ΒΙΒΛΙΟ

/

Νυχιά

Κοινοποίηση
Tweet

Ένα διήγημα του Στάθη Πολίτη

Κατέβασα πρώτα τις δύο πτυσσόμενες πολυθρόνες και τις τοποθέτησα με τον ακριβή τρόπο που μου περιέγραψε -με πλάτη στον κορμό της καστανιάς, με πρόσωπο να βλέπει τον Νότο.

Αφού βεβαιώθηκα για την ορθή χωροταξία, πήρα να ανεβαίνω το μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι ώστε να κατεβάσω εκείνην.

«Αγάπη μου, εγώ μπορώ και μόνη μου. Πιάσε τον πατέρα σου και πάμε όλοι μαζί».

Το ήξερα καλά πλέον πως οι μητρικές υποδείξεις δεν επρόκειτο να συναντήσουν ποτέ αίσιο τέλος. 

«Μητέρα τα είπαμε αυτά. Σας έφερα με την προϋπόθεση πως δεν θα πηγαίνετε πουθενά μόνοι σας» της είπα έχοντας φορέσει το περίτεχνα συνοφρυωμένο προσωπείο μου.

«Εντάξει, εντάξει» υποτάχθηκε ανόρεκτα εκείνη, δίνοντάς μου το χέρι για να ξεκινήσουμε τον κατήφορο.

«Δεν μπορεί ακόμα να συνειδητοποιήσει πως έχεις γίνει ολόκληρη γυναίκα. Μην την κακίζεις όμως, για εμάς θα είσαι πάντα το μικρό μας κοριτσάκι».

Τον πλησίασα και του έδωσα ένα στοργικό -σχεδόν πατρικό- φιλί στο κεφάλι. Τα μαλλιά του, παρά το ότι είχαν ολότελα απολέσει το σκούρο καστανό χρώμα τους, με μία πάλλευκη απόχρωση να το έχει νικήσει κατά κράτος, έμοιαζαν ακόμα τόσο σφριγηλά, τόσο νέα. Ήταν ίσως το ύστατο οχυρό αντίστασης στον αδυσώπητο εισβολέα. Η τελευταία γραμμή άμυνας πριν τη μοιραία, την οριστική, άνευ όρων παράδοση.

Ψέματα!

Τους όρους του τους είχε θέσει εξαρχής σε αυτήν την μάχη και ήταν αδιαπραγμάτευτοι -ακόμα κι αν του είχαν στερήσει την όποια πιθανότητα τελικής επικράτησης.

Έπιασε σφιχτά το αριστερό μου χέρι. Οι φλέβες στο δικό του πετάγονταν τώρα τόσο έντονα που διαμόρφωναν ρυάκια και παραπόταμους οι οποίοι ενώνονταν σε μία υπερμεγέθη μπλε αρτηρία. Το βάδισμά του ήταν ασταθές, τον τελευταίο καιρό χειροτέρευε μέρα με τη μέρα.

Φορούσε ένα κρεμ λινό κοστούμι, με λευκό πουκάμισο και ένα εμπριμέ μεταξένιο μαντήλι στον λαιμό –πάντα κοκέτης.

Ενώ πλησιάζαμε στην αγαπημένη του αγέρωχη καστανιά, κοντοστάθηκε μια στιγμή, γύρισε το κεφάλι του προς το ουράνιο στερέωμα και σήκωσε τον δείκτη του ελεύθερου χεριού του.

«Ιδού ο κόκκινος γίγαντας. Ο μέγας Αντάρες» ψέλλισε, χωρίς τον γνώριμο διδακτικό τόνο της φωνής του.

Φτάσαμε κάποτε στο σημείο τους και τον έβαλα με αρκετή δυσκολία, να καθίσει στην πολυθρόνα δίπλα στη μητέρα. Έβγαλα από την τσάντα μου μια κουβερτούλα και πήγα να τους σκεπάσω.

«Ευχαριστούμε Αγάπη μου. Θα θέλαμε όμως αυτήν την στιγμή να την απολαύσουμε με τους δικούς μας όρους».

Άντε πάλι αυτοί οι όροι.

Χαμογέλασα.

Τοποθέτησα την κουβέρτα δίπλα στις πολυθρόνες, στον παχύ κορμό της καστανιάς και ξεκίνησα να ανεβαίνω ξανά το μονοπάτι. Μπήκα στο σπίτι, αφού τσέκαρα πως με τη βοήθεια του εξωτερικού φωτισμού, τους είχα ακόμα στο οπτικό μου πεδίο.

Άνοιξα τη βότκα κι έφτιαξα ένα ποτό. Το πήρα και βγήκα στο μπαλκόνι. Ποτέ δεν κατόρθωσα να μάθω ή να καταλάβω το κόλλημα που είχαν με αυτό το δέντρο. Η έκταση του οικοπέδου ήταν αρκετά στρέμματα, εντός των οποίων ευδοκιμούσαν δεκάδες δέντρα, μεταξύ των οποίων και τρεις καστανιές.

Από την σκέψη μου πέρασαν φευγαλέα όλα εκείνα τα παιχνίδια που παίζαμε πιτσιρίκια με τον αδερφό μου και φίλους μας σε αυτόν τον κήπο της Εδέμ. Πού είχαμε την κούνια, πού φτιάχναμε την καλύβα μας, πού ξαπλώναμε τα βράδια με τον μπαμπά να μας λέει ιστορίες.

Ήταν ένας τόπος μαγικός.

Τίναξα το κεφάλι μου, προσπαθώντας να αποφύγω το συγκινησιακά φορτισμένο ταξίδι στο παρελθόν. Κοίταξα προς την κατεύθυνση του κήπου. Ήταν μια τόσο γαλήνια νύχτα, δεν ακουγόταν τίποτα. Προσπάθησα να στήσω αυτί, ώστε να καταφέρω να αφουγκραστώ τους ψιθύρους και τις σιωπές τους.

«Θυμάσαι;» του είπε σε μια στιγμή εκείνη.

«Τι να πρωτοθυμηθώ σε τούτο εδώ το μέρος».

«Ε, ένα είναι το βασικό που πρέπει να θυμάσαι εδώ που καθόμαστε».

Γύρισε και την κοίταξε με το ελαφρά ειρωνικό βλέμμα του, αυτήν την τόσο ελκυστική γεωμετρία του προσώπου του, που στα εβδομήντα τέσσερα χρόνια του δεν την είχε απολέσει ούτε κατ' ελάχιστο.

«Ειρήνη μου, μπορεί να πεθαίνω, αλλά η μνήμη μου δεν με έχει απογοητεύσει ακόμα».

«Άντε βρε, σταμάτα να λες τέτοια» του αποκρίθηκε με ένα μείγμα κανακέματος και πικρίας.

Βυθίστηκαν πάλι στην σιωπή.

Όταν είχαμε φτάσει πριν λίγες ώρες στο χωριό, ο μπαμπάς μου ζήτησε να τους πάω πρώτα μια βόλτα μέχρι και το τελευταίο σπίτι της κάτω γειτονιάς -κάτω ρούγα όπως την έλεγε η γιαγιά. 

«Ένα βαλς αποχαιρετισμού, όπως έλεγε κι ένας από τους τελευταίους μεγάλους Ευρωπαίους συγγραφείς».

«Μπορεί να μην τον πρόλαβα, αλλά κάτι ξέρουμε κι εμείς από Κούντερα μπαμπά. Θέλοντας και μη!»

Από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου, είδα το αγαπημένο μου παιχνιδιάρικο χαμόγελο να διαγράφεται στο πρόσωπό του.

Χωριό στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Ερειπωμένα κτίρια έστεκαν με ορθάνοιχτες τις πληγές του χρόνου να χάσκουν, στις πλευρές ενός δρόμου με φαγωμένη στρώση πίσσας.

Οδηγούσα αργά, όπως μου είχε ζητήσει.

Θύμησες λογιών-λογιών άρχισαν να κατακλύζουν το μυαλό μου. Μέχρι και την πρώτη εφηβεία μου, περνούσαμε μεγάλο μέρος των καλοκαιριών μας εδώ. Στο χωριό κατοικούσαν ακόμα και τότε καμιά τριανταριά μόνιμοι κάτοικοι. Το καλοκαίρι όμως, σχεδόν κάθε σπίτι άνοιγε για να υποδεχτεί τους παραθεριστές που αυτάρεσκα επιδίωκαν την πολυπόθητη επανασύνδεση με την φύση.

Ο μπαμπάς ήταν ο μόνος που του έμεινε πιστός μέχρι τέλους. Ακόμα κι όταν πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια η καλοκαιρινή ζέστη ξεκίνησε να είναι τόσο ανυπόφορη που δεν μπορούσες να κουνήσεις ρούπι μακριά από κλιματισμό, αυτός επέμενε. Κάθε καλοκαίρι εδώ.

Όταν δε έμεινε και μόνος, για μια περίοδο θυμάμαι είχε έρθει κι είχε εγκατασταθεί. Αυτός και οι λύκοι.

Πόσο ανησυχούσα τότε γι’ αυτόν. Όσο πιο συχνά μπορούσα, ερχόμουν και τον έβλεπα. Του έφερνα προμήθειες -αν και επέμενε πως δεν τις χρειαζόταν- και καθόμουν και δυο-τρεις μέρες μαζί του.

Τώρα που το καλοσκέφτομαι αυτές πρέπει να είναι οι καλύτερες αναμνήσεις που θα έχω μαζί του –μπορεί κι όλης μου της ζωής.

Ξυπνούσαμε αχάραγα και κάναμε βόλτες στο δάσος. Αυτή η μαγική αίσθηση του να περπατάς στο δάσος το ξημέρωμα. Να μυρίζεις το δάσος όταν αυτό ξυπνάει.

«Για δες Ειρήνη, το φεγγάρι μας έκανε την χάρη και είναι στην αρχή του κύκλου του».

«Κι έτσι απολαμβάνεις τον ουρανό σου ε; Τόσες φορές που μου τα είχες πει κι εμένα, απ’ έξω τα είχα μάθει. Αλλά να, και τώρα που τα βλέπω τα θυμάμαι ξανά. Ο Ηρακλής, ο Περσέας, η Λύρα με τον λαμπρό της Βέγκα, ο Ντένεμπ στον Κύκνο κι εκεί κάτω ο Σκορπιός με τον αγαπημένο σου Αντάρες».

Φωτίστηκε το πρόσωπο του. Όντως τα θυμόταν.

«Απόψε, για κάποιο λόγο, με έχει κερδίσει το φεγγάρι. Δέστο ειδικά τώρα που δύει κι έχει πάρει να κοκκινίζει. Μου έχει κολλήσει μια σκέψη στο μυαλό. Μοιάζει λες και το σύμπαν είναι κάποιο παλαιολιθικό γιγάντιο τέρας που δίνει την μάχη της ζωής με έναν ιστορικό αντίπαλο, τον πρώτο αντάξιο αντίπαλο που βρέθηκε στον διάβα του. Και να» είπε πιο ζωηρά, τεντώνοντας τον δεξιό του δείκτη προς την κατεύθυνση του φεγγαριού, «μόλις εκείνος του κατάφερε την πρώτη πληγή, μια μικρή νυχιά με τα γαμψά του νύχια, η οποία όμως μπορεί αν δεν επουλωθεί άμεσα, να αποβεί μοιραία».

Το κελάηδισμα ενός γκιώνη διέκοψε τον ειρμό της σκέψης του. Ακουγόταν τόσο δυνατά που κατά πάσα πιθανότητα, ο μικροσκοπικός τενόρος αναδεικνύει το ταλέντο του σε κάποιο από τα κλαδιά της καστανιάς τους.

Εκείνη είχε γύρει το κεφάλι της στον ώμο του. Δεν ήθελε να μιλήσει. Ακόμα και τώρα, πενήντα τρία ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη τους γνωριμία, τους λάτρευε αυτούς τους ώμους. Ήταν το πρώτο πράγμα που είχε προσέξει πάνω του. Ώμοι πολίστα -παρά το ότι, όπως ανακάλυψε αργότερα, ήταν μονίμως τσακωμένος με τη γυμναστική.

Κάλλος φυσικό.

«Μια τέτοια νυχιά δεν ήταν που οδήγησε και τον γάμο μας στο μοιραίο του τέλος; Από ένα τέτοιο επιπόλαιο τραύμα που του κατάφερα, δεν μείναμε χώρια για τόσα χρόνια;»

Το μυαλό του, ακόμα και στην ηλικία που βρισκόταν, ακόμα και δίνοντας την πιο δύσκολη μάχη της ζωής του, ήταν ικανό να πλάθει τους πιο απίθανους συνειρμούς.

Ο συγκεκριμένος όμως δεν είχε γίνει τυχαία. Αποζητούσε απάντηση. Τον ένοιωθε τώρα δίπλα της να διψά για την απόκρισή της. Δεν μπορούσε παρά να του την χαρίσει.

«Καλέ μου, το τραύμα δεν το προξένησες μόνος σου, ούτε αυτό στο οποίο αναφέρεσαι ήταν η αποκλειστική αιτία του χωρισμού μας. Τα τραύματα ήταν πολλά και υπεύθυνοι ήμασταν εξίσου κι οι δυο μας».

Το πίστευε άραγε αυτό που του έλεγε;

Αλήθεια, τόσα χρόνια μετά, είχε μπορέσει να τον συγχωρέσει;

Ή μήπως όλα αυτά ήταν κυριολεκτικά και μεταφορικά, απλή παρηγοριά στον άρρωστο;

Από την στιγμή που πήρε την απόφαση, μετά από τόσα χρόνια που έζησαν χώρια, να γυρίσει δίπλα του, είχε ορκιστεί να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της και μαζί του. Απόλυτα. Αδιαπραγμάτευτα.

Και η μόνη αλήθεια που ήξερε ήταν η αλήθεια της κάθε στιγμής. Η αλήθεια της καρδιάς.

Η καρδιά της έκρωξε πως τον αγαπούσε. Ποτέ δεν είχε αγαπήσει άλλον άνθρωπο όπως αυτόν τον πληγωμένο, αποκαμωμένο, πανέμορφο άνδρα που καθόταν πλάι της, κάτω από τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό και την πυκνή φυλλωσιά της καστανιάς.

Γύρισε και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Ένοιωθε πως δεν την πίστευε. Ήθελε τόσο πολύ να την πιστέψει, αλλά μαχόταν με τις Ερινύες που τον είχαν στο κατόπι τους όλον αυτόν τον καιρό.

Ήταν άνιση αυτή η εσωτερική του μάχη. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τον βοηθήσει να κερδίσει την χαμένη του γαλήνη.

«Αλήθεια, το πιστεύεις αυτό που λες;» της είπε με μια ανασφαλή και παιχνιδιάρικη φωνή μικρού παιδιού, έχοντας πάντα καρφωμένο το βλέμμα στο φεγγάρι.

«Έλα εδώ» αποκρίθηκε εκείνη δυναμικά, γυρίζοντας όμως απαλά το κεφάλι του, ώστε να είναι πρόσωπο με πρόσωπο.

«Επειδή καλέ μου σου αρέσουν οι παρομοιώσεις, άκου ακόμα μία. Με ξέρεις καλά, πάντα ήμουν σαν τους καρπούς της καστανιάς μας -απ' έξω με αγκάθια, επιθετική όταν νοιώθω πως απειλούμαι. Μα από μέσα μαλακιά σαν το καλοψημένο κάστανο που λιώνει στο στόμα».

Πήρε μια ανάσα βαθιά.

 «Εμείς, ακόμα και μια ολόκληρη ζωή να είχαμε ζήσει χώρια, στην επόμενη πάλι μαζί θα ήμασταν. Το ξέρεις και το ξέρω καλά, επειδή το λέει η καρδιά μας, επειδή το νοιώθουμε με όλο μας το είναι».

Και τότε, μούσκεψαν τα μάτια στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο του ασπρομάλλη με ώμους πολίστα και δεν έλεγαν να σταματήσουν.

Έκλαιγαν κι οι δύο με αναφιλητά, αλλά ήταν τα δάκρυά τους δάκρυα λυτρωτικά, που εξόντωναν με τις θεραπευτικές τους ουσίες ζιζάνια και μικρόβια του παρελθόντος, τοποθετώντας τα στην στοργική αγκάλη της λήθης.

«Μαζί κι όπου μας πάει».

Κατέβαζα την τρίτη βότκα όταν έπιασε το αυτί μου ήχους περίεργους. Φοβήθηκα πως κάτι κακό είχε γίνει και πετάχτηκα στα κάγκελα του μπαλκονιού να δω.

Οι γονείς μου, όπως και οι περισσότεροι γονείς φαντάζομαι, από ένα σημείο και μετά, νομίζουν πως μόνο αυτοί έχουν βάσανα. «Εδώ που είσαι ήμουνα, κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις» μου λέει συχνά ο μπαμπάς, αναπαριστώντας με την σειρά του τους δικούς του γονείς.

Προφανώς, ξεχνούν κι οι ίδιοι τι υπέφεραν όταν είχαν παιδιά στην εφηβεία που δεν ήθελαν να τους βλέπουν ούτε ζωγραφιστούς, ξεχνούν πώς είναι να έχεις έναν σύντροφο που πορεύεται λες κι έχει ξεχάσει την ύπαρξή σου, ξεχνούν πάνω απ' όλα πως είναι να νοιώθεις μόνη, τόσο μόνη θεέ μου, λες κι έχεις προσεδαφιστεί σε κάποιον μακρινό άγνωστο πλανήτη -όχι από αυτούς που λατρεύει ο μπαμπάς, που είναι τόσο μα τόσο κοντά μας. Από τους άλλους τους άγνωστους, παγερούς κι αφιλόξενους.

 «Αγάπη! Αγάπη!» έκοψε την σκέψη μου η φωνή του καθώς γέμιζα την τέταρτη βότκα. «Είδες που τα καταφέρνουμε ακόμα;»

Το πρόσωπό του έλαμπε σαν του μικρού παιδιού που μόλις έχει πετύχει κάποιο μεγάλο στα μάτια του κατόρθωμα. Για εκείνον, ήταν το ότι ανέβηκε χωρίς τη βοήθειά μου την ανηφόρα.

¨Τα πουλάκια μου, πιασμένα χέρι-χέρι. Θα έχει μεγάλες εξελίξεις η βραδιά!¨ σκέφτηκα.

«Καθίστε τώρα να πάρετε μια ανάσα και σε λιγάκι θα έχω έτοιμο το βραδινό» είπα κατευθυνόμενη ανόρεκτα προς την κουζίνα, προσπαθώντας να κρατώ εκτός της γερακίσια ματιάς της το ποτήρι με τη βότκα.

«Κάτσε, θα έρθω κι εγώ να σε βοηθήσω» έτρεξε ξωπίσω μου εκείνη.

«Δεν θέλω βοήθεια μαμά...»

Ώστε λοιπόν, μετά από τόσους αιώνες και πάλι μαζί. Τον λυπήθηκε με την αρρώστια κι έτρεξε να του παρασταθεί. Κι αυτός δέχτηκε την ελεημοσύνη της!

Δεν ήξερα με ποιον ήμουν περισσότερο οργισμένη. Με εκείνη, που αφού έζησε τόσα χρόνια με τον κυρ-Παντελή, αποφάσισε να ενδυθεί για μια ακόμα φορά τον ρόλο της θυσιαζόμενης οσίας για να βρεθεί στο πλευρό του ή με εκείνον που πάντα, μοναχά για χάρη της, έκανε στην άκρη την υπερηφάνεια και τον εγωισμό του, ενώ όλους τους άλλους μας έβλεπε πάντα αφ' υψηλού;

«Δεν την πέτυχα την καρμπονάρα, οπότε αν θέλετε μπορώ να σας φτιάξω κάποιο τοστ».

Τελειώνοντας την φράση, είχαν ήδη καταπιεί την πρώτη πιρουνιά του αγαπημένου μας οικογενειακού φαγητού.

«Τι λες καλέ, υπέροχη είναι και πεινάω σα λύκος!» ήρθε η επιβράβευση, απροσδόκητα.

Δεν είχαν σταματήσει στιγμή να έχουν ενωμένα τα χέρια τους, ακόμα και πάνω στο τραπέζι.

«Αφού σας αρέσει τόσο, πάω να φέρω κι ένα λευκό κρασί που είδα σε ένα ντουλάπι».

Επιστρέφοντας με το σαρντονέ, κοντοστάθηκα στο χώρισμα της κουζίνας. Η εικόνα τους να τρώνε βουλιμικά ένα πιάτο μακαρόνια, πιασμένοι χέρι-χέρι, μου προκάλεσε ένα κύμα ζεστασιάς το οποίο ξεκίνησε από κάτω χαμηλά στην κοιλιά κι ανέβηκε μέχρι το στήθος μου.

Ξεφύσηξα προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο και τους χαλάσω την στιγμή. Άφησα το σαρντονέ, πήρα το ποτήρι με τη βότκα και βγήκα στο πίσω μπαλκόνι. Κάθισα στην αναπαυτική σεζλόνγκ.

Ήμουν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και με το φεγγάρι να απουσιάζει από το δικό μου κομμάτι ουρανού, η θέα που ανοιγόταν στον οπτικό μου ορίζοντα ήταν αδύνατο να περιγραφεί με λέξεις ανθρώπινες.

Κατέβασα την υπόλοιπη βότκα μονορούφι. Για μια στιγμή, ένοιωσα να αιωρούμαι και να πλέω σαν κοσμοναύτης μέσα στην ζεστή αγκάλη της απεραντοσύνης του σύμπαντος.

Άραγε, ποιος νόμος κυβερνά αυτόν τον ατέρμονο, τον ατελεύτητο κόσμο;

Ποιο ξόρκι μαγικό κατορθώνει να κρατά αυτές τις αναρίθμητες λεπτές ισορροπίες, που μία τους εάν αλλοιωθεί, θα καταρρεύσουν όλα σαν παιδικός πύργος από τραπουλόχαρτα;

Ήταν άραγε αυτό που τους ένωσε ξανά, τούτη τη μαγική βραδιά, τούτη την Άγια Νύχτα;

Ένοιωσα την καρδιά του σύμπαντος να πάλλεται.

Η Αγάπη.

 

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Culture