του Στάθη Θ. Πολίτη
Υπήρχε κάποτε ένα κόμμα ιστορικό που περηφανευόταν πως ήταν το μεγαλύτερο στον κόσμο, το πιο ισχυρό στην πιο ισχυρή δημοκρατία.
Υπήρχε κάποτε ένα κόμμα που πίστευε σε αρχές και αξίες και που τα μέλη του ήταν ατρόμητοι ελέφαντες –άνοιγαν νέους δρόμους με το εκτόπισμά τους.*
Υπήρχε κάποτε το Grand Old Party (GOP), το Αμερικανικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Και μετά ήρθε ο Τραμπ…
Αυτή είναι η εύκολη και πλέον διαδεδομένη απάντηση στο πώς έφτασε στην σημερινή του κατάντια το κόμμα του Αβραάμ Λίνκολν, του Θίοντορ Ρούσβελτ και του Ρόναλντ Ρίγκαν.
Όμως, όπως συμβαίνει συνήθως με τις εύκολες απαντήσεις, τείνουν να είναι και λανθασμένες –ή έστω μη ολοκληρωμένες.
Η ρίζα του κακού βρίσκεται πάνω από μία εικοσαετία πίσω. Η πολιτική κυριαρχία του Μπιλ Κλίντον και η προοδευτική ατζέντα που προωθούσε σε διάφορα κοινωνικά ζητήματα, ώθησαν τη δημιουργία μίας νέας δεξιάς πτέρυγας μέσα στο ρεπουμπλικανικό κόμμα, η οποία λειτουργούσε με στόχο την καθαίρεση του Προέδρου με χρήση ακραίων, λαϊκίστικων τακτικών και την προώθηση της υπερσυντηρητικής ατζέντας της.
Μπορεί τον Κλίντον να μην τον έριξαν, τα πλήγματα που επέτυχαν όμως, μαζί με τα τότε «κατορθώματα» του ίδιου του Προέδρου (βλ. σκάνδαλο Λεβίνσκι) οδήγησαν στην οριακή εκλογή του υιού Μπους το 2000, ο οποίος είχε ηγετικά στελέχη της κυβέρνησής του, εξέχουσες προσωπικότητες της νέας δεξιάς όπως ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσέινι και ο υπουργός άμυνας Ντόναλντ Ραμσφελντ.
Η παταγώδης αποτυχία της κυβέρνησης Μπους άνοιξε το δρόμο για την εκλογή του πρώτου αφροαμερικανού Προέδρου στην ιστορία, του Μπαράκ Ομπάμα. Οι Ρεπουμπλικανοί όμως δεν έδειξαν να πήραν το μάθημά τους. Αντί να οδηγήσουν στο περιθώριο τη νέα δεξιά φράξια, η οποία πήρε νέα ώθηση από το κίνημα των tea parties, πίστεψαν πως ο μόνος τρόπος για να νικηθεί ο Ομπάμα ήταν η καταφυγή σε λαϊκίστικες τακτικές και ακραία πόλωση.
Εμβληματικότερη κίνηση αυτής της στρατηγικής, ήταν η επιλογή που έκανε ο υποψήφιος Πρόεδρος Τζον Μακέιν για την θέση του Αντιπροέδρου -η ανεκδιήγητη Σάρα Πέιλιν. Ένα πολιτικό φαινόμενο του οποίου η παντελής άγνοια και ανικανότητα μπορεί να το οδήγησε τελικά στο περιθώριο, το κακό όμως που προξένησε στην βάση των ρεπουμπλικανών υπήρξε μη αναστρέψιμο.
Εάν κανείς θέλει να βρει κάτι που να θυμίζει τις πρόσφατες ορδές των υποστηρικτών του Τραμπ, ας ανατρέξει στην προεκλογική εκστρατεία του 2008 και τις ομιλίες της αξέχαστης Σάρα.
Έκτοτε, η κατάσταση στο κόμμα του Λίνκολν συνέχισε να παίρνει τον κατήφορο. Ο λαϊκισμός, οι ακραίες υπερσυντηρητικές θέσεις και η στόχευση του κοινωνικού διχασμού διάβρωσαν σταδιακά το αξιακό υπόβαθρο του ρεπουμπλικανικού κόμματος, με αποτέλεσμα την σημερινή αποκαρδιωτική εικόνα.
Ένα κόμμα το οποίο, ακόμα και μετά την εκλογική ήττα του Τραμπ, όχι μόνο αδυνατεί να βρει κάποιον αντικαταστάτη του, αλλά συνεχίζει συνειδητά να στοιχίζεται πίσω από αυτόν, την ακραία ρητορική και τις θέσεις του. Είναι θλιβερό να βλέπει κανείς ακόμα και πολιτικούς των οποίων η πορεία υπήρξε εκ διαμέτρου διαφορετική, να σέρνονται πίσω από το άρμα Τραμπ με την τραγική αιτιολογία της μη ύπαρξης εναλλακτικής.
Άραγε, υπάρχει ελπίδα ανατροπής αυτής της κατάστασης; Κι αν ναι, από πού μπορεί αυτή να προέλθει;
Είναι γεγονός πως το GOP και οι αξίες του έχουν ρίζες βαθιές στην αμερικανική κοινωνία. Αυτές οι ρίζες υπάρχουν ακόμα και όσο εξασθενημένες και να είναι, μπορούν να γεννήσουν μία νέα εποχή για το κόμμα, στην οποία ο πολιτικός ρεαλισμός και η μετριοπάθεια, ο οικονομικός φιλελευθερισμός και η κοινωνική δικαιοσύνη θα γίνουν και πάλι οι σημαίες που θα το οδηγήσουν σε μια νέα εποχή.
Ακριβώς επειδή το πολιτικό σύστημα της χώρας είναι χτισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει δύναμη στην περιφερειακή/πολιτειακή διοίκηση και στις τοπικές κοινωνίες, το ξεκίνημα μπορεί να γίνει μόνο από εκεί. Οι πολίτες είναι αυτοί που πρέπει να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να πιέσουν το κατά τόπους «κατεστημένο» του κόμματος για υποψηφίους σε κάθε πολιτική βαθμίδα οι οποίοι θα αντανακλούν τις ιδρυτικές αξίες των ρεπουμπλικανών.
Ένα είναι βέβαιο. Η αμερικανική κοινωνία δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να πορεύεται τόσο ακραία διχασμένη. Η επούλωση των πληγών των τελευταίων χρόνων πρέπει να αρχίσει και η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι γεγονός πως κάνει κάποια βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Όμως, το δημοκρατικό σύστημα της χώρας λειτουργεί ιδανικά όταν στα δύο κόμματα που το αποτελούν κυριαρχούν μετριοπαθείς και ρεαλιστές πολιτικοί, που προσπαθούν να επιτύχουν συναινέσεις με τους αντιπάλους τους ώστε να προχωρήσουν κρίσιμες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Και σίγουρα, δεν μπορεί να λειτουργήσει εάν το ένα από τα δύο κόμματα είναι σε αυτή την κατάσταση.
Διανύουμε μία περίοδο κατά την οποία οι παγκόσμιες γεωπολιτικές ισορροπίες είναι ιδιαίτερα ασταθείς –όπως κατά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου-, με νέες υπερδυνάμεις να αναδύονται, οι οποίες είναι ξεκάθαρο πως δεν έχουν ψηλά στην ατζέντα τους την υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών (βλ. Κίνα). Όσα λάθη κι αν διέπραξαν οι ηγεσίες των ΗΠΑ κατά το παρελθόν, δεν παύει το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα να υπήρξε μία περίοδος παγκόσμιας ειρήνης και ανάπτυξης, υπό την ηγεσία της μεγαλύτερης δημοκρατίας του πλανήτη.
Ο κόσμος μας έχει ανάγκη από την επάνοδο μίας Αμερικής ενωμένης και ισχυρής, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έρχονται. Κι αυτό χωρίς ένα αναβαπτισμένο στις παραδοσιακές του αξίες ρεπουμπλικανικό κόμμα, απλά δεν μπορεί να συμβεί.
*Το σήμα κατατεθέν του ρεπουμπλικανικού κόμματος είναι ο ελέφαντας, ενώ το αντίστοιχο του δημοκρατικού, το γαϊδουράκι.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr