ΒΙΒΛΙΟ

/

Ο Ωρολογοποιός : Μέρος Δεύτερο

Κοινοποίηση
Tweet

του Στάθη Θ. Πολίτη

Κάθε Κυριακή, το thebest.gr φιλοξενεί σε συνέχειες τη νουβeλα του Στάθη Θ. Πολίτη, «Ο Ωρολογοποιός».

Μια ιστορία για τη φιλία, τα ανθρώπινα πάθη που τη δοκιμάζουν, αλλά και την ασύγκριτη δύναμή της όταν έχει ρίζες γερές.

Μια ιστορία για το ψέμα και τη συμφιλίωση, για τα λάθη και την αποδοχή τους.

Μια ιστορία για τη φρίκη του πολέμου και τις βαθιές πληγές που αφήνει σε σώματα και ψυχές.

Μα πάνω απ' όλα, μια ιστορία για την καταλυτική επίδραση του πανδαμάτορα Χρόνου στις ζωές μας.

Διαβάστε εδώ το Πρώτο Μέρος

_

#3

«Μάρκο!»

Πίσω από την σιδερένια πόρτα που είχε ανοίξει μετά από αρκετή ώρα, εμφανίστηκε, αχνά μέσα στο σκοτάδι, η ζαρωμένη φιγούρα ενός υπερήλικα που μετά βίας κατόρθωνε να σταθεί, στηριζόμενος σε μια ξύλινη μαγκούρα.

«Μάρκο, Μάρκο, εσύ είσαι;» φώναξε με όση δύναμη του περίσσευε, κάνοντας μία απροσδιόριστη κίνηση με το ελεύθερο χέρι του προς τους επισκέπτες.

Αφού ο διερμηνέας τον καλημέρισε και του εξήγησε πως ήταν το ραντεβού που είχαν συνεννοηθεί από την προηγούμενη εβδομάδα, ο γέρος τελικά υπαναχώρησε και παραμέρισε για να περάσουν στο εσωτερικό του χώρου.

Σκύβοντας ενστικτωδώς το κεφάλι του για να αποτρέψει τυχόν ατυχήματα από το πέρασμα της πόρτας, ο Μαρκ Μάκενρο έριξε μια πρώτη ματιά στο ωρολογοποιείο. Δυσκολεύτηκε αρκετά, γιατί στο μαγαζί επικρατούσε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι -μόνο μια γέρικη λάμπα πάλευε με τις ισχνές της δυνάμεις να διαχύσει λίγες αχτίδες φωτός.

Όταν τα μάτια του τελικά συνήθισαν, το σοκ ήταν μεγάλο. Η ακαταστασία ήταν μία από τις συνθήκες που του προκαλούσαν πόνο, σχεδόν φυσικό. Παντού ολόγυρα στο δωμάτιο, υπήρχαν κάθε λογής αντικείμενα ατάκτως ειρημένα. Εργαλεία -τανάλιες, κατσαβίδια, λεπίδες- φακοί, ρολόγια, θήκες, κουτιά, γενικότερα ότι μπορούσε να χωρέσει ανθρώπου νους, βρίσκονταν σε γραφεία, σε ράφια, σε καρέκλες, διασκορπισμένα ακόμα και στο πάτωμα.

Οι τοίχοι δεν πήγαιναν πίσω. Ουσιαστικά τοίχος δε διακρινόταν, παντού ήταν κρεμασμένα ρολόγια κάθε είδους. Παλιά κυρίως, αλλά και κάποια που έμοιαζαν πιο σύγχρονα, μεγάλα και μικρά, μικροσκοπικά και υπερμεγέθη -ένα συγκεκριμένο, λευκό με ένα τεράστιο καντράν του είχε τραβήξει θέλοντας και μη την προσοχή- τοίχου και επιδαπέδια.

Πάντως, παρά τα αναρίθμητα ρολόγια που βρίσκονταν στον χώρο, ο Χρόνος έμοιαζε να έχει ξεχάσει να επισκεφτεί τόσο το μαγαζάκι, όσο και τον ιδιοκτήτη του.

Ο γέρος με ένα νεύμα τους κάλεσε να προχωρήσουν προς το πίσω μέρος του δωματίου όπου έμοιαζε να βρίσκεται κάτι σα γραφείο. Δεξιά καθώς προχωρούσαν, αντιλήφθηκαν την ύπαρξη ενός δεύτερου χώρου, στον οποίο κανείς για να εισέλθει έπρεπε να παραμερίσει μία σκουρόχρωμη κουρτίνα με κρόσια.

Αφού κάθισαν, έμαθε από τον διερμηνέα πως ο γέρος ήθελε να τους ζητήσει συγγνώμη τόσο για την ακαταστασία -την είχε συνηθίσει ο ίδιος τόσα χρόνια- όσο και γιατί δεν είχε τίποτα να τους φιλέψει.

Καθώς δεν ξαφνιάστηκε ιδιαίτερα από αυτά που άκουσε, ο Μαρκ θέλησε να ανοίξει την συζήτηση παρουσιάζοντας αμέσως τον λόγο που τον είχε φέρει ως εκεί. Όμως, υπήρχε κάτι που τον εμπόδιζε. Η σκέψη του είχε κολλήσει στην αντίδραση του γέρου όταν άνοιξε την πόρτα -και κυρίως στην φράση που είχε πει.

Χωρίς να είναι απολύτως σίγουρος αν ήθελε να κάνει αυτήν την ερώτηση, τελικά είπε στον διερμηνέα:

«Ρωτήστε τον αν θέλετε, τι ήταν αυτό που είπε όταν μας υποδέχτηκε. Γιατί αν δεν κάνω λάθος, φάνηκε να είναι αρκετά φορτισμένος.»

Όταν άκουσε την ερώτηση του μεταφραστή, ο γέρος δίστασε. Έκρυψε το πρόσωπό του σε δύο παλάμες τεράστιες, απολύτα παράταιρες με το ζαρωμένο κορμί του.

«Συχώρα με παιδί μου, δεν ήταν σωστή η αντίδρασή μου. Όμως βλέπεις, ο Χρόνος έχει περάσει πολύ πλέον για εμένα. Βέβαια, είναι από την άλλη και αυτή η ομοιότητα.

«Ομοιότητα, ποια ομοιότητα; Μήπως δεν μεταφράσατε σωστά;»

«Όχι παιδί μου, μια χαρά στα λέει ο δασκαλάκος. Όσο κι αν μου φαίνεται απίθανο, σχεδόν εξωπραγματικό, νοιώθω σα να έχω εδώ μπροστά μου, μετά από πάνω από εβδομήντα χρόνια, τον φίλο μου τον Μάρκο.»

Ο γέρος σηκώθηκε και σύρθηκε σε μια σκονισμένη συρταριέρα πίσω από το γραφείο. Αφού έψαξε για λίγη ώρα, επέστρεψε με τα εύρετρα.

«Να παιδί μου. Εγώ κι ο Μάρκος. Ο Μάρκος, εκτός από φίλος μου καρδιακός ήταν, όπως αποδεικνύεται περίτρανα μπροστά στα ίδια μου τα μάτια, και παππούς σου.»

Ο Μαρκ θέλησε να απλώσει το χέρι και να πιάσει την ασπρόμαυρη φωτογραφία που είχε αποθέσει ο γέρος μπροστά του.

Μάταια. Αυτό αρνιόταν να ακολουθήσει την εντολή που του έδινε ο εγκέφαλός του.

Είχε παγώσει.

    

#4

«Στέφανε! Άνοιξε γρήγορα, είναι ανάγκη!

Στέφανε άνοιξε εγώ είμαι!»

Οι κραυγές απελπισίας ανατάραξαν μία κατά τα φαινόμενα ήρεμη βραδιά. Συνοδεύονταν από ένα χτύπημα πόρτας που μάταια προσπαθούσε να μην ακουστεί δυνατά.

Λίγες στιγμές αργότερα, η σιδερένια πόρτα άνοιξε και δύο άντρες και μια γυναίκα μπήκαν στο ωρολογοποιείο του Κωνσταντίνου Μακρίδη. Η γυναίκα βέβαια δεν εισήλθε αυτοβούλως, την κουβαλούσαν οι συνοδοί της.

«Καλά, γιατί έκανες τόση ώρα να ανοίξεις;»

«Σε παρακαλώ σταμάτα να φωνάζεις και πηγαίνετε στο πίσω μέρος τώρα!»

Οι δύο άντρες προχώρησαν και ξάπλωσαν την κοπέλα σε ένα ράντζο που βρέθηκε μπροστά τους.

«Μπορείς να μου εξηγήσεις επιτέλους τι είναι όλα αυτά;»

Ο άντρας προσπαθούσε να ηρεμήσει.

«Ξέρεις πολύ καλά τι είναι Στέφανε. Μας είχαν στήσει ενέδρα. Την πατήσαμε. Το λάθος δικό μου. Καταφέραμε και ξεφύγαμε από τα παλιόσκυλα, αλλά η Καίτη έχει τραυματιστεί.

Δεν είχα κάπου αλλού να πάω. Το ξέρεις καλά πως αν δεν ήταν απόλυτη ανάγκη, δεν θα ερχόμουν.

Όμως δεν είχα άλλη επιλογή.

Πρέπει να μας κρύψεις στο υπόγειο φίλε. Μια-δυο μέρες μέχρι να σταματήσουν να μας ψάχνουν οι κερατάδες. Και μετά θα φύγουμε.»

«Υπόγειο, ποιο υπόγειο; Δεν καταλαβαίνω τι λες. Τα 'χεις χαμένα μου φαίνεται.»

«Στέφανε λίγες μέρες μόνο. Μετά ξέρω πού θα πάμε. Αλλά δεν μπορούμε να πάμε τώρα εκεί. Θα μας φάνε λάχανο.

Μια-δυο μέρες στο υπόγειο φίλε.

Θα στο χρωστάω μια ζωή.»

Ο νεαρός άντρας μπορεί να παραληρούσε, αλλά ήξερε πολύ καλά τι ζητούσε από τον παιδικό του φίλο.

Ο Στέφανος κάθισε βουβός.

«Αητέ πάμε να φύγουμε. Δε γίνεται να το ρισκάρουμε. Τον βλέπεις, δεν θέλει να βοηθήσει!» είπε αποφασιστικά ο δεύτερος άντρας. Σε αντίθεση με τον πρώτο, ήταν μικρού αναστήματος, γεροδεμένος όμως, με ένα τσιγγελωτό μουστάκι να γεμίζει το ολοστρόγγυλο πρόσωπό του. Πρέπει να είχε τα διπλάσια χρόνια από τον άλλο, κι όμως, έμοιαζε πως δεν ήταν αυτός που έκανε κουμάντο.

«Ο Στέφανος θα μας βοηθήσει γιατί είναι φίλος καλός και ξέρει πως αν είχα άλλη επιλογή, δεν θα βρισκόμουν εδώ αυτή την ώρα. Έτσι Στέφανε; Δεν το ξέρεις αυτό;»

«Το ξέρω.»

«Και θα βοηθήσεις;»

«Θα βοηθήσω.»

«Είσαι παλικάρι! Θα στο χρωστάω μια ζωή! Πάμε δίπλα να ανοίξεις την καταπακτή.»

Ο Στέφανος σηκώθηκε διστακτικά είναι η αλήθεια και πήγε πίσω από ένα σκονισμένο γραφείο, άνοιξε ένα συρτάρι κι έβγαλε μια αρμαθιά κλειδιά.

Στη συνέχεια παραμέρισε μια κουρτίνα και οδήγησε τους δύο άντρες σε ένα διπλανό δωμάτιο. Έκανε στην άκρη ένα τραπέζι και σήκωσε μια κουρελού που βρισκόταν στο πάτωμα.

Φανερώθηκε μια καταπακτή.

Διάλεξε ένα από τα μεγάλα σιδερένια κλειδιά και την άνοιξε.

«Τραβάτε φέρτε την κοπέλα να την κατεβάσετε κάτω. Υπάρχει ένα κρεβάτι. Πάρτε και τούτη τη λυχνία. Εγώ θα επιστρέψω με ότι καταφέρω να βρω για να της περιποιηθούμε το τραύμα. Ελπίζω μόνο να μην έχει ξυπνήσει ο πατέρας.»

Το χέρι του νεαρού άντρα έσφιξε τον ώμο του Στέφανου. Ένα δάκρυ κυλούσε στο μάγουλό του.

«Ε τι νόμιζες, γίνεται να μη φροντίσουμε ολόκληρο Αητό;» του αποκρίθηκε εκείνος με ένα μειδίαμα ζωγραφισμένο στα χείλη του, καθώς τους άφηνε πίσω του κλείνοντας την καταπακτή.

Διαβάστε εδώ το Τρίτο Μέρος

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Culture