ΜΠΑΣΚΕΤ

/

Η πάσα που έκανε Γιαννάκη - Γκάλη να τσακωθούν στα αποδυτήρια: "Πες στον πρόεδρό σου να με πουλήσει"

Κοινοποίηση
Tweet

Παρασκήνιο στα 1987

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης και ο Νίκος Γκάλης συνεργάζονταν σαν δυο χέρια του ίδιου σώματος.

Ήταν το βέλος και το τόξο που έβρισκαν στόχο, τα πανιά και ο άνεμος που ταξίδευαν μακριά την ομάδα. Έγιναν η πένα και το χαρτί που γράφτηκε η πρώτη μεγάλη αθλητική ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας το 1987. Όλα αυτά στο παρκέ, στο στενό πλαίσιο του αγώνα, διότι η επικοινωνία τους κατέρρεε έξω από αυτό.

Οι δύο άνδρες δεν μιλούσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και αυτή η πληροφορία με τα χρόνια είχε διοχετευθεί και στους φιλάθλους. Προκαλούσε ποικίλα ερωτήματα που δεν έβρισκαν ανταπόκριση.

Μέχρι σήμερα, κανείς εκ των δύο δεν είχε επιβεβαιώσει δημόσια τους λόγους για τους οποίους προκάλεσαν τη ρήξη στη σχέση τους. Το έκανε ο Παναγιώτης Γιαννάκης στην αυτοβιογραφία του “Τρωτός Άτρωτος” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα. Ο “Δράκος” διηγήθηκε στον Παντελή Βλαχόπουλο πώς μάλωσε με τον Νίκο Γκάλη, αλλά και πώς αυτή η σπίθα δεν έγινε μπουρλότο και δεν τίναξε στον αέρα τα αποδυτήρια του Άρη και της Εθνικής ομάδας.

Εξήγησε, επίσης, πώς συνεργάστηκε τόσο καλά με τον Γκάλη παρά το γεγονός ότι δεν αλληλεπιδρούσαν, ενώ πέρασε από το δικό του φίλτρο και τη στάση του προπονητή τους, Γιάννη Ιωαννίδη.

Απόσπασμα από το βιβλίο:

“Η επικοινωνία μας βραχυκύκλωσε σ’ ένα παιχνίδι του Άρη με τον Ηρακλή στο Αλεξάνδρειο, στις αρχές της περιόδου 1986-1987. Σ’ ένα τάιμ άουτ μου ζήτησε τον λόγο για μια πάσα που δεν του έδωσα στον αιφνιδιασμό και την έδωσα σε άλλο συμπαίκτη μου, ο οποίος ήταν σε προνομιακή θέση για να πετύχει ένα εύκολο καλάθι. Η ουσία είναι ότι προκλήθηκε ένταση, ανταλλάξαμε κουβέντες και λίγο έλειψε να πιαστούμε στα χέρια στα αποδυτήρια.

 
Σκαλίζω τη μνήμη μου για να ανασύρω στιγμές που επέτρεψα να θαφτούν κάτω από τα ουσιώδη της ζωής. Αμυδρά θυμάμαι να τον ρωτάω στα αποδυτήρια: «Τι ήθελες, ρε;» κι έπειτα του είπα: «Πες στον πρόεδρό σου να με πουλήσει», υπονοώντας ότι με αυτή την αντίδρασή του συμπεριφέρθηκε σαν να ήταν η ομάδα ιδιοκτησία του.

 
Με πίκραινε η υποψία πως ένιωθε ότι εκείνος ήταν ο Άρης και όλοι οι άλλοι απλώς τον πλαισιώναμε. Δεν ήταν ωραίο ούτε για μένα ούτε για τους συμπαίκτες μου. Σκέφτηκα πως ήταν αδικαιολόγητη η συμπεριφορά του στο τάιμ άουτ. Ένιωθα ότι τον ενδιέφερε μόνο να σκοράρει και να είναι πρώτος σ’ αυτόν τον τομέα. Θυμάμαι ένα παιχνίδι με τον Πανελλήνιο στην Κυψέλη. Ο Σούμποτιτς είχε βάλει πολλούς πόντους στο πρώτο ημίχρονο, είχε ξεπεράσει τον Νικ και ο Γιάννης Ιωαννίδης δεν ξεκίνησε τον Λευτέρη στο δεύτερο ημίχρονο. Μόνο ο «Ξανθός» θα μπορούσε να μας απαντήσει γιατί το έκανε. Συνηθίζω να λέω ότι άφηνα στην άκρη κάθε πίκρα ή εκνευρισμό όταν έμπαινα στο παρκέ. Και αυτό γινόταν, πράγματι. Τα ξεχνούσα όλα, όπως και αυτά. Όμως δεν είμαι ρομπότ. Είμαι κανονικός άνθρωπος που πληγώνεται και επεξεργάζεται όσα τον ενοχλούν. Με απασχολούσαν αυτά τα θέματα, επειδή ήθελα η ομάδα να πηγαίνει μπροστά, να προοδεύει.

Αναρωτιόμουν: Είναι δυνατόν να αισθανόταν ότι τον ανταγωνιζόμουν ή ότι τον μείωσα; Έδινα πάσες αφειδώς όπως και βοήθειες στην άμυνα. Τις περισσότερες φορές πήγαινα σε δύο παίκτες. Αυτό με πείραξε, ενώ πάντα είχα την αίσθηση ότι μπορούσαμε να πετύχουμε περισσότερα πράγματα μ’ έναν άλλο τρόπο λειτουργίας.

Στον Άρη και στην Εθνική ομάδα. Πολλές στιγμές σκεφτόμουν: Πώς γίνεται ένας παίκτης που αγωνιζόταν στη θέση του σέντερ να τρέχει πάνω-κάτω και να μην παίρνει την μπάλα; Πώς θα ξανατρέξει; Πώς θα κάνει ένα φάουλ και θα πηδήξει για ένα ριμπάουντ; Αυτό με απασχολούσε και το είχα συζητήσει με τους προπονητές, αλλά ήξερα ότι δεν ήταν εύκολο να αλλάξει η συγκεκριμένη κατάσταση.

Ένας προπονητής θα επέμενε στην ικανότητα του Νικ. Είχε μια απίστευτη, μια τρομακτική ικανότητα να πετυχαίνει καλάθι. Αλλά στο μπάσκετ παίζουν πέντε και υπάρχει η άμυνα, που είναι το πλατύσκαλο της επιτυχίας. Ευτυχώς, δεν πήρε διαστάσεις ο καβγάς στα αποδυτήρια, επειδή τα παιδιά μπήκαν στη μέση και μας χώρισαν.

 
Κανείς δεν ήθελε να τσακωθούμε και να επηρεαστεί μια ολόκληρη χρονιά. Η στιγμή της παρέμβασής τους ήταν καταλυτική και είναι αυτή που θυμάμαι πιο καθαρά από εκείνο το περιστατικό. Ο Φιλίππου, ο Ρωμανίδης, ο Σούμποτιτς, όλοι παρεμβλήθηκαν ως «πυροσβέστες». Οδηγώντας και επιστρέφοντας στο σπίτι μου μετά το ματς, έσφιγγα τόσο δυνατά το τιμόνι, που την άλλη μέρα που το σκεφτόμουν, αναρωτήθηκα πώς δεν τράκαρα. Όταν μπήκα στο σπίτι, πέταξα την τσάντα μου στον καναπέ και φώναξα: «Δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν».

Η Ευγενία κατάλαβε αμέσως ότι κάτι σοβαρό μου είχε συμβεί και έτρεξε να μου φέρει ένα ποτήρι νερό, την ίδια στιγμή που χτυπούσε το κουδούνι του θυροτηλεφώνου. Ήταν ο Φάνης Ταρνατώρος, ο έφορος του Άρη, ο οποίος, υπό τον φόβο μιας οριστικής ρήξης με τον Γκάλη, με ακολούθησε με το δικό του αυτοκίνητο, για να μου μιλήσει και να με ηρεμήσει.

Από το 1984 μέχρι εκείνη τη μέρα που ψυχρανθήκαμε είχα δοκιμάσει να κάνουμε παρέα. Για ένα διάστημα βγαίναμε οικογενειακώς. Η Ευγενία είχε καλή σχέση με την Τζένη Ρήγα (πρώτη σύζυγος του Νίκου Γκάλη), αλλά δεν κολλήσαμε ως ιδιοσυγκρασίες. Αυτό δεν είναι κακό.

Η πληγή στην επικοινωνία μας άργησε να επουλωθεί. Με τον Νικ για μεγάλο διάστημα αποφεύγαμε να μιλήσουμε. Κάναμε μόνο προπόνηση και παίζαμε στους αγώνες. Μοιάζει οξύμωρο, δεδομένου ότι είχαμε καταφέρει να παίζουμε σε υψηλό επίπεδο, χωρίς να αλλάζουμε λέξη. Όμως, ο αθλητισμός είναι οι πράξεις και όχι τα λόγια. Η δική μας επικοινωνία ήταν η συνεργασία στο παρκέ, η αλλαγή της πάσας και η αλληλοβοήθεια. Τα λόγια ήταν περιττά.

 
Η μπάλα περνούσε από τα χέρια μου, κι εμένα με ενδιέφερε να κερδίζουμε σε όλα τα παιχνίδια. Συνεπώς, αν ήταν ο Νικ σε θέση να βάλει καλάθι, θα την έδινα σ’ αυτόν. Αν χρειαζόταν βοήθεια στην άμυνα, πήγαινα. Η κοινή προσπάθεια είναι πάνω από την προσωπική σχέση και δεν έμπλεξα αυτή τη ρωγμή που προκλήθηκε ανάμεσά μας στην προπόνησή μας και στα παιχνίδια μας στον Άρη και στην Εθνική ομάδα.

Στην προπονητική καριέρα μου δεν θυμάμαι να με έχει προβληματίσει μια αντίστοιχη σύγκρουση παικτών. Αν ήμουν προπονητής του Άρη ή της Εθνικής, πιθανότατα να χειριζόμουν διαφορετικά το θέμα που είχε προκύψει ανάμεσα σ’ εμένα και στον Γκάλη.

Είμαι ενωτικός και, επειδή είμαι σκληρός με τον εαυτό μου, πολλά πράγματα που δεν μου άρεσαν τα έπνιγα μέσα μου. Αυτή ήταν μια επιλογή που ταλαιπώρησε την υγεία μου. Όταν συγκρούεσαι με τα πιστεύω σου και τον αξιακό σου κώδικα σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων, βασανίζεσαι.

Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ευθύνεται και ο δικός μου εγωισμός που δεν έπιασα τον Νικ να του πω: «Τι είναι αυτά που καθόμαστε και κάνουμε; Είναι δυνατόν να μαλώνουμε για μία πάσα;»

 
Είναι πιθανό ένας παίκτης ν’ αντιδράσει αυτοκαταστροφικά αν νιώσει ότι πληγώθηκε ο εγωισμός του και ένας προπονητής δεν μπορεί να διαχειριστεί εύκολα μια τέτοια συνθήκη.

Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι πώς γίνεται ένας τόσο χαρισματικός παίκτης όσο ο Νίκος Γκάλης να αισθάνεται ανασφάλεια. Το ζυγίζω στο μυαλό μου και ως προπονητής, και σκέφτομαι ότι πιθανότατα ο Νικ να θεωρούσε ότι, όσο περισσότερους πόντους πετύχαινε, τόσο πιο ασφαλής θα ήταν.

Έχω την αίσθηση ότι αισθανόταν ασφαλής μόνο όταν έβαζε την μπάλα στο καλάθι. Αισθανόταν ασφαλής μόνο όταν είχε την μπάλα στα χέρια του. Αναφέρομαι αποκλειστικά στο μπάσκετ, στη ζωή δεν ξέρω πώς ήταν. Ακόμα και στην προπόνηση μόνο επίθεση έπαιζε.

Προσωπικά, χαιρόμουν με τους πόντους του Γκάλη, επειδή κερδίζαμε και πετυχαίναμε τον στόχο μας. Χαιρόμουν με τη χαρά των συμπαικτών μου, έτσι κι αλλιώς”. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης μέσα στο βιβλίο περιγράφει και τη μεγάλη μέρα, αλλά και το λόγο που οι δύο άνδρες ξαναμίλησαν, όσο ήταν ακόμα συμπαίκτες στον Άρη και στην Εθνική.

 
Το επεισόδιο στο κλειστό του Μετς
Αργότερα, οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν και στον Παναθηναϊκό και μέσα από τον “Τρωτό Άτρωτο” ανακαλύπτουμε πώς εξελίχθηκε η σχέση τους στην πορεία του χρόνου. Μετά την ανάγνωση της ρήξης τους ακολουθεί αυτή η έκπληξη που αναδεικνύει μια εντελώς διαφορετική πτυχή της σύνδεσής τους.

Ναι μεν δεν ανατρέπει τη ρήξη που προϋπήρχε από την εποχή του Άρη, αλλά αναδεικνύει το σεβασμό και την αναγνώριση τους ενός προς τον άλλο ως μπασκετικές οντότητες. Αντιλαμβανόμαστε έτσι ότι μπορούσαν να συντονιστούν σε περισσότερα από ένα κανάλια επικοινωνίας, όταν το απαιτούσε η στιγμή. Μόνο ένα δίδυμο γεννημένο από τον μπασκετικό Θεό θα μπορούσε να το πετύχει αυτό.

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης περιγράφει με λεπτομέρειες στο βιβλίο του την ημέρα που ο “Γκάνγκστερ” αποχώρησε άδοξα και εν θερμώ από την ενεργό δράση, αλλά και τις προσπάθειες που κατέβαλε μαζί με τον Στόγιαν Βράνκοβιτς προκειμένου να τον μεταπείσουν.

Ο ενωτικός “Δράκος” και ο Στόικο ήταν οι δύο που γνώριζαν καλύτερα από τον καθένα τον Γκάλη και αυτοί που είχαν το θάρρος να του πουν μια κουβέντα παραπάνω τη στιγμή που εκείνος “σκοτείνιασε” με την απόφαση του Χρήστου Πολίτη να του δείξει τον πάγκο, στον αγώνα με τους Αμπελόκηπους.

 
Απόσπασμα από το βιβλίο:

“Κανείς δεν τον πλησίαζε και κανείς δεν ήθελε να του μιλήσει. Ήταν πολύ στεναχωρημένος και προσπαθήσαμε με τον Στόγιαν Βράνκοβιτς να τον μεταπείσουμε να συνεχίσει μέχρι να ολοκληρωθεί ο αγώνας. Πήγα από πάνω του. Εκείνος καθόταν σε έναν ξύλινο πάγκο, έχοντας τα χέρια στο κεφάλι του.

Με νεύρα χαλούσε τα μαλλιά του. Τον έπιασα στον ώμο και προσπάθησα με ηρεμία και νηφαλιότητα να του εξηγήσω ότι θα βρεθεί ο τρόπος προκειμένου να λυθεί η παρεξήγηση με τον Πολίτη. Θυμάμαι να του λέω χαρακτηριστικά: «Δεν έγινε και τίποτα, προχωράμε. Η χρονιά είναι μπροστά μας».

Κάποια στιγμή γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Κατάλαβα πόσο πληγωμένος ήταν. Συνεχίσαμε με τον Στόικο να του μιλάμε. Ο Βράνκοβιτς μάλιστα είχε πιο έντονο ύφος και σήκωνε τα χέρια του, εκφράζοντας έτσι την απόγνωσή του. Ωστόσο, οι ενέργειές μας έπεσαν στο κενό. [...]

 
Ήταν άδικο για τον Νίκο το «αντίο» του από τα γήπεδα. Χωρίς να το ξέρει, αυτό ήταν το τελευταίο του παιχνίδι μέσα στο παρκέ. Είχε προσφέρει τόσο πολλά στο ευρωπαϊκό μπάσκετ και δεν του άξιζε ένα τέτοιο τέλος. Πικρό και χωρίς τιμές. Σκέφτομαι ότι ίσως να έχασε την ευκαιρία να σηκώσει ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο. Όμως όλο αυτό το περιστατικό ήταν άδικο και για την ομάδα, η οποία τον χρειαζόταν”, περιγράφει μεταξύ άλλων ο Παναγιώτης Γιαννάκης στο εν λόγω κεφάλαιο.


Την Τρίτη 10 Δεκεμβρίου, στις 20:30, στο Public Café Συντάγματος, θα πραγματοποιηθεί η παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του Παναγιώτη Γιαννάκη "Τρωτός Άτρωτος", που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Παρών στην εκδήλωση θα είναι ο "Δράκος" του ελληνικού μπάσκετ, αλλά και ο συγγραφέας του βιβλίου, ο δημοσιογράφος και διευθυντής του SPORT24, Παντελής Βλαχόπουλος. Τη συζήτηση θα συντονίσει ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Ιωάννου.

Τα Public σε προσκαλούν σε αυτή τη μοναδική βραδιά, για μια "βουτιά" στην ιστορία της μυθιστορηματικής ζωής του Παναγιώτη Γιαννάκη. Η είσοδος είναι ελεύθερη και μετά την ολοκλήρωση της παρουσίασης θα ακολουθήσει υπογραφή αντιτύπων από τους Παναγιώτη Γιαννάκη και Παντελή Βλαχόπουλο.

ΠΗΓΗ

Κοινοποίηση
Tweet

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Sports