ΒΙΒΛΙΟ

/

«Κάθε κοινότητα φέρει μέσα της την υπόσχεση και την απειλή»: Ο Αλέξης Σταμάτης μιλάει στο thebest για το νέο του βιβλίο

 «Κάθε κοινότητα φέρει μέσα της την υπόσ...
Μιχάλης Παπαγεωργίου

Ο καταξιωμένος συγγραφέας μοιράζεται σκέψεις, προβληματισμούς και στίχους με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Το παιδί και ο Άγγελος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο»

Πολυγραφότατος. Να ένας χαρακτηρισμός που έρχεται μεμιάς στο νου χαρακτηρίζοντας τον Αλέξη Σταμάτη. Εμείς, της γενιάς του ’90 οι αναγνώστες και «ολίγον ύποπτοι» λάτρεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τα έχουμε πιεί μαζί του στο «Μπαρ Φλωμπέρ» και με αναγκαίες παύσεις φτάνουμε στο σήμερα.

Στο νέο του μυθιστόρημα «Το παιδί και ο Άγγελος» σε ένα απομονωμένο χωριό, όπου τίποτα δεν αλλάζει, εμφανίζονται δύο ξένοι: ένας άντρας που προσφέρει τα πάντα χωρίς να ζητά αντάλλαγμα και ένα παιδί που δεν μιλά.


Ποιοι είναι; Τι θέλουν; Τι είναι ο Άγγελος; Ευεργέτης ή εισβολέας; Γιατί το παιδί μοιάζει να κουβαλά ένα μυστικό που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει; Ένα ψυχολογικό θρίλερ για το διπλό μας είδωλο, ένα παραμύθι που ξύνει τον σοβά της δυστοπίας. Ο συγγραφέας είχε αρκετά να (μας) πει.

Συνέντευξη στον Μιχάλη Παπαγεωργίου

Ποια ήταν η γενεσιουργός αφορμή για το μυθιστόρημα; Ένα σχόλιο στον δυισμό, στο μαυρόασπρο που κουβαλάμε όλοι μας ή κάτι άλλο, ένα «άγνωστο υλικό» από την κουζίνα της έμπνευσης;

Η πιο ειλικρινής απάντηση είναι: δεν ξέρω. Ή για να είμαι πιο ακριβής, δεν ήξερα τότε. Μπορώ, ωστόσο, να υποθέσω με σχετική εντιμότητα -αναδρομικά πάντα, όπως γίνεται συνήθως με την αλήθεια- ότι ξεκίνησα να γράφω από μια αίσθηση ενόχλησης. Όχι θυμού ή αγανάκτησης (αυτά είναι μεγάλα συναισθήματα και τείνουν να ευνουχίζουν τον συγγραφέα όταν τα παίρνει πολύ στα σοβαρά), αλλά περισσότερο μιας λεπτοφυούς, σχεδόν αφανώς σωματικής, ενόχλησης για το πώς καταναλώνουμε το δίπολο καλό/κακό.

Κάτι μέσα μου δεν πίστευε (ή, πιο σκληρά: αρνιόταν να πιστέψει) πως ο κόσμος οργανώνεται σε τόσο καθαρές γραμμές. Πως ο ξένος είναι απλώς ξένος, και το παιδί απλώς παιδί, και η βία απλώς βία. Ήθελα να δω τι θα γινόταν αν τοποθετούσες μια ριζικά ανιδιοτελή παρουσία μέσα σε ένα περιβάλλον που έχει μάθει να μεταφράζει κάθε πράξη ως εργαλείο, ως βήμα για κάτι άλλο - ως χρησιμότητα, ανταπόδοση, επένδυση. Μπορούμε άραγε να αναγνωρίσουμε το καλό όταν δεν μας το ζητούν; Όταν απλώς συμβαίνει χωρίς ετικέτα, χωρίς αφήγηση, χωρίς branding; Και αν όχι, τι σημαίνει αυτό για εμάς; Ότι είμαστε διεφθαρμένοι ή απλώς καλά εκπαιδευμένοι; Οπότε ναι, ίσως η γενεσιουργός αφορμή να ήταν ένας πειραματισμός πάνω στην αμηχανία που γεννά η καθαρή πρόθεση. Σαν να ρίχνεις ένα διαφανές υγρό σε μια λεκιασμένη επιφάνεια και να περιμένεις να δεις αν θα καθαρίσει ή θα εξατμιστεί.

Ο ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του βιβλίου εμφανίζεται σαν καλός Σαμαρείτης και μοιράζει απλόχερα «σαν χούφτες ρίγανη» το καλό στο χωριό που τον φιλοξενεί. Γιατί πάντα ή σχεδόν πάντα ο σπόρος της αμφιβολίας για τις προθέσεις βγάζει σκουληκιασμένη σοδειά; Τι μας κάνει τόσο καχύποπτους;

Αυτή είναι μια ερώτηση που, αν κάποιος σου την έκανε μπροστά σε κοινό, θα έλεγες κάτι και καλά «σημαντικό» για την ανθρώπινη φύση ή την Ιστορία ή την ψυχανάλυση. Αλλά η αλήθεια είναι μάλλον πιο ντροπιαστική. Δεν μας αρέσει να μας δίνουν κάτι που δεν μπορούμε να ξεπληρώσουμε. Το «καλό» χωρίς όρους μάς ξεγυμνώνει. Μας φέρνει αντιμέτωπους με τη δική μας απροθυμία να λειτουργήσουμε έτσι. Μας θυμίζει ότι, βαθιά μέσα μας, έχουμε σχεδόν αποδεχτεί ότι η ζωή είναι ένα διαρκές παζάρι. Και το παζάρι έχει όρους.

Ο Άγγελος δεν τους έχει. Δεν ζητά ανταπόδοση, δεν περιμένει, δεν μετρά. Και ακριβώς αυτό τον καθιστά απειλητικό. Όχι επειδή φέρνει κάτι σκοτεινό, αλλά επειδή δεν μπορούμε να το τοποθετήσουμε στο πλαίσιο που γνωρίζουμε. Ο σπόρος της αμφιβολίας φυτρώνει όχι όταν ο άλλος είναι ύποπτος, αλλά όταν εμείς δεν ξέρουμε πώς να είμαστε ανοιχτοί.

Μπαίνεις στα χωράφια του μυστηριακού και του μεταφυσικού χωρίς να τσιγκουνεύεσαι. Υπάρχει και εκεί μια μάχη με το θρησκευτικό αίσθημα. Μου άρεσε πολύ ο παπα-Ηλίας σαν χαρακτήρας και σαν αγκυροβόλι του καλού. Η πίστη σώζει ή ο εαυτός είναι και η εκκλησία μας;

Η πίστη είναι πολύ σοβαρό θέμα για να το αφήσουμε στους θεολόγους. Και πολύ εύθραυστο για να το αφήσουμε στους συγγραφείς. Όμως, αν πρέπει να διαλέξω ανάμεσα σε θεσμούς και πρόσωπα, προτιμώ τα πρόσωπα.Ο παπα-Ηλίας, λόγου χάρη, δεν είναι «ο καλός παπάς». Είναι κάποιος που αναγνωρίζει ότι η πνευματικότητα δεν είναι ιδιοκτησία αλλά ταπείνωση. Δεν είναι εξουσία αλλά ερώτηση. Και κυρίως: δεν είναι εγγύηση. Είναι διαρκές αίτημα. Η πίστη σώζει μόνο αν αναγνωρίσεις πως είναι δώρο και όχι τρόπαιο.

Από την άλλη, η μόνη εκκλησία που μπορεί να μας χωρέσει όλους είναι εκείνη που χτίζουμε κάθε φορά που στεκόμαστε απέναντι στον άλλον και δεν τον καταδικάζουμε αμέσως. Πίστη είναι, ίσως, το να συνεχίζεις να ακούς όταν πονάς.

Ένα «ήρεμο», απομονωμένο χωριό αποτελεί συχνά πυκνά τον ευσεβή πόθο για τους μιασμένους από την αστυφιλία. Στο μυθιστόρημα το εντάσσεις και αυτό σε έναν μαγνήτη παθογενειών και επικίνδυνων ιζημάτων. Η δυστοπία καραδοκεί παντού;

Η απόσταση δεν είναι λύση. Το φως δεν κατοικεί εκεί όπου δεν υπάρχουν άνθρωποι, κατοικεί εκεί όπου οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζουν με το σκοτάδι τους χωρίς να το προσκυνούν.

Το χωριό, σε αυτό το βιβλίο, δεν είναι καρικατούρα. Δεν είναι το κλασικό «κλειστό σύστημα» με τις αρχετυπικές συμπεριφορές. Είναι κάτι πιο αμείλικτο: είναι κοινότητα. Και κάθε κοινότητα φέρει μέσα της την υπόσχεση και την απειλή. Η δυστοπία καραδοκεί όταν η ασφάλεια γίνεται αυτοσκοπός. Όταν η ομοιομορφία βαφτίζεται αρετή. Όταν η αποδοχή προϋποθέτει εξηγήσεις. Δεν έχει σημασία αν βρίσκεσαι στο Παγκράτι ή στα Ζαγοροχώρια. Η απόσταση από τον εαυτό μας είναι πάντοτε ίδια.

 

Χωρίς να κάνουμε σπόιλερ, έχω την εντύπωση πως το φινάλε του βιβλίου σου θα πολώσει κόσμο. Ήσουν αδιαπραγμάτευτος για το κλείσιμο της ιστορίας σου; Είσαι φαν των αναπάντητων ερωτημάτων;

Δεν ξέρω αν είμαι φαν. Ξέρω πως, όσο γράφω, τα ερωτήματα δεν μου ζητούν απαντήσεις - μου ζητούν σιωπές.Το φινάλε ήρθε όχι σαν επιλογή αλλά σαν αναγκαιότητα. Δεν ήθελα να λύσω τον κόμπο - ήθελα να δείξω ότι υπάρχει. Πως κάποια πράγματα δεν ξεμπερδεύονται, απλώς συνεχίζουν. Ή σταματούν απότομα. Ή αφήνουν πίσω τους ένα βλέμμα που δεν φεύγει.

Ήμουν αδιαπραγμάτευτος, ναι. Όχι επειδή ήθελα να προκαλέσω, αλλά επειδή δεν άντεχα να προδώσω τη σιωπή των χαρακτήρων μου. Αν το έκλεινα με τρόπο καθησυχαστικό, θα τους πρόδιδα. Κι αυτό θα ήταν μεγαλύτερη βία από την ίδια την πλοκή. Δεν είναι εξίσωση προς επίλυση η λογοτεχνία. Δεν οφείλει να παραδώσει τελικό απολογισμό.Δεν πιστεύω στη λύση της πλοκής ως λύση του νοήματος. Ό,τι είναι ζωντανό δεν τελειώνει - συνεχίζει να πάλλεται και να διασπάται σε ό,τι ακολουθεί. Σκέφτομαι συχνά πως η ιστορία, όταν προσφέρεται πλήρης, με αρχή-μέση-τέλος, δεν παραδίδει γνώση, αλλά αναπαράγει τη λογική του εργοστασίου: ένα σχέδιο που εκπληρώνεται, μια λειτουργία που ολοκληρώνεται. Κι όμως, η εμπειρία, όπως και η ανάμνηση, δεν ακολουθεί καμία γραμμική κατασκευή. Εμφανίζεται σαν σπινθήρας μέσα στην κατασκότεινη μάζα του χρόνου.

Το φινάλε του βιβλίου μου, ή μάλλον, το σημείο εκείνο που παύει το κείμενο, δεν ζητά επιβεβαίωση ούτε συγκατάθεση. Δεν θέλησα να το «λύσω», γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε την ακύρωσή του. Στη λογοτεχνία, όπως και στην ιστορία, εκείνο που αξίζει δεν είναι η παράθεση γεγονότων, αλλά η δυνατότητα να τα διακόψεις. Να αφήσεις μέσα στο ρήγμα να ακουστεί κάτι που δεν ανήκει ούτε στο πριν ούτε στο μετά.Αν τακτοποιήσουμε την αφήγηση, δεν απαντούμε, αποφεύγουμε. Αν απαντήσουμε πλήρως, παραδινόμαστε στο φάντασμα της συνέπειας, εκεί όπου το νόημα παύει να είναι προσωπικό και γίνεται εργαλείο. Γι’ αυτό και προτιμώ το ανοικτό, το ελλειπτικό, το θραυσματικό. Αυτό που απαιτεί να σταθεί ο αναγνώστης μπροστά του όπως μπροστά σ’ ένα τοπίο ερειπωμένο, εκεί όπου το βλέμμα δεν ψάχνει λύση, αλλά αρχίζει να βλέπει.

Κάθε πραγματικό τέλος είναι ένα σημείο αναστολής. Κι η αναστολή δεν είναι αδυναμία, αλλά πράξη αντίστασης στην ψευδαίσθηση της πληρότητας.

Επειδή σήμερα που γράφω τις ερωτήσεις είναι η παγκόσμια μέρα ποίησης (21 Μαρτίου), θα ήθελες να μοιραστείς στίχους που έρχονται στον νου βλέποντας το τυπωμένο βιβλίο δίπλα σου;

Ναι. Και έρχονται σχεδόν χωρίς να τους καλέσω -  σαν να ήταν εκεί, πάντα, απλώς τώρα φανερώνονται. Είναι από τον Σεφέρη:

Το ξέρει

όποιος αγάπησε· στο φως των άλλων

ο κόσμος φθείρεται.

Αυτή η στροφή συνοψίζει, με τρόπο αδιόρατο αλλά απόλυτο, τη σχέση του Άγγελου με το παιδί, του παιδιού με το χωριό, του συγγραφέα με το βάρος της ευθύνης. Δεν μιλά για ανταλλαγή ούτε για προσφορά. Μιλά για φθορά. Για το τίμημα της αγάπης όταν εκτεθεί στο βλέμμα του κόσμου, όταν διαπεραστεί από το φως των άλλων. Το βιβλίο κινείται ακριβώς μέσα σε αυτή τη φθορά, εκεί όπου η αθωότητα πλησιάζει το απόλυτο και διαβρώνεται σιωπηλά - αφήνοντας πίσω της κάτι άυλο, αλλά ανεξίτηλο.

Ο Άγγελος δεν είναι φιγούρα παρηγοριάς. Δεν ανήκει στο φως της κοινής καλοσύνης. Δεν σώζει και δεν σώζεται. Δεν είναι κακός με την απλοϊκή σημασία, αλλά ενσωματώνει αυτό που δεν χωρά στη γλώσσα μας: το ανεξήγητο, το αναπόφευκτο, το τρομερό που δεν έρχεται με απειλή αλλά με απόλυτη ηρεμία.

Το παιδί, όμως, ξέρει. Όχι με τον νου, αλλά με την ψυχή. Δεν τρομάζει - όχι επειδή δεν αντιλαμβάνεται, αλλά επειδή δεν έχει ακόμη εκπαιδευτεί στον φόβο που εξηγεί και ταξινομεί. Η ματιά του δεν κρίνει. Είναι αποδοχή. Σαν να είχε από καιρό συμφιλιωθεί με έναν προορισμό που κανείς δεν του είχε αποκαλύψει. Και γι’ αυτό δεν ζητά διέξοδο. Στέκεται. Σαν να ήταν πάντα εκεί. Και έπειτα… αποσύρεται. Όχι με ήχο. Όχι με αποχαιρετισμό. Μόνο με μια σιωπή που μένει.

Η παρουσία του παιδιού δεν φωτίζει. Είναι μια λεπτή παύση ανάμεσα σε δύο κινήσεις. Ένα βλέμμα που διαρκεί λίγο περισσότερο απ’ όσο πρέπει. Και ύστερα χάνεται - χωρίς ίχνος, χωρίς σκιά. Μόνο ο αέρας, για λίγο, βαραίνει ανεξήγητα.

Ο στίχος του Σεφέρη επιστρέφει όχι ως σχόλιο, αλλά ως απόηχος:


Το ξέρει

όποιος αγάπησε· στο φως των άλλων

ο κόσμος φθείρεται.

 

Και ίσως αυτό να είναι το αληθινό μυστικό: ότι κάποιες μορφές, για να μείνουν αληθινές, πρέπει πρώτα να σβήσουν.Και τότε, σαν από μακριά, η φωνή του Σεφέρη ξανάρχεται όχι για να απαντήσει, αλλά για να συνοδεύσει:

Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε ν’ ανασάνεις,
ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου,
μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει.

Κι αυτό το σβήσιμο, που μοιάζει με αναχώρηση αλλά δεν δηλώνεται, αφήνει πίσω του όχι εξήγηση -  μόνο σιγή.

 

 

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Σχόλια

Culture