Του Διονύση Γράψα*
Η ταινία του Γιώργου Τσεμπερόπουλου που παίζεται αυτές τις μέρες στην μεγάλη οθόνη για τον Στέλιο Καζαντζίδη, δεν είναι απλά μια βιογραφική αποτύπωση της δημιουργίας ενός πολιτιστικού θρύλου. Είναι ταυτόχρονα και η εκπλήρωση μιας επιθυμίας των εκατοντάδων χιλιάδων θαυμαστών του που διατηρούν άσβεστη τη μνήμη του, δυόμιση δεκαετίες μετά την εκδημία του.
Η σκοπιμότητα της παρουσίας αυτών των γραμμών δεν σχετίζεται με κανενός είδους κινηματογραφική κριτική. Δεν θα μπορούσε ωστόσο, να μην τονιστεί το αξιέπαινο αυτής της πρωτοβουλίας, που θα οδηγήσει τον μύθο του Καζαντζίδη στην συλλογική μνήμη των επόμενων γενεών. Που γνωρίζουν αν μη τι άλλο το ρεπερτόριο του σε μεγάλο βαθμό, αλλά αγνοούν πλήρως τις συνθήκες μέσα στις οποίες αυτό γεννήθηκε.
Για τον Στέλιο έχουν τοποθετηθεί ιερά τέρατα του ελληνικού πολιτισμού. Για την αξία του, την ερμηνευτική του τελειότητα και την σύνδεση της φωνής του με τα βάσανα και τις αγωνίες των απλών ανθρώπων. Ο Μάνος Χατζηδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Άκης Πάνου και ο Διονύσης Σαββόπουλος έχουν υπογραμμίσει καίρια και εύστοχα την ιστορική του παρουσία στα ελληνικά δρώμενα. Μια παρουσία που η Χάρις Αλεξίου συνήθιζε να λέει πως αποτελούσε το μέτρο και για την επάρκεια της δικής της γενιάς. Πλήθος προγραμμάτων με κάθε θεματολογία ακόμα και σήμερα, εβδομήντα ολόκληρα χρόνια από την παρουσία του Στέλιου στα πράγματα, τελειώνουν με τα αριστουργήματα του Χρήστου Νικολόπουλου, του Άκη Πάνου ή του Απόστολου Καλδάρα τα οποία αποθέωσε ο Καζαντζίδης, δίνοντας φωνή στους καημούς εκατομμυρίων ανθρώπων.
Σε κάθε περίπτωση όμως ο Καζαντζίδης δεν έβλεπε το τραγούδι ως μέσο διασκέδασης. Τα βιώματα του, οι καταβολές του και η εσωτερική του προδιάθεση για εναντίωση σε κάθε μορφής αδικία και ανισότητα, του υπαγόρευαν να μην παρεκκλίνει από τον ηθικό του κώδικα. Ακόμα και αν αυτό στρεφόταν εναντίον του εαυτού του. Ακόμα και αν αυτό δεν τον βοήθησε να διαχειριστεί την εκρηκτική δημοφιλία του, που όμοιά της άλλος Έλληνας δύσκολα απόλαυσε. Ο Καζαντζίδης ήθελε να τα έχει καλά με την συνείδησή του ακόμα και αν αυτό έριξε σκιές στην υστεροφημία του. Ήταν φθαρτός, όμως και το φώναζε. Ποτέ δεν καμώθηκε τον άτρωτο.
Αναμφίβολα πάντως χρειαζόταν τεράστια δύναμη από έναν άνθρωπο να έχει τόσα εκατομμύρια Έλληνες «στα πόδια του» και αυτός να επιλέγει ένα φτωχό ψαροχώρι για βασίλειό του. Η ιδιοσυγκρασία αναχωρητή που τον διακατείχε, δεν ταίριαζε με τον ξιπασμό και την επιδειξιομανία των νυχτερινών κέντρων της οριακής νομιμότητας. Ο Καζαντζίδης μπορούσε να «κάνει επανάσταση» όπως έλεγε ο Άκης Πάνου, μόνο με την ερμηνευτική του δεινότητα και τα λόγια του Χρήστου Κολοκοτρώνη ή του Κώστα Βίρβου. Και το κατάφερε αφήνοντας ανεξίτηλο το στίγμα του στα κύτταρα αναρίθμητων ανθρώπων που η ιστορική του παρουσία συνεχίζει να τους συνοδεύει και να τους καθορίζει.
Ο Διονύσης Γράψας είναι ιστορικός.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr