος για τον οποίο δεν έχω όνομα. Φοράω γρήγορα το παλτό μου, βάζω ένα σκουφί, μπορώ άνετα να περάσω τόσο για τρέντι τύπος όσο και για άστεγος, αυτό μου αρέσει, σε κάθε περίπτωση είμαι αόρατος.
Αν κανείς θελήσει να δει πως θα είναι μετά το τέλος του κόσμου το τετράγωνο όπου ζει, πρέπει να βγει έξω το απόγευμα της πρωτοχρονιάς. Απερίγραπτη ησυχία. Οι διαθέσιμες ποσότητες χαράς έχουν πιάσει πάτο το προηγούμενο βράδυ. Ο πάτος είναι γυαλιστερός, στεγνός και κρύος. Είναι ένας μεταφυσικός πάτος. Πάντα αναρωτιόμουν τι ακριβώς γιορτάζουμε – το τέλος μιας χρονιάς ή την αρχή της άλλης. Μάλλον το τέλος. Αν γιορτάζουμε την αρχή, η 1η Ιανουαρίου θα έπρεπε να είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της χρονιάς.
Περπατάω στα στενά, παγωμένα δρομάκια ανάμεσα στις πολυκατοικίες, στα πόδια μου κυλάνε κάτι άδειες μποτίλιες κρασιού και ό,τι απέμεινε από εκρηκτικούς μηχανισμούς διαφορετικής ισχύος κάθε φορά… Και ούτε ένας άνθρωπος έξω. Το πράγμα αρχίζει να γίνεται ύποπτο. Μοιάζει λες και κάποιος με πρόσχημα τα πρωτοχρονιάτικα πυροτεχνήματα κατάφερε να εκτελέσει τους πάντες. Έριξαν εκείνη τη βόμβα νετρονίου. Ο μοναδικός που σώθηκε είμαι εγώ πίσω από τους χοντρούς τοίχους του καταφύγιου. Σεν πιστεύω να υπάρχει άλλος που να πέρασε – προληπτικώς – τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς σε καταφύγιο. Αλήθεια, τι μεταδίδουν απ΄ το CNN μετά το τέλος του κόσμου; Τραβάω για πίσω για να το διαπιστώσω και ξαφνικά, απ΄ το πουθενά, πηδάνε μπροστά μου δυο σκυλιά κι ένας άστεγος. Οι πρώτες ζωντανές υπάρξεις… αυτής της χρονιάς. Χαίρομαι τόσο πολύ! Για να λέμε την αλήθεια, η μέρα είναι δική τους, η δική τους Πρωτοχρονιά πέφτει μια μέρα αργότερα. Όταν τα αποφάγια της νύχτας έχουν πεταχτεί έξω και οι σκουπιδοτενεκέδες ξεχειλίζουν σαν θλιμμένα εμπορικά κέντρα μετά τις διακοπές.
Τζέημς Τζόυς «Γράμματα στη Νόρα» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2013)
Ένα συναρπαστικό βιβλίο που καταγράφει τις επιστολές του κορυφαίου Ιρλανδού συγγραφέα του μοντερνισμού και για πολλούς του σημαντικότερου του 20ου αιώνα στον μεγάλο έρωτα της ζωής του και ισόβια σύζυγό του Νόρα Μπάρνακλ. Πρωτογνωρίστηκαν στις 10 Ιουνίου 1904 στο Δουβλίνο, όταν ο Τζόυς ήταν 22 ετών και εκείνη 19. Δεν ήταν κοπέλα από σπίτι κι αυτό που τον σαγήνεψε ήταν η απλή καρδιά, η άδολη χάρη, ο φυσικός αισθησιασμός της. Ήταν «ένα “γαλάζιο αγριολούλουδο που φυτρώνει ανάμεσα στα βάτα”, φαινομενικά εύθραυστο, αλλά προικισμένο με τεράστια δύναμη επιβίωσης, ικανό να προσφέρει ασφάλεια και προστασία», όπως σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου η Κατερίνα Σχινά. Η σχέση τους άντεξε στο τέλος παρά τις πολλές συγκρούσεις τους και δοκιμασίες. Οι επιστολές του Τζόυς αντανακλούν λυρισμό, ρομαντισμό, λατρεία, πάθος, πόθο, συχνά αχαλίνωτο ερωτισμό, εναγώνια ανάγκη για επικοινωνία και ταύτιση, έντονη ζήλια και αμφιβολία, οργή, εξάρτηση και όλα τα χαρακτηριστικά ενός έρωτα για έναν αποδέκτη με πολλά πρόσωπα, όπως ο Τζόυς ήθελε τη Νόρα.
24 Δεκεμβρίου 1909, παραμονή Χριστουγέννων
44 Fontenoy Street, Dublin
Νόρα αγαπημένη μου Μόλις σου έστειλα σε τηλεγράφημα την όμορφη φράση από την τελευταία πράξη της όπερας που τόσο αγαπάς, από τον «Βέρεθρο»: «Nel lieto di pensa a me». Και καθώς ήταν πια πολύ αργά για να σου ταχυδρομήσω χρήματα, έδωσα 1 λίρα στον συνεταίρο μου εδώ και τον έβαλα να τηλεγραφήσει στον Κάρις στην Τεργέστη να μετρήσει αμέσως στη Σινιόρα Τζόυς 24 κορόνες. Ελπίζω πως θα περάσεις χαρούμενα Χριστούγεννα, αγάπη μου.
Τώρα, αγαπημένη μου, ελπίζω πως ο Στάννι θα μου ταχυδρομήσει όλα όσα μπορεί την 1η, ώστε να κατορθώσω να φύγω.
Αγαπημένη μου, βρίσκομαι σε μια κατάσταση εξουθενωτικής διέγερσης αυτό το διάστημα. Όλη τη μέρα ήμουν στον κινηματογράφο περιτριγυρισμένος από το πλήθος που ψωνίζει βιαστικά για τα Χριστούγεννα. Ήταν εκεί ένας νεαρός αστυνομικός σε ειδική υπηρεσία. Όταν ήρθε η ώρα να κλείσουμε, τον πήγα επάνω να του προσφέρω ένα ποτηράκι κι εκεί ανακάλυψα ότι ήταν από το Γκάλγουεϋ και ότι οι αδελφές του είχαν φοιτήσει στο Μοναστήρι των Εισοδίων της Θεοτόκου όπως κι εσύ. Έμεινε κατάπληκτος όταν έμαθε τι απέγινε η Νόρα Μπάρνακλ. Μου είπε ότι σε θυμόταν στο Γκάλγουεϋ, όμορφη νεαρή κοπέλα με μπούκλες και περήφανη περπατησιά. Θεέ μου, Νόρα, πόσο υπέφερα! Κι όμως δεν μπορούσα να σταματήσω να του μιλάω. Ήταν ολοφάνερα ένας ευπαρουσίαστος νεαρός με εγκάρδιους τρόπους. Αναρωτιόμουν αν η λατρεμένη μου, ο έρωτάς μου, η χιλιάκριβή μου, η βασίλισσά μου είχε ποτέ της στρέψει τα μάτια της πάνω του. Όφειλα να του μιλήσω αφού καταγόταν από το Γκάλγουεϋ, όμως Ω, αγαπημένη μου, μια μέρα θα δεις ότι θα γίνω κι εγώ κάποιος στη χώρα μου. Πόσο ταραγμένος, πόσο νευρικός αισθάνομαι! Σου εσωκλείω τα ονόματα των αδελφών του. Είδα ότι έμεινε κατάπληκτος μαθαίνοντας τι έχεις απογίνει. Όμως, Ω Θεέ μου, όμως εγώ δεν θα σου χάριζα όλα τα Βασίλεια του κόσμου, αν το μπορούσα; Ω, αγαπημένη μου ζηλεύω τόσο το παρελθόν κι όμως τρώω τα νύχια μου από ανυπομονησία κάθε φορά που συναντάω κάποιον από την παράξενη, παρακμασμένη εκείνη δυτική πόλη όπου ο έρωτάς μου, το όμορφό μου αγριολούλουδο που φυτρώνει μες στα βάτα, πέρασε τη γελαστή του νιότη. Νόρα, αγαπημένη μου, γιατί δεν είσαι εδώ να με παρηγορήσεις; Πρέπει να κλείσω αυτό το γράμμα, είμαι τρομερά αναστατωμένος. Μ΄ αγαπάς, έτσι δεν είναι, αγαπημένη μου γυναίκα; Ω, μ΄ έχεις τυλίξει κουβάρι γύρω απ΄ την καρδιά σου! Ας είσαι ευτυχισμένη, αγαπημένη μου! Μικρή μου μανούλα, δέξου με στο σκοτεινό άδυτο της κοιλιάς σου! Προστάτεψέ με απ΄ το κακό αγαπημένη μου! Είμαι τόσο απελπισμένος απόψε, απελπισμένος, απελπισμένος!
Ένα εκατομμύριο φιλιά στο λατρεμένο, δροσοστόλιστο λουλούδι μου της Δύσης, ένα εκατομμύριο των εκατομμυρίων φιλιά στην αγαπημένη μου Νόρα με τις μπούκλες.
Jim
Eduardo Galeano «Οι λέξεις ταξιδεύουν» (μτφρ. Ισμήνη Κανσή, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2013)
Σε όποια σελίδα σταθείς τυχαία σε αυτό το βιβλίο θα διαβάσεις κάτι μεγάλο, κάτι βαθύ, κάτι εσωτερικό, κάτι ουσιαστικό, κάτι στοχαστικό, κάτι παραμυθένιο, μαγικό και φανταστικό που πατά στη ζωή, παρότι σε όποια σελίδα και να σταθείς σε αυτό το βιβλίο αυτό που θα διαβάσεις είναι τόσο απλό, καθημερινό, πραγματικό, γνήσιο, αστόλιστο και στοιχειώδες. «Οι λέξεις ταξιδεύουν» και μαζί με το ταξίδι αυτό του Ουρουγουανού συγγραφέα ταξιδεύουμε και εμείς σε πρωτόγνωρα φαντασιακά και υπαρξιακά, άκρως γοητευτικά μέρη. Εκεί όπου υπάρχει ένας άντρας, μια γυναίκα, μια σκιά, ένα θαύμα, ένας θάνατος, ένα καλαμπόκι, ένα αόρατο πρόσωπο, ένας αμαξάς, η θεά της θάλασσας, ένας φόβος, μια μουσική, μια λέξη. Ένα θαυμάσιο βιβλίο που μπορείς να έχεις στα ταξίδια σου και στις παραμονές σου, ένα βιβλίο ζωής με ιστορίες, λέξεις, σκέψεις, συναισθήματα και σκίτσα, με στιγμιότυπα καθημερινά και διαρκείς ονειροπολήσεις.
Λίγα λόγια για την τιμωρία
Ήταν Χριστούγεννα, κι ένας Ελβετός κύριος είχε χαρίσει το ελβετικό ρολόι του στον μικρότερο γιο του.
Το παιδί έλυσε το ρολόι πάνω στο κρεβάτι του. Και καθώς έπαιζε με τους δείκτες, τα ελατήρια, το τζάμι, τη στεφάνη και τα διάφορα γρανάζια, τον ανακαλύπτει ο πατέρας του και του δίνει ένα χέρι ξύλο.
Μέχρι τότε, η Νικόλ Ρουάν και ο αδερφός της ήταν εχθροί. Από εκείνα τα Χριστούγεννα, τα πρώτα Χριστούγεννα που θυμάται, οι δυο τους έγιναν παντοτινοί φίλοι. Εκείνη τη μέρα, η Νικόλ κατάλαβε πως θα τιμωρούσαν και την ίδια στο εξής, γιατί, αντί να ρωτά την ώρα από τα ρολόγια του κόσμου, θα τα ρωτούσε πώς είναι από μέσα φτιαγμένα.
Πέλα Σουλτάτου «Ανάποδες στροφές» (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2018)
Μια ιλιγγιώδης σε ρυθμό σύγχρονη νουβέλα, σχεδόν κινηματογραφική, με την καταιγιστική πλοκή ενός ξέφρενου θρίλερ, από αυτές που σε παίρνουν από το χέρι και δεν σε αφήνουν να πάρεις ανάσα, είναι το τρίτο και πιο ώριμο βιβλίο της Πέλας Σουλτάτου. Η κρίση της ελληνικής οικογένειας μέσα από την σχέση μιας χωρισμένης μάνας και του έφηβου γιου της με φόντο την ελληνική επαρχία αποκτά απρόσμενες διαστάσεις. Τίποτα δεν είναι όπως το φαντάζεστε βέβαια γιατί η συγγραφέας αποδομεί, ανασυνθέτει και αναβαπτίζει τους ήρωές της σε καιρό οικονομικής κρίσης χωρίς ίχνος διδακτισμού και αφήνοντας το καλό και το κακό στην ησυχία τους. Θα μπορούσαμε να πούμε πως «αγαπά» τους χαρακτήρες της και ρίχνει απλά φως πάνω τους. Σκιαγραφεί ψυχολογικά τους ήρωες θέτοντάς τους στο ασφυκτικό περιβάλλον της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Η γλώσσα της πάντα κοφτερό λεπίδι, παίρνει διαφορετικά πρόσωπα και έχει τη μορφή μονολόγου κάθε φορά που «εκφέρεται» από τον εκάστοτε ήρωα. Ενοποιείται ωστόσο σε ένα διακριτό και άκρως προσωπικό και οριακό συγγραφικό ύφος, που κάνει τις «Ανάποδες στροφές» λογοτεχνία με σπάνια αμεσότητα και αυθεντική συγκινησιακή φόρτιση, η οποία σφύζει από ζωή και υπονομεύει κάθε ίχνος ακαδημαϊκής στειρότητας. Για όσα άρχισαν παραμονή Πρωτοχρονιάς και μας έφεραν στο Νέο Έτος δεν θα αποκαλύψουμε τίποτα. Αξίζει να αφεθείτε στην πυρετική αφήγηση μιας συγγραφέως που ξέρει πολύ καλά να στοχάζεται θαρραλέα και αντισυμβατικά, με μια ανθρωπιά που φωλιάζει στις επικίνδυνα αληθινές λέξεις της.
Οι ρόδες οχτάρια στην άσφαλτο, τα φώτα της πόλης θολό φράκταλ, βούισμα από τρεις χιλιάδες μέλισσες στ΄ αυτιά του, στο στομάχι οχτώ μποφόρ θαλασσοταραχή, φρενάρει, σταματάει στο ρείθρο του πεζοδρομίου, ξεπεζεύει, ξερνάει σε μια βιτρίνα στολισμένη με γκι και γιρλάντες. Στην τζαμαρία λευκό στένσιλ «Ευτυχισμένο το Νέο Έτος». Σκουπίζει το στόμα του στο μανίκι του μπουφάν, καβαλάει το μηχανάκι και οδηγεί για το σπίτι.
Στο γυρισμό, τον κυνηγούν οι μέλισσες, τον τσιμπούν, τον πρήζουν, όλοι του τα έχουν πρήξει, μακάρι να πάθαινε καμιά σοβαρή αρρώστια να βγει «γιωτάς», τουλάχιστον να γλύτωνε τον στρατό, αυτή είναι η ευχή του για τη χρονιά που έρχεται. Οι άλλοι απόψε θα τα σπάσουν, στο σκυλάδικο, ξεκίνησαν να ανοίγουν μπουκάλες ήδη από το κλαμπ, αυτός είχε μείνει με πέντε ευρώ στην τσέπη, προφασίστηκε ότι τον βάρεσε πάλι το άσθμα, έβαλε την ουρά στα σκέλια, την κοπάνησε σαν δαρμένος σκύλος.
Το σπίτι σκοτεινό, ούτε μια πλεξούδα λαμπιόνια φέτος, «μεγάλωσε πια και ο γιος», δικαιολογιόταν η μητέρα του όταν τη ρωτούσαν: «Μα δεν θα στολίσετε για το καλό;» Ποιο καλό, κατάκοπη γυρνούσε απ΄ τη δουλειά, οι γιορτές στο πολυκατάστημα τη γονάτιζαν, σπίθιζαν οι πατούσες της από την ορθοστασία, τις νύχτες ντάνιαζε μαξιλάρια να ξεκουράσει τα πρησμένα πόδια της, χωσμένα από μαβιά κλωνάρια, μάζευε λεφτά να κάνει λέιζερ στο φλεβίτη, ποιο καλό, δεν είχε αντοχή ούτε να κατεβάσει το δέντρο απ΄ το πατάρι.
Το σπίτι αδειανό, η μάνα του είχε ξεπορτίσει, ζωντοχήρα είναι βέβαια, έχει κάθε δικαίωμα, μέρες που ΄ναι, να βγει να ξεσκάσει κι αυτή, δεν είναι κανένας χωριάτης, κανένας με κολλημένα μυαλά, αλλά και η γειτονιά έχει μάτια και βλέπει, έχει στόμα και μιλάει, έχει αυτιά κι ακούει, οπότε, καλού κακού, της έκανε αναπάντητες κλήσεις με απόκρυψη να τσεκάρει που βρίσκεται.
Το κεφάλι του καζάνι, το καζάνι της Κολάσεως, κοχλάζουν άνθρωποι ολόκληροι, σκέτα χέρια που μάλλον έκλεβαν, στόματα που πρέπει να βλαστημούσαν, πόδια αμαρτωλά. Ένα πόδι ποια εντολή παράκουσε και βράζει ακρωτηριασμένη, απορία το ΄χε όποτε βρισκόταν μπροστά στη χρυσαφιά κορνίζα στο αρχονταρίκι, τρώγοντας λουκούμι τριαντάφυλλο, στην Ιερά Μονή Παναγίας της Παντάνασσας, όπου τον είχε τάξει η αδερφή του πατέρα του, επειδή είχε πάθει έναν νεογνικό ίκτερο, υπόθεση ρουτίνας για τα μαιευτήρια, υπόθεση πίστης για τη θεία.
Γιάννης Ζουγανέλης «Ο ήχος της σάλπιγγος» (εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999)
Το βιβλίο του Γιάννη Ζουγανέλη ήρθε σαν μια πολύ δυνατή και ευχάριστη εμπειρία το 2000, το έτος του millennium που το διάβασα. Πραγματική έκπληξη, αφού ο αγαπημένος μουσικός και διεθνώς αναγνωρισμένος τουμπίστας φανέρωνε εδώ ένα ομολογουμένως εντυπωσιακό συγγραφικό προφίλ μέσα από ένα συγκλονιστικό στη γνησιότητά του αυτοβιογραφικό αφήγημα. Αργότερα το βιβλίο κυκλοφόρησε σε δυο τόμους από τον εκδοτικό οίκο Γαβριηλίδη με τον τίτλο «Οι μέρες είναι τόποι». Μέσα σε αυτό το «θαυμαστό εγκόλπιο ιθαγένειας», όπως το χαρακτήρισε ο Κωστής Παπαγιώργης, παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον τη συγκλονιστική ζωή και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες που αντιμετώπισε και όχι μόνο δεν τον κατέβαλαν αλλά αντίθετα τον οδήγησαν να αφήσει ένα μοναδικό ίχνος και ήθος πρώτα ανθρώπου και μετά καλλιτέχνη. Στο βιβλίο αυτό σημαντικό μερίδιο κατέχει ως τόπος η Πάτρα αφού ο Ζουγανέλης έζησε, γνώρισε τη γυναίκα του και εργάστηκε ως μουσικός. Μια Πάτρα όμορφη, αγνή, ανθρώπινη όσο και θλιβερή, ασφυκτική και δύσκολη. Ένα αυτοβιογραφικό κείμενο σαν μυθιστόρημα, μια πολύ δυνατή αφορμή για την ανθρωπιά μας.
Πέντε ημέρες μετά τα Χριστούγεννα του ΄56 καθόμαστε σ΄ ένα παγκάκι, στην Πλατεία Τριών Συμμάχων, όπου βρίσκεται το λιμάνι και ο σταθμός των τραίνων. Χαζεύαμε τα πλοία που αναχωρούσαν για τη Ζάκυνθο και της Κεφαλλονιά, ένα μικρό πλοιάριο, η «Καλυδώνα», πήγαινε απέναντι, στον Γαλατά.
Η πόλη ήταν στολισμένη γιορτινά. Φάτνες με γελάδες που έβγαζαν ατμούς απ΄ τα ρουθούνια τους, Πέρσες Μάγοι με γενειάδες και αγγελούδια χαριέστατα κοσμούσαν την πόλη, ενώ στα ζαχαροπλαστεία και στα λοιπά κέντρα αναψυχής ο κόσμος έμπαινε και έβγαινε χαρούμενος.
[….]
Πήγαμε στον κινηματογράφο, είδαμε ένα καουμπόικο έργο με τους Αμερικάνους σε πρώτο πλάνο και τους Ινδιάνους σε δεύτερο. Οι πιο ανθρώπινες στιγμές ήτν τα άλογα! Η Ελένη ήταν ευχαριστημένη, αισθανόταν «κυρία»!
Στην οδό Αγίου Νικολάου βρισκόταν το καλό εστιατόριο της πόλης: Του «Ευαγγελάτου»! Και μόνον το όνομα έφθανε να αισθανθείς υποδεέστερος! Πήγαιναν εκεί οι σκοτεινοί κυρίαρχοι της πόλης, δικηγόροι, πολιτικοί, έμποροι, μασόνοι. Ακόμη κι ο ίδιος ο εστιάτωρ είχε έκφραση περιφανούς ανθρώπου, φανταζόταν πως όποιος τρώει στο εστιατόριό του μπαίνει άσημος και βγαίνει διάσημος!
«Θα φάμε στου Ευαγγελάτου»! είπα στην Ελένη, η οποία δεν έδειξε καμία συγκίνηση, γι΄ αυτήν όλα τα εστιατόρια ήταν ίδια.
Το γκαρσόνι δεν μας έδωσε καμία σημασία, ήταν κι αυτός της τάξης μας, από τα μάτια και τους τρόπους μας κατάλαβε πως δεν είμασταν εκείνοι που θα ΄πρεπε, γι΄ αυτό, ενώ στους άλλους έκανε ένα σωρό φιλοφρονήσεις και χαμόγελα, σε μας δεν έκανε τίποτα, στάθηκε μόνο πάνω απ΄ το κεφάλι μας και είπε ξερά:
Τι θα πάρετε;»
«Τι είπατε;» ρώτησα εγώ για να το ξαναπεί και να ευχαριστηθούμε περιποίηση!
«Τι θα πάρετε;» είπε πάλι, δυσαρεστημένος που υποχρεώθηκε να «μιλήσει» για δεύτερη φορά.
«Θα μας επιτρέψετε να μη φάμε τίποτα;»
«Τι είπατε;» ήταν η σειρά του να ρωτήσει, μου φάνηκε λίγο αγριωπός.
«Σκεφθήκαμε να μη φάμε απόψε!»
«Και τότε γιατί ήρθατε εδώ;»
«Ακούστε, πίστευα ότι θα συναντήσω τον θείο μου κ. Τάδε» - ανέφερα το όνομα του στρατηγού – διοικητή της Μεραρχίας – «ατυχώς όμως δεν τον βλέπω εδώ!»
Η Ελένη γύρισε και με κοίταξε, τη σκούντηξα ελαφρά με το γόνατο να μη μιλήσει, εν τω μεταξύ ο σερβιτόρος είχε αλλάξει συμπεριφορά, γευθήκαμε τα χαμόγελα και τις υποκλίσεις του, έστω και ψεύτικες. Μας είπε ότι «ο κ. Μέραρχος βρίσκεται στας Αθήνας, τελών εν αδεία!». Μια όπως και ήρθαμε, θα μας περιποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, όπερ και έπραξε…
Όταν φεύγαμε, του είπα ότι ο κ. Μέραρχος δεν ήταν θείος μου, αλλά δεν με πίστεψε, χαμογέλασε με συγκατάβαση για το «αστείο» και είπε «Καληνύχτα σας!»
[….]
Η Πρωτοχρονιά μας βρήκε στον δρόμο. Έβλεπα γελαστά πρόσωπα ένα γύρω, σκεπτόμουν πως σε λίγο καιρό θα ήμουν κι εγώ ένα γελαστό πρόσωπο. Οι κουραμπιέδες μου άρεσαν πάντα, κι αυτή την Πρωτοχρονιά (1957) δεν είχαμε ούτε έναν. Μπήκα στα δεκαεννιά μου χρόνια, μπορούσα να μην παραπονιέμαι για την έλλειψή τους.
…Έβγαινα από το σπίτι, έκανα περίπατο στην Πλατεία Όλγας, έβλεπα τα γιορτινά πρόσωπα των ανθρώπων, δανειζόμουν λίγη απ΄ τη χαρά τους και μετά, αργά αργά χωρίς να βιάζομαι, επέστρεφα στο σπίτι, βέβαιος ότι στη μέση ακριβώς του τραπεζιού μια γυάλινη πλατέλα με κουραμπιέδες θα ήταν εκεί, όπως άλλωστε σε όλα τα σπίτια.
Η είσοδος του σπιτιού μας ήταν από την οδό Μαιζώνος – ένα φωτεινό δρόμο που έσφυζε από ζωή. Μόλις όμως έμπαινα στο σκοτεινό κλιμακοστάσιο, η χαρά που είχα δανειστεί αρνιόταν να με ακολουθήσει, δραπέτευε προς τα έξω, πήγαινε από εκεί που ήρθε, δεν έκανα προσπάθεια να την κρατήσω ούτε λυπόμουν που με εγκατέλειπε, ξένη χαρά ήταν! Πριν ανοίξω την πόρτα του σπιτιού, ήξερα πως δεν επρόκειτο να δω καμία πιατέλα αλλά δεν με πείραζε πλέον, είχα κάνει έναν ωραίο περίπατο … Καθόμουν στο σπίτι, σκεπτόμουν για λίγο τις σκηνές του δρόμου, κυριαρχούσαν τα παιδιά, γέλια, φωνές, κλάματα απαιτητικά, να τα χρωματιστά μπαλόνια, τα παίρνει ο αέρας, τα παιδιά τα τραβούσαν με μια κλωστή, κάποιο μπαλόνι έσκαγε, για μια στιγμή έμεναν έκπληκτα με το «μπαμ», μετά έβαζαν τα κλάματα, οι γονείς γελούσαν, τα καθησύχαζαν και τους αγόραζαν άλλο μπαλόνι.
Πέρασα ήσυχα την ημέρα, παρακολουθώντας τη ζωή των άλλων, μετείχα ολόψυχα στη χαρά τους, κι εγώ στη θέση τους έτσι θα χαιρόμουν.
Δυο ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη
Η φωνή του Μίλτου Σαχτούρη είναι από τις πιο σπουδαίες και ιδιοσυγκρασιακές στην ελληνική ποίηση. Διαβάζοντας ποιήματά του ξέρεις με σιγουριά τον δημιουργό τους. Είναι από τις περιπτώσεις που τέτοια αινίγματα και τέτοιες αβεβαιότητες δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Εδώ δυο από τα «χριστουγεννιάτικα» ποιήματά του.
Ο νεκρός στις γιορτές
Εδώ και πολλά χρόνια
σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα
(αυτός) ο νεκρός γεννιέται μέσα μου
δε θέλει δώρα
δε θέλει χρήματα
πάγο και χρόνια
χιόνια και πάγο
σκισμένα ρούχα
αχνά παπούτσια
ο χρυσός νεκρός
θα βγει έξω
δεν τον γνωρίζει κανένας
τον αλήτη νεκρό
θα κάτσει στο πικρό καφενείο
να πιει τον καφέ του
κι ύστερα πάλι
σε λίγες μέρες
ήσυχα θα πεθάνει
(ο νεκρός)
όταν έρθει ο χρόνος
κι όλες οι ρόδες
κόκκινες όπως πρώτα
θα γυρίζουν πάλι.
*Από την ποιητική του συλλογή «Εκτοπλάσματα» (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1989)
Χριστούγεννα 1943
Οι γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες
γυναίκες αγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δεν κλαίνε
κι ο γέρος εθνικός κήπος κουβαλάει στις πλάτες του
τρεις πεθαμένους κύκνους
και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό
οι γιορτινές μέρες έχουν ένα λείο πρόσωπο
ένα μικρό Χριστό στο κάθε δάκρυ της λησμονημένης
ένα αρνάκι μια σταλιά στις πληγωμένες της παλάμες
ένα πουλί αστέρινο καρφίτσα στα μαλλιά της.
*Από την ποιητική του συλλογή «Η Λησμονημένη» (1945) όπως εμπεριέχεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα (1945 – 1971)» (εκδ. Κέδρος, Αθήνα)
Ένα ποίημα του Γιάννη Κοντού
Σε λίγες μέρες, στις 21 Ιανουαρίου συμπληρώνονται 6 χρόνια από τον θάνατο του κορυφαίου σύγχρονου ποιητή. Το εκλεκτό αυτό ποίημά του θεματολογικά κλείνει την ματιά μας στα Χριστούγεννα των μυθιστοριογράφων και των ποιητών αφήνοντας μια απορία για τον απόηχο των εορταστικών ημερών. Έναν απόηχο για τα παιδιά εκείνα με τα οποία μεγαλώσαμε στα Χριστούγεννα της παιδικής μας ηλικίας.
Τι έγιναν τα παιδιά του Καρόλου Ντίκενς
Χάθηκαν προσωρινά, γίνανε σκιές,
με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα
μέσα από την ομίχλη,
πιάνουν την άκρη του παλτού μου.
Χειμώνας είναι γι΄ αυτά βαρύς, με χιόνια
με παπούτσια χαλασμένα, με αισθήματα
κουρέλια τραγουδάνε στους δρόμους,
κάτω από τα φανάρια του δέκατου ενάτου αιώνα.
Το χιόνι σφυρίζει και τα χτυπάει αλύπητα.
Προσπαθεί να τα σβήσει από τις σελίδες των
βιβλίων. Αυτά όμως επιμένουν να τριγυρνάνε
στη μνήμη μας, να μας τυραννούν, να μας συντροφεύουν.
Χλομά και πεινασμένα μας περιμένουν
στη γωνιά, με τους ώμους τους να διψούν
για χάδι. Σούρουπο τα είδαμε για πρώτη
φορά και μας έφεραν τα πιο παράτολμα σχέδια.
Εκεί που σβήνει η μουσική, κρύβονται φοβισμένα
τα παιδάκια κοιτώντας το φεγγάρι.
*Από την ποιητική του συλλογή «Ο αθλητής του τίποτα» (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1997)
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr