Μεταμορφώνουν κτίρια μέσα από την επανάχρηση υλικών και «σαρώνουν» βραβεία και διακρίσεις ανά τον κόσμο.
Οι Point Supreme ιδρύθηκαν το 2008 από τη Μαριάννα Ρέντζου και τον Πατρινό Κωνσταντίνο Πανταζή στο Ρότερνταμ, αφού οι δυο τους έζησαν και εργάστηκαν σε Αθήνα, Λονδίνο, Τόκυο, Βρυξέλες και Ρότερνταμ, όπου συνεργάστηκαν στενά με τον αρχιτέκτονα Rem Koolhaas.
Η πορεία τους υπήρξε αλματώδης.
Φέτος έλαβαν τον τίτλο του καλύτερου αρχιτεκτονικού γραφείου στον κόσμο (!) από το σημαντικό διεθνές περιοδικό Μonocle, ενώ κλήθηκαν για διδασκαλία από το Columbia στη Νέα Υόρκη και τους προσφέρθηκε θέση καθηγητή από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης με αντικείμενο διδασκαλίας τον τομέα της επανάχρησης.
Η διεθνής αναγνώρισή τους, δεν σταματάει εδώ και δεν φαίνεται να έχει οροφή.
Έχουν κερδίσει πρώτα βραβεία σε διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς που αφορούσαν ενδιαφέροντα και εντυπωσιακά έργα, όπως ένα κτίριο Κοινωνικής Κατοικίας στο Τρόντχαϊμ, την προβλήτα στο Φάληρο, ένα στεγασμένο δημόσιο χώρο στο Τελ Αβίβ, έναν πυροσβεστικό σταθμό στο Βέλγιο, ένα Κέντρο Καλλιτεχνών στο Βέλγιο και τη σχολή Αρχιτεκτονικής στη Μασσαλία.
Δημοσιεύουν τακτικά προτάσεις για τη βελτίωση της ζωής στην Αθήνα, ενώ η δουλειά τους έχει εκτεθεί μεταξύ άλλων στη Μπιενάλε της Βενετίας και του Σικάγο και στην Τριενάλε της Λισαβόνας και έχει δημοσιευθεί σε τρία βιβλία: «Athens Projects», (Graham Foundation, 2015), «Radical Reality» (Divisare, 2017) και πρόσφατα σε ένα ολόκληρο τεύχος - αφιέρωμα του Ιαπωνικού περιοδικού a+u (2023). Διδάσκουν σε γνωστές σχολές αρχιτεκτονικής όπως το Πανεπιστήμιο Columbia στη Νέα Υόρκη και το EPFL στη Λωζάνη και εστιάζουν περισσότερο στον άνθρωπο και λιγότερο στα κτίρια, στρέφοντας την προσοχή τους στην πόλη, το ύφος και τη μυθολογία της.
Της Κωνσταντίνας Τσίχλα
Ποια είναι η μέθοδος και η φιλοσοφία πάνω στην οποία βασίζονται τα έργα σας;
Κ.Π: Μας ενδιαφέρουν λιγότερο τα ίδια τα κτίρια και περισσότερο οι άνθρωποι, οι χρήστες, το πώς επηρεάζουν τα κτίρια τους ανθρώπους. Η αισθητική και η εικόνα των κτιρίων έρχεται μετά. Αυτό σημαίνει ότι είμαστε πολύ απελευθερωμένοι από προκαταλήψεις και συμβάσεις και μπορούμε ελεύθερα να σχεδιάσουμε τα κτίριά μας παρατηρώντας προσεκτικά τις ανάγκες, επιθυμίες και τις κρυμμένες δυνατότητες που έχει κάθε έργο, κάθε πελάτης και κάθε περιβάλλον. Σίγουρα αυτή μας η προσέγγιση καλλιεργήθηκε με τα χρόνια, χάρη στο ότι επιδιώξαμε και ζήσαμε σε πολλούς, διαφορετικούς πολιτισμούς, όπως στην Αγγλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Ιαπωνία, κτλ. Η ζωή σε τόσους διαφορετικούς πολιτισμούς μας έμαθε πως δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος, κάτι το οποίο είναι αδύνατο να καταλάβει ένας αρχιτέκτονας αν δεν έχει ζήσει σε διαφορετικούς κόσμους.
Τι θέση έχει η επανάχρηση παλιών υλικών στην αρχιτεκτονική σας και ποια η σημασία της;
M.Ρ: H επανάχρηση υλικών, αλλά και ολόκληρων κτιρίων, ή μέρους αυτών, είναι πολύ σημαντική για την αρχιτεκτονική μας. Δεν έχουμε κάνει ούτε ένα κτίριο που να μην περιέχει μέρος από κάποιο άλλο. Πιστεύουμε πως στην εποχή μας, όπου τα πάντα υπάρχουν σε πλεόνασμα, είναι πιο λογική, αλλά και πιο ενδιαφέρουσα η σχεδιαστική διαδικασία που αναγνωρίζει την αξία και τις προοπτικές σε ό,τι υπάρχει ήδη.
Αυτό προϋποθέτει μια ολοκληρωτικά νέα λογική και αντίληψη για εμάς τους σχεδιαστές, σύμφωνα με την οποία το καινούριο δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι καθολικά κατασκευασμένο από την αρχή. Είναι μια λογική που μας αντιπροσωπεύει έντονα, και μάλιστα πολύ πριν γίνει επίκαιρη διεθνώς. Η επανάχρηση στα έργα μας συνέβη γιατί πιστεύουμε ότι ο συνδυασμός διαφορετικών χρόνων σε ένα χώρο, δημιουργεί πιο ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Όπως σε μια πόλη, ενεργοποιούνται οι αισθήσεις και οι μνήμες μας, κάτι που δε συμβαίνει όταν βρισκόμαστε σε μέρη ολοκληρωτικά καινούρια, χωρίς παρελθόν. Σήμερα η επανάχρηση βέβαια έχει αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη σημασία, εφόσον έχουμε εξαντλήσει τους πόρους του πλανήτη.
Ποιος θα λέγατε ότι είναι ο λόγος που καταφέρατε μέσα από τα έργα σας να κερδίσετε τη διεθνή προσοχή; Τι είναι αυτό που κάνει την διαφορά;
Κ.Π.: Σύμφωνα με τους εκδότες του σημαντικού Γιαπωνέζικου περιοδικού a+u (architecture + urbanism), οι οποίοι μας εξήγησαν γιατί αποφάσισαν να εκδώσουν ένα ολόκληρο τεύχος
αφιερωμένο στη δουλειά μας, είμαστε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις αρχιτεκτόνων με έργα σημαντικά διεθνώς, αλλά που ταυτόχρονα αφομοιώνουν και ανήκουν σε μια συγκεκριμένη
χώρα- την Ελλάδα. Είναι δύσκολο να πετύχει κανείς αυτό το διπλό χαρακτηριστικό. Για εμάς είναι απαραίτητη συνθήκη για να είναι κάποιος καλός αρχιτέκτονας. Δεν αρκεί να βλέπουμε τί γίνεται διεθνώς, τί είναι σύγχρονο, πρέπει να σεβόμαστε τον τόπο στον οποίο βρισκόμαστε και τα χαρακτηριστικά του κάθε πολιτισμού, και τέτοια χαρακτηριστικά να εμφανίζονται στον σχεδιασμό. Από την Ελλάδα κρατάμε τα στοιχεία της κοινωνικότητας, της πυκνότητας, της ευρεσιτεχνίας και ιδιαιτερότητας (αυτό που λέμε εδώ ‘πατέντα’), της γιορτής και της συλλογικότητας, του συμβολισμού και της μυθολογίας. Γι αυτό και συχνά τα έργα μας έχουν πληθώρα υλικών, χρωμάτων, λεπτομερειών κτλ. Μια αντίληψη που γιορτάζει τη ζωή και την αρχιτεκτονική, περιέχει γιορτή και χαρά και που διαφέρει από την αντίληψη της βόρειας Ευρώπης, για παράδειγμα, όπου η αρχιτεκτονική είναι πιο λιτή, εσωστρεφής, χωρίς έντονες αντιθέσεις και με μουντή χρωματική παλέτα.
Υπάρχει και ένας ακόμα λόγος: ως αρχιτέκτονες δε στρέψαμε την πλάτη μας στην πόλη. Ο βαθύτερος ρόλος του αρχιτέκτονα είναι να οραματίζεται τρόπους για να ζούμε μαζί. Παλιότερα, οι αρχιτέκτονες εμπλέκονταν ενεργά με ζητήματα της πόλης, τα μεγάλα ερωτήματα βρίσκονταν στο κέντρο της προβληματικής τους. Σήμερα δυστυχώς αυτός ο ρόλος έχει ξεχαστεί, οι αρχιτέκτονες ασχολούνται μόνο με τα κτίρια. Εμείς ως γραφείο βάλαμε στο κέντρο του ενδιαφέροντός μας την πόλη, μάλιστα σπουδάσαμε πολεοδομία στο Ρότερνταμ, μετά τις σπουδές μας στην αρχιτεκτονική στην Αθήνα. Έτσι παράλληλα με τα κτίρια κάναμε μια σειρά από μελέτες και προτάσεις για τη βελτίωση της πόλης, που έγιναν γνωστές διεθνώς, εκτέθηκαν στις μεγαλύτερες μπιενάλε του κόσμου, εκδόθηκαν σε ένα βιβλίο στο Σικάγο κτλ.
Κάναμε όμως και σπουδές πάνω στον σχεδιασμό επίπλου και αντικειμένου, στο Αϊντχόβεν. Αυτός ο συνδυασμός γνώσης σε όλες τις κλίμακες, τη μικρή του αντικειμένου, τη μεσαία του κτιρίου και τη μεγάλη της πόλης, έχει δώσει στα έργα μας μια σφαιρική αντίληψη που έχει αναγνωριστεί ως πολύ μοναδική. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι οι σπουδές μας στους τρεις αυτούς τομείς, ενώνονται σε κάθε μας έργο.
Από όλα τα βραβεία και τις διακρίσεις σας, ποια θεωρείτε πιο σημαντική και για ποιο λόγο;
M.Ρ.: Έχουμε την τύχη να έχουμε τιμηθεί με πολύ σημαντικές διεθνείς διακρίσεις, πολύ διαφορετικού χαρακτήρα. Μερικές από αυτές είναι ο τίτλος του καλύτερου αρχιτεκτονικού γραφείου στον κόσμο (!) για φέτος, από το σημαντικό διεθνές περιοδικό Μonocle. Η αντίστοιχη βράβευση από το περιοδικό Wallpaper* πριν λίγα χρόνια. Η πρόσκληση για διδασκαλία από το Columbia στη Νέα Υόρκη, η συμπερίληψη από τη Lifo στους πιο επιδραστικούς Έλληνες το 2012, το αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού a+u, κτλ. Σίγουρα και τα πρώτα βραβεία σε διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς που μας έδωσαν τη δυνατότητα να χτίσουμε μεγάλα δημόσια κτίρια, για παράδειγμα την Αρχιτεκτονική Σχολή της Μασσαλίας, έναν πυροσβεστικό σταθμό και ένα μουσείο στο Βέλγιο κτλ. Ελπίζουμε να έχει αυτή την τύχη και η προβλήτα στο Φάληρο που είχε κερδίσει το 1οβραβείο στον αντίστοιχο διαγωνισμό το 2012.
Επιλέγετε να εργάζεστε πάνω σε κτίρια που υπάρχουν ήδη. Τι «κρύβεται» πίσω από αυτή την επιλογή;
Κ.Π.: Θεωρούμε τον εαυτό μας τυχερό που τα κτίριά μας είναι συχνά επαναχρήσεις ή μεταμορφώσεις προηγούμενων κτιρίων. Αυτή η διαδικασία επανάχρησης είναι πιο απαιτητική και δύσκολη από το να φτιάξει κανείς ένα νέο κτίριο από την αρχή.
Νομίζω πως έχουμε μια ιδιαίτερη ικανότητα να φέρνουμε σε πέρας τέτοια δύσκολα έργα, χάρη στην ανοιχτή μας αντίληψη και την έντονη επιθυμία μας για συμπερίληψη διαφορετικών πραγμάτων. Σαν αρχιτέκτονες πιστεύουμε στις συνυπάρξεις και τις αντιθέσεις. Δεν έχουμε προκαταλήψεις, δε θεωρούμε τίποτα άχρηστο, άσχημο ή άνευ αξίας. Γίναμε γνωστοί στο εξωτερικό γι αυτή μας την αντίληψη, και μας καλούν συχνά να διδάξουμε την προσαρμοστική επανάχρηση. Μάλιστα, έχει γραφτεί ένα κείμενο για το γραφείο μας με τίτλο ‘η τέχνη της προσαρμοστικής επανάχρησης’, ενώ μας καλέσαν πρόσφατα
από το πανεπιστήμιο ETH στη Ζυρίχη να κάνουμε αίτηση για να μας απονείμουν τη μόνιμη θέση καθηγητή στο θέμα αυτό.
Ένα καλό παράδειγμα τέτοιας επανάχρησης είναι το έργο μας «Κατοικία στα Πετράλωνα».
Θα μπορούσαμε να χτίζουμε λιγότερο στην Ελλάδα; Δεν υπάρχει «ανάγκη» για νέα κτίρια;
M.Ρ.: Σωστά δεν υπάρχει ανάγκη, και όχι μόνο στην Ελλάδα. Σε πολλά από τα ανεπτυγμένα τουλάχιστον μέρη του κόσμου υπάρχει πλεόνασμα κτιρίων. Δυστυχώς ο τομέας της κατασκευής ευθύνεται για ένα μεγάλο ποσοστό της ρύπανσης του πλανήτη. Είναι σημαντικό να γίνει αλλαγή στην αντίληψη και να αξιοποιήσουμε τα κτίρια που ήδη υπάρχουν πριν φτιάξουμε καινούρια. Ταυτόχρονα, είναι και πολύ καλύτερο για τις πόλεις μας. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από πόλεις που σβήνουν το παρελθόν τους και το αντικαθιστούν με σύγχρονα κτίρια, τα οποία είναι συνήθως χαμηλής ποιότητας και χωρίς καμία
ιδιαιτερότητα και σχέση με τον εκάστοτε τόπο.
Πώς επηρεάζει ο σύγχρονος τρόπος ζωής και η έντονη παρουσία των Airbnb την εικόνα των μεγάλων πόλεων;
M.Ρ.: Ο σύγχρονος τρόπος ζωής και το Airbnb δυστυχώς ισοπεδώνουν τις διαφορές των πόλεων, και παράγουν την ίδια, φτωχή, ομοιόμορφη εικόνα παντού. Ίσως σας έχει τύχει να ταξιδέψετε σε κάποιο κέντρο πόλης, το οποίο να μοιάζει ίδιο με το κέντρο της πόλης από το οποίο έρχεστε. Μας στενοχωρεί πολύ αυτή η αδιάφορη ομοιομορφία. Ολόκληρες γειτονιές στο κέντρο της Αθήνας μεταμορφώνονται με αυτό τον τρόπο, δυστυχώς. Το Κουκάκι και το ιστορικό κέντρο της Αθήνας για παράδειγμα. Ιδιαίτερα κτίρια εξαφανίζονται και στη θέση τους χτίζονται ασπρόμαυρες πολυκατοικίες και ξενοδοχεία σε τόνους του γκρι. Αυτό δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τις ιδιαίτερες ποιότητες και παραδόσεις της Ελλάδας και της αρχιτεκτονικής μας.
Ας σταθούμε στην περίπτωση της Πάτρας, μίας πόλης όπου η Ιστορία της καταγράφεται διαμέσου της αρχιτεκτονικής. Ποια θα λέγατε ότι είναι τα στοιχεία που την καθιστούν μία πόλη με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον;
Κ.Π.: Η Πάτρα έχει τρομερό αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον από πολλές απόψεις. Πολεοδομικά είναι ένας τόπος ευλογημένος, ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα, με μεγάλη ακτογραμμή, οργανωμένο σύστημα δρόμων με οτπικές φυγές προς το νερό, πυκνή δόμηση που καθιστά τις αποστάσεις μικρές, κτλ. Ταυτόχρονα έχει πολλά περίτεχνα νεοκλασικά κτίρια, είναι μια πόλη, λοιπόν, που θα μπορούσε πραγματικά να αποτελεί μια πόλη πρότυπο και έναν δημοφιλή προορισμό. Όμως δυστυχώς δεν αξιοποιεί τα φυσικά της πλεονεκτήματα: η σχέση με τη θάλασσα έχει αποκοπεί, ο δημόσιος χώρος (π.χ. πλατείες) δεν έχουν
κάποιο ενδιαφέρον ή κάποια σύγχρονη ποιότητα, δεν υπάρχουν εξαιρέσεις και χωρικές διαφορετικότητες στην αστική εμπειρία. Μοιάζει η πόλη να λειτουργεί χωρίς φαντασία και χωρίς αγάπη από τους πολίτες της. Η κάθε πόλη είναι οι άνθρωποι της, και εάν οι άνθρωποι δεν αγαπούν την πόλη τους, τότε και η πόλη παύει να παράγει αγάπη για τους κατοίκους της.
Πώς θα περιγράφατε την σημερινή της εικόνα σε σχέση με την αρχιτεκτονική της; Πώς την επηρεάζουν τα μεταγενέστερα κτίρια της πιο σύγχρονης εποχής;
Κ.Π.: Δυστυχώς πιστεύουμε πως η σημερινή αρχιτεκτονική, όχι μόνο στην Πάτρα αλλά και στην Αθήνα, και σε πολλά μέρη του κόσμου, δεν αφομοιώνει, δεν σέβεται και δεν προσπαθεί να έχει σχέση με το παρελθόν και τον χαρακτήρα του τόπου. Η σύγχρονη αρχιτεκτονική είναι συχνά άψυχη, δεν ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο και την πόλη, αλλά μόνο για την εικόνα της. Είναι κάτι στο οποίο έχουμε αντιταχθεί πολύ έντονα. Σε μια απονομή στο Βέλγιο, παρατήρησαν ότι σε όλες μας τις δουλειές, μοιάζει να επιδιώκεται κάποιου είδους επέκταση του δημόσιου χώρου. Είναι αλήθεια, βρίσκουμε πάντα τρόπους τα κτίριά μας να ωφελούν τη γειτονιά. Το ίδιο και στις κατοικίες, για παράδειγμα που έχουμε χτίσει: δίνουμε προτεραιότητα στη συλλογική ζωή, φτιάχνουμε τις συνθήκες για να έρχονται τα μέλη μιας οικογένειας κοντά,
περιορίζοντας αντίστροφα τις στιγμές απομόνωσης. Είναι πολύ σημαντικό η αρχιτεκτονική να έχει πιο ουσιαστικές φιλοδοξίες και να μην ασχολείται μόνο με την εικόνα της.
Πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί στο μέλλον η αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της αχαϊκής πρωτεύουσας στο πλαίσιο της βιωσιμότητας και των αναγκών της εποχής;
Κ.Π.: Όπως ακριβώς συμβαίνει σε πολλά κτίριά μας, θα ήταν καταπληκτικό εάν η αρχιτεκτονική της Πάτρας στο μέλλον αξιοποιούσε το κτιριακό της απόθεμα, δηλαδή αν το συντηρούσε και του έκανε τις απαραίτητες προσθήκες και επεμβάσεις ώστε να καλύπτει τις ανάγκες της εποχής. Διδάξαμε στην Ελβετία ακριβώς αυτό το θέμα: πήραμε παλιά Ελληνικά σπίτια με αυλή, και μαζί με τους φοιτητές μας τα αναβαθμίσαμε για τις ανάγκες του σήμερα. Έτσι, σε πολλά από τα σπίτια γκρεμίστηκαν οι εσωτερικοί τοίχοι και προστέθηκαν ένας ή δύο όροφοι. Όμως η συνολική τους ταυτότητα, η μορφή τους και τα στοιχεία
τους διατηρήθηκαν. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της μονοκατοικίας στα Πετράλωνα, όπου μια λαική μονοκατοικία του ‘50 διατηρήθηκε, επεκτάθηκε και μεταμορφώθηκε σε μια σύγχρονη κατοικία με τρία επίπεδα.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr