ΒΙΒΛΙΟ

/

1+7 διηγήματα από την Ευθυμία Μυλωνά

H συγγραφέας Ευθυμία Μυλωνά

Σταθόπουλος Τάσσος
legtas70@hotmail.com
Κοινοποίηση
Tweet

Διαβάζουμε το καλοκαίρι

Ο ΠΑΓΚΟΣ

Φορτωμένο το τρίκυκλο φουρκόνι ανέβαινε χαράματα το λιθόστρωτο δρόμο της αγοράς. Ο κυρ Στέλιος το άραζε, πρώτος απ΄ολους, έστηνε τον πάγκο του και  άπλωνε με τάξη την πραμάτεια του. Αντικείμενα ξεχωριστά, από κάθε γωνιά της γης, ήταν οι κράχτες  για να προσελκύσει τους πελάτες του.

Κόσμος πολύς  επισκέπτονταν τον πάγκο του, πιο πολύ για ν΄ακούσουν τις ιστορίες του και λιγότερο για ν΄αγοράσουν  κανένα «συλλεκτικό», όπως τους έλεγε, αντικείμενο.

Εκείνος όμως δεν απογοητευόταν. Του έφτανε που μιλούσε μαζί τους κι ας μην αγόραζαν τίποτα πολλές φορές. Είχε συνηθίσει άλλωστε στη φτώχεια τόσα χρόνια.

Αγαπούσε τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τα ορφανά παιδιά. Ορφανός κι αυτός από μικρός, ένιωθε τα βάσανά τους. Προσπαθούσε με τις ιστορίες που τους έλεγε να τα κάνει να χαίρονται και να μην χάνουν την  ελπίδα τους και με τις λιγοστές εισπράξεις που κατάφερνε να συγκεντρώνει κάποιες βραδιές τα βοηθούσε να γιατρέψουν την πείνα τους. Σαν σκιά μες τη νύχτα γλιστρούσε στις αυλές και άφηνε το κομπόδεμά του μέσα σε γλάστρες με βασιλικούς. Είχε μια αδυναμία στους βασιλικούς. Στους βασιλικούς και στον καφέ. Ίσως γιατί και τα δύο έχουν δυνατό άρωμα.

Το  καμινέτο του, κάθε πρωί εδώ και πενήντα χρόνια τού κρατούσε συντροφιά, τού έψηνε τον καφέ του κι εκείνος γουλιά γουλιά τον απολάμβανε συντροφιά με το όρθρινο κελάηδημα των πουλιών και το άρωμα των βασιλικών της περιοχής. Ο καφές τον ξυπνούσε, του έφτιαχνε τη διάθεση για να ξεκινήσει τη μέρα του και τον κρατούσε στο πόδι μέχρι αργά το βράδυ.

 

      -     Καλημέρα κυρ Στέλιο.

- Καλημέρα Ανέστη παιδί μου.

- Πως τα βλέπεις τα πράγματα σήμερα; Θα χουμε δουλειά;

- Με τη βοήθεια του Θεού, θα΄χουμε. Τι βλέπω δεν άπλωσες την πραμάτεια σου ακόμα;

- Κυρ Στέλιο, με ειδοποίησαν πως σουλατσάρουν εδώ τριγύρω κάτι αστυνομικοί κι όπως ξέρεις, έχω ακόμα πρόβλημα με την άδεια.

- Κι εσύ βρε παιδάκι μου τόσο καιρό, ακόμα να την βγάλεις;

- Δεν φταίω γω, ας όψεται το παράβολο.

- Πρέπει να το βάλεις στο πρόγραμμα, δεν μπορείς να ζεις μέσα στο άγχος. Πάντως μέχρι τώρα δεν είδα κανένα αστυνομικό να περνάει. Είναι τίποτα γνωστοί;

- Απ΄ότι μου είπαν δεν είναι απ΄δω. Πάντως ζητούν τις άδειες.

- Ευτυχώς την έχω πάντα μαζί μου, να την.

- Πώω, πόσο παλιά είναι κυρ Στέλιο; Θα  βγάζουν τα γράμματα;

- Εδώ τα βγάζω εγώ και χωρίς γυαλιά. Άδεια επαγγελματία πωλητή πλανόδιου εμπορίου Στέλιου Μπούκουρα, να, ορίστε...φαίνονται.

- Μπράβο κυρ Στέλιο, τότε δεν θα ΄χεις κανένα πρόβλημα. Ωχ να τοι έρχονται. Θα κάνω τον πελάτη σου.

- Κι η πραμάτεια σου;

- Μη σε μέλλει, την έχω κρύψει στο καπηλειό του Νώντα. Μόλις φύγουν θα πάω να την πάρω και θα την απλώσω μετά.

- Κι αν ξανάρθουν;

- Δεν νομίζω, αφού σου είπα πως δεν είναι από δω, άμα φύγουν σιγά μην ξαναγυρίσουν.

- Εντάξει τότε παιδί μου.

- Να τοι κυρ Στέλιο έρχονται, ετοιμάσου.

- Βρε Ανέστη γιατί φοράνε γκρι; Οι δικοί μας φοράνε μπλε…

- Άστο το παιδί, το ζάλισες με τις ερωτήσεις σου.

- Καλημέρα κυρά Μάρω, νόμιζα πως δε θα ΄ρχόσουν σήμερα.

- Είπα να μην έρθω αλλά μου πέρασε ο χθεσινός  πονοκέφαλος, ήρθα και το μετάνιωσα.

- Γιατί;

- Να η αιτία. Ο κυρ Στέλιος από δω, απ΄τα χαράματα μου΄χει σπάσει τα τύμπανα.

- Σιγά βρε Μάρω, πώς να πουλήσω το εμπόρευμα; Από μέσα μου να τα λέω;

- Για βάλε πόσες ώρες είμαστε εδώ απ΄το πρωί ως το βράδυ Στέλιο; Πολλαπλασίασε επί πόσα χρόνια και θα δεις αν σε αντέχουν ακόμα τ΄αυτιά μου και το κεφάλι μου. Να φωνάζεις, αλλά αραιά και που όμως, αραιά και που, όχι όλη την ώρα.

- Τι να κάνουμε έχω δυνατή φωνή, να βάλω σιγαστήρα;

- Στεντόρεια φωνή που λένε, ε κυρ Στέλιο;

- Δηλαδή Ανέστη παιδί μου;

- Πολύ δυνατή φωνή, εννοεί το παιδί Στέλιο, μα τίποτα δεν ξέρεις πια;

- Μέχρι την τρίτη τάξη πήγα Μάρω μου κι αυτή με το ζόρι.

- Κυρ Στέλιο, κυρά Μάρω πλησιάζουν.

- Άδεια παρακαλώ.

- Καλημέρα σας. Ορίστε.

- Όχι αυτή.

- Δεν έχω άλλη. Μ΄αυτήν βγάζω το ψωμί μου εδώ και τόσα χρόνια και κανένας συνάδελφος σας δε μ΄ έχει ενοχλήσει.

- Σ΄αυτή την περίπτωση, είμαστε υποχρεωμένοι να σας συλλάβουμε.

- Τι λέτε βρε παιδιά, μίλα κι εσύ βρε Ανέστη

- Ο κυρ Στέλιος είναι τόσα χρόνια στη γειτονιά. Όλοι τον ξέρουν. Είναι νόμιμος.

- Εσείς σιωπή νεαρέ και μην ανακατεύεστε γιατί θα πάτε κι εσείς μέσα.

 

(Ο Ανέστης κύρτωσε την πλάτη του τόσο που κόντευαν να ενωθούν οι ώμοι του και μαζεύτηκε σε μια γωνιά του πάγκου. Η κυρά Μάρω απ΄τον δικό της πάγκο έριχνε κλεφτές ματιές, χωρίς να ανακατεύεται).

 

- Συγνώμη, τι άδεια ζητάτε;

- Ζητάμε την άδεια για τις ιστορίες που λέτε στον κόσμο.

- Πως; Θέλει άδεια κι αυτό;

- Μα φυσικά. Δεν μπορείτε κύριε, να λέτε ιστορίες στον κόσμο και να τον κάνετε να γελάει. Το γέλιο πληρώνεται. Κι εσείς δεν έχετε άδεια.

- Και που πρέπει να πάω για να τη βγάλω;

- Οι άδειες αυτές τελείωσαν από χρόνια, δεν ξαναβγαίνουν πια. Έπρεπε να την έχετε από παλιά.

- Μα εγώ τόσα χρόνια λέω ιστορίες, πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό.

- Σας συμβαίνει τώρα, γιατί αυτοί που γελούν τώρα, είναι περισσότεροι από ποτέ.

- Μα δεν λέω μόνο αστείες ιστορίες στον κόσμο, τους λέω και ιστορίες μυστηρίου, βλέπετε αυτήν την φωτογραφική μηχανή; Είναι ενός τουρίστα που ξαφνικά εξαφανίστηκε κι αυτό το ζάρι είναι ενός γνωστού τζογαδόρου που έπαιξε και έχασε τη ζωή του σε μια παρτίδα μπαρμπούτι. Όλα αυτά τα αντικείμενα που βλέπετε εδώ μπροστά σας, έχουν το καθένα μια  ιστορία. Ανάλογα τις ιστορίες, όταν τις διηγούμαι, άλλοι χαίρονται, άλλοι φοβούνται κι άλλοι λυπούνται.  

- Αυτό είναι το λάθος σας κύριε. Με τις ιστορίες σας,  κάνετε τους ανθρώπους να αισθάνονται. Κι αυτό θέλει άδεια. Δεν μπορεί ο καθένας κύριε, να ξυπνάει στον άλλον συναισθήματα. Οι άνθρωποι έχουν υποχρεώσεις κύριε, πρέπει να δουλεύουν απ΄το πρωί ως το βράδυ σα μηχανές, να βγει η παραγωγή, να βγει ασπροπρόσωπο το κράτος. Εσείς με τις ιστορίες σας τους βγάζετε απ΄το πρόγραμμά τους και πού όρεξη για δουλειά. Γι΄αυτό λοιπόν ως αστυνομία της μνήμης, αφού δεν έχετε τη συγκεκριμένη άδεια που ζητάμε θα σας συλλάβουμε.

- Να με συλλάβετε. Ναι, να με συλλάβετε.  Και φυλακή να με βάλετε δε θα σταματήσω να λέω τις ιστορίες μου. Αυτές οι ιστορίες είναι ζωντανές, είναι ιστορίες ανθρώπων που πέρασαν και ταλαιπωρήθηκαν σ΄αυτή τη ζωή. Αυτές οι ιστορίες, αυτά τα αντικείμενα σ΄αυτόν εδώ τον πάγκο είναι η μαρτυρία τους, ότι και αυτοί οι άνθρωποι κάποτε υπήρξαν. Αν είναι έγκλημα που οι ιστορίες μου ξυπνούν την ανθρωπιά, ναι , να με πάτε μέσα, γιατί δεν θα σταματήσω να τις λέω. Άνθρωπος που δεν θυμάται ότι είναι άνθρωπος είναι ένας ζωντανός νεκρός. Αυτό θέλετε, ε;

- Πέρνα του αμέσως  χειροπέδες.

- Δε βάζω χειροπέδες.

- Κράτα τον και πέρνα του τις χειροπέδες.

- Δε βάζω χειροπέδες είπα.

- Κυρ Στέλιο, ε κυρ Στέλιο

- Τι τι είναι;

- Αποκοιμήθηκες, αυτό είναι.

- Ανέστη παιδί μου, φταίει ο καφές.

- Που σ΄έπιασε ο ύπνος;

- Ναι παιδί μου, που μ΄έπιασε ο ύπνος.

- Πρώτη φορά ακούω κάποιον που πίνει καφέ να αποκοιμιέται.

- Ξέχασα να πάρω σήμερα μαζί μου το καμινέτο παιδί μου. Δεν ήπια καφέ, γι αυτό με πήρε ο ύπνος.

- Άστον να κοιμηθεί και ησύχασαν τ΄αυτάκια μου σήμερα.

- Δεν έχεις δίκιο κυρά Μάρω, σήμερα που δεν ακούσαμε τη φωνή του, νομίσαμε πως κάτι έπαθε, γι ΄αυτό ήρθα, για να δω.

- Είδες του΄ λειψε του Ανέστη η φωνή μου.

- Μην παίρνεις θάρρος, σ΄εμένα δεν  έλειψε καθόλου.

- Κυρά Μάρω μην του λες τέτοια και μου τον στεναχωρείς. Έλα κυρ Στέλιο, θα σου φτιάξω εγώ καφέ, ετοιμάσου όμως, γιατί όπως ερχόμουν κατά δω  μου είπαν πως μόλις σταμάτησε ένα λεωφορείο για σένα. Έρχονται να σ΄ακούσουν.

- Να κοπιάσουν Ανέστη, παιδί μου, αλλά εσύ κράτα τσίλιες για καλό και για κακό μην και εμφανιστεί η αστυνομία της μνήμης, γιατί αν εμφανιστεί, χαθήκαμε.

- Εφιάλτη έβλεπες κυρ Στέλιο;

- Εφιάλτης για κείνον, όνειρο όμως για μένα Ανέστη, που σώθηκαν σήμερα τ΄αυτάκια μου, απ΄τις πρωϊνές του αγριοφωνάρες!

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ

 

Τουρίστας, ο Μάνος Φ. ένα καλοκαίρι στην Κωνσταντινούπολη βρέθηκε να τριγυρνάει στο σκεπαστό παζάρι και την αραβική αγορά ψάχνοντας για παλιές φωτογραφικές μηχανές. Ήταν διευθυντικό στέλεχος γνωστής εταιρείας τσιγάρων, μανιώδης συλλέκτης και ορκισμένος εργένης. Μεγάλες τους αγάπες, το φουστάνι και η φωτογραφία. Πιστός όμως έμενε μόνο στη δεύτερη.

 

Ψηλός καλοφτιαγμένος στο σώμα, με εβένινα καλοχτενισμένα μαλλιά, λευκό πρόσωπο, ταμπά παντελόνι σε ευθεία γραμμή με φαρδιά ρεβέρ, λινό πουκάμισο με μεταξωτό φουλάρι σε χρώμα navy blue,  ασορτί με το δερμάτινο μπλε μοκασίνι του, αποτελούσε μια ξεχωριστή εικόνα στην πλατεία Ταξίμ.  Μια εικόνα ευρωπαίου βγαλμένη απ΄τη δεκαετία του ΄20 να αναμιγνύεται στα χρώματα της Ανατολής του σήμερα. Το ακριβό του ντύσιμο, τα εξεζητημένα  αξεσουάρ του προσέλκυαν τους πραματευτάδες της Πόλης που τον πλησίαζαν να του πουλήσουν τα εμπορεύματά  τους. Εκείνος όμως αδιάφορος περπατούσε ανάμεσά τους χωρίς κάτι να του ελκύει το ενδιαφέρον.

 

Κάποια στιγμή, στάθηκε μπροστά σ΄έναν πάγκο με παλιά ρολόγια τσέπης. Τον σαγήνευσε η πωλήτρια, μια νεαρή τουρκάλα, με μαύρα αλά Ρίτα Χέϊγουρθ μαλλιά, που εκείνη την ώρα έδειχνε σε κάποιο πελάτη τον τρόπο λειτουργίας του μηχανισμού ενός ρολογιού. Το κόκκινο κραγιόν της σε συνδυασμό με το κελαριστό  γέλιο της, κέντρισαν τον ενδιαφέρον του Μάνου. Ίσως γιατί του φάνηκε παράξενη η ασκεπή εμφάνιση της νεαρής τουρκάλας και η ανοιχτότητα του χαρακτήρα της σ΄ένα περιβάλλον αυστηρό που θέλει τη γυναίκα «σεμνή» και  κατώτερη σε σχέση με τον άντρα.

Πλησίασε. Κοντοστάθηκε περιμένοντας να τελειώσει τη συζήτησή της με τον πελάτη. Έχοντας αδυναμία στο γυναικείο φύλο, δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της. «Παρακαλώ;» ρώτησε εκείνη σε άπταιστα ελληνικά. «Μιλάτε ελληνικά;» ανταπέδωσε την ερώτηση ανοίγοντας τα μάτια του διάπλατα. «Έχω σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη και τώρα κάνω το μεταπτυχιακό μου εκεί, γι΄αυτό και τα ελληνικά έχουν γίνει πια σαν μητρική μου γλώσσα» απάντησε. «Σε τι σχολή;» ξαναρώτησε εκείνος όλο ενδιαφέρον. «Ψυχολογία», του απάντησε εκείνη αρχίζοντας να τοποθετεί τα ήδη τοποθετημένα ρολόγια του πάγκου σε σειρά. «Πώς καταλάβατε πως είμαι Έλληνας;» την ρώτησε όλο περιέργεια με την ελπίδα πως ίσως της είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον η εμφάνισή του, που αυτό θα ήταν μια νικητήρια ικανοποίηση του εγωϊσμού του. «Προηγουμένως που εξυπηρετούσα σάς άκουσα να μιλάτε στο κινητό» του εξήγησε, προσγειώνοντας τον αιθεροβάμωνα εγωϊσμό του στη γη. «Azra, buraya gel» ακούστηκε πίσω από ένα παραβάν παράπλευρα του πάγκου, μια αντρική φωνή. «Συγνώμη ένα λεπτό με φωνάζουν, κοιτάξτε ό,τι θέλετε και τα λέμε σε λίγο» απολογήθηκε και χάθηκε πίσω από ένα παραβάν. Μετά από λίγα λεπτά εμφανίστηκε ένας γεροδεμένος άντρας γύρω στα εξήντα, με παχιά, μουστάκια και φρύδια. Κοίταξε το Μάνο από πάνω μέχρι κάτω και  πρόταξε την παλάμη  του «Μπατζανάκης;» τον ρώτησε, απαλύνοντας τις γραμμές του προσώπου του. «Βen…Σaxin», του συστήθηκε ο άντρας. «Εγώ, Μάνος». Ο Σαχίν άπλωσε στα χέρια του ένα ρολόϊ τσέπης και το έφερε στο πρόσωπο του Μάνου. «Saat;»τον ρώτησε. «Όχι, όχι ρολόϊ, ψάχνω…Eski kamera, παλιά φωτογραφική μηχανή», εξήγησε κλείνοντας το κινητό του που ευτυχώς και για τους δυο, τον βοήθησε να βρει την τουρκική φράση που αναζητούσε.

Ο Σαχίν αφού τον περιεργάστηκε για λίγο με το βλέμμα του, του έκανε νεύμα με το χέρι του, «yarin» του είπε και άρχισε να μαζεύει τα πράγματα του πάγκου για να κλείσει μιας που η ώρα ήταν κιόλας περασμένη. «Αύριο;» ξαναρώτησε ο Μάνος για να σιγουρευτεί. Έγνευσε καταφατικά ο Σαχίν. Ο Μάνος αφού τον χαιρέτησε, πήρε  το δρόμο για το ξενοδοχείο. Σ΄όλη τη διαδρομή σκεφτόταν το πρόσωπο της Άζα και ανυπομονούσε να ξημερώσει για να την ξαναδεί.

 

Την άλλη μέρα, πρωΐ, πρωΐ ο Μάνος βρίσκονταν μπροστά στον πάγκο του Σαχίν. Ο Σαχίν τον υποδέχτηκε  κρατώντας στα χέρια του  μια παλιά φωτογραφική μηχανή. Η Άζα στεκόταν πλάι στον πατέρα της. Ο Σαχίν έκανε νόημα στη Άζα να μιλήσει. « Κύριε Μάνο απ΄ότι μου είπε ο πατέρας μου χθες βράδυ, απ΄τα λίγα ελληνικά  που καταλαβαίνει, ψάχνετε για μια παλιά φωτογραφική μηχανή, έτσι δεν είναι;», «Ακριβώς, είμαι συλλέκτης κι έχω αδυναμία σε ό,τι έχει αξία. Κι εδώ μπροστά μου βλέπω το πιο πολύτιμο έκθεμα του πάγκου», έκανε κοιτάζοντας την Άζα με χαμόγελο όλο νόημα. Εκείνη, έριξε το βλέμμα της στα δάχτυλα της που εκείνη τη στιγμή μπλέκονταν μεταξύ τους αυθόρμητα. «Αυτή εδώ, λέει ο πατέρας μου, είναι μια ιδιαίτερη μηχανή», συνέχισε η Άζα με σταθερή φωνή. «Σε παρακαλώ, λέγε με Μάνο»,την παρακάλεσε ακουμπώντας την διακριτικά στον πήχυ, τη στιγμή που ο πατέρας της χαμένος σε κάτι κιβώτια  κάτω απ΄τον πάγκο έψαχνε για την θήκη της φωτογραφικής μηχανής. Η Άζα κοιτάζοντας μία τον Μάνο μία τον πατέρα της, μην τυχόν και κείνος τους καταλάβει, συνέχισε «Σε αυτή τη μηχανή το φιλμ είναι θα λέγαμε, αθάνατο. Το μόνο της ελάττωμα είναι πως οι φωτογραφίες της είναι ασπρόμαυρες μιας που είναι παλιά». «Ακόμα καλύτερα, μια τέτοια μηχανή ψάχνω, αν και παλιά να είναι λειτουργική. Το ότι το φιλμ της δεν τελειώνει ποτέ είναι κάτι ανέλπιστο και ενδιαφέρον για μένα. Θα την αγοράσω όσο και να κοστίζει. Ό,τι πολύτιμο συναντώ, δεν το προσπερνάω», της είπε χώνοντας μαζί με τις τουρκικές λίρες κι ένα σημείωμα στο χέρι της. Το κοκκίνισμα στα μάγουλά της λίγο έλειψε να φανερωθεί στον πατέρα της. Η Άζα με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις έκρυψε το σημείωμα στην φαρδιά τσέπη που λευκού φουστανιού της και έδωσε τα χρήματα στον πατέρα της. Εκείνος τα μέτρησε και έδωσε το χέρι του στον Μάνο «cok tesekkur ederim» του είπε με την τραχιά φωνή του σφίγγοντας το χέρι του. Ο Μάνος κοίταξε την Άζα περιμένοντας τη μετάφραση, «σας ευχαριστεί πολύ» μετέφρασε η Άζα καθώς του παρέδιδε τη φωτογραφική μηχανή. «Θα μπορούσα να σας τραβήξω μια φωτογραφία, για να δούμε και πως λειτουργεί; », προφασίστηκε ο Μάνος θέλοντας να έχει μια φωτογραφία της Άζα. Αφού η Άζα εξήγησε στον πατέρα της την επιθυμία του Μάνου, εκείνος αγκάλιασε την κόρη του σφιχτά από τους ώμους, έστριψε το μουστάκι του και στήθηκε καμαρωτός για την φωτογράφιση. Ο Σαχίν στη συνέχεια κέρασε τον Μάνο τσάι και λουκούμι τριαντάφυλλο για να δείξει την εκτίμηση του και να τιμήσει με τη φιλοξενία του το έθιμο της χώρας του.

Από κείνη τη μέρα ο Μάνος, τα πρωϊνά, περνούσε τις ώρες του φωτογραφίζοντας ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν στους πολυσύχναστους δρόμους της Πόλης, κτίρια, όπως το Παλάτι Τοπ καπί, τον ιερό ναό της Αγίας του Θεού  Σοφίας, το Παλάτι Ντολμαμπαχτσέ, τη γέφυρα του Βοσπόρου, τον Πύργο του Γαλατά, αλλά και τους κήπους και τις περίφημες ακακίες Κωνσταντινουπόλεως που με το ευώδες άρωμά τους μοσχοβολούσανε την Πόλη. Τα απογεύματα επισκεπτόταν τον πάγκο του Σαχίν μόνο και μόνο για να βλέπει την Άζα και να συζητάει μαζί της από ψυχολογία και πολιτική μέχρι και  θέματα φιλοσοφίας. Τον είχε γοητεύσει η απλότητα και η ευγένεια του χαρακτήρα της, το λαμπερό της χαμόγελο με το σπινθηροβόλο βλέμμα της, οι γνώσεις και η τοποθέτησή της σε θέματα φιλοσοφικά παρά το νεαρό της ηλικίας της. Πέρα από τη φυσική της ομορφιά,  ένα κόκκινο κραγιόν τόνιζε τη θηλυκότητά της, χωρίς περιττά φτιασίδια και ψεύτικα εμφυτεύματα. Όλες οι γυναίκες με τις οποίες συναναστρέφονταν έως τώρα ο Μάνος ήταν ψεύτικες κούκλες μπροστά της. Η μορφή της του ενέπνευσαν δυο τρεις στίχους που τόλμησε να τους τρυπώσει στο χέρι της σαν ερωτευμένο μαθητούδι.

 

«Ένα βλέμμα σου μονάχα ήταν αρκετό

Αιχμάλωτος να πιαστώ στο δίχτυ σου

Μαΐστρα της Ανατολής και της καρδιάς μου

Είσαι ηλιαχτίδα στη μοναξιά μου»

 

Η Άζα τον ερωτεύτηκε, μα δεν τολμούσε ούτε να το παραδεχτεί κι η ίδια. Κορόϊδευε τον εαυτό της πως είναι μια απ΄αυτές τις ιστορίες του καλοκαιριού που αποτελούν μια ανάμνηση, που πολλές φορές κανείς δεν θέλει να θυμάται.  Ο Μάνος κέρδισε την εμπιστοσύνη του Σαχίν κι εκείνος έχοντας προοδευτικές αντιλήψεις και εμπιστοσύνη στην κόρη του, της επέτρεψε κάποιους περιπάτους με τον Μάνο με τη συνοδεία πάντα του μικρότερου αδερφού της. Κι ο Μάνος από την άλλη πρόσεχε την Άζα σαν μια γαρδένια που αν την μυρίσουν χάνεται το λευκό της χρώμα και μαραίνεται. Ήταν η πολύτιμη γαρδένια του, που απολάμβανε το άρωμά της με διακριτικότητα και από απόσταση. Εκείνη εκτίμησε το σεβασμό του απέναντί της και τον ερωτευόταν όλο και πιο πολύ. Έτσι κύλησαν οι μέρες των διακοπών του Μάνου, με περιπάτους, συζητήσεις με την αγαπημένη του Άζα και φωτογραφίσεις με την ιδιαίτερη φωτογραφική μηχανή του.

 

Το φθινόπωρο τον βρήκε στους τέσσερις τοίχους της εταιρείας πνιγμένο μέσα σε χαρτιά και προθεσμίες. Έπειτα από μερικά μηνύματα στο viber σταμάτησε ξαφνικά λόγω φόρτου εργασίας να επικοινωνεί με την Άζα. Η φωτογραφική μηχανή, στο γυάλινο ράφι του σπιτιού του ήταν εκείνη που του την θύμιζε.

Ένα βράδυ που γύρισε νωρίς απ΄τη δουλειά του, ξεκούραστος όπως ήταν, είχε μια αδημονία να εμφανίσει το φιλμ των διακοπών του. Εκεί που τα ειδικά υγρά ενώνονταν με το ιδιαίτερο φιλμ, άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες φωτογραφίες. Η Άζα με τον πατέρα της, η Αγια Σοφιά, η γέφυρα του Βοσπόρου, οι κήποι, οι πλατείες, τα λουλούδια και οι χαρακτηριστικές φιγούρες  τύπων της Πόλης που εντυπωσίασαν τον Μάνο. Για μια στιγμή ξαφνιάστηκε. Κάποια πρόσωπα απ΄τις φωτογραφίες ήταν μαύρα  σαν κάποιος να είχε κάψει το φιλμ. Τα πρόσωπα της Άζα και του πατέρα της ήταν γκριζωπά, ενώ κάποιων άλλων ανθρώπων μαύρα και καμένα. Παραξενεύτηκε όταν  είδε τα λουλούδια φωτεινά και την Αγιά Σοφιά να την περικλείει ένα σαν στεφάνι λευκό σύννεφο. Η πρώτη του σκέψη ήταν πως το φιλμ, λόγω της παλαιότητας της μηχανής, ίσως ήταν χαλασμένο. Μα οι αποχρώσεις του γκρι και του λευκού σε κάποια πρόσωπα από τη μία και τα καμένα πρόσωπα από την άλλη, τον προβλημάτισαν. Βρίσκονταν μπροστά σ΄ ένα μυστήριο.

Θέλησε να ξαναδοκιμάσει τη μηχανή κι έτσι ένα απόγευμα ξεκίνησε να φωτογραφίζει ξανά, ό,τι στους δρόμους της πόλης του έκανε εντύπωση. Φωτογράφιζε παιδιά που έπαιζαν ανέμελα με τους γονείς τους στις παιδικές χαρές, ανθρώπους στα καφενεία, σε καταστήματα, ανθρώπους θλιμμένους, χαρούμενους και σκεπτικούς. Κι όταν έπεσε το βράδυ γλίστρησε αόρατα στα σκοτεινά σοκάκια της άσπρης σκόνης, των φαναριών και του τζόγου, να απαθανατίσει στιγμές, πρόσωπα και συναισθήματα. Αποκαμωμένος το βράδυ επέστρεψε στο σπίτι του και κατάκοπος αποκοιμήθηκε με την φωτογραφική μηχανή στα χέρια του. Είδε στον ύπνο του την Άζα λευκοφορεμένη και λαμπερή μ΄ένα στεφάνι φωτεινό τριγύρω της να τον καλεί. Πετάχτηκε πάνω και σαν αλλοπαρμένος που έχασε τα λογικά του, άρχισε μες τη νύχτα να εμφανίζει τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει. Εμφανίστηκαν πρόσωπα λαμπερά, όπως των παιδιών  και πρόσωπα μαύρα και καμένα. Κάποια πρόσωπα φωτεινά στα πανδοχεία του πόθου και στα σοκάκια του λευκού θανάτου, του έκαναν εντύπωση. Έπρεπε να επιστρέψει το συντομότερο στην Πόλη, να πάει στον Σαχίν, να μάθει περισσότερα για την ιστορία της μηχανής που αγόρασε.

 

Το ταξίδι του φάνηκε ατέλειωτο μέχρι να φτάσει. Οι ώρες αυτές όμως σαν καλοί σύμβουλοι τον έκαναν να πάρει κάποιες αποφάσεις. Θα ζητούσε την Άζα σε γάμο. Ήλπιζε στη φιλία που είχε αναπτύξει με τον πατέρα της, στην εκτίμηση που του είχε και στις προοδευτικές αντιλήψεις του.

Ο Σαχίν  μιας που η προγιαγιά του ήταν Ελληνίδα δεν είχε αντίρρηση για το γάμο τους και έδωσε την ευχή του στην κόρη του. Οι αμφιβολίες που στοίχειωναν την Άζα το φθινόπωρο πως η γνωριμία της με τον Μάνο δεν ήταν μια απλή ανάμνηση του καλοκαιριού εξαφανίστηκαν μπροστά στην πρόταση γάμου που δέχτηκε απ΄τον καλό της.

 

Ο γάμος έγινε στην Αθήνα. Το ζευγάρι φωτογραφήθηκε με την ιδιαίτερη φωτογραφική μηχανή. Η Αγνή πια και ο Μάνος έμοιαζαν φωτεινοί μέσα σ΄έναν κύκλο λευκού φωτός. Η φωτογραφική μηχανή απαθανάτισε τη χαρά των ψυχών τους. Αυτό  έκανε άλλωστε. Τις σκοτεινές ψυχές το φιλμ τις έκαιγε, ενώ τις φωτεινές ψυχές τις αναδείκνυε. Ο Σαχίν έμαθε απ΄ τον γαμπρό του, πως η  συγκεκριμένη μηχανή φωτογράφιζε τα πρόσωπα ανάλογα με την καθαρότητα της ψυχής τους. Το ζευγάρι άρχισε να το καταβάλει άγχος. Η συμπεριφορά τους, μετά την απόκτηση της μηχανής και την ανακάλυψη των δυνατοτήτων της, είχε αλλάξει. Σαν να κοιτούν από κλειδαρότρυπα, φωτογράφιζαν και εισέβαλλαν, χωρίς άδεια, στον ψυχισμό άλλων ανθρώπων με συνένοχο την φωτογραφική μηχανή. Αισθάνθηκαν ότι αυτές τους οι πράξεις  δεν τους τιμούν.

Έτσι αποφάσισαν από κοινού να την πουλήσουν.Τώρα βρίσκεται στον πάγκο κάποιου κυρ Στέλιου στο μοναστηράκι. Περνάνε καμμιά φορά από κει, την κοιτάζουν αλλά πάντα βρίσκουν την δύναμη και την προσπερνούν. Η φωτογραφική μηχανή εδώ και τόσο καιρό παραμένει, κατά παράδοξο τρόπο, ακόμα εκεί.

Ο ΧΑΡΤΟΚΟΠΤΗΣ

 

Η μαύρη ivy cap τραγιάσκα  και ο γιακάς της καπαρντίνας του φρόντισαν να κρύψουν καλά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του στην είσοδο της πολυκατοικίας εκείνη τη νύχτα του Δεκέμβρη. Όταν άνοιξε η πόρτα του διαμερίσματος, τον περίμεναν δυο χέρια ανοιχτά. Ο Σωτήρης έσφιξε στην αγκαλιά του τον παιδικό του φίλο. Εκείνος ανταποκρίθηκε, βγάζοντας το μαντήλι απ΄την τσέπη του να σκουπίσει τα δάκρυα τους. Ο Σωρήρης Φίλιας μεγαλοδικηγόρος της Αθήνας και ο Σταύρος Καβαλιεράτος πολιτικός μηχανικός, ήταν συμμαθητές στο δημοτικό. Επιστήθιοι φίλοι από παιδιά συνέχισαν τη φιλία τους στα φοιτητικά τους χρόνια και στην μετέπειτα έγγαμη ζωή τους. Γνωρίστηκαν με τις γυναίκες τους  ένα καλοκαίρι, όταν παλικαράκια, μετά τη δουλειά, πήγανε για μπάνιο στον Άλιμο. Εκεί ερωτεύτηκαν τις αγαπημένες τους και σε λίγο καιρό παντρεύτηκαν. Ο Σωτήρης με την γυναίκα του Άννα απέκτησαν δύο κορίτσια, ενώ ο Σταύρος με τη γυναίκα του Ζωή, ένα. Ένα κοριτσάκι της καρδιάς, την Ευγενία.

Η Ευγενία ήρθε στη ζωή τους μετά από δέκα χρόνια γάμου. Έπειτα από πέντε αποτυχημένες εξωσωματικές,  αποφάσισαν να υιοθετήσουν παιδί. Η Ζωή ήθελε  απεγνωσμένα να αποκτήσει ένα παιδί. Σκεφτόταν πως ένα παιδί θα ολοκλήρωνε το γάμο τους και θα βούλωνε κάποια στόματα της γειτονιάς που πισώπλατα την χαρακτήριζαν, άκληρη. Ο Σταύρος βλέποντας την γυναίκα του να βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού από την στεναχώρια, της πρότεινε να υιοθετήσουν ένα παιδί. Απ΄τη χαρά της πηγαινοερχόταν πέρα δώθε όλη την μέρα για να ετοιμάσει το δωμάτιο που θα φιλοξενούσε την μικρή Ευγενία. Προσέλαβε και μια οικονόμο την Δάφνη, μια νεαρή κοπέλα που αποχωρίστηκε το χωριό της και κατέβηκε στην Αθήνα να φτιάξει το μέλλον της. Καθώς όλα ήταν έτοιμα για να υπογραφούν τα χαρτιά της υιοθεσίας, ένα πρόβλημα προέκυψε που αναστάτωσε τη ζωή του ζευγαριού. Στους συγγενείς πρώτου βαθμού της Ευγενίας υπήρχε κληρονομικότητα σ΄ένα ψυχικό νόσημα. Το ποσοστό να εκδηλωθεί αυτό το νόσημα και στην Ευγενία, ήταν μεγάλο στο μέλλον. Η ανάγκη όμως της Ζωής να αποκτήσει παιδί ήταν τόσο μεγάλη, που δεν έδωσε την πρέπουσα προσοχή στο πρόβλημα που παρουσιάστηκε. Υπέγραψε την υιοθεσία μαζί με τον συζυγό της, παρότι εκείνος είχε  αμφιβολίες γι΄αυτήν.

Η Ζωή με την πιστή αφοσίωση και την βοήθεια της Δάφνης ετοίμασε ένα υπέροχο σπίτι για να υποδεχτούν την οχτώ μηνών Ευγενία.

Το κορίτσι μεγάλωνε σ΄ένα σπίτι με αγάπη και ασφάλεια. Οι γονείς, ήταν ευτυχισμένοι και αφοσιωμένοι στην ανατροφή του παιδιού τους. Ειδικά η Ζωή περνούσε ώρες ολόκληρες με την κόρη τους, μιας που και ο σύζυγός της χανόταν κι εκείνος πολλές ώρες στο γραφείο του,  μπλεγμένος σε σχέδια και υποθέσεις. «Μήπως χρειάζεται τίποτα ο κύριός σου;» ρωτούσε κάθε τόσο τη Δάφνη. Αυτό το μέσα έξω στο γραφείο του κυρίου της, αποτέλεσε ευκαιρία για την Δάφνη. Τον  είχε βάλει στο μάτι τον κύριό της άλλωστε απ΄την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο σπίτι τους. Ένα βράδυ που η κυρία της είχε αποκοιμηθεί αγκαλιά με την μικρή της, άρπαξε την ευκαιρία. Ξεκούμπωσε το πουκάμισό της, ώστε να ξεχυθεί το πλούσιο στήθος της και χωρίς να χτυπήσει την πόρτα γλίστρησε στο γραφείο του αφεντικού της. Ο Σωτήρης απορροφημένος στη δουλειά του, δεν της έδωσε σημασία. Εκείνη προχώρησε, στάθηκε πλάι του και τον ρώτησε αν χρειαζόταν κάτι. «Η κυρία σου που είναι;» τη ρώτησε. «Κοιμάται με τη μικρή και σκέφτηκα μήπως με χρειάζεστε» του απάντησε εκείνη. «Όχι σ΄ευχαριστώ, να πας να ξεκουραστείς κι εσύ» της είπε κοιτάζοντάς την στιγμιαία. Εκείνη την ώρα παρατήρησε πως τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα και ελεύθερα, ριγμένα στους ώμους της. Πρώτη φορά την έβλεπε με λυτά μαλλιά, συνήθως τα είχε μαζεμένα κότσο. «Ωραία τα μαλλιά σου Δάφνη, σου πάνε πολύ έτσι» παρατήρησε ο Σωτήρης κάνοντας το σχετικό κοπλιμέντο. «Σας ευχαριστώ κύριε, αφού σας αρέσουν θα τ΄αφήνω πιο συχνά ελεύθερα» του έκανε και πλησίασε πιο κοντά του. «Όπως σε βολεύουν να τα φτιάχνεις, εγώ απλώς έκανα μια ευγενική παρατήρηση», συμπλήρωσε ώστε να λυθεί κάθε παρεξήγηση στο μυαλό της και συνέχισε με το χαρτοκόπτη του να κόβει και να τακτοποιεί τα σχέδια του. «Κύριε, μού επιτρέπετε να σας φορέσω τις παντόφλες; Απ΄το πρωΐ σήμερα δεν έχετε σηκώσει κεφάλι». Μέχρι να προλάβει ο ίδιος να βγάλει τα παπούτσια του η Δάφνη είχε γονατίσει μπροστά του και ελευθέρωνε τα πόδια του απ΄τα παπούτσια. Την ώρα που του φορούσε τις παντόφλες ύψωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Τα μάτια της λάγνα τού χάιδευαν το κορμί, τα χέρια της,  θωπεύοντάς τον, έψαχναν να βρουν το αδύνατο σημείο του, που θα έσπαζε τις αντιστάσεις του. Ο Σωτήρης πρόσεξε το στήθος της, παγίδα για τον όλεθρο και τα χείλη της, φωτιά για να καεί. Τινάχτηκε απ΄την καρέκλα σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. «Έξω», της είπε δείχνοντάς της την πόρτα και αύριο πρωΐ πρωΐ, θα πάρεις την αποζημείωσή σου και θα φύγεις. Την άλλη μέρα μάζεψε άρον άρον τα πραγματά της και έφυγε. Μόνο μια ζακέτα της έμεινε εκεί, στη ντουλάπα του δωματίου της, για να θυμίζει πως κάποτε πέρασε κι εκείνη απ΄αυτό το σπίτι. «Θα της την φυλάξω και θα τη στείλω στο πατρικό της, στο χωριό, μιας που γυρίζει πίσω όπως μου είπες. Εύχομαι να είναι καλά οι δικοί της. Ήταν καλό κορίτσι, πολύ με βοηθούσε» σχολίασε την άλλη μέρα η Ζωή στο Σταύρο. «Κάνε όπως νομίζεις», της είπε εκείνος αποκρύπτοντας την αλήθεια απ΄την σύζυγό του μην τυχόν και την πικράνει.

Η αρρώστια της όμως, πίκρανε μετά από λίγο καιρό εκείνον. Το πολύ στρες και οι πολλές εξωσωματικές  άνθισαν τον καρκίνο μέσα της, που αγάπησε το σώμα της και θέλησε να το κατακτήσει. Καρκίνος καλπάζων, είπε ο γιατρός, τρεις μήνες ζωής.

Έμεινε μόνος με την κόρη του. Έβαλε αγγελία στις εφημερίδες για νέα οικονόμο. Ζητούσε ώριμης ηλικίας και με προϋπηρεσία στη ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Έτσι προσέλαβε την Ανθούλα, μια ευτραφή κυρία γύρω στα πενήντα με καρέ σαντρέ μαλλιά. Ήταν λιγομίλητη και πρόθυμη σε ό,τι ζητούσε ο κύριος της και πολύ ευγενική με την Ευγενία, η οποία άρχισε σταδιακά να εμφανίζει συμπτώματα του κληρονομικού ψυχικού νοσήματος που έπασχε η φυσική της μητέρα. Άρχισε να ακούει παράξενες φωνές, να βλέπει μορφές που δεν έβλεπαν άλλοι. Οι οδηγίες του γιατρού ήταν σαφείς, να παίρνει τα φάρμακά της και να κάνει ψυχοθεραπεία. Όλα κυλούσαν καλά όταν ο Σωτήρης ήταν κοντά στο παιδί του, όταν έλειπε όμως και γυρνούσε μετά από ώρα στο σπίτι του, η Ευγενία, αν και έφηβη, γατζώνονταν απ΄τον πατέρα της και δεν τον άφηνε να φύγει μακριά της. Κάποιες φορές παρατήρησε πως ήταν γεμάτη με μώλωπες και χαρακιές. Η κυρία Ανθούλα ενημέρωσε τον κύριο της πως πολλές φορές η Ευγενία, όταν την έπιανε κρίση έπαιρνε τον χαρτοκόπτη του πατέρα της και χάραζε το δέρμα της να τρέξει αίμα. Το έβλεπε σαν μέλι και το έγλυφε και άλλες φορές έβλεπε την σκάλα για τσουλήθρα και καθώς άκουγε φωνές και έβλεπε άγριες μορφές  να την κυνηγούν, θέλοντας να  ξεφύγει, έπεφτε απ΄τις σκάλες. Ο γιατρός παραξενευόταν που δεν την κάλυπτε η αγωγή, αν και δοκίμασε το πιο βαρύ σχήμα, το επόμενο βήμα θα ήταν η νοσηλεία σε ψυχιατρείο.

Μια μέρα ένα κλητήρας χτύπησε την πόρτα, για να αποδώσει μια δικαστική εντολή στο «κ. Σωτήριο Φίλια». Ήταν κατηγορούμενος. Κατηγορούταν πως κακοποιούσε την κόρη του καθημερινά με τον χαρτοκόπτη του. Κατήγορος; Η κυρία Ανθούλα. Ο ιατροδικαστής πιστοποίησε πως οι χαρακιές στο σώμα της Ευγενίας ήταν πράγματι από χαρτοκόπτη. Η ασφάλεια επιβεβαίωσε πως τα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν στο χαρτοκόπτη ήταν του κατηγορουμένου. Ετυμηγορία, φυλάκιση δέκα ετών, χωρίς αναστολή. Η κυρία Ανθούλα κέρδισε το δικαστήριο με την μαρτυρία της  Ευγενίας, η οποία κατηγόρησε τον πατέρα της και  τον κατονόμασε ως ένοχο. Μετά απ΄αυτό η Ευγενία κλείστηκε σε ίδρυμα  του εξωτερικού, το οποίο θα αναλάμβανε την προστασία της και την φαρμακευτική της περίθαλψη. Ο δικηγόρος του πατέρα της είχε εξουσιοδοτηθεί από τον πελάτη του για τη διαχείριση της ακίνητης και κινητής του περιουσίας καθώς και για την ανάληψη των εξόδων διαμονής της κόρης του στο ιατρικό οικοτροφείο, για όσο χρόνο θα βρίσκονταν εκείνος στη φυλακή.

« Ξέρω πως πέρασαν δέκα χρόνια και ο χρόνος είναι νερό που πίσω δεν γυρίζει, μα έστω και τώρα ήρθε η δικαίωσή σου. Βρήκαμε την περούκα της κρυμμένη σε μια σχισμή στο στρώμα της, μαζί με κάποια ρούχα δικά σου, πεταμένα σε μια αποθήκη. Το DNA των τριχών του εσωτερικού της περούκας ταίριαζε με τις τρίχες της ζακέτας  στην ντουλάπα. Ήταν η Δάφνη Σταύρο, σε παγίδεψε. Στη φύλαγε από τότε που την απέρριψες. Εκείνη κακοποιούσε το παιδί. Το χαράκωνε βασανιστικά με το χαρτοκόπτη του γραφείου σου. Φορούσε τα δικά σου ρούχα και προσποιούταν πως είναι εσύ. Δεν έδινε τα χάπια στο παιδί, τα βρήκαμε όλα κρυμμένα στο συρτάρι της ντουλάπας της. Η Ευγενία είχε παραισθήσεις. Νόμιζε πως έβλεπε εσένα να την κακοποιεί. Γι ΄αυτό σε κατεδίκασε.

«Πως είναι τώρα;»

«Είναι μια χαρά, μια καλοβαλμένη δεσποινίδα εικοσιπέντε ετών, που εργάζεται και έχει μια ζωή ευτυχισμένη.  Η βαριά φαρμακευτική αγωγή που είχε ακολουθήσει για ένα διάστημα της είχαν επηρεάσει την μακρινή μνήμη. Η ψυχοθεραπεία την βοήθησε να θυμηθεί τα γεγονότα. Μόλις πήρε εξιτήριο, ήρθε και με βρήκε. Ζήτησε την βοήθειά μου. Κάτι δεν της ταίριαζε σε όλο αυτό που είχε γίνει. Υποψιάστηκε την Δάφνη, διότι εκείνη ήταν υπεύθυνη τότε για την φαρμακευτική της αγωγή. Αν έπαιρνε τα φάρμακά της, η ζωή της θα κυλούσε χωρίς παραισθήσεις, φωνές και φαντάσματα, της είπαν οι γιατροί. Γύρισε στο σπίτι. Πήρε κι εμένα μαζί. Αρχίσαμε να ψάχνουμε για στοιχεία. «Εγώ τον καταδίκασα, εγώ θα τον αθωώσω» μουρμούριζε συνεχώς. Βρήκε την περούκα της, τη ζακέτα της, τα χάπια που δεν είχε πιει ποτέ και τα ρούχα σου. Ανέλαβαν η ασφάλεια και τα εργαστήρια.

«Εκείνη;»

«Εκείνη, έφαγε ισόβια. Σου στέρησε δέκα χρόνια την κόρη σου, αλλά ο λάκος που σου έσκαψε πήρε κι εκείνη μέσα. Ήταν τόσο έμπειρη στην απάτη που με τη βοήθεια ενός δεξιοτέχνη πλαστογράφου, τύπωσε ψεύτικη ταυτότητα. Ανθούλα Καραπιπέρη. Ορίστε, να΄την». Ο Σταύρος την πήρε στα χέρια του και προσπάθησε με μανία να την τσαλακώσει. Την πέταξε με δύναμη πάνω στο γραφείο και μην αντέχοντας τα γόνατά του να τον κρατήσουν, κάθισε πάλι στην πολυθρόνα.

« Η υπόθεση έκλεισε. Και μιας που έκλεισε σε κάλεσα για να σου επιστρέψω κάτι που σε καταδίκασε χωρίς να φταίει», του είπε ο Σωτήρης κοιτάζοντάς τον ίσα στα μάτια.

Άνοιξε το πρώτο συρτάρι του γραφείου του.  Το φως του δρόμου περνούσε απ΄τις γρίλιες και ζωντάνευε το ασήμι του χαρτοκόπτη.

Ο Σταύρος  πήρε το αντικείμενο στα χέρια του, το έσφιξε. «Μου κατέστρεψε τη ζωή μέσα απ΄τα χέρια της. Δεν το θέλω».

Σηκώθηκε και με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Τον ακολούθησε και ο Σωτήρης.Του΄σφιξε τον ώμο «Κουράγιο», του είπε, «Τώρα αρχίζεις μια νέα ζωή».

«Σ΄ευχαριστώ για όλα» είπε ο Σταύρος κλείνοντας αργά την πόρτα, αφήνοντας πίσω του το παρελθόν.

Το αντικείμενο που του προξένησε τόσο πόνο, δόθηκε χωρίς αντίτιμο σ΄έναν παλιατζή στο μοναστηράκι. Κοσμεί τον πάγκο του περιμένοντας κι αυτό την εξιλέωσή του στα  χέρια κάποιου άλλου ίσως, σε μια καινούργια ζωή.

ΤΟ ΑΝΟΙΧΤΗΡΙ

 

Όταν ήρθαμε με τα γεγονότα ήμουν έξι μηνών. Με είχαν κρύψει  σ΄ένα μπόγο με ρούχα για να μη με πάρουν χαμπάρι οι τσέτες και μας σκοτώσουν όλους, μου έλεγε η μάνα μου αργότερα. Για να μην κλαίω με πότισαν με χυμό γαϊδουράγκαθου και με τοποθέτησαν σε ρούχα αρωματισμένα με λεβάντα. Βέβαια ένα πανί ποτισμένο με χλωροφόρμιο ήταν σε ετοιμότητα απ΄τον φαρμακοποιό της γειτονιάς  σε περίπτωση που χρειαζόταν. Καταφέραμε να περάσουμε στην Ελλάδα. Ο πατέρας μου, Κωνσταντίνος Βαλαβάκης, ήταν χημικός και η μάνα μου, Άννα Σουτσούκη, επιστήμονας των φυτών, που έκανε και μελέτες στον τομέα της βοτανολογίας.

Στον Πειραιά μείναμε αρχικά σε καταυλισμούς. Στη συνέχεια εγκατασταθήκαμε σε προσφυγικές συνοικίες που ίδρυσε η Ελληνική Κυβέρνηση στον Κορυδαλλό. Ο πατέρας εργάστηκε αρχικά στην εταιρεία πορτοκαλάδας Αθηνά, στη συνέχεια όμως μετακομίσαμε στο Μουζάκι που είχαμε κάποιους συγγενείς.

Εκεί ο πατέρας είδε πως στο μέρος εκείνο ευδοκιμούσαν πορτοκάλια και λεμόνια κι έτσι άνοιξε το πρώτο εργαστήριο πορτοκαλάδας στην περιοχή. Η πορτοκαλάδα και η λεμονάδα «Τέρψις» διακρίνονταν για την πλούσια γεύση τους και το φυσικό άρωμά τους. Η πορτοκαλάδα έφερνε πραγματική τέρψη στον ουρανίσκο, αφού την έπινες μονορούφι χωρίς να σ΄ενοχλεί το ανθρακικό. Ανακινούσες  το γυάλινο μπουκάλι με την πορτοκαλί ή την κίτρινη ετικέτα και με το μεταλλικό ανοιχτήρι που συνόδευε τη μισή ντουζίνα του αναψυκτικού, το άνοιγες και το απολάμβανες. Μπορούσα να κατεβάσω μονορούφι ολόκληρη τη δωδεκάδα του  τελάρου.

Θυμάμαι πως όταν ήμουν πολύ μικρός μου άρεσε ν΄ανοίγω με το ανοιχτήρι όλα τα μπουκάλια και να παρατηρώ το ανθρακικό που αναδύονταν απ΄αυτά σα νεφέλη, με σχεδόν αόρατα σταγονίδια.

Το εργαστήριο μεγάλωσε κι έγινε βιομηχανία. Συνέχισα το έργο του πατέρα μου. Με τη βοήθεια της αδερφής μου στα οικονομικά, διηύθυνα το εργοστάσιο, το οποίο έγινε πρώτο στην Ελλάδα και δειλά δειλά έκανε τα πρώτα του βήματα και στο εξωτερικό.

Αυτό δεν άρεσε στην ιδιοκτήτρια μιας γειτονικής βιομηχανίας αναψυκτικών. Την είχα γνωρίσει κάποτε στην έκθεση της Θεσσαλονίκης όταν παρουσίασε το προϊόν της. Τότε δεν είχα καταλάβει το χαρακτήρα της. Άρχισα να τον καταλαβαίνω όταν με κάλεσε  με την οικογένειά μου σ΄ένα πάρτυ που διοργάνωσε για την επέτειο είκοσι χρόνων λειτουργίας του εργοστασίου της. Σε μια στιγμή, στάθηκε δίπλα μου και αφού τη σύστησα στη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω. Ανεβήκαμε την ξύλινη σκάλα του σαλονιού και με οδήγησε στο γραφείο της. «Κάθισε», μου είπε χαμογελώντας δείχνοντας μου το μέρος στο δερμάτινο καναπέ, καθώς εκείνη κατευθυνόταν στο γωνιακό της μπαρ. «Τι να σου βάλω, ουΐσκι ή βότκα;» ρώτησε μόλις ακούμπησε τα ποτήρια στο πάσο. «Ευχαριστώ, έπινα προηγουμένως τζιν, δεν θέλω να τα μπερδέψω», της απάντησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. «Φοβάσαι μην σε μεθύσω και μάθω τα μυστικά σου;»  μου απάντησε περιπαικτικά φανερώνοντας τη διάθεσή της, καθώς τα μάγουλά της ασκούσαν πίεση στα δόντια της. «Προτιμώ να είμαι νηφάλιος για να ακούσω με προσοχή αυτά που πρόκειται να μου πείτε μιας που με οδηγήσατε εδώ», της απάντησα κοιτώντας τον χώρο τάχα αδιάφορα. Εκείνη έβαλε δυο δάχτυλα ουΐσκι στο ποτήρι της και με αργό βηματισμό περπάτησε προς το γραφείο της. Κάθισε σταυρώνοντας το ένα της πόδι πάνω απ΄τ΄άλλο και ακούμπησε αναπαυτικά την πλάτη της στο δερμάτινο κάθισμα. Ακουμπώντας το ποτήρι της στο γραφείο μετά από μια γουλιά και ένα χάπι που κατάπιε βιαστικά, κουνώντας ελαφρά το πάνω πόδι της, με κοίταξε. «Λοιπόν κύριε Βαλαβάκη ας μην κρυβόμαστε πίσω απ΄το δάχτυλό μας. Σας κάλεσα απόψε εδώ για να σας κάνω μια επαγγελματική πρόταση. Έχοντας παρακολουθήσει την πορεία της εταιρείας σας εδώ και τόσα χρόνια, μελετώντας ποσοστά και αναλύσεις της επιτυχίας σας, επιθυμώ και αποφάσισα να την αγοράσω. Η εταιρεία μου είναι κατά τριάντα χρόνια νεώτερη απ΄την δική σας, αλλά σας διαβεβαιώ πως διαθέτω όλα τα απαραίτητα κεφάλαια για να την αγοράσω και να την πάω ακόμα παρά πέρα». Η αλήθεια είναι πως ξαφνιάστηκα με την προτασή της. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί να πουλήσω μια επιχείρηση υγιή μισού αιώνα. Το τρίψιμο του αυχένα μου φανέρωσε το συναίσθημα της αβεβαιότητας που ένιωσα στιγμιαία. Εκείνη το αντιλήφθηκε και συνέχισε να με πυροβολεί με απαιτήσεις. «Και φυσικά μες τη συμφωνία θα βρίσκονται και οι συνταγές των αναψυκτικών». Εκείνη τη στιγμή ένιωσα σαν να με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Μαζί με το ανασήκωμα των φρυδιών μου, ανασηκώθηκα απότομα απ΄τον καναπέ. «Γι΄αυτό με  καλέσατε εδώ; Για να μου εκμαιεύσετε τις συνταγές μου;  Αυτές οι συνταγές κυρία μου είναι αποτέλεσμα δοκιμών των γονιών μου. Και να σας πουλούσα την εταιρεία, δε θα σας πουλούσα ποτέ τις συνταγές μου. Επιτρέψτε μου να αποχωρίσω, της είπα  με όσα αποθέματα ευγένειας που είχαν απομείνει και εξήλθα απ΄το δωμάτιο.

Από ΄κείνη την μέρα δεν ξαναείχαμε καμμία επαφή. Το μόνο που μας συνέδεε ήταν μια απειλή της που έφτασε μετά από καιρό στ΄αυτιά μου. Το  «ή αυτός ή εγώ» με διατηρούσε σε εγρήγορση στο τι θ΄αντιμετώπιζα στο μέλλον.

Πλησίασε τον χημικό μου. Τον δωροδόκησε να αποκαλύψει το μυστικό της γεύσης των αναψυκτικών μου. Ευτυχώς εκείνος, ήταν άνθρωπος έμπιστος και με ενημέρωσε άμεσα. Της έκανα ασφαλιστικά μέτρα για να παραμείνει μακριά από την οικογένειά μου και το προσωπικό μου. Πράγματι δεν με ενόχλησε από τότε.

Άρχισαν όμως να γίνονται παράξενα πράγματα. Ο χημικός μου βρέθηκε σκοτωμένος μέσα στο αυτοκίνητό του, όταν δυστυχώς ανεξήγητα έπεσε σε γκρεμό. Μηχανική βλάβη είπαν. Η αδερφή μου άρχισε ξαφνικά να νιώθει πόνους σε όλο της το σώμα. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τους πόνους αυτούς, γιατί βασιζόμενοι στις εξετάσεις της, η αδερφή μου ήταν απολύτως υγιής. Εκείνη όμως έλιωνε κάθε μέρα σαν κερί απ΄τον δυνατό πονοκέφαλο και τους διάσπαρτους, σαν τρυπήματα, πόνους στο σώμα της. Η γυναίκα μου έβρισκε παράξενα αντικείμενα μέσα στις ζαρντινιέρες του εργοστασίου. Τρίχες μαλλιών ανακατεμένες σαν πομπάρια, σαπούνια καρφωμένα με καρφίτσες και χειροποίητες  σταχυόκουκλες  χωρίς κεφάλι. Η γυναίκα μου έφτασε στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Απ΄τον τρόμο της δεν έβγαινε απ΄το σπίτι, το ίδιο και τα παιδιά. Εγώ βρισκόμουν στα πρόθυρα κατάρρευσης με όσα συνέβαιναν και το εργοστάσιο πήγαινε απ΄το κακό στο χειρότερο.

«Είναι σατανικά πράγματα αυτά που βρήκατε Νίκο παιδί μου, αλλά μη φοβάστε. Δε λέει ο ψαλμός,  Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τι να φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω;», με καθησύχασε μια μέρα ο ιερέας της ενορίας μας, όταν του τα εξομολογήθηκα.  Ό,τι παράξενο αντικείμενο βρίσκαμε  το πετούσαμε. Ήρθε και ο παππούλης, κάναμε ευχέλαιο και άγιασε το χώρο. Πέρασε αρκετός καιρός από τότε και όλα άρχισαν να παίρνουν τον κανονικό  τους ρυθμό. Η αδερφή μου σταμάτησε να έχει πόνους και μιας που η ασφάλεια του εργοστασίου επιτηρούσε νυχθημερόν περιμετρικά το εργοστάσιο δεν ξαναβρήκαμε παράξενα αντικείμενα. Όσο για την παραγωγή; Αυξήθηκε και αρχίσαμε να κάνουμε και εξαγωγή των προϊόντων μας.

Η επιτυχία της επιχείρησης έπρεπε να γιορταστεί. Έτσι ένα βράδυ καλέσαμε όλο το προσωπικό του εργοστασίου να γιορτάσουμε όλοι μαζί. Πυροτεχνήματα φώτισαν τον ουρανό και ορχήστρα κάλεσα να μας διασκεδάσει. Την ώρα του χορού όμως, τότε που ένιωθα την χαρά να με πλημμυρίζει, μια φωνή με έσκισε στα δύο. «Φωτιά» ακούστηκε απ΄τον αποθηκάριο  και μέχρι να καταλάβουμε τι είχε γίνει οι φλόγες περικύκλωσαν το εργοστάσιο. Θαύμα ήταν που σωθήκαμε. Παρά τις ύστατες προσπάθειες της πυροσβεστικής το εργοστάσιο κάηκε ολοσχερώς. Την άλλη μέρα το πρωΐ, οι κόποι μιας ζωής, απλωμένα αποκαΐδια, παλιοσίδερα και κάπνα μπροστά μας. Κι εκεί που αναρωτιέσαι το γιατί και το κεφάλι σου σκύβει, συναντάς την ελπίδα σ΄ένα τόσο δα μικρό αντικείμενο. Σ΄ένα αντικείμενο της νιότης σου. Έσκυψα, το πήρα στα χέρια μου, μαυρισμένο όπως ήταν, το έσφιξα και ένωσα τη μαυρίλα του με τη μαυρίλα του χεριού μου και της ψυχής μου. Κράτησα το ανοιχτήρι στη χούφτα μου με το αίμα να΄χει εγκαταλείψει τα δάχτυλά μου κι ένιωθα πως κρατούσα του πατέρα μου το χέρι, τις παιδικές μου αναμνήσεις, τη δύναμη να ξαναρχίσω. Να ξαναχτίσω, όνειρα  και μνήμες στις νέες γενιές. «Δε βαριέσαι όλα ξαναγίνονται, οι άνθρωποι δεν ξαναγίνονται» σκέφτηκα. Με εμπιστοσύνη στο Θεό έκανα ξανά τα πρώτα μου βήματα. Όλα απ΄την αρχή. Η αποζημείωση απ΄ την ασφάλεια ήταν το  χέρι βοηθείας που χρειαζόμουν. Το εργοστάσιο στήθηκε και άρχισε την πρώτη του παραγωγή. Για την αιτία της φωτιάς ποτέ δεν μάθαμε. Το μόνο νέο που έσκασε σαν βόμβα, ήταν πως η βιομηχανία της γειτονικής περιοχής έπεσε έξω. Η ιδιοκτήτριά της μεταφέρθηκε δεμένη στο ψυχιατρείο της Αθήνας, «Δρόμος», στο Παγκράτι. Δεν την ξαναείδα από τότε, όπως δεν ξαναείδα και το ανοιχτήρι που με τόσο προσοχή φύλαγα. Χάθηκε κι αυτό, όπως και άλλα τόσα με τις εργασίες ανέγερσης του νέου εργοστασίου.

Πριν λίγες μέρες όμως, κάποιος αντιπρόσωπός μου στην Αθήνα πέρασε κι απ΄το Μοναστηράκι. Μου είπε πως καθώς βιαζόταν να προλάβει ωράρια και προθεσμίες, του φάνηκε πως το είδε με την άκρη του ματιού του σ΄έναν πάγκο. Εσείς, μήπως το΄χετε δει; Ένα μεταλλικό ανοιχτήρι είναι που γράφει πάνω λεμονάδα. Πείτε μου αν το΄χετε δει. Να πάω, να τ΄αγοράσω.

ΤΑ ΚΥΑΛΙΑ

-Στην ουσία, η Γιαγιά με μεγάλωσε. Η μητέρα μου πέθανε στη γέννα. Ο πατέρας πέντε χρόνια μετά  ξαναπαντρεύτηκε, μα η νέα του γυναίκα, νόμιζα τότε, πως νοιαζόταν πιο πολύ για το πορτοφόλι του παρά για κείνον, πόσο μάλλον για μένα. Ένα χρόνο μετά τον δεύτερο γάμο του σκοτώθηκε κι εκείνος σε αεροπορικό δυστύχημα. Το 1977, ήμουν τότε έξι χρονών. Πολύ μικρή για να καταλαβαίνω, αλλά αρκετά μεγάλη για να θυμάμαι. Θυμάμαι σαν όνειρο τους τσακωμούς της μητριάς μου με τον πατέρα μου. «Πάλι θα φύγεις;» τον ρώταγε συμπιέζοντας τα χείλη της. «Τι να κάνω καλή μου, οι δουλειές» της απαντούσε εκείνος αγκαλιάζοντάς τη προσπαθώντας να την καθησυχάσει. Ο πατέρας, ήταν επιχειρηματίας κι έπρεπε να ταξιδεύει συχνά πυκνά στο εξωτερικό. Μόλις τσακώνονταν οι δυο τους, θυμάμαι τη γιαγιά να σκύβει το κεφάλι, να με παίρνει απ΄το χέρι και να πηγαίνουμε στο δωμάτιό της

-Φαντάζομαι, εκεί θα έκανες ό,τι ήθελες, θα ένιωθες ελεύθερη ε;

- Ελεύθερη δεν θα πει τίποτα. Από τότε που πέθανε η μητέρα μου κι η γιαγιά ήρθε να μείνει μαζί μας, το δωμάτιό της ήταν ο παράδεισός μου. Εκεί έκανα τα πιο τρελά μου όνειρα. Έπαιρνα την μπακέτα της γιαγιάς, ξέρεις αυτό που κρατούν οι μαέστροι, και έκανα πως διήυθυνα ορχήστρα.

- Μαέστρος ήταν η γιαγιά;

-Απ΄της καλύτερες της εποχής της μαζί με άλλες δύο. Μαρίκα Παναγιώτου με τ΄όνομα. Είχε σπουδάσει στην Εθνική Σχολή Μουσικής. Κοίτα, όλα αυτά τα βραβεία είναι δικά της. Είχε διευθύνει τις καλύτερες ορχήστρες.

-Κι αυτά τα διπλώματα; Εδώ λέει δίπλωμα διάκρισης, από το Ωδείο Αθηνών.

- Δικά της. Είχε σπουδάσει στο Ωδείο Αθηνών και ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της σε μουσικές σχολές στην Ιταλία.

-Σπουδαίο μυαλό. Ξέρεις τους μουσικούς τους θεωρώ ιδιαίτερα ευφυείς ανθρώπους. Η μουσική είναι μια ξένη γλώσσα.

-Ισχύει. Και φαντάσου πως σαν μαέστρος, τα θυμόταν όλα απέξω, διήυθυνε χωρίς παρτιτούρες μπροστά της.

-Φοβερό. Καλά και πότε το καταλάβατε;

-Λίγο μετά απ΄όταν πέθανε ο πατέρας. Είχαν μαζευτεί πολλά. Έχασε τον παππού στον πόλεμο το ΄40. Μεγάλωσε ολομόναχη το γιο της. Τον έπαιρνε παντού όπου πήγαινε. Κοιμόταν στα καμαρίνια. Οι άνθρωποι της όπερας τον είχαν σαν δικό τους παιδί τον πατέρα μου.

-Και πως δεν αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί;

-Ήταν στ΄αλήθεια πολλή όμορφη η γιαγιά μου. Δες την στα νιάτα της σ΄αυτή την φωτογραφία. Καλλονή ε; Πολλοί την ζήτησαν, αλλά εκείνη ήταν αφιερωμένη στον γιο της και συγκεντρωμένη στην καριέρα της. Αφού να σκεφτείς και άδεια όταν είχε, ποτέ δεν έχανε την ευκαιρία, έπαιρνε τον πατέρα μου και μετά από χρόνια εμένα και πηγαίναμε να ακούσουμε όπερα. Εκεί, μου έδινε τα κυάλια της και μου φαίνονταν όλα τόσο κοντά μου, ν΄απλώσω το χέρι  να τ΄αγγίξω. Κι εκείνη καταλάβαινε το δέος που ένιωθα και άρχιζε να κινεί τα χέρια της αρμονικά λες και εκείνη διήυθυνε την ορχήστρα του έργου.

-Θα ήταν ένα πλήγμα για σας όταν το καταλάβατε.

-Ξέρεις πότε άρχισα κάτι να καταλαβαίνω; Λίγο καιρό απ΄όταν σκοτώθηκε ο πατέρας μου, άρχισε να ξεχνά τα λόγια της προσευχής. Ένα πρωΐ το «Πάτερ ημών» το είπαμε μαζί. Άρχισε να ξεχνάει τα μάτια της κουζίνας ανοιχτά. Παραλίγο μιας φορά να πάρουμε φωτιά. Άρχισε να ξεχνάει  τα κλειδιά της. Οπότε πήγαμε και κάναμε εξετάσεις. «Η γιαγιά σας πάσχει από μία διαταραχή του εγκεφάλου», είπε ο γιατρός. «Δηλαδή γιατρέ;» τον ρώτησα, χάνοντας το έδαφος κάτω απ΄τα πόδια μου. Βλέπεις εκείνη με μεγάλωσε. Μάνα, δεν γνώρισα. «Δηλαδή κυρία μου πάσχει από άνοια. Σταδιακά θα αρχίσει να χάνει την μνήμη της. Ίσως φτάσει σε σημείο να μην θυμάται ούτε εσάς, ούτε βασικές λειτουργίες του οργανισμού της», μας απάντησε ο γιατρός την στιγμή που μαζί με την  μητριά μου  τον κοιτάζουμε κοκκαλωμένες. Από εκείνη τη μέρα η εξέλιξη της ασθένειας προς το χειρότερο ήταν ραγδαία. Άρχισε να μην αναγνωρίζει τον εαυτό της στον καθρέφτη, να του χαμογελά λες κι έβλεπε κάποια άλλη, να μιλάει στο είδωλό της. Άλλες φορές κουνούσε τα δάχτυλά της κάνοντας κύκλους στον αέρα, όπως τότε που διηύθυνε την ορχήστρα. Όταν σταματούσε, τα κοιτούσε. Αυτό το κάνει ακόμα και τώρα.

- Ζει στο τότε ίσως. Θυμάται τα παλιά.

-Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως όταν κινεί τα χέρια της σαν να διευθύνει και φοράει τα κυάλια της, νιώθω σαν να της έρχονται μνήμες που την οδηγούν στο φως. Αυτό το φως άλλοτε δυναμώνει, σαν θυμάται στιγμές του παρελθόντος και άλλοτε χάνεται, όταν δεν θυμάται καν ούτε εμένα. Κι αυτό είναι που με πληγώνει.

- Η μητριά σου πως το πήρε;

-Η μητριά μου δεν άντεξε, δεν την κατηγορώ, είναι δύσκολο. Είναι δύσκολο να είσαι η μαμά της μαμά σου. Είναι δύσκολο. Έφυγε και πήγε να ζήσει με το γιο της απ΄τον πρώτο της γάμο. Έμεινε κι αυτή τόσα χρόνια μαζί μας. Πρόσφερε, δεν μπορώ να πω.

-Κάποια θεραπεία;

-Καμμία. Όσο το δυνατόν, είπαν οι γιατροί, να της θυμίζω τις παλιές όμορφες στιγμές της. Έτσι καθημερινά, της στρώνω  το τραπέζι με πολύχρωμο τραπεζομάντηλο μ΄ένα βάζο γεμάτο λουδούδια επάνω  και αφού φάμε, της δίνω την μπακέτα και μαζί διευθύνουμε και τραγουδάμε. Εκείνη σιγοτραγουδάει τη μελωδία και επαναλαμβάνει τις καταλήξεις. Γιαγιά της λέω, πάρε τα κυάλια να δεις την όπερα και αμέσως παίρνει τα κυάλια απ΄τα χέρια μου, πιάνει τη λαβή τους με το ένα χέρι, τα βάζει στα μάτια της και με το άλλο αρχίζει και σχηματίζει νότες στον αέρα.

-Θυμάται το παρελθόν της ίσως.

-Ναι θυμάται. Από τότε όμως που η μητριά μου έδωσε τα κυάλια της σ΄έναν παλιατζή, η γιαγιά πήγαινε χειρότερα. Άρχισε να μην με θυμάται, να μην συμμετέχει σε τίποτα απ΄ότι συνηθίζαμε να κάνουμε, ούτε παζλ, ούτε ζωγραφιές, ούτε τίποτα.

- Αλήθεια, γιατί έδωσε τα κυαλιά;

-Τι να πω… ίσως φοβήθηκε κι εκείνη μην ξαναχτυπήσει η γιαγιά. Μια μέρα δεν ήμουν μπροστά και η γιαγιά πήρε μόνη της τα κυάλια και όπως πήγε ν΄ανοίξει τη λαβή χτύπησε στο κεφάλι, μάτωσε κι εμείς όπως ήταν φυσικό φοβηθήκαμε. Το αίμα ποτάμι. Τρία ράμματα  παράσημο και η μνήμη της απ΄το κακό στο χειρότερο. Άρχισα όπου έβλεπα παλιατζίδικο να μπαίνω μέσα μπας και βρω τα κυάλια της γιαγιάς. Μετά από προσπάθειες ενός μήνα, τα βρήκα στον πάγκο κάποιου κυρ Στέλιου στο Μοναστηράκι. Συγκινήθηκε τόσο ο άνθρωπος με την ιστορία της γιαγιάς που δεν μου πήρε χρήματα. Μου εξέφρασε και την επιθυμία να έρθει να την δει.

-Έλα, πάμε να δεις πως θα αντιδράσει μόλις τα δει, έλα…

 Γιαγιά μου, κοίτα εδώ τι σου ΄χω;

-Φοβερό, κοίταξέ την,  χαϊδεύει την λαβή, τα γράμματα.

-Ναι, είναι πάνω της χαραγμένα τα αρχικά της.

- Τα αναγνώρισε, δες, τα σφίγγει στην αγκαλιά της… χαμογελάει…

-ΓΙΑΓΙΑ.

Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ

Μου έδειχνε πάντα την αλήθεια, απ΄όταν ήμουν μικρή που μου τον έκαναν δώρο, θαρρείς για να  να με κοροϊδέψουν. Η αλήθεια ενός προσώπου αυλακωμένου, σπαρμένου με σπυριά το ένα πάνω στ΄άλλο. Η αλήθεια ωμή μπροστά μου κι εγώ δεν άντεχα την αλήθεια, δεν άντεχα να με βλέπω.  Έγινε η μόνη μου παρέα, μιας που κανείς δεν με έπαιζε. Φοβόντουσαν μην τους κολλήσω την ασχήμια μου. Παρέα μου μοναδική, ο  σκαλιστός ασημένιος καθρέπτης. Τόσο πολύτιμος για μία άσημη όπως εγώ. Το ΄βαλα πείσμα. Άρχισα να πλένω το προσωπό μου με ειδικά καθαριστικά και κάθε λίγο και λιγάκι κοιταζόμουν. Κι έβλεπα πάντα την ίδια εικόνα. Μια έφηβη με κατακόκκινο πρόσωπο σαν τα τέρατα του κινηματογράφου. Και μετά κλάματα. Κλάμα για το πως ήμουν, κλάμα για την απόφαση να βγω απ΄το σπίτι.  Κι όσο τα παιδιά με κορόϊδευαν τόσο περισσότερο προσπαθούσα, πλενόμουν, κοιταζόμουν, λες και οι μέρες που περνούσαν θα ΄παιρναν και την ασχήμια μου, μα τίποτα δε γινόταν. Δεν ήθελα να με κοιτάζω, αλλά το έκανα, λες και ο καθρέπτης ενεργούσε σαν μαγνήτης πάνω μου.

Η ακμή, μου έκανε παρέα για πολλά χρόνια. Δεν ήταν φίλη μου όμως. Φίλη είναι κάποια που σε κάνει να νιώθεις όμορφα και μέσα στις πιο άσχημες στιγμές σου. Εγώ ήμουν πάντα μόνη, μαζί με την ακμή, που σαν τύραννος με βασάνιζε και δεν άφηνε κανέναν να με πλησιάσει. Έτσι μόνη περπατούσα πάντα, με σκυμμένο  κεφάλι, φορώντας καπέλο συνεχώς.

Πήγα σε δερματολόγο. Ξεκίνησα θεραπεία με ισχυρά αντιβιοτικά και κρέμες. Άρχισε το πρόσωπό μου να καλυτερεύει, τα σπυράκια να φεύγουν, οι ουλές να απαλύνονται. Το΄βλεπα καθώς κοιταζόμουν στο φίλο μου. Πάλι μου έδειχνε την αλήθεια. Έβλεπα μπροστά μου τώρα μια νεαρή με πρόσωπο πιο καθαρό, αλλά με μάτια σε απαλή κίτρινη απόχρωση. Παραλίγο κύρρωση του ήπατος είπαν οι γιατροί. Η χρόνια αγωγή θα με έστελνε στο υπερπέραν. Σταμάτησα τα χάπια. Τώρα που το δέρμα μου βρίσκεται σε καλή κατάσταση, θα το αφήσω έτσι; σκέφτηκα. Άρχισα να επισκέπτομαι ινστιτούτα ομορφιάς με εξειδικευμένους δερματολόγους. Το κόστος δεν μ΄ένοιαζε, όλα τα χρήματα απ΄τις δουλειές μου πήγαιναν εκεί. Κι έκανα δύο δουλειές για να τα βγάλω πέρα με τα έξοδα. Τελικά τα κατάφερα. Με τις κατάλληλες θεραπείες, την σωστή διατροφή και το πολύ νερό, απαλλάχτηκα απ΄την ασχήμια μου. Ο καθρέφτης το έδειχνε καθαρά. Ήμουν πανέμορφη. Τώρα περπατούσα με το κεφάλι ψηλά. Χαμογελούσα και νόμιζα πως όλοι με κοιτούν, πως τώρα με θαυμάζουν. Κοιταζόμουν στον καθρέφτη και με καμάρωνα. Η  όμορφιά μου, μ΄έκανε επιτέλους να ευτυχισμένη. Τα χρόνια μου όμως πέρασαν με δουλειές, θεραπείες και αργότερα αισθητικές επεμβάσεις. Που χρόνος για ένα περπάτημα με μια φίλη, για ένα καφέ με θέα το ηλιοβασίλεμα. Κατάφερα να μείνω μόνη. Όλες της ηλικίας μου είχαν κάνει οικογένεια, παιδιά. Εγώ, το μόνο που είχα καταφέρει ήταν να γίνω όμορφη και να με θαυμάζω. Αξίζει όμως να τα θυσιάσεις όλα για την ομορφιά και στο τέλος να είσαι ακόμη μόνη; Ο καθρέφτης μού έδινε την απάντηση κάθε φορά που κοιτούσα το είδωλό μου με κατεβασμένα χείλη. Όχι δεν αξίζει, μου ΄λεγε. Πάλι δεν άντεχα την αλήθεια του. Θα σε σπάσω, να μην σε ξαναδώ, μου κατέστρεψες τη ζωή.

-Κυρία, καλέ κυρία, ξυπνήστε.

-Μαρία, εσύ;…τι έγινε;

-Τι έγινε καλέ κυρία… Δεν μου είπατε να πάω στο μοναστηράκι, στον κυρ Στέλιο, να πάρω πίσω τον καθρέφτη που δώσατε. Δεν ήθελε να μου πάρει χρήματα, αλλά εγώ κάτι του άφησα, όπως μου είπατε.

-Σ΄ευχαριστώ Μαρία μου.

-Τι; Δεν χαρήκατε που τον βρήκα; Φαντάζεστε να τον είχαν αγοράσει;

-Πως, πως, χάρηκα.

-Τότε γιατί δεν κοιτάζεστε και απλά τον γυρίσατε ανάποδα στο τραπέζι;

-Μαρία μου, έχει ωραία μέρα σήμερα, τι λες πάμε για κανα καφεδάκι;

-Κι οι δουλειές;

-Οι δουλειές και τα πράγματα, να σαν τον καθρέφτη  εδώ, μένουν για πάντα Μαρία μου, δεν μας έχουν ανάγκη, εμείς όμως οι άνθρωποι, έχουμε την ανάγκη ο ένας του άλλου, να πούμε μια χρυσή κουβέντα, να δούμε μαζί ένα ηλιοβασίλεμα, γιατί η ζωή είναι μικρή Μαρία μου για να περνάει με δουλειές και  καθρέφτες. Είναι μικρή καλή μου η ζωή. Είναι πολύ μικρή.

Η ΣΒΟΥΡΑ

Ήταν ένα Παιδί χαμηλών τόνων που λέμε. Πάντα τον θυμάμαι να μας κοιτάζει από μια μεριά, λες και είχε μόνος του αποκλείσει τον εαυτό του απ΄την παρέα. «Βρε  Άκη, έλα μαζί μας, θα πάμε για ποδόσφαιρο», του λέγαμε κάθε φορά που ετοιμάζαμε καμμιά ρεβάνς με τα παιδιά της άλλης γειτονιάς. Γιατί η κάθε γειτονιά είχε την ομάδα της. Μαζευόμασταν στην μεγάλη αλάνα και γινόταν σκοτωμός. Όλοι φεύγαμε με γδαρμένα γόνατα, σορτσάκια πράσινα απ΄το γρασίδι και μούσκεμα  στον ιδρώτα. Η ικανοποίηση όμως στα πρόσωπά μας μαρτυρούσε πως τα είχαμε δώσει όλα  στο παιχνίδι. Ο Άκης ερχόταν με τα χίλια ζόρια μαζί μας μόνο ως θεατής. Μια φορά κάποιος τον είπε «άμπαλο», όταν έχασε ένα σουτ και από τότε σταμάτησε να παίζει. Στο παιχνίδι που ήταν ο καλύτερος απ΄όλους, ήταν στα γυαλένια. Στήναμε τους βόλους μας τον ένα δίπλα στον άλλο σε μια γραμμή, τον πρώτο «μπαζ», τον δεύτερο «παράμπαζο» μέχρι τον τελευταίο «κωλόμπαζο» και στοχεύαμε με τη σειρά να χτυπήσουμε τον πρώτο για να κερδίσουμε όλους τους υπόλοιπους. Κάναμε διαγωνισμούς μεταξύ μας και ο Άκης ήταν αυτός που μας κέρδιζε όλους. Μετά μάζευε τα γυαλένια που κέρδιζε και τα πουλούσε στον περιπτερά της γειτονιάς. Με τα λεφτά που έπαιρνε αγόραζε παγωτά, σοκολάτες και «τύχες» με αυτοκίνητα που είχε αδυναμία. «Όταν μεγαλώσω, θα πάρω κι εγώ ένα τέτοιο» και μας έδειχνε μία Bucatti, αμαξάρα απ΄εδώ μέχρι εκεί πέρα. Εμείς τότε νομίζαμε πως ήταν απλά ένα όνειρό του σαν κι αυτά που κάνουν τα παιδιά αυτής της ηλικίας. Όνειρα που μπορεί να μην πραγματοποιηθούν και ποτέ. Άρχισε, το καλοκαίρι μόλις τελειώσαμε την πρώτη γυμνασίου να δουλεύει. Πήγε να δουλέψει σ΄ένα φίλο του πατέρα του που είχε γαλακτοπωλείο. Καθάριζε τα τραπέζια, κουβαλούσε κανάτες με νερά και μάζευε τα άδεια κεσεδάκια απ΄τα γιαούρτια και απ΄τα ρυζόγαλα. Εμείς περνούσαμε μπροστά του και πηγαίναμε για μπάνιο κι εκείνος είχε το πρόγραμμά του. «Ορίστε, εμείς χαζολογάμε όλη μέρα στην παραλία κι εκείνος απ΄το πρωΐ ως το βράδυ δουλεύει», έλεγα στους άλλους κάθε φορά. «Έχουμε καιρό για δουλειές», μου απαντούσαν εκείνοι αδιάφορα. Τον θαύμαζα τον Άκη και νομίζω, πως αυτός ήταν η αιτία να ξεκινήσω κι εγώ τη δουλειά μόλις τελείωσα τη δευτέρα γυμνασίου. Κουραζόμουν πολύ κι εγώ, αλλά μετρώντας τα χρήματα στο τέλος της ημέρας, ένιωθα ικανοποιημένος. Ο Άκης άρχισε να απομακρύνεται από εμάς, ιδίως τα καλοκαίρια όταν τελειώναμε τα σχολεία. Είχε βαλθεί, νομίζαμε, να μαζέψει χρήματα για την Βucatti του.  

Άρχισε στο λύκειο να κάνει παρέα με κάτι πλουσιόπαιδα που ήρθαν να μείνουν στη γειτονιά μας. Με τα μηχανάκια τους αλώνιζαν τις γειτονιές κι έκαναν μόστρα στα κορίτσια. Απέκτησε και τις συνήθειές τους. Άρχισε το τσιγάρο. Το τσιγάρο συνοδεύτηκε απ΄το  ποτό. Τα χρήματα δεν του έφταναν για τις καινούργιες του ανάγκες. Μάθαμε πως άρχισε να τζογάρει. Με μια σβούρα «πάρτα όλα» στοιχημάτιζε όσα κέρδιζε απ΄τον κόπο του μεροκάματου. Η τύχη ευνοεί τους πρωτάρηδες, λέει ο λαός και ο Άκης, απ΄ότι μαθαίναμε, έβγαζε λεφτά, γρήγορα κι εύκολα. Μ΄ένα γύρισμα, τις περισσότερες φορές, «τα΄παιρνε όλα». Με τα χρήματα που μάζεψε πήρε το πρώτο του μηχανάκι. Τότε ήταν που δεν τον βλέπαμε καθόλου. Μαζί με τη νέα του παρέα, όργωναν τις παραλίες και τα διπλανά χωριά. Από εκεί που μας κοίταζε από μια άκρη, τώρα βρεθήκαμε εμείς να τον κοιτάμε από μακριά.   

Μόλις έκλεισε τα δεκαοχτώ τσόνταρε κι η μάνα του και πήρε αυτοκίνητο. Μεροκαματιάρα γυναίκα, αλλά δεν μπορούσε να χαλάσει χατήρι στο μοναχοπαίδι της. Το όνειρο του Άκη όμως ήταν η Buccati.

Γι΄αυτήν τα βράδια ξημεροβραδιάζονταν σε καπνισμένα καταγώγια σκυμμένος πάνω από μία σβούρα. Για τη μεγάλη ζωή.

Ο τζόγος έγινε νικοτίνη στο μυαλό και την καρδιά του. Οι μέρες του γίνονταν νύχτες και οι νύχτες μέρες μέσα σε τεκέδες απατηλών ονείρων. Άρχισε να γίνεται νευρικός όταν έχανε και όσο έχανε άλλο τόσο έπαιζε. Ήθελε να ρεφάρει. «Θα γυρίσει που θα πάει», έλεγε με το μέτωπό του να στάζει  ιδρώτα πάνω από ένα πραγματάκι τόσο δα. Τι παράξενο αλήθεια. Να κρέμεται η ζωή σου από ένα πραγματάκι τόσο δα. Μια σβούρα. Μια τόση δα σβούρα να σου ζαλίζει την ψυχή.

Γύρισε στο σπίτι χαράματα, παραπατώντας. Θόλωσε η κλειδαριά μπροστά του απ΄το πολύ ποτό. Η μάνα του πετάχτηκε απ΄το κρεβάτι της μόλις άκουσε τον κρότο της πόρτας απ΄την κλωτσιά του. «Έλα παιδί μου, έλα παιδί μου, ξάπλωσε», τον έσυρε με όλες της τις δυνάμεις στον καναπέ της κουζίνας και τον σκέπασε. Τον κοίταζε κι εκείνη σαν να μην τον αναγνώριζε. Του χάϊδεψε τα μαλλιά όπως τότε που ήταν μικρός, που κρυβόταν στην ποδιά της όταν οι άλλοι τον φώναζαν «άμπαλο». Ο χρόνος κυλούσε μα η ζωή του Άκη δεν γυρνούσε πίσω, πήγαινε μόνο μπροστά. Στο άγνωστο. Μια μέρα κάποιος απ΄την νέα του «παρέα» τον προκάλεσε. «Όλα για όλα» του είπε. Το πάθος του τζόγου τον έσερνε σαν δούλο του απ΄εδώ κι από κει. «Όλα για όλα», αυτή η φράση τριβέλιζε για μέρες το μυαλό του. Αν κέρδιζε, ο τύπος απ΄την παρέα θα έχανε την επιχείρησή του, αν έχανε ο Άκης, θα έχανε το σπίτι του.

Η είδηση για το μεγάλο στοίχημα έπεσε σαν κεραυνός στ΄αυτιά μου. Πήγα να τον βρω μήπως του αλλάξω γνώμη. «Σώπα βρε Μανωλάκη μην ανησυχείς, έλα μαζί μου να με δεις να τον ξεβρακώνω απόψε τον τύπο», ήταν η απάντησή του. Πήγα. Τον κοίταζα και σκεφτόμουν πού χάθηκε εκείνο το συνεσταλμένο παιδί που μας κοιτούσε από μακριά. Εκείνο το παιδί που δεν έμπλεκε σε περιπέτειες. Η ώρα έφτασε, οι θαμώνες έκαναν κύκλο. Τα γόνατα λύγισαν, τα κεφάλια κάμθηκαν και τα μάτια καρφώθηκαν στη σβούρα. Ο ιδρώτας έτσουζε τα μάτια του. Σκούπισε το πρόσωπό του με το μανίκι του. Ο τύπος της παρέας ξεκίνησε πρώτος, με τον αντίχειρα και τον δείκτη του έστριψε τη σβούρα δεξιά. «Βάλε ένα» του ΄τυχε. «Παίζω την επιχείρησή μου» είπε με σταθερή φωνή. Ο Άκης ήπιε μια γουλιά ουΐσκι, έφερε στο στόμα του το τσιγάρο και τράβηξε μια δυνατή τζούρα σαν να ήταν η τελευταία. Τα μάτια του δάκρυσαν απ΄τον καπνό και την ένταση της στιγμής. Έσβησε, με χέρι τρεμάμενο το τσιγάρο στο πάτωμα. Έπιασε την σβούρα και την έστριψε. «Βάλε ένα». Με κοίταξε. «Παίζω το σπίτι μου», είπε τολμηρά λες και ήθελε να μου αποδείξει πως είναι ατρόμητος πια, πως δεν είναι «άμπαλος», αλλά ένας παίκτης υπολήψιμος και τολμηρός. Ο τύπος της παρέας χαμογέλασε με την  άκρη του χείλους του να συσπάται προς τα πάνω. Πήραν θέση ξανά τα δάχτυλά του στη σβούρα. Όλοι οι άλλοι, μαζί κι εγώ μοιάζαμε νεκροί, αφού νιώθαμε την ανάσα μας κομμένη. Την έστριψε ο τύπος και μαζί της γύρισαν μπρος στα μάτια μου, όλες οι  παιδικές μου αναμνήσεις  με τον Άκη. Τα μότοκρος με τα ποδήλατα στα χωμάτινα σαμαράκια, οι εξερευνήσεις μας στο βουνό, οι διαγωνισμοί μας στο σημάδι με τα τόξα μας, καμωμένα από ξύλο της μουριάς και τα γυαλένια μας. Πάντα πρώτος στα γυαλένια. Γιατί να μην κερδίσει και τώρα. Παρακαλούσα από μέσα μου να κερδίσει. Έλεγα ξόρκια να ξορκίσω το κακό. Τα μάτια μου θόλωσαν όταν είδα τη σβούρα να σταματάει. «Πάρτα όλα» έδειξε και ακούστηκε ένα βουητό σαν αυτό που ακούγεται πριν από μεγάλο σεισμό. Ο Άκης, γονατισμένος με τα δυο του χέρια στο πρόσωπο να γλιστρούν και να τραβούν τα μαλλιά του. Το σπίτι χάθηκε, μαζί και η μάνα του. Η στεναχώρια, όσο κι αν προσπάθησε να την κρύψει, την σκότωσε. Ο Άκης βυθιζόταν μέρα με την ημέρα σε σκοτεινά νερά. Πούλησε ψυχή και σώμα μήπως και ρεφάρει. Έφυγε απ΄το χωριό και έχασα τα ίχνη του. Πρόσφατα έμαθα πως τον είδαν στην Λαμία. Τον αναζήτησα και τον βρήκα ένα βράδυ πριν από μερικές μέρες στην πλατεία Ελευθερίας, σε μια γωνιά κουλουριασμένο. Χαμηλά στα πόδια του υπήρχε ένα χαρτόνι, «ΠΕΙΝΑΩ» έγραφε.  «Άκη» τον ακούμπησα στον ώμο. «Άκη» φώναξα πιο δυνατά. Στο κοκκαλωμένο χέρι του κράταγε σφιχτά τη σβούρα.

Αυτό, το μικρό αντικείμενο που προκάλεσε τον χαμό του, βρίσκεται σήμερα, χωρίς να ξέρω πως, σ΄έναν πάγκο στο Μοναστηράκι.  Μην τυχόν και το δείτε,  σας παρακαλώ… προπεράστε το.

Η ΠΕΝΑ

 -Συγνώμη αν σας έκανα να περιμένετε, απολογήθηκε μόλις άνοιξε την πόρτα του γραφείου του. Ένα γραφείο με δερμάτινους καναπέδες όπου το ξύλο το μέταλλο και το γυαλί απογείωναν τη διακόσμηση και μαρτυρούσαν την πολυτέλεια της ζωής του ιδιοκτήτη. Η πλούσια  βιβλιοθήκη πίσω απ΄το γραφείο κάλυπτε τον τοίχο από τη μια άκρη στην άλλη, και σε έκανε να αναρωτηθείς αν αυτός ο άνθρωπος έχει όντως διαβάσει όλα τα βιβλία που βρίσκονταν εκεί. Ο αδιάφανος λαμπτήρας στο τραπέζι του σαλονιού εξέπεμπε φως χαμηλής φωτεινότητας προσδίδοντας στο χώρο μια αίσθηση μυστηρίου. Εκεί τον πρωτοσυνάντησα, λεπτός, μ΄ένα μπαστούνι να τον υποβαστάζει και μια πλάτη κυρτωμένη απ΄τους χειμώνες της ζωής.

Πετάχτηκα απ΄τον καναπέ από σεβασμό σ΄αυτή την προσωπικότητα που δέχτηκε να με συναντήσει.

-Θα μπορούσα να σας περιμένω κι άλλη τόση ώρα αν χρειαζόταν. Σας ευχαριστώ που με δεχτήκατε. Ξέρω πως αποφεύγετε τις συνεντεύξεις.

-Να σαι καλά παιδί μου. Κάθισε. Στην «Αθήνα» γράφεις;

-Ναι στην «Αθήνα». Είμαι καινούργιος. Τώρα κάνω τα πρώτα μου βήματα.

Ανασηκώθηκαν οι άκρες των χειλιών του μ΄ένα χαμόγελο, που μου πυροδότησε την περιέργεια.

-Πρόσεξα πως χαμογελάσατε.

-Η αλήθεια είναι πως ξέρω ακριβώς πως νιώθεις ετούτη τη στιγμή. Κάποτε ως νέος, είχα κι εγώ στα μάτια μου τη σπίθα του πρωτάρη. Κάθισε όμως νεαρέ μου. Έχουμε πολλά να πούμε σήμερα, έτσι δεν είναι; Ρώτα με λοιπόν. Τι θα ήθελες να μάθεις;

Εκείνη την στιγμή χτύπησε η πόρτα. Μια νεαρή κοπέλα με ποδιά υπηρεσίας μπήκε στο δωμάτιο, κρατώντας ένα δίσκο με κέρασμα.

-Να σας προσφέρω ένα γλυκό πριν ξεκινήσουμε, με την ευχή να είναι ενδιαφέρουσα η συζήτησή μας σαν αυτό το βύσσινο.

Ήταν η πρώτη φορά που έτρωγα γλυκό βύσσινο. Αυτή η γλυκόξινη γεύση του, δημιουργούσε μία ενδιαφέρουσα αίσθηση στον ουρανίσκο μου.

-Αυτό το γλυκό το έφτιαχνε η μητέρα μου. Είναι παιδική μου ανάμνηση. Παρατηρήσατε νεαρέ μου τη γλυκόξινη γεύση του;

-Πράγματι, είναι η πρώτη φορά που το δοκιμάζω και ομολογώ πως μου αρέσει πολύ.

- Έτσι νεαρέ μου είναι και η ζωή με τα γλυκά της και τα ξινά της. Αλλά ας αρχίσουμε.

Η κοπέλα πήρε τα κεράσματα και άφησε το λικέρ βύσσινο να κρατά συντροφιά στην κουβέντα μας.

-Λοιπόν από που ν΄αρχίσουμε;

- Αν μου επιτρέπετε, απ΄την αρχή. Θα ήθελα να μάθω τα πάντα για σας.

- Όπως θέλεις νεαρέ μου. Γεννήθηκα λοιπόν το 1859, εδώ, στην Αθήνα, από δυο γονείς που πάλευαν να μην μου λείψει τίποτα. Ο πατέρας μου ήταν λογιστής. Η μητέρα μου εργαζόταν στο πιο κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας. Επειδή ο πατέρας μου ταξίδευε συχνά, μιας που είχε αναλάβει να κρατά και τα βιβλία επιχειρήσεων μακριά απ΄το κέντρο, τον περισσότερο καιρό τον περνούσα με την μητέρα μου. Μεγάλωσα μες τα βιβλία και αποκοιμιόμουν πολλές φορές ανάμεσα στις στοίβες τους. Επόμενο ήταν να γνωρίσω ανθρώπους των γραμμάτων, πεζογράφους και ποιητές που πηγαινοέρχονταν στην πηγή της γνώσης. Πιο πολύ εντύπωση  απ΄όλους αυτούς, μού είχε κάνει ένας ποιητής. Θαύμαζα την ευγένεια στην συμπεριφορά του, την προσεγμένη του εμφάνιση και την ποιότητα των στίχων του. Ήθελα να του μοιάσω. Να γίνω κι εγώ ένας αναγνωρισμένος ποιητής σαν κι εκείνον.

Τον άκουγα με προσοχή, χωρίς να τον διακόπτω. Αλλά ομολογώ πως με βασάνιζε η απορία, πως αυτός ο άνθρωπος εγκατάλειψε τα όνειρά του και ακολούθησε ένα τόσο κοινό επάγγελμα.

-Η μητέρα μου βλέποντάς με να σκαρώνω στίχους και ποιήματα, μου αγόρασε μία πένα. Αυτή η πένα για μένα ήταν η πολύτιμη βοηθός  που με τον καλλιγραφικό της χαρακτήρα καλλώπιζε τους στίχους μου. Φτιαγμένη από κεχριμπάρι υψηλής ποιότητας κατέληγε σε μια από καθαρό ασήμι καλλιτεχνικά σκαλιστή μύτη, που η πολυτέλειά της, είχα την εντύπωση, πως προσέδιδε κύρος στα ποιήματά μου. Για να γίνω όμως γνωστός έπρεπε από κάπου να ξεκινήσω, σκέφτηκα. Έτσι απευθύνθηκα στην «Αθήνα» να με προσλάβουν ως δημοσιογράφο.

-Στην εφημερίδα που εργάζομαι κι εγώ; Τον διέκοψα έκπληκτος.

-Σ΄αυτή, έγνεψε καταφατικά.

-Γι΄αυτό όταν σας είπα πριν σε ποια εφημερίδα εργάζομαι, χαμογελάσατε.

-Γι΄αυτό. Βλέπεις νεαρέ μου, μέχρι τώρα έχουμε δύο κοινά, τη σπίθα του ενθουσιασμού και την εργασία μας στην ίδια εφημερίδα.

-Ποιος ήταν ο αρχισυντάκτης σας τότε;

-Ο πατέρας του σημερινού σου αρχισυντάκτη. Με τον κ. Άλκη έχουμε την ίδια ηλικία. Γνωριστήκαμε τη μέρα που πήγα να ζητήσω εργασία. Μετά από λίγο καιρό γίναμε οι καλύτεροι φίλοι, μέχρι και σήμερα. Έχουμε χρόνια να βρεθούμε από κοντά, ξέρεις νεαρέ, όταν σε δεσμεύσει η δουλειά, απομακρύνεσαι απ΄τους φίλους κι απ΄την ίδια σου την οικογένεια πολλές φορές. Μιλάμε όμως όποτε μπορούμε, στο τηλέφωνο.

-Πως γνωριστήκατε με τον αρχισυντάκτη μου;

-Όταν πήγα στην εφημερίδα και μπήκα στο γραφείο, ο πατέρας του Άλκη ήταν χαμένος πίσω απ΄τους καπνούς του πούρου του και τις στοίβες των άρθρων. Ούτε που μου έδωσε σημασία. Καλημέρα σας, του είπα, ζητώ εργασία ως δημοσιογράφος, εδώ έχω κάποια άρθρα και κάποια ποιήματα να δείτε τη δουλειά μου. Άστα εκεί και μου έδειξε μια στοίβα χαρτιά, που έμοιαζαν δουλειές συναδέλφων που περίμεναν κι εκείνες αξιολόγηση. Με πεσμένους ώμους και σκυμμένο κεφάλι τα άφησα κι έκανα να φύγω. Θα σας ειδοποιήσουμε σε μια βδομάδα, ακούστηκε η φωνή του Άλκη που μάλλον προσβλήθηκε απ΄τη συμπεριφορά του πατέρα του και αμέσως θέλησε να με κάνει να αισθανθώ καλύτερα. Από τότε πέρασαν τρεις εβδομάδες, μέχρι που έλαβα μια θετική απάντηση.

-Και εργαστήκατε τελικά;

-Ναι εργάστηκα και θεωρώ πως αν δεν ήταν ο κ. Άλκης να πείσει τον πατέρα του, τα ποιήματά μου θα είχαν πάει στα σκουπίδια. Ξέρεις, ο κ. Άλκης εκτιμά τον τρόπο που γράφω.

-Ναι μου το΄χει πει, όπως και το ότι είστε  πολύ καλοί φίλοι, τα υπόλοιπα μ΄έστειλε να τα μάθω από εσάς.

-Να΄ναι καλά. Έτσι λοιπόν έκανα τα πρώτα μου βήματα στην δημοσιογραφία. Για τα ποιήματα μου δεν πληρωνόμουν. Αλλά τι να κάνουμε, τα δημοσίευε, όχι γιατί ήθελε, άλλα για να μην χαλάσει το χατήρι του γιου του που ήταν λάτρης της ποίησης και του αναγνώριζε πως ήξερε περισσότερα από εκείνον γι΄αυτό το λογοτεχνικό είδος. Μη σου τα πολυλογώ, τα χρήματα δεν έφταναν σε κάποια φάση. Η μητέρα μου χρειάστηκε να κάνει ένα βαρύ χειρουργείο και έπρεπε να μεταφερθεί στο εξωτερικό. Άρχισα να αναζητώ εκδοτικούς οίκους να εκδώσω τα ποιήματά μου. Πλήρωναν καλά τότε και ήλπιζα πως μ΄αυτά τα χρήματα θα βοηθούσα  τον πατέρα μου, που  είχε ήδη βάλει υποθήκη το σπίτι,  να συμπληρώσει το ποσό για το χειρουργείο της μητέρας μου. Καμμία ανταπόκριση. Δεκατρία όχι κατάμουτρα, απ΄τους εκδοτικούς. Πούλησα και την αγαπημένη μου πένα, τη σύντροφο της νεότητάς μου, της μάνας μου το δώρο,  σε κάποιο συλλέκτη για να συμπληρωθεί τελικά το ποσό. Το χειρουργείο πέτυχε, αλλά η ασθενής λόγω επιπλοκών απεβίωσε. Σε λίγο καιρό την ακολούθησε κι ο πατέρας μου στον τάφο. Η στεναχώρια είναι κακό πράγμα νεαρέ μου. Έτσι φτωχός και μόνος πέταξα ο ίδιος τα όνειρά μου στα σκουπίδια. Άρχισα να εργάζομαι σε μια σαπουνοποιεία. Έμαθα τα μυστικά της δουλειάς και άνοιξα το πρώτο μου μαγαζί, Πανεπιστημίου και Χαλκοκονδύλη γωνία. Εκεί όλος ο καλός κόσμος των Αθηνών ερχόταν ν΄αγοράσει μοσχοσάπουνα σε ποικίλλα χρώματα κι αρώματα. Όλος ο καλός κόσμος μ΄εμένα στην απέξω. Αυτή η σκέψη μού τριβέλιζε το μυαλό σαν παλιό απωθημένο. Τα δεκατρία όχι απ΄τους εκδοτικούς, η αδιαφορία του αρχισυντάκτη για την ποίηση, η διάσημη ζωή που ονειρευόμουν και την έβλεπα να τρέχει μακριά μου, όλα συναινούσαν στο να παραμείνω για πάντα άσημος. Ένα βράδυ λοιπόν, μόλις είχα κλείσει το μαγαζί και είχα ανοίξει το συρτάρι για να τακτοποιήσω τους λογαριασμούς της ημέρας, είδα μπροστά μου το ημερολόγιο της μητέρας μου. Με τις δουλειές και το άγχος της καθημερινότητας το είχα παραπετάξει στο βάθος του συρταριού. Ούτε που θυμόμουν πως ήταν εκεί. Ξύπνησαν μνήμες. Τα γόνατά μου λύγισαν και γλιστρώντας την πλάτη μου στον τοίχο κάθισα στο πάτωμα. Ήταν σαν να άκουγα την φωνή της να με καθοδηγεί. Μέσα στις σελίδες του βρήκα το πρώτο ποίημα που της είχα αφιερώσει. Το νόημα των στίχων και η καλλιτεχνική του γραφή με συγκίνησε. Το γράμμα κατέληγε σ΄ένα λουλούδι που είχε αποξηράνει η μητέρα μου. Το λουλούδι αυτό της το είχα προσφέρει μαζί με το ποίημα μου και έκτοτε τα είχε πάντα μαζί της. Πήρα την απόφαση. Σαν τρελός που κινείται με ταχύτητα, ασυνάρτητα απ΄εδώ και από εκεί άρχισα να γράφω τα ποιήματά μου πάνω στις κόλλες που τύλιγα τα σαπούνια. Όλο το βράδυ έγραφα με μια μανία να ξορκίσω το παρελθόν, με μια μανία έμπνευσης και δημιουργίας.Την άλλη μέρα τα μοσχοσάπουνα με το ποιητικό περιτύλισμα έγιναν ανάρπαστα. Γυναίκες και άντρες, ουρά έξω απ΄το μαγαζί με μια αδημονία για το ποίημα που θα τους τύχαινε. Τα πρωτότυπα ποίηματα ήταν γραμμένα από μένα, τα υπόλοιπα ήταν τυπωμένα. Τα ποιητικά σαπούνια μου με τα αποξηραμένα άνθη εντός τους, έγιναν ανάρπαστα. Όσο και καλλιγραφικά όμως να ήταν τα γράμματα μου, η ποιότητα γραφής της πρώτης μου πένας, ήταν αναντικατάστατη. Αυτό με στεναχωρούσε κι αυτό με στεναχωρεί ακόμη μετά από τόσα χρόνια. Μετάνιωσα που την πούλησα. Παρόλα αυτά, στον κόσμο άρεσαν τα ποιήματα  που αγκάλιαζαν τα μοσχοσάπουνά μου κι έτσι το ένα μαγαζί έφερε το άλλο. Ώσπου κάποια στιγμή οικοδομήθηκε αυτό το εργοστάσιο που βλέπεις.

-Και η πένα, ψάξατε ποτέ να την βρείτε;

-Πως, έψαξα. Ο συλλέκτης που του την είχα πουλήσει αναγκάστηκε να βγάλει στο σφυρί τις συλλογές του. Έπεσε εξω, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει την Ελλάδα για πάντα. Έχω πάψει από τότε να την ψάχνω.

Είχα συγκλονιστεί με την απλότητα και το χαρακτήρα αυτού του τεράστιου για μένα ανθρώπου.

-Θα μου επιτρέψετε ως ευχαριστήριο να σας προσφέρω κάτι από τον εκδότη μου;

-Παιδί μου σ΄ένα γέρο σαν κι εμένα τι να του κάνουν τα δώρα; Μου αρκεί που γέμισες την ώρα μου και μοιραστήκαμε μαζί την ιστορία μιας ζωής.

-Αυτό είναι για σας, με πολλή αγάπη απ΄το αφεντικό μου, έκανα και ακούμπησα με προσοχή το επιμελώς τυλιγμένο κουτί μπροστά του.

Μόλις το πήρε στα χέρια του άρχισε να το ξετυλίγει αργά σαν την ζωή του, όπως αργά την ξελιτύλιξε μπροστά μου όλες αυτές τις ώρες. Όταν άνοιξε το κουτί, τα βλέφαρά του ανασηκώθηκαν και τα χέρια του τρεμάμενα πήραν το δώρο. Άλκη μου, είπε πνιχτά κοιτάζοντάς με προσπαθώντας να σκουπίσει με το μαντήλι τα δάκρυα του. Κρατώντας την πένα σφιχτά στα χέρια του, σβαρνώντας τα πόδια του προσπαθούσε να σταθεί όρθιος και να ΄ρθει κοντά μου. Ακούμπησε την πένα του με προσοχή στο γραφείο, έπιασε τα χέρια μου και καθώς εγώ σκεφτόμουν τον τίτλο για το επόμενο άρθρο μου, έσκυψε και τα φίλησε.

Η κάθε ιστορία είναι δημιούργημα της φαντασίας της συγγραφέως, με πηγή έμπνευσης την στιγμιαία θέαση του κάθε αντικειμένου.

Η συγγραφέας

Η Ευθυμία Μυλωνά είναι Εκπαιδευτικός Φυσικής Αγωγής στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.

Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας στη Δημιουργική Γραφή. Ασχολείται με την συγγραφή παιδικών παραμυθιών τα οποία έχουν δημοσιευθεί διαδικτυακά στον σύνδεσμο

Πολλά διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ηλεκτρονικά και έντυπα.

Είναι παντρεμένη με τον επίσης Εκπαιδευτικό Φυσικής Αγωγής Νίκο Γ. Πλέα και έχουν τρία παιδιά, την Φωτεινή Πλέα, την Χρυσούλα Πλέα και τον Γιώργο Πλέα.

Ειδήσεις Τώρα

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Culture