Με τον υπότιτλο «Το ειδύλλιο της Πρωτομαγιάς», ο πιο ερωτικός ανέραστος της νεοελληνικής λογοτεχνίας προοικονομεί την ερωτική ιστορία του ρομαντικού Κωστή και της όμορφης Ματούλας, που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής
«Και μετά τρεις μήνας ετελείτο ο γάμος του περιπαθώς ερώντος Κωστή μετά της περικαλλούς κι’ ευαισθήτου Ματούλας και η αγαστή και θεσπεσία παρθενική καλλονή, το κορύφωμα του έαρος, επέπρωττο να παραδώσει τα σκήπτρα εις το αδυσώπητο και δρεπανοφόρο θέρος».
Είναι η ευτυχής κατακλείδα, με την οποία ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης κλείνει το διήγημά του «Θέρος, Έρος» (1891), που σφραγίζεται με το γάμο των δύο κεντρικών ηρώων του σε κλίμα ειδυλλιακό, που εναλλάσσεται όμως με μια ανεπαίσθητη μελαγχολία.
Με τον υπότιτλο «Το ειδύλλιο της Πρωτομαγιάς», ο πιο ερωτικός ανέραστος της νεοελληνικής λογοτεχνίας προοικονομεί την ερωτική ιστορία του ρομαντικού Κωστή και της όμορφης Ματούλας, που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής, στην κορύφωση της άνοιξης, με το μαγιάτικο τοπίο της ελληνικής γης να συνοδεύει και να σιγοντάρει με ιδανικό τρόπο το άνοιγμα των ψυχών στον έρωτα.
Η δράση των προσώπων παρακολουθεί την εαρινή εξωστρέφεια: η καλή γραία, η Ματή, τα μικρότερα αδέλφια της και η Φωτεινή, η πιστή οικιακή βοηθός της, τοποθετούνται από τον διηγηματογράφο μέσα στο βασίλειο της όμορφης φύσης, απολαμβάνοντας με ψυχική αγαλλίαση τις χάρες του φυσικού κάλλους, με τον Κωστή, που όχι τυχαία αποκαλείται «Έρωτας», να παρακολουθεί μυστικά την αγαπημένη του.
Ένα απρόοπτο όμως επεισόδιο έρχεται να διαταράξει τη γαλήνια χαρά τους, όταν ο Αγρίμης – ένας αποσυνάγωγος σατιρίσκος του βουνού – αποπειράται να βιάσει σ’ ένα οικίσκο την περικαλλή Ματούλα μια άλογη ανατροπή, μια σκηνή βίας, τον κίνδυνο της οποίας αποτρέπει με την έγκαιρη παρέμβασή του ο «ερών» Κωστής. Ακολουθεί η ευτυχής κατάληξη με την ένωση των δύο αγαπημένων διά βίου και τον έρωτα, που άνθισε μέσα στη φύση να αναδεικνύεται τελικά κυρίαρχος.
Η ατέρμονη αναζήτηση του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη – πολλά τα φανερώματά του: στο «Όνειρο στο κύμα», στον «Έρωτα στα χιόνια», στη «Νοσταλγό» και τόσα άλλα – λίγες φορές έχει αίσια έκβαση, στα διηγήματα «Θέρος, Έρος», στη «Βλαχοπούλα» και στο «Καμίνι». Ο μικρός φτερωτός θεός, αν και στο ερωτικό σύμπαν του διηγηματογράφου ξεχύνεται με ποικίλες εκδοχές και όψεις – άλλοτε πλατωνικός, ονειρικός και εξιδανικευμένος, άλλοτε αθώος και ανιδιοτελής αλλά και παράνομος και αμαρτωλός – κατά κανόνα καταλήγει ανικανοποίητος και ανανταπόδοτος, καταδικασμένος ως μονόπλευρος και μη αμοιβαίος.
Ακόμα και στο «Θέρος, Έρος» τον διαπερνά μια αδιόρατη μελαγχολία, καθώς απομυθοποιείται στο τέλος συνοπτικά αλλά καίρια, με τη Ματούλα να περνά από την κορύφωση της ομορφιάς του έαρος στο αδυσώπητο θέρος. Όπως η άνοιξη θερίζεται από το θέρος, έτσι και ο έρωτας θερίζεται από τη σύμβαση του γάμου. Η παντρειά της ηρωίδας είναι το σημείο της πτώσης από το χώρο του μύθου, της εξιδανίκευσης και της ποιητικής μαγείας στο χώρο της πεζής πραγματικότητας.
Στην περιορισμένη δράση των προσώπων, καταλύτης γίνεται το επεισόδιο του βίαιου Αγρίμη, που όχι μόνο κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη αλλά και δημιουργεί μια στοχαστική αντίστιξη ανάμεσα στο ζωώδη επιθυμία του βοσκού και στον εξευγενισμένο έρωτα του Κωστή, αναδεικνύοντας την προαιώνια πάλη μεταξύ καλού και κακού, καθώς και τη ρεαλιστική τόλμη του Παπαδιαμάντη μέσα από την καταγραφή ενός πρώιμου δείγματος έμφυλης βίας.
Γενικότερα το διήγημα ξεδιπλώνεται στο γνώριμο παπαδιαμαντικό κλίμα, με τη φυσιολατρία του συγγραφέα να γεννά εικονοποιητικές, λεπτομερείς και διεξοδικές περιγραφές του μαγιάτικου τοπίου αλλά και της εξιδανικευμένης ομορφιάς της Ματούλας με αισθησιασμό και σε αγαστή συνύπαρξη με τις χάρες της φύσης.
Ο δραστήριος Διονύσης Βούλτσος είχε την ιδέα της μεταφοράς του στη σκηνή όχι απλώς με τη μορφή του θεατρικού αναλογίου αλλά ενός ολοκληρωμένου μουσικοθεατρικού δρώμενου. Μέσα σε ένα σκηνικό περιβάλλον ερεθιστικό των αισθήσεων του θεατή, που απέπνεε τη μέθη των αρωμάτων του Μάη και την τέρψη των ακουσμάτων της φύσης στην ωραιότερη στιγμή της, ο ηθοποιός αφηγήθηκε τον λόγο του Παπαδιαμάντη, επιστρατεύοντας στο έπακρον όλα του τα εκφραστικά μέσα, παρά τη δεσμευτική ως ένα σημείο καθιστική στάση του.
Διήλθε το κείμενο μέσα από ποικίλες φωνητικές αποχρώσεις, περνώντας διακριτά από την αφήγηση της εντελώς προσωπικής και λόγιας γλώσσας του συγγραφέα στην απόδοση του λαϊκού ιδιώματος των διαλόγων, φωτίζοντας την ιδιαιτερότητα των προσώπων του διηγήματος. Παίζοντας με το βλέμμα του, την έκταση και τις κλιμακώσεις της φωνής του αλλά και την κίνηση των χεριών του, όπου οι κειμενικές ανάγκες απαιτούσαν, έπλασε έναν εξαιρετικής ενέργειας αφηγητή, άμεσο και εκφραστικό, λειτουργικό και εύληπτο από το κοινό.
Στο αφηγηματικό του ταξίδι και δη στις κορυφώσεις του, τον συνόδευσε αρμονικά ένα απόλυτα συντονισμένο και πειθαρχημένο γυναικείο μουσικοφωνητικό τρίο: η υπέροχη Ελευθερία Δαουλτζή με των λαγαρών ήχων κανονάκι της, η καλλικέλαδη Ελένη Γκίκα με τη στέρεη φωνή της, που συγκίνησε με «Το Σκοτεινό Τρυγόνι» και η εύρυθμη Νικολία Κουκίου με τα κρουστά της. Ένα ηχοτοπίο με αναμφίβολα σημαντικό μερίδιο συμβολής στο τελικό παραστασιακό αποτέλεσμα.
Μια ιδιαίτερα επιμελημένη σκηνική απόδοση του ερωτικού διηγήματος: Από την εικαστική αφίσα της Νικολίας Κόζη και το εύοσμο της απέριττης σκηνογραφίας έως την μηχανική αναπαραγωγή φυσικών κελαϊδισμών – λεπτομέρεια όχι ασήμαντη για τη δημιουργία εαρινής ατμόσφαιρας – με κορύφωση την εύφορη και ευφρόσυνη αφήγηση του κειμενικού λόγου από τον ευέλικτο και ευάγωγο ηθοποιό.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr