Eιδικοί μιλούν για τις επιπτώσεις στο λεκανοπέδιο
Για τις επιπτώσεις της φωτιάς στην Πάρνηθα στο λεκανοπέδιο της Αττικής, μιλούν ειδικοί.
«Μεγάλη πυρκαγιά» – έτσι αποκαλούνταν η φωτιά του 2007 στην Πάρνηθα μέχρι τώρα. Αλλά αυτή την εβδομάδα, από την Τρίτη μέχρι την Τετάρτη, είχαν ήδη καεί περισσότερα στρέμματα στο βουνό της Αττικής από ό,τι στη μεγάλη πυρκαγιά του 2007. Σύμφωνα με έκθεση του WWF Ελλάς, 56.000 στρέμματα κάηκαν στην Πάρνηθα το 2007 – τώρα 59.000 στρέμματα κάηκαν στο βουνό μέσα σε δύο ημέρες, σε ένα βουνό ευαίσθητο όχι μόνο από την πυρκαγιά του 2007, αλλά και από αυτήν που ξεκίνησε από τους πρόποδές του το 2021. Τι σημαίνει για την Αττική η τελευταία πυρκαγιά στον πνεύμονά της; Ειδικοί μιλούν στην «Καθημερινή» για τις δυνητικές επιπτώσεις μιας φωτιάς που ακόμη δεν έχει σβήσει.
«Λιγότερο πράσινο, λιγότερο οξυγόνο, λιγότερη ρύθμιση νερών και της απορροής των νερών», δηλώνει ο Γαβριήλ Ξανθόπουλος, διευθυντής Ερευνών στον Ελληνικό Γεωργικό Οργανισμό «Δήμητρα» και στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων.
«Οταν σταδιακά έχει χαθεί ό,τι πράσινο υπάρχει γύρω από την Αθήνα, προφανώς και η πόλη επηρεάζεται άσχημα – κάποτε στην Αθήνα δεν χρειαζόταν καν κλιματισμός», τονίζει στην «Κ». Θα έχει στην πόλη ακόμη περισσότερη ζέστη από του χρόνου; «Να δούμε πρώτα τι θα γίνει από πλευράς πλημμυρών εκεί όπου έχουμε το πευκόδασος, δεν ξέρω αν σήμερα έφθασε η φωτιά και στο ελατόδασος», λέει ο κ. Ξανθόπουλος.
Ο ίδιος τονίζει πως τα πεύκα έχουν τη δυνατότητα να αναγεννηθούν. Αλλά καθώς περνάμε καλοκαίρια με τρομερούς καύσωνες, ακόμη κι αν υπάρξει αναγέννηση, αν η χρονιά είναι πολύ ξερή και τα πεύκα μικρά, μπορεί να μην επιβιώσουν. «Η κλιματική αλλαγή παίζει ρόλο και στις δυνατότητες αναγέννησης, και η Πάρνηθα είχε πληγωθεί πολύ άσχημα το 2007, δυστυχώς τώρα ξαναπληγώνεται με ένα κρεσέντο φτωχής αντιμετώπισης», τονίζει.
Αναλόγως με το ποια σημεία του δάσους κάηκαν, οι πλημμύρες του φθινοπώρου μπορεί να φθάσουν μέχρι και στον αστικό ιστό. «Οι ρίζες συγκρατούν το χώμα και τους βράχους, αν κάηκαν μπορεί, με μια απότομη βροχή, όλο αυτό να κατέβει προς τα κάτω», εξηγεί ο κ. Ξανθόπουλος.
«Τεράστιο το κόστος»
«Οταν γίνουν πλημμύρες, που θα γίνουν πλημμύρες, η βαριά βροχόπτωση θα φέρει κατολισθήσεις – χάνεις τα δέντρα που συγκρατούν το υπέδαφος, έχεις αυξημένη διάβρωση», λέει η Φοίβη Κουντούρη, καθηγήτρια Οικονομικής Θεωρίας και Πολιτικής στην Οικονομική Σχολή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιστημονικής Ενωσης Οικονομολόγων Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων.
«Τα ακραία καιρικά φαινόμενα», τονίζει, «θα αυξηθούν στην Αθήνα». Tα δάση μας, εξηγεί, έχουν τη δυνατότητα να αποθηκεύουν διοξείδιο του άνθρακα – «σε μια οικονομία η οποία δυστυχώς εκπέμπει διοξείδιο του άνθρακα είναι τρομερά αποτελεσματικό να έχεις δάση που αποθηκεύουν αυτές τις εκπομπές, μειώνοντας τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής», δηλώνει.
«Η πόλη θα έχει σίγουρα περισσότερη ζέστη», τονίζει η κ. Κουντούρη, συμπληρώνοντας πως πέραν των κλιματικών αλλαγών, η πυρκαγιά οδηγεί και στην κατάρρευση της βιοποικιλότητας του δάσους. «Είναι τεράστιο το κόστος», αναφέρει.
Το μικροκλίμα
Ο μετεωρολόγος Δημήτρης Ζιακόπουλος δηλώνει πως θα επηρεαστεί το μικροκλίμα της περιοχής γύρω από την Πάρνηθα, και ίσως και στον αστικό ιστό. «Θα δημιουργούνται ιδανικές συνθήκες για την εκδήλωση πλημμυρικών φαινομένων, και μπορεί να επηρεαστεί και το πεδίο των ανέμων, αλλά ακόμη δεν ξέρουμε ακριβώς σε ποιες περιοχές και με ποιες ακριβώς συνθήκες», λέει. Θα επηρεαστεί, τονίζει, και η θερμοκρασία. «Ενα γυμνό βουνό», εξηγεί, «ακτινοβολεί περισσότερη θερμότητα προς το περιβάλλον από ό,τι ένα πράσινο βουνό, αλλά δεν είμαι σε θέση να πω μέχρι πού θα φθάνει».
Ο Ιωάννης Σπανός, διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Ελληνικής Δασολογικής Εταιρείας, είναι πιο αισιόδοξος όσον αφορά τις επιπτώσεις της πυρκαγιάς της Πάρνηθας στο μικροκλίμα της πόλης. «Δεν θα επηρεάσει σε μεγάλο ποσοστό», λέει όσον αφορά τη δυνητική αύξηση της θερμοκρασίας. «Υπάρχουν υψηλές θερμοκρασίες αυτή τη στιγμή, αλλά δεν νομίζω ότι θα επηρεάσει τόσο πολύ το αστικό κλίμα». «Το πρόβλημα είναι ότι το πρώτο και το δεύτερο έτος μετά την πυρκαγιά κινδυνεύουν οι οικισμοί κοντά στην Πάρνηθα από πλημμύρες», αναφέρει στην «Κ».
«Αλλά όχι όπως έγινε στη Μάνδρα», τονίζει, λέγοντας πως η Πάρνηθα είναι μακριά από τον ιστό της Αθήνας. Ο ίδιος πιστεύει πως η επιδείνωση των δασικών πυρκαγιών τις τελευταίες δύο δεκαετίες, και η αύξηση της πυκνότητάς τους, δεν οφείλεται τόσο στην κλιματική αλλαγή όσο στο νομικό πλαίσιο. «Σε πολλές χώρες υπάρχει φορέας δασοπροστασίας – εδώ ξοδεύονται δισεκατομμύρια για την κατάσβεση από αεροπλάνα και ελικόπτερα, χωρίς ουσία, μέσα από το δάσος έχουν φύγει οι υλοτόμοι, έχει φύγει ο κόσμος», τονίζει.
Συνεχής παρακολούθηση
«Πρέπει να έχεις σε επίπεδο δήμου ομάδες που να παρακολουθούν συνεχώς με drones αν υπάρχει οπουδήποτε πυρκαγιά και να μπορούν να τη σβήνουν μέσα σε ένα λεπτό το πολύ από τη στιγμή που άναψε», αναφέρει η κ. Κουντούρη. «Οταν ανάψει η πυρκαγιά, αν δεν τη σβήσεις μέσα στο πρώτο λεπτό», λέει , «είναι αδύνατον να την κρατήσεις σε περιορισμένη έκταση».
ΑΠΟΨΕΙΣ
«Εγκλωβισμένο» διοξείδιο του άνθρακα
Του Κωνσταντίνου Καρτάλη*
Η αποτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον και στο μικροκλίμα της Αθήνας από τις δασικές πυρκαγιές της τρέχουσας περιόδου είναι προφανώς πρόωρη, καθώς οι δασικές πυρκαγιές στην Αττική είναι ακόμη ενεργές, ενώ σε κάθε περίπτωση απαιτείται ενδελεχής πολυπαραμετρική επιστημονική ανάλυση.
Σε γενικές γραμμές, οι επιπτώσεις στο περιβάλλον και στο μικροκλίμα μιας πόλης από μια δασική πυρκαγιά εξαρτώνται από την έκταση και την ένταση της δασικής πυρκαγιάς αλλά και από την εγγύτητά της προς την πόλη.
Στο επίπεδο της αέριας ρύπανσης, η πόλη επιβαρύνεται λόγω της παραγωγής (μεταξύ άλλων) αιωρούμενων σωματιδίων, οξειδίων του αζώτου και μονοξειδίου του άνθρακα, πλην όμως η επιβάρυνση εκτονώνεται σχετικά γρήγορα λόγω της διασποράς των αιωρούμενων σωματιδίων και των αερίων χημικών ενώσεων από τους επικρατούντες ανέμους.
Ενας κίνδυνος σχετίζεται με την εκδήλωση βροχής σύντομα μετά από μια δασική πυρκαγιά, με αποτέλεσμα αέριοι ρύποι να μεταφέρονται στο έδαφος, επηρεάζοντας έτσι την ποιότητα του εδάφους και των υδατικών πόρων.
Η απώλεια μιας δασικής έκτασης περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα απομάκρυνσης του αερίου από την ατμόσφαιρα.
Σε ό,τι αφορά το μικροκλίμα της πόλης έχει διαπιστωθεί ότι επηρεάζεται κυρίως τους θερινούς μήνες καθώς εκλείπει η δροσιστική επίδραση του δάσους, με αποτέλεσμα να σημειώνονται αυξημένες θερμοκρασίες και να ενισχύεται το φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας. Πόλεις ή οικισμοί που είναι στην εγγύτητα μιας καμένης δασικής έκτασης ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πιο έντονα πλημμυρικά προβλήματα, καθώς το νερό της βροχής παροχεύεται ανεμπόδιστα στις πλαγιές μιας ορεινής μάζας.
Οι δασικές πυρκαγιές έχουν επίπτωση και στο κλίμα (προφανώς οι δασικές πυρκαγιές συγκεντρωτικά και όχι μόνο οι πυρκαγιές στην Αττική) λόγω της παραγωγής διοξείδιου του άνθρακα, που αποτελεί αέριο του θερμοκηπίου (και άρα ενισχύει την κλιματική αλλαγή). Σε γενικές γραμμές, για την περιοχή της Μεσογείου παράγονται περίπου 80-100 τόνοι διοξείδιου του άνθρακα ανά 10 στρέμματα καμένου δάσους, αν και το 80% απομακρύνεται από την ατμόσφαιρα σταδιακά κατά τη φάση αναγέννησης της βλάστησης. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η απώλεια μιας δασικής έκτασης περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα απομάκρυνσης διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, καθώς κάθε δένδρο απορροφά περίπου 21 κιλά διοξειδίου του άνθρακα κατ’ έτος ή μια δασική έκταση 10 στρεμμάτων απορροφά περίπου 11 τόνους, πάλι κατ’ έτος.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Καρτάλης είναι καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος στο Παν/μιο Αθηνών και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κλιματική Αλλαγή.
Πηγή ρύπανσης η στάχτη
Του Ευάγγελου Γερασόπουλου*
Από τις 22 του μηνός βιώσαμε δύσκολες συνθήκες από απόψεως ρύπανσης, ιδιαίτερα στον δυτικό τομέα του λεκανοπεδίου της Αττικής. Οι συγκεντρώσεις ανήλθαν μέχρι και τα 150 μικρογραμμάρια στο κυβικό μέτρο σε ωριαία βάση, τιμές πολύ πάνω από τα επιτρεπτά όρια. Με τον τελικό έλεγχο της πυρκαγιάς η ποιότητα της ατμόσφαιρας θα επανέλθει, ωστόσο θα μείνει μια τεράστια περιβαλλοντική και οικολογική καταστροφή με ανυπολόγιστες, και πιθανόν δύσκολες αυτή τη στιγμή να εκτιμηθούν πλήρως, συνέπειες.
Η διατάραξη της τοπικής χλωρίδας και πανίδας, που ανακλά και το παγκόσμιο πρόβλημα της απώλειας βιοποικιλότητας, η μη δυνατότητα πλέον του δάσους να συγκρατεί τα βρόχινα νερά, με αποτέλεσμα χειμάρρους και πλημμύρες σε κάθε βροχή, είναι απλώς μερικές από αυτές. Γυρνώντας όμως και πάλι στο κλίμα και στην ατμόσφαιρα, αναμφίβολα τα δάση αποτελούν πνεύμονες όπως λέμε, και πράγματι έρευνες έχουν καταδείξει ότι επηρεάζουν σημαντικά το μικροκλίμα μιας πόλης συντηρώντας βιώσιμα επίπεδα θερμοκρασίας και υγρασίας. Πλέον αφήνοντας το τοπίο γυμνό και μόνο με στάχτες, οι περιοχές, ελλείψει μέτρων, ερημοποιούνται σταδιακά, ενώ η επαναιώρηση της στάχτης και αργότερα της σκόνης για αρκετό διάστημα θα αποτελεί πηγή ρύπανσης.
* Ο κ. Ευάγγελος Γερασόπουλος είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών και Βιώσιμης Ανάπτυξης, Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών.
πηγή kathimerini.gr
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr