Τη σκηνοθετική γραμμή υπηρέτησαν με συνέπεια κι αφοσίωση δύο ηθοποιοί: η Γιοβάννα Καποδίστρια και η Τζίνα Δράκου
«Έξω από την Νάπολη κρύφτηκα σε μια συστάδα από πικροδάφνες που θέριευαν αντλώντας από τα χαλάσματα της αγροικίας.
Εκεί άλλαξα. Είχα αγοράσει ένα σκούρο αντρικό κοστούμι, ακριβώς σαν εκείνο που φορούσανε οι κομψοί νέοι της εποχής […] Φόρεσα τις δερμάτινες μπότες και διόρθωσα την καμπύλη της ασημένιας μου καδένας. Στερέωσα ένα καθρεφτάκι στα κλαδιά για να δω να βάλω πάνω στα κουρεμένα μου μαλλιά ένα αντρικό καπέλο. Η παρθένος ζωγράφος απουσίαζε, έχοντας ξεκινήσει για να επιστρέψει στην Αττική Ανατολή όπου ανήκε. Υποσχέθηκα να μην ξεχάσω τη μορφή της. Ήδη πάσχιζα να σκεφτώ ως άντρας.
[…] Κι εγώ αποφασίζοντας εκείνο το πρωί σε μια ξένη πολιτεία να δώσω εξετάσεις ως άντρας, ενδεχομένως να ζήσω έτσι λίγα χρόνια, γέννησα τον εαυτό μου ως Κανένας. […] Δεν είχα σημειώσει με ποιο όνομα θα υπέγραφα τις εξετάσεις, τις σπουδές μου, τα έργα μου, μια και το Χρυσίνη ακόμα και το Μπούκουρα ή το Μπούκουρη μεταφρασμένα στα ιταλικά, δεν διαχωρίζουν το φύλο […] Θα ζούσα εφεξής ως ένας Κανένας». (από το βραβευμένο μυθιστόρημα «Ελένη ή ο Κανένας» της Ρέας Γαλανάκη, εκδόσεις Καστανιώτη, 1998).
Είναι η στιγμή που η παράτολμη Ελένη Μπούκουρα, φλογισμένη από το πάθος για την τέχνη της, μεταμφιέζεται σε άντρα και ξανοίγεται σε νερά αχαρτογράφητα για την υπόλοιπη ζωή της. Αψηφώντας αλλά και υπερβαίνοντας τις συντηρητικές αντιλήψεις, τα κοινωνικά στερεότυπα και του τους αποκλεισμούς, που υφίστατο η γυναίκα της ανδροκρατούμενης εποχής της, διεκδικεί μέσα από την παρενδυσία την πραγμάτωση της βαθιάς της επιθυμίας, παραβιάζει το καλλιτεχνικό άβατο του καιρού της και αναδεικνύεται πρωτοπόρος.
Γεννημένη σ’ ένα οικονομικά εύρωστο οικογενειακό περιβάλλον, με έναν πατέρα ευαίσθητο και υποστηρικτικό του καλλιτεχνικού της πόθου, παρά τις αντιξοότητες που τις επεφύλαξε η νέα της ταυτότητα, η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος του 19ου αιώνα θα ζήσει το όνειρό της, σπουδάζοντας ζωγραφική στις καλύτερες ακαδημίες της Ιταλίας (Νάπολη, Ρώμη, Φλωρεντία). Θα συναντήσει τον έρωτα στο πρόσωπο του επαναστάτη Γαριβαλδινού ζωγράφου Σαβέριο Αλταμούρα και θα βιώσει τη μητρότητα τρεις φορές.
Όμως, στην πορεία η ζωή θα της δείξει και το σκληρό πρόσωπό της, ανεξέλεγκτες καταδρομές της τύχης θα επέλθουν εναντίον της, οι οποίες σε συνάρτηση με τις επιλογές της θα οδηγήσουν σε τίμημα βαρύ, όχι μόνο σε προσωπικό αλλά και σε καλλιτεχνικό επίπεδο.
Προδομένη στα αισθήματά της, θα σηκώσει το βάρος της απιστίας του άντρα της με την καλύτερή της φίλη και την εγκατάλειψη, με κορύφωση την απώλεια των δύο από τα τρία παιδιά της –της Σοφίας και του Ιωάννη –από φυματίωση σε νεαρή ηλικία. Μόνη χωρίς παραμυθία θα αποσυρθεί στο πατρικό των Σπετσών και θα παραμείνει έγκλειστη μέχρι τον θάνατό της, μακριά από τους ανθρώπους, με συντροφιά τους νεκρούς της και τις αναμνήσεις της πολυκύμαντης ζωής της.
Συντριμμένη, θα περάσει από τη λογική στην παράνοια, από τη γνώση στη μαγεία, και σε μια έκρηξη αυτοκαταστροφικότητας θα κάψει τα περισσότερα έργα της, αυτοαναιρώντας μαζί τους και την καλλιτεχνική της οντότητα που τα γέννησε. Στην αυγή του 20ου αιώνα, θα περάσει από την επίγεια ανυπαρξία στην αιωνιότητα, που προσφέρει η τέχνη ως νικήτρια της φθοράς του χρόνου.
Ο Κώστας Καποδίστριας αν και αντιμέτωπος με ένα μάλλον δυσυπότακτο μυθιστορηματικό υλικό, προϊόν της πολυδιάστατης γραφής της Ρέας Γαλανάκη, με πισωγυρίσματα στον χρόνο και το πρόσωπο της αφήγησης, αλλεπάλληλες αλλαγές της οπτικής των πραγμάτων, ανατροπές και αντιφάσεις που συνυφαίνονται στο ήθος της κεντρικής ηρωίδας αλλά και την ιδιαιτερότητα του συγγραφικού ύφους (δουλεμένο έως επιτηδευμένο λεξιλόγιο, μακροπερίοδος λόγος), κατάφερε να το δαμάσει, στήνοντας μια παράσταση δομημένη στην παρουσίαση της Ελένης σε δύο διαφορετικές ηλικίες και φάσεις της ζωής της, σκηνοθετική επινόηση που δημιούργησε μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη, ανέδειξε και φώτισε την αντινομική της προσωπικότητα.
Τη σκηνοθετική γραμμή υπηρέτησαν με συνέπεια κι αφοσίωση δύο ηθοποιοί: η Γιοβάννα Καποδίστρια και η Τζίνα Δράκου, ως Ελένη της νεότητας και της ακμής η πρώτη, ως Ελένη της ωριμότητας και της παρακμής η δεύτερη, περνώντας αβίαστα, με άνεση και φυσικότητα από το ρόλο της αφηγήτριας και την αποστασιοποίηση της τριτοπρόσωπης αφήγησης στη ζώσα ενσάρκωση του ρόλου και τον εξομολογητικό τόνο της πρωτοπρόσωπης αφήγησης.
Δυο σώματα – μορφές σε αγαστή συνέργεια και ερμηνευτικό διάλογο μεταξύ τους ανασυνέθεσαν την ολότητα της ηρωίδας, αναιρώντας τον δραματικό χρόνο και φωτίζοντας συμπληρωματικά τις αντινομίες της τραγικά πολυσύνθετης προσωπικότητάς της.
Με ένα μελαγχολικό video – art δια χειρός Γιάννη Μαρούδα να υπογραμμίζει αδιάκοπα την πολυκύμαντη ζωή της ηρωίδας και με ένα πλήθος συμβολικών αντικειμένων στο σκηνογραφικό τοπίο του Σταμάτη Χονδρογιάννη –ανακλητικών μια επώδυνης μνήμης– η παράσταση του «Θεάτρου τση Ζάκυνθος», με την ευρηματική σκηνοθεσία της και τις διεισδυτικές ερμηνείες, πέτυχε να συγκινήσει και παράλληλα να τροφοδοτήσει τη σκέψη του θεατή στο θέμα της αγωνιώδους αναζήτησης της γυναικείας ταυτότητας σε ανδροκρατούμενους καιρούς.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr