Πάντα προσηνής και ακμαιότατος στα 86 του, ο αγαπητός καλλιτέχνης
Γεννήθηκα όχι μέσα στη φυλή μου, γεννήθηκα –χωρίς να το παρεξηγήσετε– με Έλληνες στη Λιβαδειά το 1936, σε μια γειτονιά που είχε όλες τις τάξεις. Υπήρχαν οι πλούσιοι, η ελίτ που λέμε σήμερα, τότε δεν υπήρχε αυτή η λέξη, η μεσαία τάξη, οι φτωχοί και οι πιο φτωχοί. Ανήκα στους πιο φτωχούς, στην κατώτερη φυλή, στους πληβείους.
• Εγώ θυμάμαι από τεσσάρων χρονών τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θυμάμαι ακριβώς όταν έγινε η κήρυξη του πολέμου, τους συγγενείς μου που βγάζαν φωτογραφίες με τα κορίτσια της γειτονιάς γιατί νόμιζαν ότι πήγαιναν σε πανηγύρι. Δεν ήταν μόνο οι συγγενείς μου, όλοι έτσι έκαναν, θυμάμαι περιστατικά πολλά.
• Ήταν δύσκολα χρόνια. Με πενήντα λεπτά ρύζι που έβαζε ο μπακάλης σε ένα χωνάκι από εφημερίδα η μάνα μου έκανε και δυο και τρία φαγητά να μας θρέψει. Τότε δεν ψώνιζαν οι άντρες, αλλά οι γυναίκες. Με φωνάζαν Κωστάκη και με έστελναν να πάρω άνιθο ή μαϊντανό, ό,τι είχαν ξεχάσει. Μου περισσεύανε δεκάρες, αλλά η μάνα μου μού έλεγε «πρόσεχε, να είσαι περήφανος, να μη δέχεσαι να παίρνεις τα ρέστα».
• Όταν πήγα σχολείο ήμουν εννιά χρονών, με βρίζανε και με έλεγαν «ο γύφτος». Πήγα στη μάνα μου, τη Ζωή, και λέω «μαμά, είμαστε γύφτοι;». «Όχι, παιδί μου», μου λέει, «εμείς είμαστε άρχοντες». «Γιατί είσαι σκούρος;», με ρώταγαν τα παιδιά, «γιατί γυρίζεις, βρε, όλο στον ήλιο», μου έλεγε η μάνα μου, αλλά εγώ όταν γύριζα σπίτι έβλεπα ότι ήμουν σκούρος παντού. Τα παιδιά που με βρίζανε τα χτύπαγα και, αφού τα χτύπαγα, με διώχνανε από το σχολείο. Η Λιβαδειά είχε τέσσερα δημοτικά, με διώξανε από όλα. Τελικά κατάφερα και τέλειωσα το δημοτικό, αλλά είχα καταλάβει ότι ήμουνα στο περιθώριο.
Εγώ είχα άλλες αρχές, δεν ξέρω καμία γυναίκα να γεννήθηκε πόρνη, η γυναίκα γίνεται πόρνη και η αιτία είμαστε οι άντρες, χειρότερο πράγμα από εμάς τους άντρες δεν υπάρχει όταν δεν έχεις παιδεία. Βλέπεις ανθρώπους μορφωμένους και μόλις δουν μια γυναίκα αρχίζουν και λένε βλακείες για να κάνουν εντύπωση, δεν έχουν αγωγή αυτοί οι άνθρωποι.
• Όταν ήμουν μικρός δεν τραγουδούσα, ούτε όργανο έπαιζα, αλλά είχα μεγάλη αγάπη για το σινεμά, το σπίτι μου ήταν κοντά στο σινεμά, έβλεπα τα πάντα. Αλλά διάβαζα εξωσχολικά. O Kαραγκιόζης απαγορευόταν τότε να παίζεται γιατί οι καραγκιοζοπαίχτες ήταν αριστεροί, ήταν η εποχή με το δεύτερο αντάρτικο, σκότωνε ο πατέρας το παιδί και έγιναν όλα αυτά τα φριχτά πράγματα.
• Ο παππούς μου ήταν ο Κώστας Καραγιάννης, φοβερή φυσιογνωμία, σπουδαίος μουσικός, από τους διασημότερους δημοτικούς κλαρινίστες της εποχής του, με ένα σπίτι μεγάλο, δίπλα στο δικό μας το μικρό, που έρχονταν από παντού οι μουσικοί να τον συναντήσουν. Και αυτός και ο Γιαούζος, άλλος συγγενής, έκαναν σχολή, αν έχουμε τη δημοτική μουσική είναι γιατί οι γύφτοι τη διαιωνίζουν σε πανηγύρια, αν οι μουσικοί είναι εκατό, οι γύφτοι είναι ενενήντα. Εσείς κοιτάτε το χρώμα, αλλά στη φυλή υπάρχουν ομορφιές. Και είναι πολλοί που έχουν αυτή την καταγωγή μα δεν τη λένε, έχουν περάσει δύσκολα, δεν αντέχεις να το αποκαλύψεις μέσα σε ένα περιβάλλον.
• Και ο πατέρας μου, ο Ευάγγελος Χατζής, υπηρετούσε τη δημοτική μουσική, έπαιζε σαντούρι, αλλά του άρεσε και η κλασική μουσική. Και τι έπαιζε στο σαντούρι; Ραψωδίες του Λιστ, τα «Παραμύθια του Όφενμπαχ», «Τραβιάτα», «Τόσκα», αυτά τα άκουγα από παιδί μαζί με τα δημοτικά. Του άρεσε η ευρωπαϊκή μουσική, διάβαζε μουσική, παρτιτούρες, πήρα από αυτόν μια προίκα μεγάλη. Ήταν πολύ τίμιος άνδρας ο πατέρας μου, ήταν αγράμματος και έμαθε γράμματα με εμάς, και στη μάνα μου έλεγε «το παιδί εσύ θα το δέρνεις, γιατί εγώ πηγαίνω για γάμους και πανηγύρια και έρχομαι μετά από δυο-τρεις μέρες. Θα το δέρνεις γιατί το βράδυ θα το αγκαλιάζεις, εγώ που θα έρχομαι θα το συμβουλεύω». Κράτησα όλες αυτές τις συμβουλές μέχρι σήμερα.
• Αγαπούσα πολύ την οικογένεια, όταν κέρδισα λεφτά πήρα στη μάνα μου σπίτι, αυτό με ένοιαζε, να έχουν και οι αδελφές μου ένα σπίτι, ένα σταυρουδάκι, ένα ρολογάκι, γι’ αυτούς ζούσα, και αν με ενδιέφεραν τα χρήματα ήταν όχι για να πλουτίσω, αλλά για να τακτοποιήσω την οικογένεια. Παντρεύτηκα μια Γερμανίδα και μια Γαλλίδα και έχω έξι παιδιά. Με τις ξένες, που με ρωτάτε πώς τις διάλεξα, δεν υπήρχε προκατάληψη ότι είμαι γύφτος. Εσείς σοκάρεστε που το λέω έτσι, αλλά έτσι είναι. Τις γυναίκες της φυλής μου τις έβλεπα σαν αδελφές μου, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα μαζί τους, το θεωρούσα ανήθικο.
• Τότε, όταν τελείωνες το δημοτικό, έδινες εξετάσεις για το γυμνάσιο, ήταν οκτώ τάξεις. Εγώ έδωσα και πέρασα, αλλά ήταν αδύνατον να πραγματοποιήσω το όνειρό μου γιατί ήμασταν πολύ φτωχοί. Ούτε σήμερα θέλω να το αποκαλύψω, δεν θα πω. Και αφού το όνειρό μου είχε βουλιάξει, έδωσα εξετάσεις να πάω σε μια τεχνική σχολή να γίνω μηχανικός, στον Ήφαιστο στην Αθήνα.
• Όταν ήρθα στην Αθήνα, είχαμε νοικιάσει ένα δωματιάκι με την αδελφή μου, εκείνη πήγαινε στην τρίτη γυμνασίου. Δούλευα σε ένα μηχανουργείο και μετά βρήκα ότι ήταν καλή δουλειά στα σκουπίδια, στον Άγιο Ιερόθεο, εκεί ήταν γεμάτο ντενεκέδες που τους πρεσάραμε και γινόντουσαν μπάλες για το χυτήριο.
• Εκεί που νοικιάζαμε, σπιτονοικοκυρά ήταν μια γυναίκα που δούλευε σε σπίτια και είπε ότι ήθελαν σε ένα σπίτι υπηρέτη άντρα, όχι γυναίκα. Έτσι πήγα στα δεκατέσσερα να δουλέψω στο σπίτι ενός αρεοπαγίτη, του Δούνια, στην πλατεία Κάνιγγος, και έμαθα να κάνω παρκέ, να φτιάχνω καφέ, να σιδερώνω, μάζευα το νερό σε κιούπια. Σε αυτό το σπίτι πρώτη φορά έφαγα σουτζουκάκια με πουρέ, τον κάνανε σε ένα μεγάλο ξύλινο γουδί, με γάλα. Δοκίμασα και μου άρεσε τόσο πολύ, αλλά δεν ήθελα να το φάω, ήθελα να μπορούσα να το πάω στη μάνα μου και στον πατέρα μου, είναι ζωντανή αυτή η ανάμνηση και συγκινούμαι που το συζητάμε.
• Μου είχαν δώσει ένα δωμάτιο σε μια σοφίτα μια σταλιά, ίσα που χώραγε το κρεβάτι. Όμως γύρω-γύρω ήταν βιβλία. Και τι δεν διάβασα εκεί, γιατί τα βιβλία είχανε πολλά λεφτά τότε. Εκεί μέσα διάβασα μέχρι την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, και άλλα που ήταν απαγορευμένα, και Μαρξ και Ένγκελς. Όταν διαβάζεις αυτά, βλέπεις ότι δεν υπάρχει σύστημα που να μην είναι προδομένο από γεννησιμιού του. Αγάπησα πολύ το διάβασμα και μου έσωσε με έναν τρόπο τη ζωή, αλλά έπαψε και να με ενδιαφέρει οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα, οποιοδήποτε θρησκευτικό σύστημα. Το προσπέκτους της δικής μου ζωής είναι η Αγία Γραφή, εκεί που δεν υπάρχει πίεση και καταδυνάστευση, και διαβάζοντάς τη μπορώ να ζω και να αντέχω τις δοκιμασίες.
• Με ενοχλεί όταν ακούω «είμαι χριστιανός» και δεν έχουν διαβάσει την Αγία Γραφή, «είμαι δημοκράτης» χωρίς να έχουν διαβάσει τι είναι η δημοκρατία. Αν στην υδρόγειο υπάρχουν δυο-τρεις λαοί που ξεχωρίζουν, ο ένας είναι ο Έλληνας. Αλλά δεν έχουμε παιδεία. Υπάρχουν Έλληνες που μεγαλούργησαν, που δεν τους ξέρουμε σήμερα, κανένας δεν ασχολείται. Ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής, ο Μητρόπουλος, η μεγάλη Κάλλας, πού είναι αυτοί; Ποιος τους ξέρει σήμερα, με εξαίρεση ίσως την Κάλλας; Κανένας δεν ασχολείται να μάθουν και οι επόμενοι.
• Διάβασα πολύ, όχι για να λέω ότι έχω γνώσεις, αλλά για να δικαιολογήσω αυτό που ήθελα να γράψω. Εμένα με μάγεψαν ο Παλαμάς και ο Σικελιανός, ο Παπαδιαμάντης, ο Σουρής, ο Σούτσος, ο Γρυπάρης, οι ποιητές όλοι και αυτά τα «έκλεψα» στη στιχουργική μου. Κακοφαίνεται στη γυναίκα μου και στον μαέστρο να το λέω έτσι, αλλά δεν είμαι αυτόφωτος, είμαι ετερόφωτος, έχω μια ανθολογία του Αποστολίδη και από εκεί σημειώνω και μελετώ. Μα θα σας πω ότι από όσα διάβασα, κανένας δεν έφτασε τον Μακρυγιάννη, που ήξερε δυο γράμματα, το συντακτικό του όμως κανένας δεν το έφτασε.
• Ο Καβάφης δεν μου άρεσε γιατί έγραφε ποιήματα για το πάθος του. Αισθανόμουν άσχημα, όμως μια φορά, στη Θεμιστοκλέους νομίζω, πούλαγαν βιβλία και καινούργια και μεταχειρισμένα στα σεντόνια, στον δρόμο. Ήταν φτηνά και μπορούσα να τα πάρω και τότε αγόρασα τους ψαλμούς του Δαβίδ στη δημοτική κάποιου Λάβδα –τότε, εγώ, αφού ήμουνα αριστερός, μιλούσα τη δημοτική– και ένα δοκίμιο για τον Καβάφη. Το διάβασα, διάβασα και τους «Βαρβάρους» και τον αγάπησα και κατάλαβα ότι είναι μεγάλος ποιητής και όχι εξαιτίας του πάθους του. Όπως μεγάλος ποιητής νομίζω είναι ο Μιχάλης Κατσαρός, που υπήρξα τυχερός και τον γνώρισα.
• Πριν αρχίσω να ασχολούμαι με τη μουσική, ήθελα δουλειά. Πήγα μέσω ενός γνωστού μας στο Εθνικό Ίδρυμα που ήταν κάτω από την εποπτεία της Φρειδερίκης, στη Φιλελλήνων, και με έστειλαν σε ένα καράβι, τον «Μαχητή», που ήταν για τα φτωχά παιδιά που σπούδαζαν ασυρματιστές, αρμενιστές, ηλεκτρολόγοι, μηχανικοί. Εγώ πήγα για αρμενιστής, έβγαλα και δίπλωμα και φυλλάδιο. Πριν μπαρκάρω πήγα στη Λιβαδειά, αλλά εκεί με περίμενε μια μεγάλη περιπέτεια. Ένα βράδυ σε ένα σπίτι τραγούδησα στην κιθάρα αντάρτικα και την άλλη μέρα το πρωί με έπιασαν. Πάει και το φυλλάδιο και όλα. Κλείσαν όλες οι πόρτες για πάντα, μιλάμε για το 1955. Αφού είχα μάθει λίγη κιθάρα, δεν είχα πού να πάω, και λέει η μάνα μου «πήγαινε με τον πατέρα σου και τον παππού σου». Δούλεψα με μεγάλους καλλιτέχνες σε γάμους, πανηγύρια, αυτό με σκότωνε, έκλαιγα, γιατί είχα διαβάσει δυο πραγματάκια, δεν μπορούσα τον μηχανισμό, το πατριωτικό τραγούδι, τον αμανέ, το τσάμικο.
• Ωστόσο, δούλεψα με πολλούς και σπουδαίους μουσικούς και λαϊκούς, τον Οδυσσέα Μοσχονά, τον Γαβαλά, τον Τσαουσάκη, τον Χρυσίνη, αλλά ήθελα να μαθαίνω και τραγούδια ξένα. Δεν τραγουδούσα τότε, μόνο έπαιζα, μου έκαναν εντύπωση που τα άκουγα στο ραδιόφωνο, λατινοαμερικάνικα και τζαζίστικα, από φιλμ όπως η «Καζαμπλάνκα». Και άρχισα να σκέφτομαι να γράψω δικά μου πράγματα, έγραφα όχι τραγούδια, πεζά, αλλά ήταν θυμωμένα και πικρόχολα.
• Όταν πήγα να δουλέψω στη Ρόδο με τον Μοσχονά, θυμάμαι δυο πράγματα πολύ καλά, το πρώτο είναι ότι έφαγα πρώτη φορά σε εστιατόριο, κανελόνια, πρώτη φορά έπιασα στα χέρια μου μενού, και πως ένα βράδυ, εκεί που τρώγαμε μετά το πρόγραμμα, είπα «να σας κάνω να γελάσετε;» και ανέβηκα στο πάλκο και άρχισα να τραγουδάω. Και δεν γελάσανε. Κατέβηκα κι εγώ κάτω και είπα «αφού δεν γελάσατε, σταματάω» και μου λέει ο μαγαζάτορας που ήταν μάγκας, ωραίος άνθρωπος, «ξέρεις τι έχεις εδώ;», και έδειξε το λαρύγγι του, «έχεις πετρέλαιο. Θα τραγουδάς». Έφταναν εκεί στο μαγαζί και μου βάζανε χαρτούρα και λέγανε «θέλω να τραγουδήσει ο σκούρος». Αλλά δεν το ήθελα αυτό, δεν μου άρεσε, μάλωσα και έφυγα.
• Για τη φωνή μου που λέτε ότι είναι τόσο χαρακτηριστική η βραχνάδα της, μια φορά πήγα στον Βόλο, Ιούλιο μήνα, μου είπαν «είσαι κρυωμένος», δεν με ήθελαν. Δεν ήταν και τόσο εύκολα και αποδεκτά τότε. Έγιναν έτσι τα πράγματα και μέχρι σήμερα πιστεύω πως ό,τι έχω πετύχει είναι από συμπτώσεις που συνέβησαν στη ζωή μου. Έτσι βρέθηκα και στην Αθήνα. Είχε έρθει μια κοπέλα στη Λιβαδειά, την έλεγαν Νίτσα Σαγιώρ, αδελφή του Τάκη, ήταν και όμορφη και έλεγε τραγούδια του Βέλλα, την έφεραν μέσα στα κλαρίνα, τι δουλειά είχε εκεί; Της είπαν «είναι εδώ ένας γύφτος που ξέρει κι άλλα». Δοκιμάσαμε ένα τραγούδι του Βέλλα και τρελάθηκε και μου είπε «τραγουδάς εσύ, αν πάω στην Αθήνα θα σου πω να έρθεις». Πήγα μετά από λίγο καιρό στου Ρούκουνα την ταβέρνα στην Πλάκα, όπου τραγουδούσε η Νίτσα, αλλά νόμιζαν ότι είμασταν μαζί, ζευγάρι, και με έδιωξαν.
• Στην Αθήνα πέρασα δύσκολα, έβρισκα δουλειά, με παρουσίαζαν σαν ξένο, με κρατούσαν λίγο και μετά με διώχνανε, δεν γινόταν να με κρατήσουν, για την εφορία, εγώ δεν το ήξερα τότε αυτό. Κοιμόμουνα σε παγκάκια, είχα «νοικιάσει» απέναντι από το παλάτι στον Βασιλικό Κήπο ένα παγκάκι. Ήμουνα είκοσι χρονών, αλλά πίσω δεν ήθελα να γυρίσω και μετά βρήκα ένα μέρος κάτω από μια σκάλα, Μενάνδρου 27, και κοιμόμουνα. Μια φορά έκανα να φάω δεκαοχτώ μέρες, αλλά ξέρετε τι μου είχε κάνει το διάβασμα; Πήγαινα στην πλατεία Θεάτρου, στα μανάβικα, κύλαγε ένα πορτοκάλι και αυτό με κράτησε ζωντανό, είχε όλες τις βιταμίνες. Με κράτησαν στη ζωή και αυτά που είχα διαβάσει για τον Γκάντι.
• Έψαχνα παντού δουλειά, μια φορά έφτασα μέχρι τη Βούλα, στο ΠΙΚΠΑ δίπλα, με τα πόδια, για να με ακούσει ο Λεβ Κανακάκης, μια μεγάλη φυσιογνωμία. Δεν με πήρε γιατί ήθελε τραγουδιστή ορχήστρας, αλλά μου έδωσε ένα εικοσάρικο, που ήταν μεγάλη υπόθεση, γιατί μπορούσα να πάω στο χαμάμ να πλυθώ, να φάω σε μια ταβέρνα. Με ένα τάλιρο πέρναγες τη μέρα, με δυο και είκοσι έτρωγες μακαρόνια με δυο ψωμιά και άλλα δυο είκοσι για το βράδυ και με 60 λεπτά έπαιρνες τσιγάρα, τα στούκας, ήσουνα πασάς. Ξέρετε τι με ενοχλούσε πιο πολύ; Να μην πλένομαι, να μην είμαι καθαρός.
• Όταν έβρισκα δουλειά με ντύνανε Τσιγγάνο, με σκουλαρίκι. Τα αγόρια Τσιγγάνοι που είναι μοναχογιοί φοράνε το σκουλαρίκι για να είναι γεροί, σαν τον χρυσό, τρομερές δεισιδαιμονίες. Υπήρχαν και φορές που ο μαγαζάτορας δεν ήθελε να με πάρει και με πλήρωναν οι μουσικοί. Πήγα στο Γκριν Παρκ, ήταν εκεί ο Όμηρος Αθηναίος. Με παρουσιάζανε με διάφορα ονόματα, πότε ήμουνα Βραζιλιάνος, πότε Σπανιόλος, εγώ έκανα δικές μου μουσικές και λέγανε «ο Σπανιόλος από την Αγία Βαρβάρα». Την ίδια περίοδο γνώρισα και τον Γιώργο Κατσαρό, που δεν έχω λόγια να πω για αυτόν τον εξαιρετικό άνθρωπο, και τον Οικονομίδη με τον οποίο έχω μεγάλη ιστορία. Πήγα μέσα στην πείνα μου και του είπα «είμαι Τσιγγάνος και έχω να φάω τρεις μέρες». Τραγούδησα, στον Οικονομίδη άρεσα, στο αφεντικό όχι, και ο Οικονομίδης είπε «θα τον κρατήσω και θα τον πληρώνω εγώ» και μου έδινε ένα πενηντάρικο μεροκάματο.
• Όταν πήγα στρατό, έφευγα, την κοπάναγα τις νύχτες και πήγαινα και δούλευα σε καμπαρέ, παραλίγο από τις φυλακές που έτρωγα να μείνω για πάντα στον στρατό.
• Στα καμπαρέ, που δεν μου άρεσαν, ήξερα ότι οι γυναίκες που ήταν εκεί, που τις αγάπησα, έβγαζαν το ψωμί τους, είχαν παιδιά να θρέψουν και έπιναν ξύδια στα ποτήρια σωληνάκια. Ποτέ δεν τις ακούμπησα, ποτέ δεν πείραξα τα κορίτσια, θα ήταν τρομακτικό, θα ήταν ντροπή στον ανδρισμό μου. Εγώ είχα άλλες αρχές, δεν ξέρω καμία γυναίκα να γεννήθηκε πόρνη, η γυναίκα γίνεται πόρνη και η αιτία είμαστε οι άντρες, χειρότερο πράγμα από εμάς τους άντρες δεν υπάρχει όταν δεν έχεις παιδεία. Βλέπεις ανθρώπους μορφωμένους και μόλις δουν μια γυναίκα αρχίζουν και λένε βλακείες για να κάνουν εντύπωση, δεν έχουν αγωγή αυτοί οι άνθρωποι.
• Τότε, όπως μπαίναμε στη Σταδίου από την Ομόνοια, δεξιά, ήταν ένα καμπαρέ, το Ριτζ, και δίπλα ένα καφέ που λεγόταν Γαλλικό. Κατά τις δώδεκα πήγαιναν καλλιτέχνες που τελειώναν από τα διάφορα και εγώ καθόμουνα απέξω και τους έβλεπα. Πέρναγε ο Γιώργος Μουζάκης και τον έβλεπα με τα ξενόκουμπα και καμάρωνα, αλλά μέσα δεν θα μπορούσα να μπω, ήταν το όνειρό μου όμως. Ένα βράδυ που περίμενα τον Τζο Λο, έναν καταπληκτικό καλλιτέχνη στην Κοπακαμπάνα, και δεν ήρθε, μου είπε μια κοπέλα να πάμε για έναν καφέ, να με κεράσει, εγώ άφραγκος. Πήγαμε στο Γαλλικό και μου είπε «τι καφέ;» και εγώ είπα «δεν κάνουμε τον καφέ μια πάστα;». Και έτσι πήγα στο Γαλλικό. Ξέρετε, χαμογελάμε σήμερα με αυτές τις ιστορίες και σε κάποιους φαίνονται απίθανες, αλλά έκρυβαν μεγάλο πόνο.
• Όταν δούλευα στο Μοκάμπο, ο μαέστρος λεγόταν Μίμης Καψίλης και αυτός μου είπε «γιατί δεν δίνεις εξετάσεις στη ραδιοφωνία;». Και το έκανα, πήγα στο Ζάππειο, περίμεναν απέξω κάτι καλλιτέχνες που δεν φαντάζεσαι, τσακάλια, εγώ μπροστά τους ήμουν αστεία υπόθεση. Τότε έπρεπε να τραγουδήσουμε ακαπέλα. Μπαίνω, λέω ένα τραγούδι, και περάσαμε δυο, εγώ και μια κοπέλα. Άρχισα να γνωρίζομαι με κάποιους συνθέτες. Λόγω της ραδιοφωνίας, τραγουδούσαμε στο Κεντρικόν, είχε έρθει ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, και ήρθε ο Κατσαρός και με ενθάρρυνε, μου είπε ότι ήθελε να με γνωρίσει ο Πλέσσας. Εκεί με είδε κόσμος πρώτη φορά και έκανα εντύπωση. Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος είναι για μένα μουσουργοί, όχι απλά συνθέτες. Όταν ξεκινούσα τα προγράμματα που έκανα τα επόμενα χρόνια, έλεγα τραγούδια τους, και του Ξαρχάκου, γιατί έπρεπε να τους τιμώ, και μετά έλεγα τα δικά μου.
• Για μένα ο ανδρισμός δεν είναι στα όργανα που ξεχωρίζουν τη γυναίκα από τον άνδρα, είναι η ιδιότητα. Αυτή την ιδιότητα την είχε μόνο ο Χατζιδάκις. Μόνο καλά έχω να πω για τον Χατζιδάκι. Μου φέρθηκε πάρα πολύ αντρίκια, είχα πάει να με ακούσει, πήγα οκτώ το βράδυ και με άκουσε τέσσερις το πρωί. Όταν με άκουσε δεν είπε τίποτα, μπήκαμε στο ταξί και με άφησε στο σπίτι μου –είχα πάει στο σπίτι του, γνώρισα τη μάνα του–, λεβέντης, όχι αστεία, και είπε «όταν θα τραγουδήσει με τη δική του φωνή, θα τον ακούσω». Φαίνεται εγώ έκανα κάτι άλλο με τη φωνή μου και το κατάλαβε, ήταν πανέξυπνος. Τραγούδησα κάποια δικά του τραγούδια αργότερα και δεν μπορώ να ξεχάσω τη συμπεριφορά του, ήταν φοβερή.
• Η ιστορία μου με τις μπουάτ ξεκίνησε το 1961. Δούλευα στον Πειραιά, έλεγα τα δικά μου τραγούδια που τα έλεγαν «τρελά» και έπαιρνα μικρότερο μεροκάματο για να τα λέω, και πηγαίνοντας στο Σύνταγμα για να πάρω το πράσινο, όπως λέγαμε τότε το λεωφορείο για Πειραιά, πέρναγα από τη Ναυάρχου Νικοδήμου. Ακούω από ένα υπόγειο ήχο κιθάρας και χτυπάω, μου ανοίγει ο Γιώργος Μούτσιος και βλέπω τον Λάκη Παππά να παίζει. Τον θαύμασα και έμεινα κατάπληκτος γιατί είχα ζήσει μια ζωή στα καμπαρέ και όλα αυτά μου φάνηκαν απίστευτα, το μέρος, το περιβάλλον, η μουσική, και ήθελα να είμαι στη θέση του.
• Τον Τιπούκειτο, έτσι λεγόταν το μέρος, που ήταν προάγγελος των μπουάτ, τον είχε ο Γιώργος Μπουκουβάλας, που είχε το ταλέντο να διαμορφώνει τους χώρους και τον αγαπούσε και η υψηλή κοινωνία. Ο Λάκης όταν έπαιζε κένταγε, γιατί ήταν μαθητής του Μηλιαρέση που ήταν μαθητής του Σεγκόβια. Εγώ που δεν παίζω κλασική κιθάρα, δεν πήγα σε δάσκαλο, τον μιμήθηκα τον Λάκη, τον «έκλεψα», και όταν έφυγε, πήρα τη θέση του. Είδε το αφεντικό ότι είχα λόγο και ήμουνα ντόμπρος και μου είχε εμπιστοσύνη.
• Η δεύτερη μπουάτ που έγινε στην Ελλάδα ήταν αυτή που έφτιαξα εγώ, η Ρουλότα, στη Βουλής 21, απέναντι από τη LiFO. Ερχόταν ο καλός κόσμος και άνθρωποι της τέχνης, είχα και τρία γκαρσόνια που τα έντυνα Τσιγγάνους και σερβίραμε τραχανά. Το μπαρ ήταν με δυο τροχούς από άμαξα που είχε κάνει ο Μικές Καραπιπέρης, μια τρομερή φυσιογνωμία. Μετά πήγα και στην Καρυάτιδα, στην Μπουάτ του Τσιγγάνου, στα Κεριά στην Τσακάλωφ, ένα μαγαζί του Μπουκουβάλα όπου σύχναζε η καλή κοινωνία και καλλιτέχνες. Έβγαινα και τραγουδούσα με μια κιθάρα, δεν ήθελα ούτε λουλούδια, ούτε τέτοια πράγματα. Το ίδιο συνέβη και στον Σκορπιό, με αυτήν τη λογική κάναμε τα προγράμματα, εκεί κάναμε τα πρώτα λάιβ που έγιναν ποτέ, έμεινα πολλά χρόνια και από τότε που έφυγα δεν έχω ξαναπεράσει γιατί συγκινούμαι.
• Όταν άρχισα να γράφω τα δικά μου τραγούδια, αναφερόμουν σε γεγονότα ιστορικά και αντιπολεμικά, από τους δικούς μας πολέμους μέχρι το Βιετνάμ, και στη φυλή μου με έναν τρόπο όχι άμεσο αλλά ποιητικό. Ήταν τραγούδια καταγγελτικά που δεν άρεσαν και κυνηγήθηκα, αλλά με αυτό τον τρόπο μίλησα με τους ποιητές και τους καλλιτέχνες και με ανθρώπους που θαύμαζα και με τον κόσμο που με άκουγε.
• Εγώ ντύνομαι όπως η φυλή, συνηθίζουμε να φοράμε μαντίλι, οι Ρομ, όπως τους αποκαλούμε. Διάλεξα να μιλάω για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ωστόσο ήταν κάποια πράγματα που μου φαινόντουσαν πάρα πολύ περίεργα με τη φυλή, δεν συμφωνούσα με τον τρόπο που ζούσαν. Οι Τσιγγάνοι δεν είχαν ηγέτες να τους βοηθήσουν, για μένα ήταν ατυχία αυτό. Ήρθαν σαν νομάδες, σαλτιμπάγκοι, έμποροι, χορευτές, αλλά δεν έγιναν δεκτοί, τους έσπρωξαν στην παραβατικότητα και δεν υπήρχε αντίσταση.
• Εδώ στην Ελλάδα η πολιτεία δεν έσκυψε πάνω στους Ρομ, να τιμωρούνται αν τα παιδιά τους δεν τα στέλνουν σχολείο, να μην περνάνε τόσο δύσκολα ακόμα και σήμερα τα παιδιά τους στα σχολεία. Τι έκανε η πολιτεία για αυτά τα παιδιά; Εγώ την πολιτεία τη σέβομαι και την καταγγέλλω με σεβασμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τους βόλευε η γυφτιά και για άλλα θέματα, έμεναν σε περιοχές που δεν άξιζαν μια δραχμή, τις αγόραζαν και όταν τους έδιωχναν άρχιζαν να τις αξιοποιούν, συνέβη αυτό και στα Πετράλωνα και στο Δουργούτι. Το λέω σε ένα τραγούδι, «βάζεις το γυφτάκι να χορεύει για να γελάς αφέντη, αν μου δώσεις και τσιγάρο θα κάτσω σαν μαϊμού να το φουμάρω». Να μη διασκεδάζεις με το παιδί, να το στείλεις σχολείο, να μάθει, να διαβάσει.
• Εγώ δεν ήθελα ποτέ να δείχνω ότι είμαι διαβασμένος, δεν κερδίζεις τίποτα με αυτό, κέρδισα όμως έναν πλούτο εσωτερικό, βγήκα ένας γύφτος χρηστός μέσα σε ένα σύστημα που μπορεί να το πει κανείς διεφθαρμένο. Με κοιτάζετε κάθε φορά που λέω «γύφτος», ωστόσο μας έμαθε ο Αριστοφάνης ότι όταν αυτοσαρκάζεσαι περνάς τα ωραιότερα μηνύματα. Κι αυτό το κάνω 68 χρόνια.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr