Την διαβάσαμε στο facebook
Μία ιδιαίτερα συγκινητική ιστορία μοιράστηκε ένας χρήστης του facebook. Πρόκειται για τη γνωριμία και τη συνάντηση ενός ιερέα με μία ηλικιωμένη τρανς.
«Με έλιωσε, ένα με τα πατώματα με έκανε…
Φίλος πρώην ιερέας. Δημοσιεύω την ιστορία με την άδειά του.» γράφει στην ανάρτηση του.
Τον πρώτο καιρό που χειροτονήθηκα ήμουν σ’ ένα νησί που ήτανε από το σπίτι μου μακριά. Ένας φίλος γκέι ακτιβιστής είχε κάνει μίαν ανάρτηση στο φέις μπουκ για μια γριά τρανς που βρισκόταν σε μια πόλη που απ’ το νησί που ήμουν ήτανε με το καράβι και τ’ αμάξι απόσταση τέσσερις περίπου ώρες. Είχε γράψει λοιπόν ο Στρατής ότι “στη φωτογραφία που βλέπετε είναι η τάδε τρανς. Είναι άρρωστη με καρκίνο κι αυτό είναι το τηλέφωνό της. Όποιος θέλει να την πάρει τηλέφωνο να της κάνει λίγη παρέα, δεν έχει κανέναν”.
Είχα γυρίσει απ’ την εκκλησία που μέσα ‘κει αισθανόμουν άχρηστος πολύ, αφού σταύρωνα φανέλες τουριστών για ώρες πάνω στα ιερά κόκαλα. Βλέπω την ανάρτηση και λέω στον εαυτό μου “αν δεν πάρεις εσύ που ακολουθείς τον Ιησού, τότε τηλέφωνο ποιος στ’ αλήθεια θα πάρει”; Πίστευα ο βλάκας ότι η αγάπη του Ιησού είναι η καθαρότερη απ’ όλες. Όχι. Καταλήγω: “η αγάπη που μας λένε στις εκκλησίες, είναι η πιο σιχαμένη, η πιο ύπουλη, η πιο εγωιστική”.
Σηκώνω το κινητό και καλώ στο τηλέφωνο. Ακούστηκε μια γρασαρισμένη φωνή χωρίς πολλή πια δύναμη- κουρασμένη. Της εξήγησα ποιος είμαι και από που βρήκα το τηλέφωνό της. Εκείνη χωρίς ακόμη να τελειώσω και με μια σιγουριά στο λόγο της, γυρνά και μου λέει απ’ την άλλη γραμμή “σορέλα είσαι; Εσείς μας σιχαίνεστε εμάς. Εσείς σιχαίνεστε όποια λέει όλη την αλήθεια”. Μιλήσαμε ώρες πολλές κι εκείνη την πρώτη φορά κι όλη τη βδομάδα που ακολούθησε. Έμαθα πολύ πράγμα, αφήγηση σα ταινία: για τ’ αυτόφορα, για το ξύλο, για τις τόσες φορές που πήγαν να τηνε μαχαιρώσουν. Έλεγε πολλά. Για την αγάπη, για την ξεχασιά, για τη μοναξιά, για τη σοφία που φέρνει το κρεβάτι του θανάτου.
Αφού πέρασε μια βδομάδα, γυρνά στο τηλέφωνο και μου λέει “μωρή σορέλα, θέλω να κοινωνήσω”. Σάστισα γιατί τόσες μέρες δεν είχαμε πει ούτε για θεούς ούτε για δαίμονες. Το ότι φόραγα τα ράσα κάπου σα να ξεχάστηκε απ’ το πρώτο τηλεφώνημα. “Να κοινωνήσω σου λέω πριν πεθάνω”. Σύμφωνα με τους κανόνες των παπάδων απαγορεύεται ρητά να πάρεις την κοινωνία από έναν τόπο και να την πας σε άλλον. Απαγορεύεται σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να σε ξυρίσουνε κι όλας. Για τους παπάδες τέτοιοι κανόνες είναι πολύ σημαντικοί.
Πιθανώς να μην είναι άλλοι όπως το “αγαπάτε αλλήλους” αλλά τέτοιοι είναι σημαντικοί στο έπακρο. “Γιατί δε ζητάς από τον παπά της γειτονιάς σου”; Τη ρώτησα. “Η δικιά σου εδώ (ενν. τον εκεί παπά) μου είπε ότι πουτάνα και τρανς δε κοινωνάει. Ακόμα κι αν πεθαίνει. Κι εγώ δεν επέμεινα. Μπορείς να έρθεις εσύ”; “Ναι” της είπα και κατέληξα: “τα λέμε άμεσα”.Βάλθηκα λοιπον να καταστρώσω σχέδιο πως θα κλέψω την κοινωνία μέσα από το ποτήρι. Πίστευα κι εγώ τότε ότι μέσα στο ποτήρι είναι το σώμα του θεού. Άλλη παράνοια κι αυτή. Ας έχει.
Το επόμενο πρωί σα διάκος που ‘μουνα -ένα στάδιο πριν γίνει κανείς δηλαδή παπάς πλήρης, σα μαθητευόμενος ένα πράγμα- θα έπρεπε να πιώ μετά τη λειτουργία ό,τι περίσσεψε απ’ το ποτήρι. Εκεί που το χω πιεί όλο, αφήνω ένα κομμάτι από το ιερό ψωμί στην άκρη. Το τσιμπάω με τα νύχια και το βάζω σ’ ένα αλουμινοχαρτάκι που χα στη τσέπη. Αφού είχα κλέψει τον “θησαυρό”, παίρνω το αμάξι και πάω στο πίσω λιμάνι του νησιού απ’ όπου σίγουρα κανείς δεν θα μάθαινε ότι φεύγω. Οι παπάδες εκεί είχανε δίχτυα παντού.
Ό,τι και να έκανες, το ήξεραν την επόμενη στιγμή. Παίρνω το πλοίο, αφήνω το αλουμινόχαρτο στ’ αμάξι, φτάνω στη στεριά, οδηγώ μέχρι την πόλη. Σ’ όλη τη διαδρομή έλεγα προσευχές και ύμνους. Έτσι συνήθως κάνανε όταν μεταφέρανε σε κάποιον άρρωστο την κοινωνία, απ’ την εκκλησία στο σπίτι του αρρώστου με τα πόδια. Ε, εγώ έψαλα μες στο αμάξι για κανα τρίωρο. Είχε γκανιάξει το λαρύγγι. Κι ούτε τσιγάρο έκανα. Για ‘μενα θυσία φοβερή!
Φτάνω κάτω απ’ το σπίτι. Την παίρνω τηλέφωνο. Μου ανοίγει. Ανεβαίνω πάνω. Με βλέπει και βάζει τα κλάματα. Με παίρνει αγκαλιά προτού εγώ καν προσπαθήσω να την πάρω. Καθίσαμε στο σαλόνι. Μιλούσαμε ένα τρίωρο ασταμάτητα. Λόγος για την κοινωνία δεν έγινε κανένας. Κάποια στιγμή και ενώ η ώρα περνούσε, έβλεπε ότι με έζωναν τα φίδια, είχα στ’ αλήθεια ταξίδι να κάνω. “Δεν θα κοινωνήσεις”; τη ρώτησα. “Όχι αγόρι μου. Δεν πιστεύω σε τέτοια πράγματα. Εσένα ήθελα να δω πριν πεθάνω.
Ο Θεός, αν υπάρχει, ήτανε τώρα δω στη συντροφιά μας. Εγώ σα να τον είδα. Εσύ που είσαι και με τα ράσα τίποτα δεν κατάλαβες; Έλα φύγε, γύρνα πίσω. Να τα λέμε, μη με ξεχνάς”. Μέσα μου αισθάνθηκα ότι εκείνη τη στιγμή το ρούχο που φορούσα δεν είχε καμιάν αξία. Ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα να τα πετάξω. Γυρνάω στο νησί χωρίς ύμνους. Έβρεχε. Δάκρυα και σκέψεις. Το επόμενο πρωί λειτούργησα κανονικά. Γύρισα σπίτι, ήπια καφέ κι έφαγα την κοινωνία απ’ το αλουμινόχαρτο. Ψωμάκι, κρασάκι. Είχα δει τον θεό στο φτωχό της σαλονάκι.
Την επόμενη μέρα προσπάθησα να την καλέσω στο τηλέφωνο. Δεν το σήκωνε. Το ίδιο συνεχίστηκε για μια βδομάδα. Έπειτα ο Στρατής έγραψε ότι έφυγε απ’ τη ζωή. Σίγουρα οι σορέλες εκεί θα την έθαψαν με το αντρικό της όνομα. Να παν να χεστούν. Από θεό τίποτε δε ξέρουν. Αυτός θα ‘ταν εκεί, αν υπάρχει, στο φτωχό της σαλονάκι.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr