ΑΠΟΨΕΙΣ

/

Μια γειτονιά, ένα κουβάρι και ένας θάμνος με λευκά άνθη…

Έργο Ιωάννας Τσέρτου : Κάποιες φορές η ουσία βρίσκεται σε μικροπράγματα που θεωρούμε δεδομένα, και όχι μπροστά από μια οθόνη.

Κοινοποίηση
Tweet

Του Νεκτάριου Γεωργόπουλου

….Ό,τι περνάει και φεύγει, δε γυρνά.

Πρόβα δεν έχ’ η ζωή ποτέ ξανά…

Πέριξ της Διογένους 7 συνέβαιναν όμορφα πράγματα στα μισά της δεκαετίας του 80• παιδιά παίζανε κατά τις απογευματινές ώρες κρυφτό, κυνηγητό, λαστιχάκι, Καραγκιόζη, χορεύανε, τραγουδούσανε. Δεν έχω ξεχάσει 40 χρόνια μετά την παιδική ψυχή, όχι μόνο τη δική μου αλλά και των άλλων υπέροχων πλασμάτων, του Νίκου, της Ελένης, του Σπύρου και της Γλυκερίας, της Αγγελικής και της Γιώτας, του Λεωνίδα και της Γιούλης, της Βούλας και της Όλγας…της Χαράς.

Η γειτονιά μου φαίνεται στο ζωγραφικό έργο της Ιωάννας κόρης του Νίκου, εκεί είναι όλα, η βέσπα του κ. Κώστα, τα δέντρα με τις πορτοκαλιές, ακόμα και το σπίτι μου με τα παράθυρα. Η γάτα που παρακολουθεί τον μικρό να παίζει με τη φλογέρα του, αλλά και οι δύο φίλοι που έχουν έρθει από το γηπεδάκι μας με τη μπάλα στα πόδια, πριν μπουν σπίτι για το μπάνιο και το διάβασμα. Στα δεξιά με το τάμπλετ αποτυπώνεται το σήμερα, η επιμονή με την οθόνη αλλά και οι εκπληκτικές δυνατότητες της τεχνολογίας που εγώ σίγουρα δεν είχα φανταστεί … 

Θυμάμαι τον πατέρα μου να με πηγαίνει στα Σύνορα από μικρό στο καφενείο του Δημήτρη, τα τραπέζια, τους ηλικιωμένους που είχαν συνταξιοδοτηθεί αλλά και κάποιους από τους νεότερους που δεν «έφυγαν» ποτέ…αγαπήσανε τα φλιπεράκια, το μπιλιάρδο και την παιδικότητά τους.

Εγώ θα έφτανα κάποια στιγμή σε μια άλλη πόλη, σε μια άλλη γειτονιά μεγαλύτερος, να αισθανθώ, να αγαπήσω, να ερωτευτώ, να ομορφύνω και να ταξιδέψω με την πιο όμορφη λέξη του κόσμου που είναι η Αγάπη… ο δρόμος είχε δύο ονόματα Κύπρου και Πετρουπόλεως. Σε αυτό το σημείο θυμάμαι τη συνέχεια του τραγουδιού… «Όσα περάσαν και σβήσαν ψυχή και σώμα μού αφήσαν… Βήμα το βήμα, θα μάθω να τρέχω ξανά… Όλα γυρίζουν μου ψιθυρίζουν πως η ζωή 'ναι κάπου αλλού», σε ένα κουβάρι από θύμησες της Νικολέττας και ένα γράμμα της Φούλας-Φένιας στον αγαπημένο της γιό Αλέξανδρο-Μάριο…

Γειτονιά∙ Όλα τα χρόνια κι οι θύμησες ένα κουβάρι

Της Νικολέττας Κατσιδήμα - Λάγιου

Το σπίτι ήταν μεσοτοιχία με το συνεργείο του Βέργου. Στη μικρή αυλή στριμώχνονταν τενεκέδες με μπιγκόνιες, ιβίσκους, βασιλικούς και σκυλάκια. Σε κείνη την αυλίτσα είχαμε βγάλει και φωτογραφία. Μια μέρα πέρναγε ένας πλανόδιος φωτογράφος και η μάνα τον φώναξε. Κανείς μας δε χαμογελούσε. Ούτε η μπέμπα. Την κράταγε η μάνα αγκαλιά. Της φορούσε ένα κίτρινο φουστανάκι τιραντέ και κάτι πεδιλάκια καφετιά. Εγώ σταυροπόδι στο τσιμέντο. Καλοκαίρι. Είχαμε ένα βλέμμα σοβαρό και γερασμένο. Ακόμα και το μωρό. Καμιά απορία δεν έκρυβε, μόνο επίγνωση. Θυμάμαι που κάποιος μου ‘χε πει κάποτε πως συνήθιζαν στην Αγγλία παλιά να βγάζουν φωτογραφίες στους πεθαμένους. Τους στήνανε λέει μια τελευταία φορά σε θέση που να μοιάζει πως είναι ζωντανοί και τους φωτογράφιζαν από μακριά. Αν έβλεπες τα μάτια προσεκτικά το καταλάβαινες. Με τέτοια φωτογραφία μοιάζαμε κι εμείς. Ανεξήγητο γιατί φώναξε το φωτογράφο.

Στη γωνία πιο κάτω ήταν το σπίτι του «Μουρλού». Όλο έβαφε τους τοίχους και το πεζοδρόμιο με μπλε χρώμα. Δεν άντεχε τις φωνές των παιδιών και συνέχεια μας κυνήγαγε. Απέναντι το καφενείο του Αβραμέα. Έγκυος η Νανά στον έβδομο μήνα πήγε μια μέρα να μαζέψει τον άντρα της απ’ το πιώμα. Την έβγαλε έξω με κλωτσιές. Χρόνια μετά έπεσα πάνω σε μια παρόμοια σκηνή. Υπηρετούσα στο Μεγάλο Πεύκο, επί Χούντας ήταν, κι εντωμεταξύ τις σαράντα μέρες που έμεινα εκεί οι τριάντα ήταν φυλακή, τελοσπάντων, μου δώσανε ένα ΡΕΟ να πάω να φέρνω τ΄ αρνιά. Ήταν Πάσχα. Μου ’πεσε το σασί στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και κοίταγα με γιατροσόφια να συνεφέρω το σαράβαλο. Τότε ήταν που από ένα σπίτι βγήκε τρέχοντας μια γυναίκα με ματωμένα μούτρα μπλαβιασμένα κι έπεσε δίπλα στο σασί. Η κοιλιά τούρλα. Τη βουτάω και την πάω στον Ερυθρό Σταυρό. Μαζί ήρθαν και δυο γειτόνισσες. Είπαμε τα καθέκαστα κι εγώ έφυγα για τ’ αρνιά. Ο διοικητής άρχισε τις χριστοπαναγίες που άργησα. Το ίδιο απόγευμα ένας Μπαντουνάκος από τη Μάνη που υπηρετούσαμε μαζί, θεόρατος ήταν, δυο μέτρα και, έλα δω ρε, μου λέει. Δεν ήθελα και πολλά πολλά με δαύτον γιατί από φυλακή σε φυλακή το πήγαινε κι αυτός, μου’ φτανε το δικό μου το κεφάλι. Φορτώθηκε στη ζούλα ένα αρνί τυλιγμένο σε κουβέρτα και το πήγαμε στη γκόμενά του στο Παγκράτι. Με ήθελε κοντά για ξεκάρφωμα. Δεν ξέρεις τίποτα, μου λέει. Τι να ξέρω, του απαντάω εγώ. Εντωμεταξύ κοίτα να δεις πώς από τη γειτονιά έφτασα στο Μεγάλο Πεύκο. Όλα τα χρόνια κι οι θύμησες  ένα κουβάρι.

Στο δρόμο λοιπόν που ήταν το δικό μας σπίτι ήταν και κάποια θεόκλειστα. Μικροί λέγαμε ότι είναι στοιχειωμένα. Ούτε απ’ έξω δεν περνάγαμε μόλις βράδιαζε. Στο ένα πιο παλιά έμενε ένας πρόσφυγας. Όσο ζούσε ήταν νοικοκυρόσπιτο. Φρεσκοασβεστωμένο πάντα, με δαντελωτές κουρτίνες στα παράθυρα, με δυο γλαστρούλες βασιλικούς δεξιά κι αριστερά στην πόρτα, μερακλής. Από τότε που πέθανε άρχισε να ρημάζει. Στο διώροφο δίπλα έμενε ο κυρ-Νίκος, ο καπετάνιος. Μου ’χανε πει ψέματα πως η γυναίκα του με βάφτισε για να μη ζηλεύω τ’ άλλα τα παιδιά που ο δικός μου ο νουνός είχε να δώσει σημεία ζωής απ’ το λάδι. Μου ’φερνε και λαμπάδα η «νουνά» μου η κυρα-Ρήνη και κάτι χοντρά γυάλινα ποτήρια με μερέντα. Περνώντας τις προάλλες το είδα κι αυτό έρημο. Το ένα παντζούρι έχασκε ανοιχτό και σε μεριές μεριές οι σοβάδες είχαν πέσει και φαινόταν η χοντρή πέτρα των τοίχων. Γερό σπίτι. Στο υπόστεγό του είχα φιλήσει την Αγγελική. Τρίτη δημοτικού εγώ κι η Αγγελική τετάρτη. Τρόμαξα θυμάμαι κι έμεινα να την κοιτάζω εκστασιασμένος. Κι εκείνη με πήρε απ’ το χέρι, ότι τώρα δηλαδή είχε δικαίωμα να με κρατά απ’ το χέρι, και πήγαμε στο τεράστιο ημιυπόγειο της πολυκατοικίας – ήταν η πρώτη που φτιάχτηκε στη γειτονιά – για να φωνάξουμε δυνατά απ’ το ανοιχτό παράθυρο μέσα και να ακούσουμε τη φωνή μας να την πολλαπλασιάζει η ηχώ. Ήταν ένα από τα παιχνίδια μας. Τότε κατάλαβα πως τα κορίτσια γεννιούνται σοφά. Ξέρουνε πάντα τι να κάνουν.

Στο συνεργείο του Βέργου πέρναγα τις περισσότερες ώρες όταν δεν είχα σχολείο. Είχε αφίσες με γυμνές στους τοίχους. Μια μέρα πάρκαρε απέναντι μια κουρσάρα και κατέβηκε ένα πλάσμα θεϊκό. Κατακόκκινα χείλη, μάτια βελούδινα, μαλλιά σε ψηλή αλογοουρά. Την κοίταζα σα χαζός. Ξέχασα επιτόπου την Αγγελική. Όταν έφυγε, ένιωσα πως ανάσαναν όλοι εκεί μέσα. Σα να κρατούσαν την αναπνοή τους όση ώρα της φτιάχνανε τ’ αμάξι. Σα να ντρέπονταν και για τις γυμνές στους τοίχους. Αλλά  αυτή ούτε που κοίταξε τους τοίχους. Χαμογελούσε μόνο γλυκά.

Από εκείνη τη γειτονιά φύγαμε το ’75. Είχαν ήδη αρχίσει να γκρεμίζουν ένα ένα τα χαμηλά σπίτια και να τα κάνουν πολυκατοικίες. Κανά δυο έχουν απομείνει πια. Δεν γκρεμίσανε και το σπίτι που μέναμε εμείς. Υπάρχει ακόμα το καημένο. Ερείπιο που αντιστέκεται. Περνάω από κει που και που και το βλέπω παρόλο που δεν είναι ο δρόμος μου.

 

Ναύπακτος 28.09.2024

Αγαπημένε μου γιε Αλέξανδρε Μάριε,

Θα σου αφηγηθώ μια ιστορία. Την ιστορία από τη γειτονιά που μεγάλωσα.

Της Φούλας-Φένιας Κυρίτση

Μεγάλωσα στην Αφροξυλιά, ένα μικρό, πεδινό χωριό, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την όμορφη πόλη της Ναυπάκτου, με το εμβληματικό της Ενετικό Κάστρο που στέκει εκεί από τον 5ο αιώνα π.Χ., αγναντεύοντας τον Κορινθιακό κόλπο. Στο χωριό αυτό ζει ακόμη η γιαγιά και ο  παππούς μέχρι πρότινος ζούσαν και οι προγιαγιές σου.

Το χωριό πήρε το όνομά του από τον ανθεκτικό, φυλλοβόλο, καλλωπιστικό θάμνο Κουφοξυλιά ή Αφροξυλιά (Sambucus nigra) που ανθίζει κάθε άνοιξη με λευκά άνθη, γεμίζοντας τον τόπο με αρώματα. Αν και μικρό, είχε την δική του ξεχωριστή ζωντάνια. Ήταν ένας τόπος ήρεμος, γεμάτος πράσινα χωράφια και μυρωδιές από ελιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, τριανταφυλλιές, μυρωδάτες γαρυφαλλιές. Κάθε πρωί που ξυπνούσα, ο ήλιος ανέβαινε σιγά σιγά πάνω από τους λόφους και έλουζε τα πάντα με ένα χρυσό φως, κάνοντας τα δέντρα να μοιάζουν μαγικά. Ο αέρας ήταν καθαρός και γλυκός, και η ζωή κυλούσε με έναν τρόπο που έδινε χώρο για σκέψεις και όνειρα. Η ζωή ήταν γεμάτη χρώματα και αρώματα.

Κάθε γωνιά του χωριού είχε τη δική της ιστορία, γεμάτη από παιδικές αναμνήσεις και γλυκές στιγμές. Η καθημερινότητα ήταν απλή, μα γεμάτη με μικρές απολαύσεις.. Το πρωί, τα παιδιά πηγαίναμε σχολείο στο κοντινό χωριό, αλλά τα απογεύματα ανήκαν σε εμάς. Η γειτονιά μας ήταν μικρή και κλειστή, όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Οι παιδικοί φίλοι μου ήταν οι ίδιοι κάθε μέρα. Παίζαμε έξω στους δρόμους και στα χωράφια μέχρι αργά το απόγευμα, κουτσό, «μήλα»,  κυνηγώντας ο ένας τον άλλον, σκαρφαλώνοντας στα δέντρα. Μαζευόμασταν γύρω από τις αυλές, με τις τριανταφυλλιές, τις μυρωδάτες γαρυφαλλιές, τα οπωροφόρα δένδρα να σκορπίζουν τα αρώματά τους. Οι μέρες περνούσαν με παιχνίδια , βόλτες στα κτήματα, όπου οι λεμονιές, πορτοκαλιές, ελιές ανθούσαν και οι κήποι γέμιζαν χρώματα και αρώματα. Οι μεγάλοι περνούσαν τον χρόνο τους στις δουλειές τους ή στα σπίτια, ενώ οι ηλικιωμένοι συχνά κάθονταν κάτω από τις μεγάλες μουριές, μιλώντας για τα παλιά. Η καθημερινότητά μας ήταν απλή. 

Το σπίτι μας βρισκόταν στην μέση του χωριού, πάνω σε ένα λοφίσκο, κοντά σε κτήματα. Ο κήπος μας ήταν γεμάτος λουλούδια και καρποφόρα δέντρα, τα οποία ήταν κομμάτι της καθημερινής μας ζωής, αλλά το αγαπημένο μου λουλούδι ήταν το φούλι. Το άρωμά του ήταν μοναδικό. Τα λευκά του πέταλα και το γλυκό του άρωμα με γοήτευαν. Ήταν το λουλούδι που με έκανε να νιώθω ότι η φύση είναι πάντα κοντά μας, προσφέροντάς μας τη χαρά και την ομορφιά της. Κάθε φυτό είχε τη δική του ιστορία, και μέσα από αυτά μάθαινα τι σημαίνει να φροντίζεις και να αγαπάς κάτι τόσο απλό, μα και τόσο σημαντικό.

Οι σχέσεις στη γειτονιά μας ήταν απλές αλλά βαθιές. Κανείς δεν χρειαζόταν να κλείσει την πόρτα του, γιατί όλοι ήταν καλοδεχούμενοι παντού. Αν κάποιος χρειαζόταν βοήθεια, δεν χρειαζόταν να τη ζητήσει· οι γείτονες το καταλάβαιναν μόνοι τους και έρχονταν να βοηθήσουν.

Όλοι γνώριζαν τα ονόματα των άλλων, τις οικογένειές τους, τις δυσκολίες και τις χαρές τους. Τα προβλήματα του ενός ήταν υπόθεση όλων, και οι χαρές γιορτάζονταν συλλογικά.

Υπήρχε όμως και κάτι το ιδιαίτερο στη γειτονιά μου, κάτι που δεν μπορούσε να το καταλάβει κανείς αν δεν το ζούσε. Ήταν αυτή η αίσθηση ασφάλειας και οικειότητας. Ακόμα κι όταν βρισκόσουν μόνος σου, ήξερες ότι δεν ήσουν ποτέ πραγματικά μόνος. Ήξερες ότι αν συνέβαινε κάτι, οι άνθρωποι γύρω σου θα έτρεχαν να βοηθήσουν, είτε ήταν ένα μικρό πρόβλημα είτε κάτι πιο σοβαρό. Οι άνθρωποι ήταν εκεί ο ένας για τον άλλον, και δεν υπήρχε περίπτωση κάποιος να μείνει μόνος του στις δυσκολίες. Όταν κάποιος αρρώσταινε ή είχε ανάγκη, οι γείτονες έτρεχαν να βοηθήσουν. Μεγαλώνοντας, έμαθα πολλά από αυτούς τους ανθρώπους και αυτή τη γειτονιά. Έμαθα τι σημαίνει αλληλεγγύη, αγάπη και σεβασμός για την κοινότητα, τη δύναμη των ανθρώπινων σχέσεων.

Στις βόλτες μας, επισκεπτόμασταν το πανέμορφο Κάστρο της Ναυπάκτου, που φαινόταν να μας παρακολουθεί από ψηλά. Το επιβλητικό του ύψωμα μας έκανε να ονειρευόμαστε ιστορίες ιπποτών και πολεμιστών. Κάθε φορά που κοιτούσαμε από ψηλά, το Ρίο φαινόταν σαν να μας καλεί σε νέες περιπέτειες, με την σκέψη της δημιουργίας της γέφυρας να ενώνει τα όνειρά μας με το άγνωστο.

Τώρα, καθώς κοιτώ πίσω, κατανοώ ότι η γειτονιά μου ήταν περισσότερο από ένα απλό μέρος. Ήταν μια ιστορία που συνεχίζει να ζει μέσα μου, γεμάτη από τις αξίες της αλληλεγγύης,  του σεβασμού, της σεμνότητας και ταπεινότητας, της φιλίας,  της απλότητας και της ομορφιάς της καθημερινής ζωής. Ήταν ένας κόσμος απλός, αλλά γεμάτος ζωή, που μου δίδαξε τις βασικές αξίες που κρατώ ακόμα και τώρα. Αναπολώντας  εκείνες τις μέρες, καταλαβαίνω πόσο τυχερή ήμουν που μεγάλωσα σε ένα τέτοιο τόπο.

 

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.

Σχόλια

Απόψεις