Οι Αχαιοί που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας
Ο Γεώργιος Παπανδρέου (13 Φεβρουαρίου 1888 - 1 Νοεμβρίου 1968) υπήρξε μία από τις πιο επιφανείς προσωπικότητες της νεώτερης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας. Πατέρας του Ανδρέα Παπανδρέου, του Γεωργίου Γ. Παπανδρέου (με την Κυβέλη Ανδριανού) και παππούς του Γεωργίου Α. Παπανδρέου. Διετέλεσε τρεις φορές Πρωθυπουργός της Ελλάδας (1944-1945,1963,1964-1965), Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης τα χρόνια 1950-1952 και πολλές φορές Υπουργός, με πρώτη υπουργική θητεία στην επαναστατική κυβέρνηση του 1922. Φίλος, συνεργάτης και διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Απέκτησε το προσωνύμιο «Γέρος της Δημοκρατίας».
Ο Γεώργιος Παπανδρέου γεννήθηκε ως Γεώργιος Σταυρόπουλος στο Καλέντζι Αχαΐας και ήταν το τρίτο παιδί του Πρωτοπρεσβύτερου Ανδρέα Σταυρόπουλου και της συζύγου του Παγώνας, κατά άλλους[1] γεννήθηκε στο χωριό Αγία Μαρίνα που ήταν τότε οικισμός του Καλεντζίου. Δε γνώρισε τη μητέρα του, η οποία απεβίωσε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Ο θείος του, Νικόλαος Σταυρόπουλος, ήταν Σχολάρχης Πατρών. Ξεκίνησε τις σπουδές του στο τετρατάξιο σχολείο του χωριού του και στη συνέχεια στο Σχολαρχείο της Χαλανδρίτσας. Δύο χρόνια αργότερα και αφού ο πατέρας του μετατέθηκε στην Πάτρα, γράφτηκε στο Β' Γυμνάσιο της αχαϊκής πρωτεύουσας, όπου ήδη φοιτούσε ο μεγαλύτερος αδερφός του, Νίκος. Το 1901 έχασε την αδελφή του, Μαγδαληνή, από φυματίωση σε ηλικία μόλις 19 ετών. Την ίδια χρονιά αποφάσισε μαζί με τον αδελφό του να επισημοποιήσουν το επίθετο με το οποίο ήταν άλλωστε γνωστοί: Από Γεώργιος Σταυρόπουλος έγινε Γεώργιος Παπανδρέου.
Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στο Βερολίνο, όπου και γνώρισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, προσφωνώντας τον ως πρόεδρος των Ελλήνων φοιτητών. Ο Βενιζέλος εντυπωσιάστηκε από τον νεαρό Παπανδρέου και τον διόρισε τον, το 1916, διευθυντή του Πολιτικού Γραφείου του και αργότερα την ίδια χρονιά νομάρχη στη Λέσβο. Την περίοδο 1917-1920 διετέλεσε Γενικός Διευθυντής Νήσων Αιγαίου, με ουσιαστικές αρμοδιότητες Υπουργού. Παντρεύτηκε τη Σοφία Μινέικο (κόρη του Σιγισμούνδου Μινέικο, Πολωνού αριστοκράτη, και της Περσεφόνης Μανάρη) με την οποία απέκτησε τον Ανδρέα Παπανδρέου. Κατά την πολιτική κρίση που δημιουργήθηκε με θέμα την ουδετερότητα ή την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Παπανδρέου ήταν από τους σφοδρότερους υποστηρικτές του Βενιζέλου. Όταν ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, ο Παπανδρέου τον συνόδεψε στην Κρήτη κι έπειτα πήγε στη Λέσβο, απ' όπου κινητοποίησε τους βενιζελικούς υποστηρικτές του στα νησιά εξουδετερώνοντας τους βασιλόφρονες και υποστήριξε την επαναστατική κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. Το 1921 επέζησε από μια απόπειρα δολοφονίας από φανατικούς κωνσταντινικούς, ενώ το 1922 είχε κορυφαίο ρόλο στην επανάσταση των Πλαστήρα-Γονατά που έδιωξε τον Κωνσταντίνο . Ο Παπανδρέου εκλέχτηκε βουλευτής με το Κόμμα Φιλελευθέρων του Βενιζέλου και το 1923 ο Στυλιανός Γονατάς τον διόρισε Υπουργό Εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση. Αργότερα υπηρέτησε ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας με την κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου το διάστημα 1924-1925. Η δικτατορία του Πάγκαλου τον εξόρισε. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως Υπουργός Παιδείας επί Βενιζέλου (1930-1932) και Υπουργός Συγκοινωνιών το 1933 πάλι με την κυβέρνηση Βενιζέλου. O Γεώργιος Παπανδρέου ως υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Bενιζέλου την περίοδο 1930 με 1932, θα συνδέσει το όνομά του όχι μόνο με τα 3.200 σχολεία που θα κτιστούν τότε αλλά και με μια ευρύτατη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Τα σχολεία που έκτισε του εξασφάλισαν την αγάπη του προσφυγικού στοιχείου (Πόντιοι και Μικρασιάτες). Το 1935 ίδρυσε το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Ως σταθερός υπέρμαχος της δημοκρατίας και πολέμιος του δικτατορικού καθεστώτος του Ιωάννη Μεταξά, εξορίστηκε το 1936 στην Άνδρο και στα Κύθηρα. Κατά την κατοχή της Ελλάδας από τους Γερμανούς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνελήφθη στις αρχές του 1942 από τους Ιταλούς ως εκδότης της παράνομης εφημερίδας "Ελευθερία", και φυλακίστηκε για ένα τρίμηνο στις φυλακές Αβέρωφ. Τον Ιούνιο του 1943 υποβάλλει απευθείας στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής ειδική αναφορά με χαρακτήρα διακήρυξης που προκαλεί το συμμαχικό ενδιαφέρον με τίτλο: «Η ταυτότης συμφερόντων Ελλάδος και Αγγλίας για πρώτη φορά στην ιστορία είναι απόλυτος»:
.......«Σήμερον όμως σχηματίζεται νέα μορφή του παγκοσμίου ανταγωνισμού. Δύο παγκόσμια μέτωπα διαμορφούνται: Ο Κομμουνιστικός Πανσλαβισμός και ο Φιλελεύθερος Αγγλοσαξoνισμός, και ενώ το περιεχόμενον της αντιθέσεως των κοινωνικών των καθεστώτων οσημέραι θα ελαττούται, επειδή αμφότεραι αι παρατάξεις θα συγκλίνουν προς τον Σοσιαλισμόν, θα παραμένη ως κύριον και, βαθμιαίως, ως αποκλειστικόν περιεχόμενον της αντιθέσεως το μέγα θέμα της Ελευθερίας: ατομικής, πολιτικής, ηθικής. [...] Μόνον μέσα εις την Σοσιαλιστικήν Πανευρώπην, επικουρουμένην από την ηθικήν και υλικήν δύναμιν του Φιλελευθέρου Αγγλοσαξονισμού, ημπορεί και η Ελλάς να εύρη το αίσθημα της ασφαλείας της απέναντι του καταθλιπτικού κινδύνου του Κομμουνιστικού Πανσλαβισμού» .
Στις αρχές του 1944 αποφάσισε να συνταχθεί με τη βασιλική εξόριστη κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Στις 14 Απριλίου του 1944, περίπου ένα μήνα μετά τη δημιουργία της ΠΕΕΑ, με αγγλικό πολεμικό αεροπλάνο φθάνει επειγόντως στο Κάιρο για σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, και αντικαθιστά τον Σοφοκλή Βενιζέλο που είχε διαδεχθεί τον Εμμανουήλ Τσουδερό, κατά τη μετάβαση του τελευταίου στο Λονδίνο. Τότε οργανώνει το συνέδριο του Λιβάνου τον Μάιο του 1944, στο οποίο και αποφασίστηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με συμμετοχή όλων των πολιτικών παρατάξεων υπό την πρωθυπουργία του με σκοπό την εφαρμογή του "Εθνικού Συμβολαίου". Αργότερα όμως σημειώθηκαν προστριβές και διαφωνίες με τους εκπροσώπους του ΕΑΜ που αφορούσαν κυρίως τον έλεγχο του στρατού. Τότε προέβη σε ραδιοφωνικό διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό:
.......«Εκφράζομεν την ευγνωμοσύνην μας προς την επιτροπήν των βουνών διότι εγκατέλειψεν, επιτέλους, τας υπεκφυγάς και τας προτάσεις και απεκάλυψε τους αληθινούς της σκοπούς. [...] Μας ζητούν να παραδώσωμεν την Ελλάδα: Αρνούμεθα [...] Η αποστολή μας είναι να εντάξωμεν τας οργανώσεις εις το Έθνος, όχι να υποτάξωμεν το Έθνος εις τας οργανώσεις...» .
Ο Γ. Παπανδρέου απολάμβανε της απολύτου εμπιστοσύνης των βρετανών, όσον αφορούσε στις επιδιώξεις τους για τον έλεγχο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Για το σκοπό αυτό, οι άγγλοι υποχρέωσαν σε παραίτηση το Σοφ. Βενιζέλο από την ηγεσία της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και στη θέση του, ο πιστός τους μονάρχης τοποθέτησε τον Παπανδρέου. Ο Τσώρτσιλ μάλιστα, φερόταν αποφασισμένος να τον διατηρήσει στη θέση του πρωθυπουργού πάση θυσία[6] ενώ και ο ίδιος απεύθυνε δραματική έκκληση προς τη βρετανική κυβέρνηση να αποστείλει στην Αθήνα ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, προκειμένου αυτές να αποτελέσουν ανάχωμα στο ΕΑΜ/ΕΛΑΣ Ενώ κυριαρχούσαν εντός του ΕΑΜ οι διαφωνίες μεταξύ διαλλακτικών και αδιάλλακτων, βασική επιδίωξη του Παπανδρέου ήταν η αποτροπή πάση θυσία της κατάληψης της χώρας από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ ύστερα από την αποχώρηση των Γερμανών, αλλά και η αναίμακτη μετάβαση στην ομαλότητα παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπήρχαν. Τον Οκτώβριο του 1944, αμέσως μετά τη συμφωνία της Καζέρτας (η οποία έθετε υπό συμμαχική διοίκηση του στρατηγού Ρόναλντ Σκόμπι όλες τις αντιστασιακές ομάδες και όριζε σαφώς να παρενοχλούνται οι Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους) και την απελευθέρωση, επέστρεψε στην Ελλάδα από το Σαλέρνο της Ιταλίας με το αγγλικό πολεμικό πλοίο Prince David και ανεβαίνοντας στο βράχο της Ακρόπολης ύψωσε την ελληνική σημαία. Μετά τις μάχες των Δεκεμβριανών παραιτήθηκε από πρωθυπουργός. Την ημέρα του συλλαλητηρίου , σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου, μέλη της ΟΠΛΑ προσπάθησαν να εισβάλλουν στο σπίτι του με χειροβομβίδα, αλλά απέτυχαν λόγω της αντίδρασης της φρουράς του. Ως επικεφαλής της κυβέρνησης, φέρει τη βασική ευθύνη για το αιματοκύλισμα της διαδήλωσης του ΕΑΜ στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην Πλατεία Συντάγματος, καθώς αρχικά έδωσε την άδεια για την πραγματοποίησή της και στη συνέχεια την ανακάλεσε, χωρίς να δικαιολογήσει την απόφασή του, επικαλούμενος κάποιες ασαφείς 'πληροφορίες' που υποτίθεται ότι υπήρξαν (ουδεμία ιστορική πηγή ή μαρτυρία τις επιβεβαιώνει) σύμφωνα με τις οποίες η συγκέντρωση θα ήταν ένοπλη και αποσκοπούσε στην προετοιμασία έκρηξης κομμουνιστικού κινήματος. Ως επικεφαλής μάλιστα (πολιτικός προϊστάμενος) κάθε άλλης κυβερνητικής εξουσίας, ευθύνεται (ο ίδιος ο Παπανδρέου) για την ενέργεια του αρχηγού της αστυνομίας Άγγελου Έβερτ να δώσει εντολή για την έναρξη του πυρός κατά των αόπλων διαδηλωτών και το θάνατο τουλάχιστον 33 από αυτούς, ενέργεια που επιβεβαιώνεται τόσο από τον ίδιο τον Έβερτ (ο οποίος δήλωσε πως "ήταν μια από τις σημαντικότερες αποφάσεις της ζωής μου"-παραδέχεται δηλαδή το συμβάν) όσο και από επανειλημμένες μαρτυρίες στα διάφορα ΜΜΕ του 15χρονου τότε χίτη Νικόλαου Φαρμάκη. Ο Παπανδρέου εξαφανίσθηκε από το προσκήνιο τα κρίσιμα πρώτα 24ωρα μετά την έναρξη των συγκρούσεων, εξέλιξη που ταυτίζεται απόλυτα με την επιθυμία των βρετανών να τον χρησιμοποιήσουν ως το υποχείριό τους[10], προκειμένου να εκτρέψουν τα πράγματα στα άκρα και να υποχρεώσουν το ΕΑΜ να εμπλακεί σε ένοπλη αντιπαράθεση τόσο με τις κυβερνητικές δυνάμεις, όσο και μαζί τους.
Μετά το 1946 συνέχισε την πολιτική του καριέρα ως βουλευτής Αχαΐας (προπολεμικά εκλεγόταν στη Μυτιλήνη όπου είχε διατελέσει και νομάρχης), ως αρχηγός του κόμματος Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα με το οποίο συμμετείχε στις εκλογές του 1946 και ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Εφοδιασμού, Εργασίας, Παιδείας, Δημόσιας Τάξης και Συντονισμού στις κυβερνήσεις των ετών 1946-1952. Το 1950 ίδρυσε το Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου με το οποίο συμμετείχε στις εκλογές του 1950 και 1951. Τα χρόνια 1950-1952 ήταν Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Κυβέρνησης με Πρωθυπουργούς τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Νικόλαο Πλαστήρα. Αυτή την περίοδο της Αντιπροεδρίας του δημιουργεί το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) που μέχρι σήμερα προσφέρει υποτροφίες σε Έλληνες σπουδαστές. Στις εκλογές του 1952 συνεργάστηκε με τον Ελληνικό Συναγερμό του Στρατάρχη Παπάγου, που κατήλθε στις εκλογές ως αρχηγός της συντηρητικής παράταξης, λόγω της εκτίμησης που του είχε ο Παπάγος και παρά την αντίθεση πολλών παραγόντων του Συναγερμού. Τον Απρίλιο του 1953 όμως, μετά την υποτίμηση της δραχμής από τον τότε Υπουργό Συντονισμού Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη, αποχώρησε από τον Ελληνικό Συναγερμό, επανίδρυσε το κόμμα του και το συγχώνευσε με το Κόμμα των Φιλελευθέρων, αναλαμβάνοντας συναρχηγός του τελευταίου με τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Μετά το 1953 οι βενιζελογενείς φιλελεύθερες δυνάμεις υπέφεραν από συνεχείς εσωτερικές συγκρούσεις και πολιτικό κατακερματισμό, και έφτασαν σε σημείο να πέσουν πιο κάτω και από την Αριστερά (ΕΔΑ) τα χρόνια 1958-1961.
Το 1961 ο Γεώργιος Παπανδρέου αναβίωσε τον ελληνικό φιλελευθερισμό ιδρύοντας το κόμμα Ένωση Κέντρου, ένα συνασπισμό των παλιών φιλελεύθερων βενιζελικών και απογοητευμένων συντηρητικών. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου εξασφάλισε το 1/3 των εδρών της Βουλής και αναδείχθηκε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Κατήγγειλε τα αποτελέσματα των εκλογών ως νοθευμένα, κατηγορώντας το παρακράτος για διπλοψηφίες και άλλες παρεμβάσεις, κάνοντας λόγο για εκλογές «βίας και νοθείας». Τότε ξεκίνησε πολιτικό αγώνα εναντίον της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τη διενέργεια νέων εκλογών, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ανένδοτος αγών».
Το κόμμα του κέρδισε τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου του 1963 με ποσοστό 42,04%. Έχοντας 138 έδρες σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας με τη στήριξη της Ε.Δ.Α., που είχε 28 έδρες. Ωστόσο, ο Παπανδρέου επιθυμούσε αυτοδύναμη πλειοψηφία και έτσι υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησης αμέσως μετά την εξασφάλιση ψήφου εμπιστοσύνης. Στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 η Ένωση Κέντρου κέρδισε με το 52,8% των ψήφων και 171 έδρες. Η προοδευτική πολιτική του, όπως και ο ευδιάκριτος ρόλος που έπαιζε ο γιος του, Ανδρέας, ξεσήκωσαν την αντιπολίτευση των συντηρητικών κύκλων. Ρύθμισε τα αγροτικά χρέη, πρόσφερε δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες, διπλασίασε τις βασικές αποδοχές των δικαστικών, απελευθέρωσε πολιτικούς κρατούμενους. Κυρίως όμως, συνέβαλε στο να «φυσήξει» ένας φρέσκος άνεμος πολιτικής ελευθερίας και να αναθαρρήσουν έτσι πολλοί πολίτες που ζούσαν επί χρόνια υπό τη σκιά αστυνομικών παρακολουθήσεων και εκφοβισμών. Προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο του στρατού και της αστυνομίας, παραγκωνίζοντας τους ακροδεξιούς και τους παρακρατικούς, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Παράλληλα, μείωσε τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους στις ιδέες και τα φρονήματα. Κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ότι τα οικονομικά μέτρα που εφάρμοσε ήταν εφικτά, λόγω της ανθηρής οικονομίας που είχε κληροδοτήσει η πρωθυπουργία Καραμανλή. Από την άλλη, η οκταετία Καραμανλή είχε μεν επιτύχει ανθηρά οικονομικά μεγέθη, το εισόδημα όμως των χαμηλότερων τάξεων είχε παραμείνει για χρόνια αμετάβλητο.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν από τους πιο μαχητικούς υποστηρικτές της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα ήδη από τα πρώτα του πολιτικά βήματα. Όμως στα χρόνια αμέσως μετά την Απελευθέρωση συχνά συμβούλευε τους Κύπριους ηγέτες να προσέχουν πολύ τις κινήσεις τους, όπως για παράδειγμα το 1950 σε συνάντησή του με τον δήμαρχο Λευκωσίας Θεμιστοκλή Δέρβη, καθώς η Ελλάδα χρειαζόταν όλη την οικονομική βοήθεια που ήταν σε θέση να προσφέρουν Η.Π.Α. και Μεγάλη Βρετανία. Το 1959 απέρριψε τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες δημιουργήθηκε το κράτος της Κύπρου, επειδή προέβλεπαν ανεξαρτησία και όχι ένωση με την Ελλάδα. Ως πρωθυπουργός, το 1964, μετά από επεισόδια μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων στο νησί, δεν δίστασε να στείλει μία ελληνική μεραρχία για τη διατήρηση της τάξης και την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων, την οποία μεραρχία αργότερα η Χούντα απέσυρε για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του ΝΑΤΟ, με τραγικά αποτελέσματα.
Στις 20 Ιουλίου του 1964, ο Γεώργιος Παπανδρέου ταξίδεψε στο Λονδίνο. Την επομένη, συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας σερ Άλεκ Ντάγκλας Χιουμ. Οι συνομιλίες για το Κυπριακό χαρακτηρίστηκαν από τον Τύπο άκαρπες. Ο Γ. Παπανδρέου απέρριψε και πάλι απευθείας διμερείς ελληνοτουρκικές συνομιλίες και συνάντησή του με τον Τούρκο πρωθυπουργό. Παράλληλα, πρότεινε τόσο η Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ), όσο και η αντίστοιχη τουρκική (ΤΟΥΡΔΥΚ) τεθούν υπό τον Ο.Η.Ε.. στη δε Κυπριακή Δημοκρατία να επιτραπεί να οργανώσει τις αμυντικές της δυνάμεις και να αποφασίσει για το μέλλον της.
Το Κυπριακό βρισκόταν στο επίκεντρο και των συνομιλιών που είχε ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Γεώργιος Παπανδρέου και στο Παρίσι. Και στις δύο επισκέψεις του συνοδεύτηκε, εκτός από τον υπουργό Εξωτερικών Σταύρο Κωστόπουλο, και από τον Ανδρέα Παπανδρέου, αναπληρωτή υπουργό Συντονισμού. Στο Παρίσι, ο Γ. Παπανδρέου έφτασε στις 29 Ιουλίου 1964, προερχόμενος από τη Νέα Υόρκη. Την ίδια ημέρα συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ, ο οποίος λίγο πριν είχε ενημερωθεί εκ μέρους των Η.Π.Α. από τον πρεσβευτή Μπόλεν για τις συνομιλίες του προέδρου Λίντον Τζόνσον με τον Γ. Παπανδρέου και τον Τούρκο ομόλογό του Ισμέτ Ινονού. Ο Σαρλ ντε Γκωλ δεν πρότεινε συγκεκριμένο σχέδιο επίλυσης του Κυπριακού. Ο Έλληνας πρωθυπουργός έδειξε πάντως ικανοποιημένος από τις συνομιλίες του, οι οποίες ολοκληρώθηκαν την επομένη. Συνομιλητές ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζωρζ Πομπιντού, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σταύρος Κωστόπουλος και ο Γάλλος ομόλογός του Κουβ ντε Μιρβίλ.
Στις 6 Ιανουαρίου του 1965, ο Γεώργιος Παπανδρέου προέβη σε μερικό ανασχηματισμό της κυβέρνησής του. Στις 2 και 3 Φεβρουαρίου ο Γ. Παπανδρέου είχε συνομιλίες με τον στρατάρχη Γιόσιπ Μπροζ Τίτο στο Βελιγράδι. Η επίσκεψη σκιάστηκε από απροσδόκητη δήλωση του Γιουγκοσλάβου υφυπουργού Εξωτερικών ότι υπάρχει "μακεδονική" μειονότητα στην Ελλάδα.
Κατά τη διακυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου προέκυψαν διαμάχες με τον νεαρό βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄, ο οποίος ακολουθούσε την παραδοσιακή πολιτική του Παλατιού και αναμιγνυόταν ενεργά στις υποθέσεις του στρατεύματος. Η διαφωνία τους κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 1965 και ο Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 15 Ιουλίου 1965 λόγω της άρνησης του βασιλιά να του επιτρέψει να αναλάβει την ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Αυτή υπήρξε η αρχή μιας περιόδου πολιτικής ανωμαλίας που συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, οδηγώντας τελικά στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Ο Γεώργιος Παπανδρέου επέβαλλε το 1964 ως Αρχηγό της Χωροφυλακής τον Αντιστράτηγο Σταύρο Βαλσαμάκη, παρά τις αντιδράσεις των Ανακτόρων. Επίσης, απέκτησε τον έλεγχο της ΚΥΠ εκδιώκοντας τον επί πολλά χρόνια Αρχηγό της Αλέξανδρο Νάτσινα.
Όμως υπήρξαν και συμβιβασμοί. Είναι σαφές ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1964 προτιμούσε ως Αρχηγό του ΓΕΣ τον διακεκριμένο στρατηγό Σιαπκαρά, αλλά μετά την αλλαγή Αρχηγών σε Χωροφυλακή και ΚΥΠ που είχε κατορθώσει να πραγματοποιήσει, δεν ήθελε να τραβήξει τελείως το σκοινί. Η επιλογή τελικά του φιλοβασιλικού στρατηγού Γεννηματά, αλλά και η επιλογή ως υπουργού Άμυνας του Πέτρου Γαρουφαλιά, έδειχνε ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε επιλέξει έναν περίπλοκο συνδυασμό "μαστίγιου και καρότου" στη σχέση της με τα ανάκτορα. Παρ' όλη τη βούληση για συμβιβασμό της ΕΚ, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας προχωρεί σε μια σειρά από μεταθέσεις αντι-παπανδρεϊκών αξιωματικών μακριά από την Αθήνα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους αξιωματικούς ήταν οι μετέπειτα πρωταίτιοι της Χούντας των Συνταγματαρχών. Το Παλάτι αντιδρά και θεωρεί ότι πρόκειται για πολιτικές διώξεις. Παράλληλα, η πολιτική σκηνή χαρακτηρίζεται από μεγάλη οξύτητα (προϊόν περισσότερο του "ανένδοτου αγώνα" και των ανακρίσεων για το σχέδιο Περικλής), ενώ ταυτόχρονα το Κυπριακό βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Η ΕΚ ήταν εξ αρχής σε βαθύ διχασμό, η δε άνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου έκανε την κατάσταση ακόμα πιο δραματική, την οποία επιβάρυνε και ο ακραίος τρόπος λειτουργίας του τύπου. Μέσα σ' αυτό το κλίμα ξεσπάει η Υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και οι κατηγορούμενοι για το "σχέδιο Περικλής" βρίσκουν την πρόφαση για αντεπίθεση. Η κρίση πλέον γύρω από τον έλεγχο του στρατού βγαίνει εκτός ελέγχου. Το Παλάτι προσπαθεί, στηριζόμενο στην υπόθεση "Ασπίδα", να πάρει τη ρεβάνς και τον έλεγχο του στρατού. Αυτή τη φορά ο Γεώργιος Παπανδρέου δεν επαναλαμβάνει τον συμβιβασμό Γεννηματά και απαιτεί τον απόλυτο έλεγχο του στρατού. Τελικά επέρχεται στην κρίση του Ιουλίου του 1965, όταν ο Κωνσταντίνος αρνείται το δικαίωμα στον Πρωθυπουργό να αναλάβει Υπουργός Εθνικής Άμυνας. Η συνταγματική και πολιτειακή κρίση είναι πλέον γεγονός.
Όταν έγινε η αποστασία, ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα με υπουργούς βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που αποστάτησαν. Η νέα κυβέρνηση όμως δεν είχε πλειοψηφία στη Βουλή, οπότε σχηματίστηκε άλλη κυβέρνηση υπό τον Ηλία Τσιριμώκο, η οποία επίσης καταψηφίστηκε. Τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1965 η νέα κυβέρνηση υπό τον Στέφανο Στεφανόπουλο κατάφερε να πάρει ισχνή ψήφο εμπιστοσύνης, ενώ ο Παπανδρέου είχε κηρύξει τον δεύτερο "ανένδοτο" αγώνα. Το 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, στις 21 Απριλίου αξιωματικοί του στρατού υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα και καθ' υπόδειξή τους την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Η επταετής περίοδος που ακολούθησε έγινε γνωστή ως η Χούντα των Συνταγματαρχών.
Ο Γ. Παπανδρέου τέθηκε σε περιορισμό στο σπίτι του στο Καστρί, όπου και πέθανε το 1968. Η κηδεία του από τη Μητρόπολη της Αθήνας αποτέλεσε ορόσημο στον αντιδικτατορικό αγώνα, καθώς συγκέντρωσε πλήθος λαού και έγινε αφορμή για την πρώτη μαζική λαϊκή διαμαρτυρία κατά της δικτατορίας.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Πάτρα, 13 Δεκεμβρίου 1902 – Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 1986) υπήρξε Έλληνας φιλόσοφος, πολιτικός και ακαδημαϊκός. Ανέλαβε για δύο σύντομες θητείες την προεδρία ελληνικών κυβερνήσεων το 1945 και το 1967. Η παρουσία του στη νεοελληνική γραμματεία και φιλοσοφία και η ταυτόχρονη ενασχόλησή του με την πολιτική τον ανέδειξε ως ιδιαίτερο φαινόμενο του σύγχρονου ελληνικού πολιτικού βίου ενώ η μετριοπάθεια, η αυτοκριτική του διάθεση και το ήθος του συνέτειναν, ειδικότερα μετά τη Μεταπολίτευση, στην απόδοση του τίτλου του "Νέστορα" της ελληνικής πολιτικής από ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων.
Γεννήθηκε το 1902 στην Πάτρα και γονείς του ήταν ο φαρμακοποιός Κανέλλος Κανελλόπουλος και η Αμαλία Κανελλοπούλου, το γένος Γούναρη, αδελφή του μετέπειτα πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη. Εκτός από τον Παναγιώτη η οικογένεια είχε άλλα δύο παιδιά, τον Αναστάσιο και τη Μαρία.
Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Α' Γυμνάσιο Πατρών εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1919. Ακολούθως φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης από το 1920 έως το 1923, όπου και αναγορεύτηκε διδάκτωρ του Δικαίου, και στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μονάχου.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και το 1925 μετά από δημοσίευση της πρώτης κοινωνιολογικής του πραγματείας στο "Αρχείον των Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών" του Δημητρίου Καλλιτσουνάκη και με πρόταση του τελευταίου, του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και του Αριστοτέλη Σίδερη διετέλεσε μέλος της Εταιρείας Κοινωνικών Επιστημών. Λόγω της αντιβενιζελικής οικογενειακής παράδοσης μέχρι το 1926 έμεινε μακριά από τον πολιτικό στίβο, εξαιτίας των διαδοχικών βενιζελικών κυβερνήσεων. Το 1926 ανέλαβε καθήκοντα Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Ζαΐμη, ενώ τρία χρόνια αργότερα, το 1929, ανέλαβε υφηγητής της έκτακτης αυτοτελούς έδρας της Κοινωνιολογίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (ο νεότερος μέχρι τότε πανεπιστημιακός).
Το 1929 πήρε μέρος από κοινού με τους Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, Κωνσταντίνο Τσάτσο και Μιχάλη Τσαμαδό στην ίδρυση και σύνταξη του περιοδικού "Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας των Επιστημών". Το 1932 διορίστηκε Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, αλλά παραιτήθηκε για να υποβάλει υποψηφιότητα στην έδρα της Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον Ιανουάριο του 1933 εξελέγη καθηγητής και το 1934 εξελέγη πρόεδρος του νεοσύστατου Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.).
Το 1935, μετά το στρατιωτικό κίνημα του στρατηγού Κονδύλη, δημοσίευσε σειρά άρθρων υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας στην εφημερίδα "Ακρόπολις" ενώ μετά την έλευση του Γεωργίου Β΄ απομακρύνθηκε από την πανεπιστημιακή του έδρα και το Ι.Κ.Α. κατόπιν της άρνησής του να ορκιστεί πίστη στο βασιλιά. Στις 15 Δεκεμβρίου ίδρυσε το "Εθνικόν Ενωτικόν Κόμμα" και έλαβε μέρος στις εκλογές του Ιανουαρίου του 1936, σε συνεργασία με τον βενιζελικό στρατηγό Αλέξανδρο Μαζαράκη – Αινιάν, με σύνθημα τον τερματισμό του διχασμού αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, απηύθυνε υπόμνημα διαμαρτυρίας στον Γεώργιο Β' και στις 7 Φεβρουαρίου 1937 συνελήφθη και εκτοπίστηκε στην Κύθνο και έπειτα στη Θάσο και την Κάρυστο. Η κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου τον βρήκε εξόριστο και ζήτησε άμεσα να στρατευθεί. Έτσι το Νοέμβριο εντάχθηκε ως οπλίτης στη 13η Μεραρχία Αρχιπελάγους στην πρώτη γραμμή (Πόγραδετς - Κορυτσά).
Μετά τη συνθηκολόγηση επέστρεψε στην Αθήνα και την περίοδο της ναζιστικής κατοχής ίδρυσε την αντιστασιακή ομάδα "Στρατιά των σκλαβωμένων νικητών", η οποία μετεξελίχθηκε στην Π.Ε.Α.Ν. (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων) , στην οποία υπήρξε ηγετικό στέλεχος.Το Φεβρουάριο του 1942 οι κατοχικές αρχές αντιλήφθηκαν τη δράση του και προσπάθησαν να τον συλλάβουν ενώ καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο από ιταλικό στρατοδικείο. Στις 31 Μαρτίου διέφυγε, μυστικά, μαζί με τη σύζυγό του Θεανώ Πουλικάκου στην Ερυθραία της Μικράς Ασίας από όπου μετέβη στην έδρα της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, στο Κάιρο. Εκεί διορίστηκε Αντιπρόεδρος και Υπουργός Εθνικής Αμύνης της Κυβέρνησης Εμμανουήλ Τσουδερού. Χάρη στην ενθουσιώδη δράση του Κανελλόπουλου, καταπολεμήθηκε η απάθεια των Ελληνικών στρατευμάτων και τον Οκτώβριο η 1η ταξιαρχία του ΒΕΣΜΑ συμμετείχε στη μάχη του Ελ Αλαμέιν.
Το Μάρτιο του 1943 εκδηλώθηκε κίνημα στις τάξεις των Ελληνικών Ταξιαρχιών της Βηρυτού και ο Κανελλόπουλος προσπάθησε να αποκαταστήσει την τάξη με συναινετικούς χειρισμούς χωρίς να διστάσει να έρθει σε προστριβή ακόμα και με το βασιλιά. Στις 21 Ιανουαρίου 1943 ενθάρρυνε τους Έλληνες σε ραδιοφωνικό του μήνυμα, που μεταδόθηκε από το BBC, δηλώνοντας ότι η εξόριστη κυβέρνηση θα παραιτηθεί αμέσως μόλις ελευθερωθεί η Ελλάδα, για να σχηματιστεί μια κυβέρνηση από όλες τις πολιτικές δυνάμεις και τις αντιστασιακές οργανώσεις, για να αρχίσει το έργο της ανοικοδόμησης. Σχετικά με τις αντιδράσεις του βασιλιά για το μήνυμα ο Κανελλόπουλος υποστήριξε ότι η κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει το έργο της μέχρι την απελευθέρωση αγνοώντας τις επιθυμίες του ανώτατου άρχοντα.
Στις 5 Μαρτίου ο Κανελλόπουλος επισήμανε στον πρωθυπουργό Τσουδερό ότι κύρια αιτία για την επικίνδυνη κατάσταση στο στράτευμα είναι οι αμφιβολίες ως προς την πρόθεση της κυβέρνησης να προκηρύξει δημοψήφισμα για το πολίτευμα μετά την απελευθέρωση και πριν την επιστροφή του βασιλιά στην Ελλάδα. Παράλληλα χαρακτήρισε ανταρσία τον τρόπο που τέθηκε το ζήτημα από τους δημοκρατικούς στρατιώτες. Ο Κανελλόπουλος κατέβαλε προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης ζητώντας και την ηθική βοήθεια των Άγγλων, οι προσπάθειές του όμως απέτυχαν, ενώ σε κάποια επίσκεψή του σε στρατόπεδο απειλήθηκε με λιθοβολισμό από στρατιώτες. Στις 10 Μαρτίου ο Τσουδερός έκανε τελικά τα εντελώς αντίθετα από αυτά που του πρότεινε ο υπουργός του: ανακοίνωσε την παραίτηση του Κανελλόπουλου και εξέδωσε ημερήσια διαταγή που διακήρυσσε πίστη στο βασιλιά. Ο Κανελλόπουλος συνέχισε και μετά την παραίτησή του να εργάζεται για την εθνική συμφιλίωση προειδοποιώντας ότι αν δε δηλώσει επίσημα ο βασιλιάς και η κυβέρνηση πως θα προκηρυχθεί δημοψήφισμα για το πολιτειακό μετά την απελευθέρωση, δεν πρόκειται να επέλθει ηρεμία στο στράτευμα, αντίθετα η Ελλάδα θα καταλήξει σε εμφύλιο πόλεμο.
Παρόλα αυτά ο Κανελλόπουλος έχει αποκτήσει αρκετούς αυστηρούς επικριτές, ακόμα και εχθρούς εξαιτίας των λεγομένων και των πράξεών του στην πολιτική σταδιοδρομία του, ιδιαίτερα στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Στην πρώτη του συνάντηση με τον στρατηγό Τζέιμς Βαν Φλιτ, θέλοντας να τον καλωσορίσει του είπε " Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας", εννοώντας τον Εθνικό Στρατό.Επίσης, σφοδρές αντιδράσεις είχαν προκαλέσει οι δηλώσεις του σχετικά με τα στρατόπεδα όπου κρατούνταν οι κομμουνιστές, αποκαλώντας την Μακρόνησο ως " Νέο Παρθενώνα. Μερικοί ωστόσο αμφισβητούν την ακρίβεια της εν λόγω δήλωσης. Πάντως σύμφωνα με ιστορικές πηγές ο Κανελλόπουλος στην αυτοκριτική του είχε μετανιώσει για τις δηλώσεις αυτές.
Από τις 17 έως τις 20 Μαΐου 1944 έλαβε χώρα το Συνέδριο του Λιβάνου, στο οποίο συμμετείχε ο Κανελλόπουλος, με βασικούς σκοπούς το σχηματισμό Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, τον αφοπλισμό και την ενοποίηση των αντιστασιακών δυνάμεων. Στις 2 Ιουνίου ορκίστηκε το δεύτερο κλιμάκιο υπουργών της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, που συμπεριλάμβανε τους Π. Κανελλόπουλο, Κ. Τσάτσο, Γ. Καρτάλη και Ι. Θεοτόκη. Στην Κυβέρνηση Παπανδρέου αρχικά ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του Υπουργού Οικονομικών και Ανασυγκροτήσεως ενώ στις 19 Ιουλίου του ανατέθηκε προσωρινά η Διεύθυνση του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας ως προς το οικονομικό ζήτημα. Στις 2 Σεπτεμβρίου ανέλαβε Υπουργός Ναυτικών και στις 27 του ίδιου μήνα μετέβη ως πληρεξούσιος της Κυβέρνησης στην Καλαμάτα, την Τρίπολη και την Πάτρα με στόχο την κατάπαυση των εμφύλιων συγκρούσεων.
Από την πόλη Καβα Ντεϊ Τιρρένι (Cava dei Tirreni) της Ιταλίας όπου έδρευε προσωρινά η Κυβέρνηση κατέφθασε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου μαζί με τα άλλα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Στη νέα Κυβέρνηση Παπανδρέου στις 23 Οκτωβρίου διορίστηκε Υπουργός Ναυτικών και προσωρινά Παιδείας και στις 12 Δεκεμβρίου μετά την παραίτηση του Αλεξάνδρου Σβώλου (2 Δεκεμβρίου) ανέλαβε και χρέη Υπουργού Οικονομικών. Τα γεγονότα του Δεκεμβρίου του 1944 οδήγησαν σε παραίτηση της Κυβέρνησης στις 3 Ιανουαρίου 1945.
Την 1η Νοεμβρίου 1945, μετά και την παραίτηση της Κυβέρνησης του Αρχιεπισκόπου Αντιβασιλέα Δαμασκηνού, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανέλαβε τη συγκρότηση Κυβέρνησης. Σε αυτήν ο ίδιος εκτός από τη θέση του Πρωθυπουργού κατείχε τα χαρτοφυλάκια των Υπουργείων Ναυτικών και Εξωτερικών. Η παρεμβατικότητα της Βρετανίας στην ελληνική πολιτική σκηνή με την αποστολή του Υφυπουργού των Εξωτερικών Έκτορα Μακ Νηλ (Hector MacNeil), ο οποίος διατύπωσε σειρά προτάσεων και άσκησε πίεση για την διενέργεια εκλογών πριν τον Μάρτιο του 1946, ανάγκασε τον Κανελλόπουλο σε παραίτηση στις 22 Νοεμβρίου, είκοσι-μία μόλις μέρες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας.
Στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 συνεργάστηκε με τους Σοφοκλή Βενιζέλο και Γεώργιο Παπανδρέου συγκροτώντας την Εθνικήν Πολιτικήν Ένωσιν, η οποία έλαβε ποσοστό 19,3% και κατέλαβε τη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Συμμετείχε στην Κυβέρνηση του Παναγιώτη Πουλίτσα (4 Απριλίου – 18 Απριλίου 1946) ως υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου και στην Κυβέρνηση συνασπισμού του Δημητρίου Μαξίμου (24 Ιανουαρίου – 29 Αυγούστου 1947) ως Υπουργός Ναυτικών και προσωρινά Δημοσίας Τάξεως. Στις 20 Ιανουαρίου 1949 ορκίστηκε Υπουργός των Στρατιωτικών στην τρίτη κατά σειρά Κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, θέση την οποία διατήρησε στον επόμενο ανασχηματισμό αλλά και μετά το θάνατο του Σοφούλη και την ανάληψη της προεδρίας της Κυβέρνησης από τον Αλέξανδρο Διομήδη.
Στον Κανελλόπουλο αποδίδεται ο χαρακτηρισμός του στρατοπέδου συγκέντρωσης της Μακρονήσου ως «Νέου Παρθενώνα». Μεταγενέστερα, σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» το 1983 ο Κανελλόπουλος αρνήθηκε ότι ήταν υπεύθυνος γι' αυτόν τον «απαράδεκτο χαρακτηρισμό». Ο Κανελλόπουλος είχε κάνει πλήθος δηλώσεων με τις οποίες εγκωμίαζε το στρατόπεδο της Μακρονήσου π.χ. ως «δείγμα ελληνικού πολιτισμού», αλλά, ενώ οι εξόριστοι της εποχής αναφέρονται γενικά στις μαρτυρίες τους στη δήλωση αυτή ως γεγονός, δίχως να προσδιορίζουν τη συγκυρία στην οποία ειπώθηκε, ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός δεν έχει εντοπιστεί στις εφημερίδες ή άλλες πηγές της εποχής.
Στις εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου 1950 συνεργάστηκε ως αρχηγός του Εθνικού Ενωτικού Κόμματος με το Μέτωπον Εθνικής Αναδημιουργίας, που συγκέντρωσε ποσοστό 5,3%. Η αδυναμία του πρώτου σε δύναμη Λαϊκού Κόμματος του Π. Τσαλδάρη να σχηματίσει κυβέρνηση ανάγκασε τον Βασιλέα να δώσει διερευνητική εντολή στον Σοφοκλή Βενιζέλο, ηγέτη του δεύτερου σε έδρες Κόμματος των Φιλελευθέρων. Έτσι την 23η Μαρτίου 1950 συγκροτήθηκε Κυβέρνηση υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο με τη στήριξη του Λαϊκού Κόμματος και του Μετώπου Εθνικής Αναδημιουργίας, στην οποία ο Κανελλόπουλος διορίστηκε Αντιπρόεδρός και Υπουργός Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας.
Την 6η Αυγούστου 1951 ο Στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος ίδρυσε τον Ελληνικό Συναγερμό, στον οποίο προσχώρησαν οι συναρχηγοί του Λαϊκού Ενωτικού Μετώπου Στέφανος Στεφανόπουλος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Παρά την επικράτηση του Συναγερμού στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου του 1951, ο Παπάγος δε διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία ώστε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο Νικόλαος Πλαστήρας. Ένα χρόνο αργότερα προκηρύχθηκαν και πάλι εκλογές για τη 16η Νοεμβρίου 1952, στις οποίες ο Ελληνικός Συναγερμός κατέκτησε ποσοστό 49,22% και για πρώτη φορά μεταπολεμικά σχηματίστηκε αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση. Σε αυτήν (Κυβέρνηση Παπάγου) ο Κανελλόπουλος ανέλαβε αρχικά καθήκοντα Υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου ενώ στις 4 Δεκεμβρίου 1952 διορίστηκε Υπουργός Εθνικής Αμύνης. Στις 15 Δεκεμβρίου 1954 ο Παπάγος προχώρησε σε ριζικό ανασχηματισμό θεσμοθετώντας δύο θέσεις Αντιπροέδρων, που κατέλαβαν ο Κανελλόπουλος και ο Στέφανος Στεφανόπουλος, εμφανιζόμενοι έτσι ως πιθανότεροι διάδοχοι του ασθενούς ήδη Πρωθυπουργού. Παρά τις προβλέψεις, όμως, μετά το θάνατο του Στρατάρχη το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ επέβαλε στη θέση του Πρωθυπουργού τον μέχρι τότε Υπουργό Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων Κ. Καραμανλή.
Η διάλυση του Ελληνικού Συναγερμού και η ουσιαστική μετατροπή του στην Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση (Ε.Ρ.Ε.) με αρχηγό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή οδήγησαν στη συνεργασία του Κανελλόπουλου με το νεότευκτο πολιτικό σχηματισμό για δύο εκλογικές αναμετρήσεις (1956, 1958) ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος. Στις 5 Ιανουαρίου 1959 προσχώρησε στην Ε.Ρ.Ε. και διορίστηκε Αντιπρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου, θέση στην οποία παρέμεινε και μετά τη νίκη του κόμματος στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961. Η κρίση των σχέσεων Καραμανλή – Ανακτόρων κατέληξε στην παραίτηση του πρώτου από την πρωθυπουργία (11 Ιουνίου 1963) και την ανάθεση της διοίκησης της Ε.Ρ.Ε. σε τριμελή επιτροπή, απαρτιζόμενης από τους Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Κωνσταντίνο Ροδόπουλο και Παναγή Παπαληγούρα, κατά το διάστημα της παραμονής του στο εξωτερικό. Οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 1963 έφεραν την Ε.Ρ.Ε. δεύτερη σε πλειοψηφική δύναμη με ποσοστό 39,4% ακολουθώντας την Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Κ. Καραμανλής παραιτείται πλέον οριστικά από τη θέση του προέδρου του κόμματος και τον διαδέχεται ο Π. Κανελλόπουλος. Ο Γεώργιος Παπανδρέου σχημάτισε βραχύβια κυβέρνηση αποσκοπώντας στην ταχεία διενέργεια εκλογών με σκοπό την άνετη κοινοβουλευτική του επικράτηση. Όντως στην εκλογική αναμέτρηση της 16ης Φεβρουαρίου 1964 η δύναμη της Ε.Ρ.Ε. συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο και σε συνεργασία με το Κόμμα των Προοδευτικών του Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη συγκέντρωσε ποσοστό 35,3% έναντι 52,7% της Ε.Κ.
Η τεταμένη πολιτική κατάσταση συνέχισε να οξύνεται και μετά το σχηματισμό της δεύτερης κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου με τις παραπομπές κυβερνητικών στελεχών της Ε.Ρ.Ε. σε ειδικά δικαστήρια και την αναφύηση υποθέσεων στρατιωτικών συνωμοσιών (Ι.Δ.Ε.Α. και ΑΣΠΙΔΑ). Ο Κανελλόπουλος άσκησε δριμία αντιπολίτευση, υιοθετώντας ορισμένες φορές ακραίες συμπεριφορές και εκφράσεις, αναντίστοιχες προς το προσωπικό του πολιτικό ύφος. Μετά τα Ιουλιανά και τη δημιουργία κυβερνήσεων από αποσκιρτήσαντα στελέχη της Ε.Κ. η Ε.Ρ.Ε. στήριξε τις τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις Γ. Αθανασιάδη - Νόβα, Η. Τσιριμώκου και Στ. Στεφανόπουλου.
Κατόπιν μυστικής συμφωνίας το Δεκέμβριο του 1966 μεταξύ Κανελλόπουλου και Παπανδρέου για τη διεξαγωγή εκλογών, η Ε.Ρ.Ε. απέσυρε την κοινοβουλευτική της στήριξη από την Κυβέρνηση Στεφανόπουλου με αποτέλεσμα την παραίτησή της την 22α Δεκεμβρίου 1966. Η συμφωνία των πολιτικών ηγετών προέβλεπε τη διενέργεια εκλογών με το σύστημα της απλής αναλογικής και την εντολή σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης ανέλαβε με τη συναίνεση των δύο μεγάλων κομμάτων ο υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας Ιωάννης Παρασκευόπουλος. Όμως στις 3 Απριλίου 1967 η διακομματική συναίνεση κατέρρευσε λόγω της διαφωνίας Ε.Ρ.Ε. και Ε.Κ. για τη διατήρηση ή μη της βουλευτικής ασυλίας μετά τη διάλυση της Βουλής.
Ο τότε ανώτατος άρχοντας Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄ ανέθεσε το σχηματισμό κυβέρνησης στον Κανελλόπουλο, πράξη που προκάλεσε την αντίδραση όλων των πολιτικών δυνάμεων, πλην της Ε.Ρ.Ε., εξαιτίας της ανακολουθίας της με το τελευταίο εκλογικό αποτέλεσμα. Ο Κανελλόπουλος σχημάτισε κυβέρνηση[13] αλλά δεν κατάφερε να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, η οποία διαλύθηκε στις 14 Απριλίου 1967 με σκοπό τη διενέργεια εκλογών στις 28 Μαΐου. Τα ξημερώματα της 20ης προς 21η Απριλίου 1967 ομάδα συνωμοτών αξιωματικών με επικεφαλής την τριανδρία Γεωργίου Παπαδόπουλου, Στυλιανού Παττακού και Νικολάου Μακαρέζου κατέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμα και εγκαθίδρυσε δικτατορία. Η πολιτική ηγεσία φυλακίστηκε με πρώτο τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος έτσι κατέστη ο τελευταίος Πρωθυπουργός της προδικτατορικής περιόδου.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στάθηκε απέναντι από το καθεστώς ασκώντας οξεία πολεμική και βοηθώντας αντιστασιακές ομάδες ή μεμονωμένους αντικαθεστωτικούς πολίτες, που διώκονταν. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1967 μοίρασε στους ξένους ανταποκριτές δήλωσή του ενάντια στη δικτατορία, που αναμεταδόθηκε από ξένους ραδιοσταθμούς, με αποτέλεσμα δύο μέρες αργότερα να τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό. Παρά το γεγονός αυτό αρνήθηκε την πρόταση φίλων του να μεταβή στο εξωτερικό προκειμένου να είναι περισσότερο ασφαλής. Επιπλέον στάθηκε αντιμέτωπος στην προσπάθεια της Χούντας να πολιτικοποιήσει το καθεστώς με την Κυβέρνηση Μαρκεζίνη και προσπάθησε να βοηθήσει στην οργάνωση του φοιτητικού κινήματος.
Όταν μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο οι στρατιωτικοί αποφάσισαν την παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς, στη σύσκεψη, που έγινε με παρουσία διακεκριμένων πολιτικών στελεχών στις 23 Ιουλίου 1974 αποφασίστηκε ο σχηματισμός Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με Πρωθυπουργό τον Κανελλόπουλο και Αντιπρόεδρο τον Γεώργιο Μαύρο. Λίγο αργότερα, όμως, με παρέμβαση του Ναυάρχου Πέτρου Αραπάκη και του Ευάγγελου Αβέρωφ προς τους στρατιωτικούς, εκλήθη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το Παρίσι προκειμένου να τεθή επικεφαλής της Κυβέρνησης.
Μεταπολιτευτικά ο Π. Κανελλόπουλος εξελέγη δύο φορές ανεξάρτητος βουλευτής συνεργαζόμενος με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας το 1977 και το 1981. Το 1980 προτάθηκε, παρά τη θέλησή του, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Υπήρξε ο μοναδικός βουλευτής της Ν.Δ. που το 1982, όταν ψηφιζόταν νομοσχέδιο για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, περιλαμβανομένων σε αυτή οργανώσεων όπως το Ε.Α.Μ. – Ε.Λ.Α.Σ., παρέμεινε στη αίθουσα του Κοινοβουλίου και ψήφισε υπέρ της κύρωσής του, αποδεικνύοντας έτσι τη διάθεσή του για εθνική συμφιλίωση και επούλωση των διχαστικών τραυμάτων του παρελθόντος. Το 1985 δέχτηκε πρόταση από τον τότε Πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου να αναλάβει την Προεδρία της Δημοκρατίας αλλά αρνήθηκε επιθυμώντας να παραμείνει πιστός στις πολιτικές του καταβολές. Το ίδιο έτος με την επιβολή ορίου ηλικίας από τη Ν.Δ. για την κάθοδο βουλευτών στις εκλογές αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τον πολιτικό στίβο. Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα στις 11 Σεπτεμβρίου 1986 από καρδιακή ανακοπή.
Η πνευματική προσφορά του Παναγιώτη Κανελλόπουλου καλύπτει χώρους όπως η φιλοσοφία, η ιστορία της τέχνης, το κοινωνιολογικό δοκίμιο και η ιστορία του πνεύματος. Υπήρξε κεντρική μορφή του κινήματος του σύγχρονου ελληνικού φιλελευθερισμού προσπαθώντας το συγκερασμό του φιλελεύθερου κοινωνικού μοντέλου με σοσιαλιστικές αρχές όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και ο κρατικός παρεμβατισμός. Έβλεπε την προοπτική της Ελλάδας, πριν ακόμα το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ευρωπαϊκή διάσταση και ως εκ τούτου υπήρξε ένας πρώιμος ευρωπαϊστής. Επιπλέον συνέβαλε στη μελέτη του ευρωπαϊκού πολιτισμού με την κοπιώδη συγγραφή της ενδεκάτομης "Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος" έργο για το οποίο ο άγγλος συγγραφέας Chris Woodhouse έγραψε στους Times του Λονδίνου: "Η Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος, έργο του πολύ μεγάλου Ευρωπαίου Παναγιώτη Κανελλόπουλου είναι έργο ασυναγώνιστο. Και ασυναγώνιστο όπως είναι, είναι πολύ λιγότερο πιθανό να αναληφθεί από ένα δυτικό ιστορικό παρά από ένα Έλληνα με πανευρωπαϊκή συγκρότηση, πνευματική και ψυχική, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος."
Δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Το 1957 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το Αριστείο Γραμμάτων για το έργο του "Γεννήθηκα το 1402" και το 1959 εξελέγη ισόβιο μέλος της. Το 1976 τιμήθηκε από τη βρετανική Βουλή των Λόρδων για την πανευρωπαϊκή του συγκρότηση και το 1982 του απονεμήθηκε το μετάλλιο Γκαίτε. Τέλος το 1979 εξελέγη ξένος εταίρος της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είχε τιμηθεί από τον Βασιλέα Παύλο και τον Βασιλέα Κωνσταντίνο Β' καθώς και με 16 ακόμη ελληνικά και ξένα ανώτατα παράσημα και διακρίσεις. Μιλούσε Γερμανικά, Γαλλικά και Αγγλικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδού Ξενοκράτους).
Ο Κωνσταντίνος Γεωργακόπουλος γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 26 Δεκεμβρίου 1890. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και υπηρέτησε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους ως έφεδρος αξιωματικός. Το 1915 κατετάγη στο Σώμα της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης με το βαθμό του λοχαγού («κατ' εκλογήν»). Το 1923 αποστρατεύτηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη και δικηγόρησε στην Αθήνα («Παρ' Αρείω Πάγω και Συμβουλίω Επικρατείας») μέχρι το 1951. Το 1928 πολιτεύθηκε με το Λαϊκό κόμμα και το 1935 διορίστηκε υφυπουργός «παρά τω πρωθυπουργώ» στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Διατήρησε τη θέση του και όταν ανέλαβε ο Ιωάννης Μεταξάς (13 Απριλίου 1936) μέχρι τις 6 Αυγούστου, οπότε διορίστηκε υπουργός Παιδείας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου (Κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά). Το 1938 (25 Νοεμβρίου) διαφώνησε με τον Μεταξά και παραιτήθηκε από υπουργός. Διετέλεσε υπηρεσιακός πρωθυπουργός από τις 3 Μαρτίου έως τις 17 Μαΐου 1958 και διεξήγαγε τις εκλογές της 11ης Μαΐου που ανέδειξαν νικητή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και Αξιωματική Αντιπολίτευση την ΕΔΑ. Από το 1948 μέχρι τον θάνατό του ήταν Πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Συμμετείχε σε πολλά ΔΣ οργανισμών και είχε τιμηθεί με πολλά παράσημα και μετάλλια. Απεβίωσε στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου του 1973.
Παρόλο που γεννήθηκε στην Τρίπολη ,μεγάλωσε και έζησε στην Πάτρα για μεγάλο μέρος της ζωής του και θεωρείται ''Πατρινός''
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr