Του Γιάννη Μουγγολιά
Μέρες καραντίνας και μέρες Χριστουγεννιάτικων γιορτών. Μοιάζει λίγο οξύμωρο που τα μόνα καταστήματα που επιτρέπεται η πρόσβαση είναι τα βιβλιοπωλεία. Αυτές τις μέρες που το 2021 είναι ένας χρόνος που όλη η οικουμένη περιμένει με ένα ξεχωριστό συγκινησιακό φορτίο, με μια ελπίδα διαφυγής από την αρρώστια, το βιβλίο είναι ένα απάγκιο και ταυτόχρονα ένα παράθυρο στον κόσμο. Αφού δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε γεωγραφικά ας ταξιδέψουμε τουλάχιστον μέσα από τις σελίδες.
Οι αναγνωστικές μου προτάσεις αφορούν 20 βιβλία που εκδόθηκαν μέσα στο 2020 (δυο από αυτά εκδόθηκαν στους τελευταίους δυο μήνες του 2019 αλλά ουσιαστικά κυκλοφόρησαν το 2020) και αποτελούν την αφρόκρεμα όσων διάβασα αυτή τη χρονιά. Με την ελπίδα το 2021 να μας αλλάξει όλους προς το καλύτερο και να μας φέρει πιο κοντά, εύχομαι το 2021 με στοίβες βιβλία που να τελειώνουν γρήγορα στα βιβλιοπωλεία και πολλά πολλά συναισθήματα και αισθήσεις στους αναγνώστες στα σπίτια τους, στα καφέ, στα λεωφορεία τα πλοία και τα τρένα, στα παγκάκια και όπου μπορεί να διανοηθεί ο νους μας και χωράει ένα καλό βιβλίο.
Robert Penn Warren «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά» (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2020)
Aπό τα μυθιστορήματα που σου αλλάζουν τη ζωή και σίγουρα το καλύτερο μυθιστόρημα του 2020. Πραγματεύεται πλήθος θεμάτων με πρώτο και κυρίαρχο αυτό της εξουσίας που φωτίζει με σπάνια δύναμη, φιλοσοφικό φως και βαθιά στοχαστική ματιά. Οι κύριες δεξαμενές που αντλεί τη συλλογιστική του είναι ο χώρος της πολιτικής αλλά και αυτός της ανθρώπινης ύπαρξης παρακολουθώντας την ανέλιξη του Γουίλι Σταρκ, ενός φτωχού, νέου, οραματιστή και με προσήλωση σε κυβερνήτη μιας Πολιτείας του αμερικανικού Νότου. Ενας χείμαρρος ακριβής λογοτεχνίας που σε παρασέρνει, δοσμένος με συγκλονιστική αλήθεια, σπουδαία χειρουργική εκφραστικότητα, ποιητική γλώσσα, μοναδικής ομορφιάς εικόνες, φρενήρη ρυθμό και υψηλού φορτίου λυρισμό και συγκινησιακή ένταση. Ένα καθηλωτικό αριστούργημα που γράφτηκε το 1946 και αγγίζει την αρχαία τραγωδία, από τον βραβευμένο δυο φορές με Πούλιτζερ Ποίησης Robert Penn Warren. Βάλτε το σε άμεση προτεραιότητα, αφιερώστε όσο χρόνο απαιτείται στις 552 σελίδες του και σίγουρα θα αποζημιωθείτε πλήρως και για πολύ ακόμα από τότε που θα διαβάσετε τις τελευταίες του λέξεις: «…τώρα όπου να ΄ναι θα αφήσουμε το σπίτι για να επιστρέψουμε στον σπασμό του κόσμου, έξω από την ιστορία, για να μπούμε ξανά στην Ιστορία και ν΄ αναλάβουμε τη φοβερή ευθύνη του Χρόνου».
Δείγμα γραφής:
Ίσως όμως, όπως κατέληξα αργότερα, πολύ αργότερα, χρόνια αργότερα, όταν προφανώς δεν είχε πια καμιά σημασία, ανέβηκε στο δωμάτιό της γιατί ένιωθε επιτακτική την ανάγκη να μείνει μόνη της, να καθίσει δίπλα στο παράθυρο χωρίς ν΄ ανάψει φως στο δωμάτιο και να κοιτάζει έξω, τη νύχτα, ή να ξαπλώσει στο κρεβάτι της και να κοιτάζει το σκοτεινό ταβάνι, προσπαθώντας να εξοικειώσει τον εαυτό της με τον καινούριο της εαυτό, να δει αν μπορεί ν΄ αναπνέει τον καινούργιο αέρα ή να συντηρεί τον εαυτό της μέσα στο καινούριο στοιχείο ή να βουτάει και να αφήνεται νωχελικά στην καινούρια παλίρροια των συναισθημάτων. Ίσως ανέβηκε στο δωμάτιό της για να μείνει μόνη της, να απορροφηθεί από τον εαυτό της με τον ίδιο τρόπο που απορροφιέται το παιδάκι παρακολουθώντας το κουκούλι ν΄ ανοίγει αργά μέσα στο σούρουπο για να αποκαλύψει την όμορφη νυχτοπεταλούδα – τη λούνα και πάλι, με το ντελικάτο της πράσινο και το ασημί νοτισμένα και τσαλακωμένα ν΄ ανοίγουν σιγά σιγά στο σύμπαθο, οριοθετώντας τη, να ριπίζει αργά τον αέρα, δημιουργώντας μια αύρα τόσο ανεπαίσθητη, που δεν πρόκειται να τη νιώσεις στα βλέφαρά σου άμα σκύψεις να κοιτάξεις από κοντά. Ίσως λοιπόν, ανέβηκε στο δωμάτιό της προσπαθώντας ν΄ ανακαλύψει τι ήταν αυτός ο καινούργιος της εαυτός, γιατί όταν ερωτεύεσαι γίνεσαι από την αρχή. Το πρόσωπο που σε αγαπάει σ' έχει επιλέξει από την τεράστια μάζα του άμορφου πηλού που είναι η ανθρωπότητα για να φτιάξει κάτι μ' εσένα, και ο άμορφος ασήμαντος πηλός που είσαι εσύ θέλει να μάθει τι μορφή του δόθηκε. Ταυτόχρονα όμως εσύ, μέσα από τη διαδικασία του να αγαπάς κάποιον, γίνεσαι καθεαυτόν, παύεις να είσαι κομμάτι της συνέχειας του άμορφου πηλού, αποκτάς τη ζωοποιό αναπνοή και εγείρεσαι. Οπότε δημιουργείς τον εαυτό σου δημιουργώντας κάποιον άλλον, ο οποίος, πάντως, έχει και αυτός δημιουργήσει εσένα, διαλέγοντας μέσα από η μάζα το κομμάτι του πηλού που είσαι εσύ. Άρα υπάρχουν δυο εσύ, το ένα αυτό που δημιούργησες εσύ ο ίδιος αγαπώντας και το άλλο εκείνο που δημιουργεί το αγαπημένο πρόσωπο αγαπώντας εσένα. Όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση ανάμεσα στα δυο εσύ, τόσο περισσότερο ο κόσμος μοχθεί και φθονεί γύρω από τον άξονα του. Αν όμως αγαπάς και αγαπιέσαι ιδανικά, τότε δεν θα υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στα δυο εσύ ούτε καμία απόσταση. Θα συμπίπτουν άψογα, θα υπάρχει άψογη σύγκλιση, σαν το στερεοσκόπιο όταν ευθυγραμμίζει τέλεια τις δίδυμες εικόνες της κάρτας.
Τέλος πάντων, η Ανν Στάντον, ετών δεκαεφτά, ανέβηκε κατά πάσα πιθανότητα στο δωμάτιό της επειδή, στα ξαφνικά, ερωτεύτηκε.
Romain Gary «Η υπόσχεση της αυγής» (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Στερέωμα, Αθήνα 2020)
Το συγκλονιστικό έργο του συγγραφέα, που η ζωή του έμοιαζε με μύθο και σφραγίστηκε από διαρκείς περιπλανήσεις και νέες αναζητήσεις. Η αυτοβιογραφία ενός εμβληματικού συγγραφέα και ανθρώπου, που οι πτυχές της ζωής του σηματοδοτήθηκαν από ετερόκλητες πηγές είναι ¨Η υπόσχεση της αυγής». Σταθερό και κυρίαρχο ρόλο μέσα στην κατακλυσμιαία αφήγηση των γεγονότων, των παιδικών αναμνήσεων, των εφηβικών ανησυχιών, των αντρικών περιπετειών έχει η σχέση του συγγραφέα με τη μητέρα του, που υπήρξε καταλυτική για τη συναισθηματική διαμόρφωσή του και για τις τελικές επιλογές του. Μια αυτοβιογραφία που η αφήγηση πλημμυρίζει σε εικόνες, λεκτικές υπερβάσεις, γλωσσικά ακρότατα, φιλοσοφική σκέψη υπερβαίνοντας κάθε προηγούμενο. Πληθωρικός και με κρότους που συναρπάζουν ο Γκαρύ μας χαρίζει ένα αξέχαστο μυθιστόρημα που ξετυλίγεται με την τεχνική του εγκιβωτισμού στην αφήγηση διαπερνώντας διαφορετικές χρονικές περιόδους. Και όπως σημειώνει η εκλεκτή μεταφράστρια του έργου Μαρία Παπαδήμα: «…δεν είναι ένα “μυθιστόρημα-ποταμός”, αλλά ένας “ποταμός-μυθιστόρημα” που κατεβάζει κορμούς και κλαράκια, κοτρόνες και βότσαλα, υπολείμματα μιας ολόκληρης ζωής».
Δείγμα γραφής:
Ο κόσμος είχε συρρικνωθεί γύρω μου, είχε γίνει ένα φύλλο χαρτί πάνω στο οποίο έπεφτα μ΄ όλον τον απελπισμένο λυρισμό της εφηβείας μου. Ωστόσο, παρά τις αφελείς προσπάθειές μου, εκείνη την εποχή συνειδητοποίησα απόλυτα τη σοβαρότητα του διακυβεύματος και τη βαθύτερη φύση του. Με κατέκλυσε μια ανάγκη για απονομή δικαιοσύνης στον άνθρωπο στο σύνολό του, όποιες κι αν ήταν οι αξιοφρόνητες ή εγκληματικές ενσαρκώσεις του, η οποία μ΄ έβαλε επιτέλους για πρώτη φορά μπροστά στο μελλοντικό μου έργο, κι αν είναι αλήθεια ότι η έμπνευσή μου έχει την επώδυνη ρίζα της στην υιική μου τρυφερότητα, στις προεκτάσεις της αιχμαλωτίστηκε σιγά σιγά όλο μου το είναι, ώσπου η λογοτεχνική δημιουργία έγινε για μένα αυτό που είναι πάντα στις μεγάλες αυθεντικές της στιγμές: μια ρωγμή από όπου προσπαθούμε να ξεφύγουμε από το ανυπόφορο, ένας τρόπος να παραδώσουμε το πνεύμα παραμένοντας ζωντανοί.
Για πρώτη φορά, βλέποντας αυτό το γκρίζο πρόσωπο με τα κλειστά μάτια, γερμένο στο πλάι, κι αυτό το χέρι ακουμπισμένο στο στήθος, βρέθηκα ξαφνικά αντιμέτωπος με το ερώτημα κατά πόσο η ζωή είναι ένας έντιμος πειρασμός. Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως, ίσως γιατί μου την υπαγόρευσε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και βάλθηκα πυρετωδώς να γράφω ένα διήγημα με τίτλο «Η Αλήθεια για την υπόθεση Προμηθέας», που παραμένει για μένα, ακόμη και σήμερα, η αλήθεια για την ιστορία του Προμηθέα.
Γιατί, δεν χωράει αμφιβολία, μας έχουν εξαπατήσει σχετικά με την πραγματική περιπέτεια του Προμηθέα. Ή, ακριβέστερα, μας έκρυψαν το τέλος της ιστορίας. Είναι απολύτως αληθές ότι, επειδή τους έκλεψε τη φωτιά, οι θεοί αλυσόδεσαν τον Προμηθέα πάνω σ΄ ένα βράχο ενώ ένας γύπας ερχόταν και του έτρωγε το συκώτι. Όμως, λίγο καιρό μετά, όταν οι θεοί έριξαν ένα βλέμμα πάνω στη γη για να δουν τι συνέβαινε, διαπίστωσαν ότι ο Προμηθέας όχι μόνον είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά του, αλλά είχε καταφέρει να αιχμαλωτίσει τον γύπα και του έτρωγε το συκώτι ώστε να πάρει δυνάμεις για ν΄ ανέβει πάλι στον ουρανό.
Υποφέρω εξάλλου σήμερα από μια ασθένεια στο συκώτι. Ομολογουμένως, υπάρχει λόγος: έχω καταβροχθίσει τον δέκατο χιλιοστό μου γύπα. Και το στομάχι μου δεν είναι πλέον αυτό που ήταν κάποτε.
Παρά ταύτα, κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Την ημέρα όπου το ράμφος του γύπα θα με διώξει τελικά από τον βράχο μου, προσκαλώ τους αστρολόγους να περιμένουν την εμφάνιση ενός νέου ζωδίου: ενός ανθρώπινου μικρού Κυνός γαντζωμένου με τα δόντια του από κάποιον ουράνιο γύπα.
Ρέυμοντ Κάρβερ «Εκεί που είχαν ζήσει» (μτφρ. Άκης Παπαντώνης, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2020)
Μια εξαιρετική αποτύπωση του ποιητικού έργου του κορυφαίου Αμερικανού διηγηματογράφου. Η ποίηση του συγγραφέα του «Καθεδρικού Ναού» δονείται από τη γυμνή αλήθεια των οικογενειακών και ερωτικών σχέσεων, τις ρωγμές του παρελθόντος και την οριακή και επείγουσα λαχτάρα για ζωή πριν το αναπότρεπτο τέλος. Η ποίησή του στο μεταίχμιο γλυκού και πικρού εκφράζεται με το αμίμητο πεζολογικό ύφος του, τη λιτότητα και την μινιμαλιστική σκληρότητα που κοιτά κατ΄ επανάληψη τα στιγμιότυπα ζωής. Ένας σπουδαίος ποιητής αναδεικνύεται μέσα από 57 εκλεκτά δείγματα, που έχουν έντονη βιωματική διάσταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη λογοτεχνική απόπειρα του Κάρβερ που καταγράφηκε στο χαρτί, ήταν ένα ποίημα.
Δείγμα γραφής:
Το ποίημα που δεν έγραψα
Ορίστε το ποίημα που πήγα να γράψω
νωρίτερα, μα δεν το έγραψα
γιατί σε άκουσα ν΄ αναδεύεσαι.
Σκεφτόμουν πάλι
εκείνο το πρώτο πρωινό στη Ζυρίχη.
Πώς ξυπνήσαμε πριν χαράξει.
Χαμένοι για ένα λεπτό. Βγήκαμε όμως
έξω στο μπαλκόνι που έβλεπε
στο ποτάμι και στην παλιά πόλη.
Κι απλώς σταθήκαμε εκεί, άφωνοι.
Γυμνοί. Κοιτάζοντας τον ουρανό να γίνεται ολοένα και πιο φωτεινός.
Τόσο συνεπαρμένοι κι ευτυχείς. Λες και
μας είχαν βάλει εκεί
εκείνη μόλις τη στιγμή.
Όλγκα Τοκάρτσουκ «Πλάνητες» (μτφρ. Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2020)
Το πιο δίκαιο Νόμπελ λογοτεχνίας των τελευταίων ετών, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Η Πολωνή Όλγκα Τοκάρτσουκ στους «Πλάνητες», το δεύτερο έργο που εκδόθηκε στην Ελλάδα μετά «Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί», δημιουργεί ένα πολυεπίπεδο σύμπαν πάνω στο οποίο ξετυλίγεται η ταξιδιωτική εμπειρία. Ποια εμπειρία όμως; Μην περιμένετε να διαβάσετε κάποιο ταξιδιωτικό μυθιστόρημα που θα σας κάνουν να κάνετε κρατήσεις σε ξενοδοχεία ειδυλλιακών προορισμών. «…υπάρχουν πράγματα που γίνονται από μόνα τους, υπάρχουν ταξίδια που αρχίζουν και τελειώνουν στο όνειρο και υπάρχουν ταξιδιώτες που ανταποκρίνονται στο τραύλισμα της κλήσης της ίδιας της ανησυχίας τους», σημειώνει η Τοκάρτσουκ κάπου ανάμεσα στις 426 σελίδες του αριστουργηματικού αυτού, σπονδυλωτού θα λέγαμε, μυθιστορήματός της. Ένα μωσαϊκό αφηγήσεων, αισθήσεων, στοχασμών, αφορμών, εικόνων, μια περιήγηση σε ονειρικά εσωτερικά τοπία, εκεί που αντέχει και αναπνέει η ύπαρξή μας, πριν και κατά την διάρκεια του παρόντος μας.. Μετά τους «Πλάνητες» και γυρίζοντας σελίδα στη θαυμάσια αυτή έκδοση μπορείτε να διαβάσετε την εμπνευσμένη ομιλία της συγγραφέως στο πλαίσιο της βράβευσής της με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Όλες οι σελίδες εδώ και πριν είναι ισάξιες και δονούνται από τον οίστρο μια απαράμιλλης πένας και ενός μοναδικού μυαλού.
Δείγμα γραφής:
Τη νύχτα πάνω από τον κόσμο αναδύεται η κόλαση. Το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να παραμορφώνει τον χώρο. Τα κάνει όλα πιο στενά, πιο ογκώδη, πιο ακίνητα. Εξαφανίζονται οι λεπτομέρειες, τα πράγματα χάνουν τα πρόσωπά τους, γίνονται πιο μονοκόμματα και ανέκφραστα: είναι παράξενο που την ημέρα μπορείς να τα πεις «όμορφα» ή «χρήσιμα», τώρα θυμίζουν άμορφα σώματα, είναι δύσκολο να προσδιορίσεις σε τι χρησιμεύουν. Στην κόλαση τα πάντα γίνονται συμβατικά. Όλη αυτή η ποικιλομορφία της ημέρας, η παρουσία των χρωμάτων, των σκιών αποδεικνύεται εντελώς μάταιη – για ποιο λόγο όλα αυτά; Προς τι η κρεμ ταπετσαρία στις πολυθρόνες, το σχέδιο με τα φύλλα στην ταπετσαρία, τα κρόσσια στην κουρτίνα; Τι σημασία έχει το πράσινο του φορέματος που κρέμεται στη ράχη της καρέκλας; Το όλο πόθο βλέμμα που το άγγιξε όσο ακόμα βρισκόταν στη βιτρίνα του μαγαζιού δεν ήταν κατανοητό. Δεν έχει κουμπιά, κουμπότρυπες, κόπιτσες, τα δάχτυλα στο σκοτάδι αγγίζουν μόνο εξογκώματα, ανωμαλίες, κομματάκια σκληρού υλικού.
Ύστερα η κόλαση σε τραβάει αλύπητα από τον ύπνο. Μερικές φορές ξεσηκώνει τρομακτικές εικόνες, φρικτές ή χλευαστικές, όπως για παράδειγμα ένα κομμένο κεφάλι, το σώμα ενός αγαπημένου ανθρώπου σε μια λιμνούλα αίμα, ανθρώπινα κόκαλα σε ένα σωρό από στάχτη – α, ναι, της αρέσει να προκαλεί τρόμο. Τις περισσότερες φορές όμως απλώς μας ξυπνάει χωρίς πολλά πολλά, τα μάτια ανοίγουν στο σκοτάδι, ξεκινάει μια καταιγίδα σκέψεων, το βλέμμα που περνάει στο μαύρο τίποτα είναι η εμπροσθοφυλακή της. Ο νυχτερινός εγκέφαλος είναι η Πηνελόπη που τη νύχτα ξηλώνει το προσεκτικά υφασμένο πανί του νοήματος. Μερικές φορές δεν είναι παρά ένα νήμα, άλλες πάλι είναι περισσότερα, ένα σύνθετο σχέδιο διαλύεται στα βασικά του συστατικά – στημόνι και υφάδι. Το στημόνι πέφτει, μένουν μόνο παράλληλες γραμμές, ο γραμμοκώδικας του κόσμου.
Ύστερα γίνεται ολοφάνερο, η νύχτα δίνει στον κόσμο την πρωταρχική του φυσική όψη, δεν επινοεί τίποτα. Η μέρα είναι η εκκεντρικότητα, το φως – μόνο μια μικρή εξαίρεση, ένα λάθος, μια διατάραξη της τάξης. Ο κόσμος στην πραγματικότητα είναι σκοτεινός, σχεδόν μαύρος. Ακίνητος και κρύος.
Laszlo Krasznahorkai «Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ» (μτφρ. Μανουέλα Μπέρκι, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2020)
Έχοντας διαβάσει τα τρία προηγούμενα εξαιρετικά βιβλία της τετραλογίας του Laszlo Krasznahorkai («Το τανγκό του Σατανά», «Η μελαγχολία της αντίστασης» και «Πόλεμος και πόλεμος»), το τέταρτο αριστουργηματικό βιβλίο της με τίτλο «Η επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ» είναι για μένα μια ακόμη αποκαλυπτική εμπειρία. Ο βαρώνος Βένκχαϊμ στη δύση της ζωής του επιστρέφει στην πατρίδα του, σε μια ουγγρική επαρχία. Μια χώρα σε τεκτονική αποσάθρωση, στο έλεος της παρακμής και του παραλόγου και ένας επικίνδυνα δυστοπικός κόσμος που λειτουργεί ασφυκτικά. Ο Krasznahorkai ξεδιπλώνει για μια ακόμη φορά ένα μεγαλειώδες έργο. Δεν είναι το υποδειγματικό συγγραφικό του ύφος και οι αλά Bernhard καταιγιστικές μακροπερίοδοί του που εντυπωσιάζουν εδώ, αφού η αρετή του συγγραφέα περνούσε ανέκαθεν από αυτούς τους δυσκολοχώνευτους δρόμους, αλλά το μοναδικό του φιλοσοφικό βλέμμα που βυθίζεται στο χάος διαπερνώντας το με χιούμορ που έρπει, ταπεινώνοντας την εξουσία και αφήνοντας ένα φως που αχνοφέγγει. Μια σπάνια αλληγορία που αντικατοπτρίζεται βήμα βήμα μέσα από τους ιριδισμούς μιας συναρπαστικής πλοκής.
Δείγμα γραφής:
Δεν χρειάστηκε να κλειδωθεί, διότι στην πραγματικότητα μόνο την ώρα του γεύματος και του δείπνου επιχειρούσαν να τον ενοχλήσουν, αλλά ανέβαιναν με τέτοιον θόρυβο τις σκάλες για να καταλάβει ότι πλησίαζαν και να έχει χρόνο να προετοιμαστεί για το χτύπημα στην πόρτα, ώστε απλώς να τους μιλήσει μέσ΄ από την κλειστή πόρτα, όχι, ευχαριστώ, έπειτα, ναι, θα το προτιμούσε στο δωμάτιό του, ύστερα τα βήματα απομακρύνονταν κι εκείνος μπορούσε να επιστρέψει στο σεκρετέρ όπου έγραφε τα γράμματά του, όπως πληροφόρησε το προσωπικό την οικογένεια, και μόνο γράφει και γράφει τα γράμματά του, το ένα μετά το άλλο, και πράγματι φαινόταν ότι μάλλον έτσι ήταν, ενώ εκείνος έγραφε ένα και μοναδικό γράμμα για μια ολόκληρη εβδομάδα, και μόνο ύστερα, αφού το παρέδωσε για να το ταχυδρομήσει ο υπηρέτης που του είχαν παραχωρήσει, άρχισε το δεύτερο, στο οποίο επιχειρούσε να διορθώσει όλα όσα, κατά τη γνώμη του, τώρα πια το παραδέχεται, δεν κατάφερε να διατυπώσει με ακρίβεια στο πρώτο, επειδή η μνήμη μου κάνει διαλείψεις, ενημέρωνε για την αξιολύπητη κατάσταση, δηλαδή πιθανότατα με την πάροδο του χρόνου κάτι είχε συμβεί σ΄ αυτή τη μνημονική ικανότητα, δηλαδή μάλλον σκούριασε, μάλιστα, έτσι είναι, είναι πολλά πράγματα που δεν θυμάται, πολλά πράγματα δεν καταφέρνει πια να αναπολήσει, ονόματα χάθηκαν, απ΄ ό,τι φαίνεται, για πάντα απ΄ το κεφάλι του, ψάχνει για ονόματα οδών μέσα σε τούτο το κεφάλι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, προσπαθεί να βρει πώς λεγόταν εκείνο το μεγάλο αρτεσιανό πηγάδι εκεί, στην άκρη της Μεγαλορουμανούπολης, κι εκείνη η γέφυρα στον δρόμο που έβγαζε στο Νοσοκομείο, αλλά δεν υπάρχει το παιδί, και δεν υπάρχει ούτε η γέφυρα, προφανώς χάθηκαν, έγραφε στην Ουγγαρία, όπως μόλις που σώζεται κάτι κι από τον ίδιο, αφού δεν έχει πρόβλημα μόνο με τη μνήμη του, αλλά, ως αποτέλεσμα της φυσιολογικής γήρανσης, και τα πόδια του είναι αδύναμα, και κυκλοφορεί ελαφρώς παραπαίοντας, α, να μην παραλείψει και την ασθενική όρασή του, το ευαίσθητο στομάχι του, τις αρθρώσεις του που τρίζουν, τον πόνο στην πλάτη του και τα πνευμόνια του, αλλά δεν θα ήθελε να συνεχίσει, διότι θα έχει άθλιο τέλος, κι έχει ακόμα τον φόβο ότι εκείνη, η Μάριετα, θ΄ αναγκαστεί να συνθέσει γι΄ αυτόν μια εικόνα ακόμη χειρότερη κι από την πραγματική, αλλά πιστέψτε με, συνέχισε, αφού τσαλάκωσε την προηγούμενη εκδοχή και την πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων δίπλα στο σεκρετέρ, επειδή εκεί είχε γράψει με πς τη λέξη «πιστέψτε», ότι μία και μοναδική ικανότητά μου παρέμεινε «άθραυστη», κι αυτή είναι ο πόνος, με τον οποίο αναπολώ την πόλη και μέσα της Εσάς, Μάριετα, τώρα που πέρασα τα εξήντα πέντε χρόνια ζωής, ίσως μου επιτρέπεται να ομολογήσω ότι τη δική μου ζωή αυτά τα δυο πράγματα την κράτησαν στον αφρό, ότι δηλαδή ήξερα μια πόλη και ότι μέσα της γνώριζα Εσάς, και δεν επιθυμώ να Σας κρύψω πως αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο απ΄ το ότι δεν αγαπούσα τίποτα περισσότερο σ΄ αυτή τη ζωή από τούτη την πόλη και μέσα της Εσάς, και το γνωρίζετε, δεν αποκαλύπτω δα και κανένα μεγάλο μυστικό λέγοντάς το, διότι θυμάμαι ακόμη ότι, όσο άτολμος κι αν ήμουν, τελικά Σας είχα εξομολογηθεί ότι Σας αγαπώ, ξέρω ότι πλησιάζει το τέλος, και ξέρω ότι δεν είμαι παρά ένα ερείπιο, αλλά, ξέρετε, Μάριτα, με βοηθούσε πάντα στις πιο δύσκολες καταστάσεις να σκέφτομαι την πόλη και μέσα της Εσάς, και κατά βάθος θα ήθελα να σας επισκεφθώ για άλλη μια φορά μόνο και μόνο για να Σας δω, ακριβή μου Μάριετα, διότι η δική Σας ύπαρξη, έγραφε, αλλά το χαρτί ήδη είχε σχεδόν πάρει τον δρόμο πάνω στο σεκρετέρ προς τον κάλαθο των αχρήστων, το πρόσωπό Σας, το χαμόγελό Σας, και μέσα σ΄ αυτό το χαμόγελο εκείνα τα δυο λακκάκια στο πρόσωπό Σας, είναι σημαντικότερα από οτιδήποτε, μα οτιδήποτε άλλο.
Νικόλα Πουλιέζε «Σκοτεινό νερό» (μτφρ. Ευαγγελία Γιάννου, εκδ. Loggia, Αθήνα 2020)
«Τέσσερις μέρες βροχής στην πόλη της Νάπολης εν αναμονή ενός εκπληκτικού γεγονότος» είναι ο υπότιτλος του εξαιρετικού αυτού βιβλίου, που κυκλοφόρησε το 1977 κατόπιν εισήγησης του Ίταλο Καλβίνο στον εκδοτικό οίκο και έκτοτε παρέμεινε στα συρτάρια έως το 2012 κατόπιν απόφασης του συγγραφέα του. Οι Ναπολιτάνοι παρακολουθούν τη βροχή να πέφτει χωρίς διακοπή και μέσα από τα μάτια τους ξεδιπλώνονται οι φανταστικές διαφορετικές ιστορίες τους, οι ήχοι και η μουσική από τα κέρματα-λιρέτες και τις φωνές του κάστρου, το μονότονο τραγούδι και το επίμονο υστερικό γέλιο ενός παιδιού σε ένα τοιχείο προστατευμένο από τη βροχή. Αυτά και πολλά άλλα εξαίσια και εξωπραγματικά συνθέτουν τη μαγική, μαγευτική δύναμη του «Σκοτεινού Νερού» που σχεδόν με μεταφυσικό, ονειρικό τρόπο κυλά στους δρόμους της Νάπολης εκτοξεύοντας στα ύψη την αγωνία και προετοιμάζοντας ένα εκπληκτικό γεγονός. Ο Πουλιέζε δημιουργεί ένα μυθιστόρημα γεμάτο ρυθμό, σφρίγος, ένταση και ζωντάνια στήνοντας λεπτομερείς περιγραφές και εσωτερικούς μονολόγους για τις αναμνήσεις, τις απογοητεύσεις, τα αδιέξοδα και τις ελπίδες των ηρώων του. Αντισυμβατικό όσο και ποιητικό, επαναληπτικό και εμμονικό όσο και λυρικό, πρωτότυπο και ρηξικέλευθο όσο και ειρωνικό, το βιβλίο αυτό θα σας συναρπάσει με την εθιστική γοητεία του.
Δείγμα γραφής:
Μια δυσοίωνη, απροσδιόριστη ανησυχία αναδευόταν, περιστρεφόταν, και με ξαφνικά τινάγματα έβγαινε στην επιφάνεια για να κατεβεί και πάλι στο βάθος όπου συνέχιζε τη διαρκή, ακανόνιστη κίνησή της και στα στήθη των ανθρώπων διακλαδιζόταν το σκοτεινό, προφητικό ερώτημα, ένα προαίσθημα κακοτυχίας, ένα συμβάν που θα άλλαζε την προοπτική της ζωής. Αυτές τις αβέβαιες μέρες της αναμονής δεν μπορούσες παρά να επιβιώνεις κοπιαστικά και να αναβάλλεις τα πάντα, διότι πραγματικά είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα να αποκλείεις την προοπτική ενός μέλλοντος, όσο απίθανο κι αν είναι, τι θα γίνει με όλους αυτούς τους άντρες και τις γυναίκες και ολόκληρη την πόλη; χωρίς ένα μέλλον, όσο απίθανο κι αν είναι, πώς να στείλεις το παιδί σου στο σχολείο, να παντρευτείς, να πράξεις ό,τι χρειάζεται για να αλλάξεις σπίτι ή να κάνεις αίτηση για κυβερνητικό επίδομα; Αυτές οι σκέψεις ήταν δικές του σκέψεις, το γεγονός ότι γνώριζε την ιστορία με την κούκλα και τις φωνές που είχε συμβεί την πρώτη μέρα στην πραγματικότητα δεν άλλαζε καθόλου τους όρους του προβλήματος, τουλάχιστον δεν διαμόρφωνε εντυπώσεις ή εικασίες διακριτές, η αβεβαιότητας αυτής της απροσδιόριστης αναμονής ήταν ένα διάφανο κρυστάλλινο λουλούδι, όχι μια σειρά από σκορπισμένα θραύσματα, από τη μια μεριά αυτό το όμορφο κρυστάλλινο λουλούδι και από την άλλη οι σπασμωδικές, ασύνδετες σκέψεις που δεν οδηγούσαν σε έναν θεμελιακό συλλογισμό, όχι, δεν οδηγούσαν. Το μόνο που έμενε ήταν να δεχτείς την γκριζωπή πραγματικότητα που επιτίθετο στα θεμέλια των κτιρίων, έσκαβε αυλάκια στην άσφαλτο και διάβρωνε την τόφο του Ποζίλιπο.
Georges Bernanos «Ένα έγκλημα» (μτφρ. Έφη Κορομηλά, εκδ. Utopia, Αθήνα 2020)
Διαβάζοντας το «Ημερολόγιο ενός επαρχιακού εφημέριου» του Ζορζ Μπερνανός, που είχε κυκλοφορήσει πριν λίγα χρόνια από τις εκδόσεις Πόλις, είχα έρθει σε επαφή με ένα βιβλίο αναφοράς που δύσκολα μπορείς να μείνεις σε μια ανάγνωσή του. Στο «Ένα έγκλημα» που κυκλοφόρησε το 1935, ο συγγραφέας στήνει αριστοτεχνικά μια σπάνια ιστορία που ισορροπεί ανάμεσα στο αστυνομικό είδος και στην πνευματική περιπλάνηση με ήρωα ένα νεαρό ιερέα που αντικαθιστά τον πρόσφατα εκλιπόντα εφημέριο. Μια ακολουθία φόνων στην γκρίζα και σκοτεινή Μεζέρ γίνεται ο καμβάς της συναρπαστικής καθηλωτικής αφήγησης που σε δένει από την αρχή έως το τέλος σε τεντωμένο σχοινί. Εκπληκτική ατμόσφαιρα, λυρικοί τόνοι, αμείωτη αγωνία και ένα απροσδόκητο, προκλητικό φινάλε που εκτρέπει τις όποιες αβεβαιότητες και βεβαιότητες δημιουργεί η παρακολούθηση της ιστορίας. «Ένα έγκλημα» που ωστόσο δονείται από τη βαθιά πνευματική στόφα του μεγάλου αυτού συγγραφέα.
Δείγμα γραφής:
«…Να σας κάνω μια ερώτηση; Ονειρεύεστε;»
«Αν ονειρεύομαι;»
«Θέλω να πω: σας συμβαίνει να κάνετε όνειρα – όχι απ΄ αυτά τα όνειρα που είναι μόνο ανάκατες εικόνες και που ούτε ο ίδιος ο κοιμισμένος δεν πιστεύει ότι είναι πραγματικές, αλλά αληθινά όνειρα, όνειρα που η λογική και η αληθοφάνειά τους είναι τέτοιες που μοιάζουν να συνεχίζονται πέρα από το ενύπνιο, παίρνουν τη θέση τους μέσα στις αναμνήσεις μας, ανήκουν στο παρελθόν μας;…”
Το θράσος και το τουπέ του Γκρινιόλ είναι παροιμιώδη, αλλά παρ΄ όλα αυτά δεν έχουν καταφέρει ακόμη να τον κάνουν να ξεχάσει τα δύσκολα πρώτα του βήματα και τις ταπεινώσεις που αναγκαζόταν να υφίσταται χωρίς να τις καταλαβαίνει, ταπεινώσεις ακόμη πιο οδυνηρές για έναν «αυτοδημιούργητο», σύμφωνα με την απλοϊκή και ελαφρώς δραματική λαϊκή έκφραση. Οι αφηρημένες λέξεις, οι περίπλοκες φράσεις ξυπνάνε μέσα του μια έμφυτη συστολή που μετά βίας καλύπτει ο κυνισμός, και τότε απαντά στη δική του γλώσσα και με τη δική του επαρχιώτικη προφορά:
«Μερικές φορές…» είπε ταπεινά.
Ο κοντόχοντρος ανακριτής ξέδεσε τα μποτίνια του κι ύστερα τους έδωσε μια και τα πέταξε μακριά, προς το τραπέζι της τουαλέτας. Ύστερα πήγε στο σεκρεταίρ, έψαξε τα συρτάρια και πλησιάζοντας στο παράθυρο βυθίστηκε στην εξέταση της φωτογραφίας∙ τέλος, την ακούμπησε στο κομοδίνο αφήνοντας έναν βαθύ αναστεναγμό.
«Ναι αγαπητέ μου», ξανάρχισε γλιστρώντας πρώτα τη μια ξανθή και στρουμπουλή γάμπα και μετά την άλλη έξω από το παντελόνι, «καταλήγω να αμφιβάλω για ορισμένα γεγονότα, καίτοι είναι πρόσφατα, επειδή ταιριάζουν υπερβολικά με … με τα όνειρά μου, απλά όνειρα, δεν ξέρω πώς αλλιώς να τα ονομάσω».
Γ. Χ. Ώντεν «Η ασπίδα του Αχιλλέα» (μτφρ. Ερρίκος Σοφράς, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2020)
Μια ποιητική ανθολογία από το έργο του κορυφαίου Άγγλου ποιητή που περιλαμβάνει 19 ποιήματα μιας ευρύτατης γκάμας, έμμετρα και ελεύθερου στίχου, πολιτικά, ερωτικά, «της πολιτείας και της μοναξιάς», στοχαστικά, ελεγειακά και πιο ανάλαφρα. Αφαιρετική, απλή, λακωνική γλώσσα, αλληγορική, μεταφορική και ενορατική ματιά με σαφείς αλλά πλήρως αφομοιωμένες με το προσωπικό του στυλ επιρροές από την αρχαία ελληνική παράδοση. Η θαυμάσια έκδοση περιλαμβάνει διαφωτιστική εισαγωγή και εξαιρετικά εκτενή σχόλια πάνω στα ποιήματα από τον μεταφραστή.
Δείγμα γραφής:
Αυτός που πιο πολύ αγαπάει
Κοιτάω τ΄ αστέρια ψηλά στον ουρανό
Και το ξέρω, δεν τα νοιάζει αν θα χαθώ∙
Ποτέ μη σε φοβίζει η αδιαφορία
Από τον άνθρωπο ή τα θηρία.
Αν τ΄ άστρα, δίχως ανταπόκριση από μας,
Όλο πάθος καίγονταν μεμιάς;
Αφού η αμοιβαία αγάπη δεν κρατάει,
Ας είμαι εγώ που πιο πολύ αγαπάει.
Των άστρων, συλλογιέμαι, είμαι θαυμαστής
Που αδιαφορούν για μένα ό,τι κι αν πεις,
Μα τώρα που τα βλέπω ένα ένα
Μέσα στη μέρα δε μου ΄λειψε κανένα.
Αν τ΄ άστρα έσβηναν σ΄ έναν αφανισμό,
Θα μάθαινα να βλέπω ένα άδειο ουρανό,
Nα νιώθω το υπέροχο απόλυτο σκοτάδι
Kαι να το συνηθίζω κάθε βράδυ.
Σεπτέμβριος 1957
Σάμιουελ Μπέκετ «Αυτοί που έχουν χαθεί» (μτφρ. Θωμάς Συμεωνίδης, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2020)
Ένα μικρό βιβλίο που μπορείς να διαβάσεις μέσα σε μια μέρα όπως το έκανα και εγώ. Δεν το είχα διαβάσει παρότι λατρεύω τον Ιρλανδό συγγραφέα (όταν έβρισκα βιβλία του τα αγόραζα χωρίς δεύτερη σκέψη) όταν είχε κυκλοφορήσει με τον τίτλο « « Το βιβλίο έχει τον προσδιοριστικό τίτλο μυθιστόρημα. Κάπως έτσι είναι αλλά και δεν είναι τα πράγματα. Μεταφερόμαστε κι εμείς οι αναγνώστες μαζί με τους ανθρώπους του βιβλίου σε έναν κύλινδρο χωρίς ανοίγματα. Και ψάχνουμε όλοι μαζί το ιδανικό πλάσμα, την απόλυτη ιδέα. Ωστόσο εκεί πολύ κοντά είναι ο Μπέκετ και θέτει βεβαιότητες μέσα από τη μυθοπλασία και μακριά από το μυστήριο της πραγματικότητας κατασκευάζοντας τον κόσμο του παραλόγου. Έναν κόσμο που βλέπεις με τα μάτια σου αλλά και έναν κόσμο που φαντάζεσαι. Τι μεγάλος συγγραφέας σε καθετί που έχει γράψει!
Δείγμα γραφής:
Όρθιοι στο τελευταίο σκαλοπάτι της μεγάλης σκάλας σε πλήρη έκταση και στηριγμένης στον τοίχο οι πιο ψηλοί αναβάτες μπορούν να ακουμπήσουν με τα ακροδάχτυλά τους στην άκρη της οροφής. Στην ίδια σκάλα στερεωμένη κατακόρυφα στο κέντρο του πατώματος τα ίδια σώματα θα κέρδιζαν μισό μέτρο και αυτό θα τους επέτρεπε να εξερευνήσουν με άνεση τη νεφελώδη ζώνη που επίσημα έχει θεωρηθεί εκτός πρόσβασης και η οποία επί της αρχής δεν είναι με κανέναν τρόπο. Γιατί μια τέτοια προσφυγή στη σκάλα είναι πιθανή. Θα αρκούσε μια εικοσάδα αποφασισμένων εθελοντών για να τη διατηρήσουν ίσια χρησιμοποιώνταν εν ανάγκη και άλλες σκάλες που θα λειτουργούσαν ως υποστήλωμα ή αντηρίδες. Μια στιγμή αδελφοσύνης. Αλλά πέρα από τις εκρήξεις βίας αυτό το αίσθημα είναι τόσο ξένο σε αυτούς όσο και στις πεταλούδες. Και αυτό δεν οφείλεται τόσο πολύ σε έλλειμμα καρδιάς ή ευφυίας όσο στο ιδανικό του οποίου καθένας είναι θήραμα. Ειπώθηκε ό,τι μπορούσε να ειπωθεί για αυτό το απαραβίαστο ζενίθ όπου για τους ερασιτέχνες του μύθου κρύβεται μια έξοδος προς τη γη και τον ουρανό.
Dog Solstad «Αιδημοσύνη και αξιοπρέπεια» (μτφρ. Σωτήρης Σουλιώτης, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2020)
Όλα αρχίζουν με μια αποκαλυπτική σκηνή ενός ανιαρού μαθήματος για την «Αγριόπαπια» του Ίψεν που διδάσκει ένας ψιλο-αλκοολικός πενηντάρης καθηγητής νορβηγικής λογοτεχνίας του Λυκείου στους μαθητές του. Μια συγκλονιστική κατάθεση ζωής σε ένα παραληρηματικό μυθιστόρημα που βρίθει ευαισθησίας και κάνει έναν οδυνηρό απολογισμό ζωής που συνεπαίρνει τα πάντα. Ο Dog Solstad συγκλονίζει με την αφηγηματική του δύναμη και την εσωτερικότητα του «μονολόγου» του αφήνοντας μια γλυκόπικρη αίσθηση όπου το επείγον ανθρώπινο αίτημα για επαφή και επικοινωνία προσκρούει σε ερμητικά κλειστές πόρτες και εκφυλίζεται εν τέλει σε μοναχικούς σχολιασμούς των πραγμάτων, χωρίς απόκριση και χωρίς καν να τεθούν σε πιθανότητα διαλόγου.
Δείγμα γραφής:
...Είμαι εντελώς ηλίθιος. Όμως δεν βρήκε παρηγοριά αποκαλώντας τον εαυτό του ηλίθιο, γιατί όσο ηλίθιο κι αν ήταν αυτό που είχε κάνει, δεν μπορούσε να το πάρει πίσω. Ό,τι χειρότερο μπορούσε να συμβεί, ξέσπασε σαν να μην πίστευε στα ίδια του τα λόγια. Τι να κάνω τώρα; Και με τη γυναίκα μου τι θα γίνει; Ναι, πώς θα της το πω; Ότι η βάση της επιβίωσής μας χάνεται ξαφνικά κάτω από τα πόδια μας, κι ότι γι΄ αυτό φταίω εγώ; Πώς θα ζήσουμε; σκέφτηκε. Και η ντροπή; πρόσθεσε. Όχι, η ζωή δεν θα ΄ναι πια όπως πριν, συνειδητοποίησε ύστερα από μια γρήγορη σκέψη. Διέσχισε μέσα στην υπερένταση την ήσυχη Φαγκερμποργκγκάτα και την εξίσου ήσυχη Πιλεστρέντετ. Έβρεχε σιγανά, ένιωσε τα γυαλιά του να θαμπώνουν και τα μαλλιά του ελαφρώς βρεγμένα. Η άσφαλτος είχε μαυρίσει από το νερό, τα φύλλα ήταν καφετιά και υγρά, πεσμένα σαν τσαμπιά στην άσφαλτο και τα καπό των παρκαρισμένων αυτοκινήτων, στον σιωπηλό δρόμο με τις μονοκατοικίες. Ο ουρανός ήταν ομοιόμορφα γκρίζος, είχε ενωθεί με τη βροχή. Εκείνος όμως αισθανόταν μόνο το σιωπηλό ψιχάλισμα στα μαλλιά και τα γυαλιά του καθώς περνούσε και το Στενσπάρκεν. Κάτω κάτω, στο τέρμα του Νοραμπάκεν, βρήκε επιτέλους ένα καλάθι σκουπιδιών και πέταξε την τρισάθλια ομπρέλα, ένιωσε ανακούφιση που απαλλάχτηκε από αυτήν, λες και είχε διαφορά αν κουβαλούσε αυτό το κουρελιασμένο αντικείμενο...
Ondjaki «Οι διάφανοι» (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Αιώρα, Αθήνα 2020)
Ένα βιβλίο που εκπέμπει ζωή και φρεσκάδα παρακολουθώντας τη ζωή εντελώς διαφορετικών ανθρώπων που ζουν σε μια ετοιμόρροπη πολυκατοικία της πόλης με θαυμαστή αξιοπρέπεια και αγάπη. Ο Ondjaki μας χαρίζει ένα απολαυστικό βιβλίο που αγγίζει τον φανταστικό κόσμο, μέσα από μια κορυφαία λογοτεχνική στιγμή μαγικού ρεαλισμού όπου τα πάντα, τα πιο ανείπωτα γίνονται πιθανά, ωστόσο περιβάλλει τον γοητευτικό κόσμο του με την ιστορία και τις υπάρχουσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της Αφρικής καταθέτοντας συχνά πυκνά μια οξεία πολιτική κριτική. Τα πάντα εδώ είναι διάφανα και κρυστάλλινα, όσο διάτρητα και εκτεθειμένα κι αν είναι. Βιβλίο τρυφερό, παράδοξο και ασυνήθιστο, συχνά λυρικό και ποιητικό, άλλοτε πολιτικό, πάντοτε απολύτως ειλικρινές, δεν βλέπει ποτέ τη ζωή μόνο με την γκρίζα πλευρά της αλλά τη λούζει με άπλετο φως και χιούμορ
Δείγμα γραφής:
-ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ανθρωπότητας – άρχισε ο Νταβίντε -, εκτός από τα άλλα, φυσικά… είναι ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να δώσουν στη φαντασία τη θέση που της πρέπει… στην εποχή μας, στην καθημερινότητά μας, θέλουν λεφτά, ναι, αλλά ούτε και με τα λεφτά θα μπορέσουν να αγοράσουν ευχαρίστηση, γνώσεις… και το να αφήσουν ελεύθερη τη φαντασία τους δεν κοστίζει τίποτα… καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;
-περίπου
-η φαντασία, η φαντασία… να κάνεις χρήση αυτής της ικανότητας που μας διαχωρίζει από τα άλλα όντα. η πέτρα δεν φαντάζεται, περιμένει. το λουλούδι δεν φαντάζεται, ανθίζει. το πουλί μεταναστεύει, η φάλαινα κολυμπάει, το άλογο καλπάζει. εμείς φανταζόμαστε πριν μεταναστεύσουμε, είμαστε ικανοί να φανταζόμαστε ενόσω κολυμπάμε και μπορούμε να ανακαλύψουμε νέους και αναρίθμητους τρόπους να τρέχουμε, με τη φαντασία μας, ακόμα και για να υποτάξουμε το άλογο και να το κάνουμε να καλπάζει για μας, χρειάστηκε να το φανταστούμε προηγουμένως. και αυτό αποτελεί μέρος της ευτυχούς συνθήκης μας ως ανθρώπινων όντων, αποτελεί μέρος της συνθήκης μας ως ελεύθερων όντων. Φυλακισμένοι, έγκλειστοι, δυστυχισμένοι, την τελευταία στιγμή της ζωής μας, φανταζόμαστε… κι αυτό είναι που χρειάζονται η επιστήμη και η ανθρωπότητα: η φαντασία.
ο Πάουλο γέμισε το ποτήρι του με ουίσκι, δεν είπε τίποτα.
ο Νταβίντε έβγαλε από την τσέπη του ένα μεγάλο σημειωματάριο με καφέ εξώφυλλο, σημείωσε μερικές φράσεις, μερικούς αριθμούς, ξανασερβιρίστηκε ουίσκι, μέσα στη σιωπή, μόνο το βάρος της νύχτας, οι νότες της μουσικής και οι διακριτικές μυρωδιές απ΄ το κάρβουνο που πάνω του είχαν πέσει χοντρές σταγόνες καυτερής πιπεριάς, λεμονιού και λίπους από το ψάρι που ψηνόταν
Max Porter «Λάννυ» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2020)
«Ο Μακαρίτης γερο-Άκανθος ξυπνάει από τον χαλαρό υπνάκο του, μεγάλος ίσαμε ένα στρέμμα, και πετάει από πάνω του τ' απομεινάρια ενός ονείρου γεμάτου πίσσα που λαμποκοπούσε από υγρούς σβόλους σκουπιδιών». Με αυτό τον τρόπο αρχίζει το παράδοξο, ονειρικό μυθιστόρημα του συγγραφέα του σπουδαίου «Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά». Η ιστορία του διαφορετικού, ονειροπόλου, ακατανόητου από τους γονείς του και ανεξέλεγκτου Λάννυ, ενός μικρού αγοριού που είναι ολοζώντανο στις φανταστικές ακροβασίες του δίνεται με σπάνια πρωτοτυπία, ευαισθησία και ποίηση που ξεχειλίζει στο πεζό του Πόρτερ. Παραμυθένια ατμόσφαιρα, κοφτερές εμπνεύσεις, αμίμητοι χαρακτήρες, λογοτεχνική υπέρβαση σε ένα μοναδικό βιβλίο που θα λατρέψετε. Ένα βιβλίο που μοιάζει με πελώρια ζωγραφιά και που μέσα στην ακαταμάχητη στρεβλότητά του είναι ένας ύμνος για τη δημιουργία και το «ατίθασο» πνεύμα. «Ο γέρος τραβάει μια κόλλα χαρτί από το μπλοκ του και τη στερεώνει με μεταλλικό κλιπ στην ξύλινη επιφάνεια. Δίνει το ξύλο και ένα κομμάτι κάρβουνο στον φίλο του και δείχνει προς το πεσμένο δέντρο. Τους απομένουν μια-δυο ώρες με καλό φως. Ζωγραφίζουν το δάσος γύρω τους». Κάπως έτσι τελειώνει το υπέροχο αυτό βιβλίο που δεν θα θέλετε να τελειώσει με τίποτα.
Δείγμα γραφής:
Γαμώτο, Λάννυ, ματάκια μου. Τι απαίσιο όνειρο.
Δεν ήταν απαίσιο. Απλώς λυπητερό. Ένιωθα τόσο λυπημένος. Τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε;
Γιατί ρωτάς;
Απλώς αναρωτιέμαι.
Λοιπόν, πιστεύω ότι τα σώματά μας σαπίζουν και οι ψυχές μας πάνε στον παράδεισο. Αν είμαστε καλοί.
Πιστεύεις στον παράδεισο;
Πιστεύω, κατά κάποιον τρόπο. Ναι.
Εγώ συμφωνώ με τον Πιτ.
Α, ναι, τι πιστεύει ο Πιτ ότι συμβαίνει;
Πιστεύει ότι η ψυχή μας φεύγει και περιπλανιέται για λίγο καιρό τριγύρω και βλέπει τα πάντα πραγματικά. Πιστεύει ότι βλέπουμε για πρώτη φορά πώς λειτουργούν πραγματικά τα πάντα, πόσο κοντά είμαστε στα φυτά, πώς τα πάντα συνδέονται∙ και το κατανοούμε τελικά, έστω και για ένα μόνο δευτερόλεπτο. Βλέπουμε σχήματα και μοτίβα και είναι απίστευτα όμορφο, σαν το καλύτερο έργο τέχνης που έχει γίνει ποτέ, με μαθηματικά και επιστήμη και μουσική και συναισθήματα, όλα ταυτόχρονα, τα πάντα. Και μετά απλώς διαλυόμαστε και γινόμαστε αέρας.
Αυτό είναι πολύ ωραίο. Χαίρομαι που αυτό μας περιμένει.
Κι εγώ.
Σ΄ αγαπώ, Λάννυ.
Το ξέρω.
Άλντεν Νόουλαν «Χαίρομαι που είμαι εδώ» (μτφρ. Γιάννης Παλαβός, εκδ. Loggia, Αθήνα 2020)
Ο Καναδός ποιητής, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας Άλντεν Νόουλαν είναι μια πραγματικά σπάνια περίπτωση. Ο Άλντεν Νόουλαν (1933-1983), γεννημένος και μεγαλωμένος σε συνθήκες απόλυτης ένδειας στο Στάνλεϊ, αγροτικό οικισμό της Νέας Σκοτίας, εγκατέλειψε το σχολείο στην πέμπτη δημοτικού. Έφηβος, έκανε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες για να επιβιώσει, ώσπου σε ηλικία δεκαεννιά ετών προσελήφθη, υποβάλλοντας πλαστό βιογραφικό, ως συντάκτης τοπικής εφημερίδας στην κωμόπολη Χάρτλαντ του Νιού Μπράνσγουικ. Το 1968 το Πανεπιστήμιο του Μιού Μπράνσγουικ τον έχρισε εφ΄ όρου ζωής φιλοξενούμενο συγγραφέα (writer-in-residence) και ο Νόουλαν εγκαταστάθηκε με τη σύζυγο και τον γιο τους στο Φρέντρικτον, έδρα του Πανεπιστημίου και πρωτεύουσα του Νιού Μπράνσγουικ. Πέθανε μόλις στα πενήντα του χρόνια. Μια ξεχωριστή έκπληξη το ποιητικό του βιβλίο, είναι από αυτές τις ξεχωριστές στιγμές που σου δίνει την γνήσια, αυθεντική συγκίνηση χωρίς καλλωπισμούς, στολίδια και θορύβους. Ποίηση γλυκόπικρη, με αιχμηρή, πάντα υπαινικτική ωστόσο σαρκαστική ματιά στο συντηρητικό κοινωνικό περιβάλλον και στην αυθεντία των ακαδημαϊκών, ποίηση που αγαπά τον άνθρωπο με τις ανορθογραφίες του, που αγαπά τη φύση και τη ζωή, ωστόσο δοσμένη με χιούμορ και γερές δόσεις ειρωνείας.
Δείγμα γραφής:
ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΔΩΡΩΝ
Όσο διαβάζεις αυτό το ποίημα,
εγώ θα το γράφω.
Το γράφω εδώ και τώρα
μπρος στα μάτια σου
κι ας μη με βλέπεις.
Ίσως δεν πάρεις στα σοβαρά τα λόγια μου,
"ευφυολογήματα", θα πεις, "απάτη",
μα το αστείο είναι ότι γελιέσαι:
η πραγματική απάτη
είναι ότι παριστάνεις
πως αυτό το ποίημα είναι
αμετάβλητο και συμπαγές,
έξω κι απ΄ τους δυο μας.
Άκου με, ξέρω τι σου λέω:
θα συνεχίσω
να γράφω αυτό το ποίημα για σένα
ακόμα κι αφότου πεθάνω.
Φρήντριχ Ντύρενματ «Η Βλάβη, Το Τούνελ, Ο Σκύλος» (μτφρ. Γιάννης Καλλιφατίδης, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2020)
Εξαιρετική συλλογή τριών διηγημάτων του εκλεκτού Ελβετού πεζογράφου και θεατρικού συγγραφέα. Ειρωνεία και σαρκασμός που υπονομεύουν κάθε συμβατική μορφή αφήγησης στη μικρή φόρμα, εκφραστική δεινότητα, εκπληκτικός ρυθμός, παράλογο και ατμόσφαιρα εγκλωβισμού στο αριστουργηματικό και πιο εκτενές διήγημα, τη «Βλάβη» όπου ένας πλασιέ υφασμάτων που χαλάει το αυτοκίνητό του ακινητοποιείται σε ένα σπίτι της υπαίθρου όπου και πρόκειται να διανυκτερεύσει. Εμπλέκεται σε μια περίεργη συντροφιά όπου τα πάντα εξελίσσονται σε ένα αλλόκοτο δικαστήριο. Στο «Τούνελ» ένας υπέρβαρος 24χρονος ταξιδεύει με τρένο σε μια καταστροφική κατεύθυνση αλλά η αγωνία του δεν βρίσκει συμπαράσταση από τους υπόλοιπους ταξιδιώτες. Στον «Σκύλο» μια ειρηνική οικογένεια απειλείται από έναν θεόρατο μαύρο σκύλο. Τρία έξοχα διηγήματα δοσμένα από μια ιδιοσυγκρασιακή και αιχμηρά εμπνευσμένη πένα.
Δείγμα γραφής:
Το πεπρωμένο έχει εγκαταλείψει τη σκηνή του δράματος και παραμονεύει κρυμμένο πίσω από τις κουίντες, έξω από τις συμβάσεις της δραματουργίας, ενώ στο προσκήνιο τα πάντα αποδίδονται σε αναποδιές, τόσο οι αρρώστιες όσο και οι κρίσεις. Πολύ σύντομα, οι ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι θα προβλέπουν ακόμη και κατά πόσο αποτελεί επικερδή επένδυση ένας πόλεμος, έστω και αν όλοι γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο είναι φύσει αδύνατον. Υπό την προϋπόθεση ότι λειτουργούν σωστά οι υπολογιστικές μηχανές και τα μαθηματικά μοντέλα, η μόνη πιθανή εκδοχή είναι οι ήττες. Αλίμονο, όμως, αν βρεθούν κάποιοι να παραποιήσουν τα δεδομένα επεμβαίνοντας παράνομα στους τεχνητούς εγκεφάλους, παρόλο που ούτε κάτι τέτοιο θα ήταν τόσο τραγικό όσο η πιθανότητα να λασκάρει μια βίδα, να καεί ένα πηνίο, να παρουσιάσει βλάβη κάποιο πλήκτρο, να επέλθει η συντέλεια του κόσμου από βραχυκύκλωμα ή άλλο τεχνικό σφάλμα. Επομένως, δεν απειλούμαστε πλέον από κανέναν Θεό, καμιά δικαιοσύνη, κανένα χτύπημα της μοίρας, όπως στην Πέμπτη Συμφωνία, αλλά από τροχαία ατυχήματα, από καταρρεύσεις φραγμάτων εξαιτίας ελαττωματικής κατασκευής, από την αφηρημάδα κάποιου εργατοτεχνίτη, με αποτέλεσμα να προκληθεί έκρηξη σ΄ ένα εργοστάσιο που κατασκευάζει ατομικές βόμβες, από λανθασμένες ρυθμίσεις σε εκκολαπτικές μηχανές. Σ΄ αυτό τον κόσμο που είναι γεμάτος βλάβες οδηγεί και ο δικός μας δρόμος. Στη σκονισμένη άκρη του, δίπλα σε γιγάντιες ρεκλάμες για υποδήματα Bally, αυτοκίνητα Studebaker, παγωτά, δίπλα στις αναμνηστικές πλάκες για τους νεκρούς των τροχαίων, υπάρχει ακόμα χώρος για μερικές πιθανές ιστορίες, στις οποίες η ανθρωπότητα κοιτάζει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός συνηθισμένου ανθρώπου, κάθε απλή αναποδιά αποκτά απρομελέτητα καθολικό χαρακτήρα, το δικαστήριο και η δικαιοσύνη εμφανίζονται στο οπτικό πεδίο, ίσως μάλιστα και η χάρη, όπως αυτά τυχαία συλλαμβάνονται και καθρεφτίζονται στο μονόκλ ενός μεθυσμένου.
William Μaxwell «Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο» (μτφρ. Παν. Κεχαγιάς, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2020)
Βραβευμένο με Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ το 1982 και «από τα 100 επιδραστικότερα μυθιστορήματα της αγγλικής γλώσσας» σύμφωνα με το BBC, το μυθιστόρημα μας ξεναγεί στον κόσμο ενός αγοριού που η μητέρα του πεθαίνει από επιδημία της γρίπης και ο πατέρας του αδιαφορεί και είναι σε απόσταση. Ο συγγραφέας εκθέτει με εξαιρετική αμεσότητα την αφήγησή του αλλά και τα κυρίαρχα θέματά του που είναι από τη μια οι ανεπιθύμητες μεταλλαγές και οι επιπτώσεις τους στην αποδόμηση της οικογένειας και από την άλλη η ομορφιά της ζωής μέχρι να διώξουμε εμείς οι ίδιοι ακούσια την ευτυχία από αυτή. Χωρίς ηχηρά διδάγματα, μεγαλοστομίες και εντυπωσιασμούς ο Μάξουελ γράφει ένα μυθιστόρημα που αναπνέει με εκείνες τις καθημερινές ανάσες της απλότητας, της αξιοπρέπειας και των ψιθύρων προκαλώντας αυθεντικά συναισθήματα, απολύτως συνταρακτικά στην απλότητα και την ειλικρίνειά τους.
Δείγμα γραφής:
Όταν γύριζα απ΄ το σχολείο, έκανα κάθε μέρα το ίδιο πράγμα, διάβαζα κουλουριασμένος στο πλατύ περβάζι του παραθύρου της βιβλιοθήκης ή ξαπλωμένος ανάσκελα στο πάτωμα με τα πόδια μου πάνω σε μια καρέκλα, στο πιο σκοτεινό μέρος που μπορούσα να βρω. Το σπίτι ήταν γεμάτο από ιδανικές γωνιές για να καθίσω να διαβάσω, και διάβαζα τα ίδια βιβλία ξανά και ξανά. Τα παιδιά αντλούν παρηγοριά και στήριξη από τα γνώριμα πράγματα - μια ομπρελοθήκη, ένα γυάλινο τασάκι δίπλα στα πολύχρωμα χάρτινα δαχτυλίδια των πούρων, τη μασιά στο τζάκι, οτιδήποτε. Αυτά με βοήθησαν, καθώς και άλλα καθημερινά αντικείμενα - όπως και οι δυο πανύψηλες φτελιές που έριχναν τη σκιά τους πάνω στο σπίτι και το έκρυβαν από τον ήλιο, και η αναρριχητική μπιγκόνια στην πίσω πόρτα, και η πασχαλιά κάτω απ΄ το παράθυρο της τραπεζαρίας, και τα αναπαυτικά έπιπλα από λυγαριά στη βεράντα και η κούνια της βεράντας που συνέβαλλε με το αργό τρίξιμό της στους ήχους της καλοκαιρινής νύχτας -, να υπομένω την κάθε μέρα.
Fleur Jaeggy «Προλετέρκα» (μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2020)
Πρόκειται για ένα εν πλω ταξίδι που διαρκεί δεκατέσσερις μέρες σε μια κρουαζιέρα με το πλοίο «Προλετέρκα» και ταυτόχρονα για ένα εσωτερικό οδοιπορικό μύησης και γνώσης. Η δεκαεξάχρονη ηρωίδα μυείται αργά στο μυστήριο της ζωής που έως τώρα είχε μόνο κατά νου στα όνειρά της. Στο ίδιο πλοίο επιβαίνει ο πατέρας της που είναι αποξενωμένος από την κόρη του, ωστόσο συνδέεται μαζί της με ένα αδιόρατο νήμα που κρατά πριν από αυτούς τους δυο. Στο ταξίδι αυτό η κόρη θα γνωρίσει τον πατέρα της και εμείς το εισπράττουμε σαν ένα ταξίδι στον τόπο των νεκρών μέσω της διαδικασίας της μνήμης. Μετά το εξαιρετικό «Είμαι ο αδελφός της ΧΧ» που κυκλοφόρησε επίσης στο 2020 από τον εκδοτικό οίκο «Άγρα», το «Προλετέρκα» ρίχνει μας αποκαλύπτει μια επίσης συναρπαστική πτυχή στο έργο της σπουδαίας Ιταλίδας συγγραφέας μέσα από μια δυναμική, μυστηριακή, έντονα συναισθηματικά φορτισμένη και διαβρωτική πρόζα που αφήνει ένα γοητευτικά απειλητικό αποτύπωμα στον αναγνώστη.
Δείγμα γραφής:
Εσύ ακόμα δεν θέλεις ν΄ αγγίξω τα πλήκτρα σου. Τα δάχτυλά μου σού είναι ξένα. Μια ελαφριά υπόνοια σάρκας. Ωστόσο κάθομαι δίπλα σου. Σε περιφρουρώ. Τα πρώτα χρόνια κρατούσα την πόρτα πάντα κλειστή. Για να είμαι βέβαιη ότι δεν θα μπει κανείς. Εσύ, μοναχό σου, έγκλειστο. Τώρα πια όχι. Τώρα σε αφήνω πιο ελεύθερο. Και ταυτόχρονα αφήνω πιο ελεύθερο τον εαυτό μου. Έχω γίνει σοφότερη. Παλιά, όταν φούντωνε μέσα μου η κακία, περνούσε στις φλέβες μου, στα μάτια μου, στις σκέψεις μου. Μια κακία άυπνη. Ξέρεις τι είναι η αϋπνία. Είναι κάτι δυσάρεστο. Κάτι τρομερό. Επειδή όλα είναι παρουσίες. Παρουσίες νυχτερινές. Τις ώρες της σιωπής, όταν η αϋπνία τριγυρνάει στα δωμάτια, περνώντας από το δικό σου παγώνει. Και τότε κάθομαι δίπλα σου. Τα πλήκτρα σου είναι απίστευτα κρύα. Και μετά η αυγή στο παράθυρο. Αναρωτιέμαι αν θα ξυπνήσει η πιανίστα. Εσύ είσαι ένα άλογο με χρυσά πέταλα. Τι φέρνει η αυγή σ΄ εσένα και σ΄ εμένα; Έχεις διαλέξει ήδη την επόμενη κατοικία σου; Μου λες ότι έχουμε καιρό, ότι δεν πρέπει να βιάζομαι. Δεν βιάζομαι, Στάινγουεϋ, θα ήθελα να συνεχίσω έτσι, εσύ κι εγώ, στο δωματιάκι με το ταβάνι στα χρώματα της Πομπηίας. Είναι μια μικρή πυρκαγιά, φλόγες ανάλαφρες, ουράνιο χρώμα της φωτιάς.
Αργύρης Χιόνης «Η πολιτεία Λαβύρινθος» (εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2020)
Μια θαυμάσια έκδοση που περιλαμβάνει επιλεγμένα αθησαύριστα κείμενα του Αργύρη Χιόνη, τα οποία δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες κατά το χρονικό διάστημα 1976-2011. Πρόκειται για αυτοβιογραφικά και για πεζά μυθοπλασίας, για στοχασμούς, για ποιητικούς στίχους και για κείμενα μέσα από τα οποία είδε ομοτέχνους του όπως το πολύτιμο κείμενό του για τον ποιητή Χρίστο Λάσκαρη. Τα βασικά θέματα που έκαναν την ποίηση και το πεζογραφικό έργο του μια από τις πιο εξέχουσες περιοχές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, είναι και εδώ παρόντα και ζωντανεύουν με την σπάνιας ειλικρίνειας και δύναμης γραφή του και με τον αμίμητο παραβολικό, μεταφορικό του στοχασμό: ο εγκλεισμός σε μια πολιτεία Λαβύρινθο, ο ερωτικός πόθος και η ανεκπλήρωτη έκβασή του, ο θάνατος μέσα στη ζωή, η περιπλάνηση και η επιστροφή στην μήτρα, το διφυές της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Δείγμα γραφής:
-Από τα πεζά του
…Αρχίζω να αναρωτιέμαι μήπως κάνω λάθος, μήπως αυτή η γυναίκα που έχω εκεί, μπροστά μου, δεν είναι η Αγλαϊα. Ναι, σίγουρα, αυτή η γυναίκα δεν είναι η Αγλαϊα. Εγώ την Αγλαϊα την έβλεπα, μια ολόκληρη ζωή, στα όνειρά μου∙ μια ολόκληρη ζωή την κρατούσα στην αγκαλιά μου∙ ενώ αυτή η γυναίκα με βλέπει για πρώτη φορά. Αυτό όμως που βλέπει της αρέσει∙ μου δίνει να το καταλάβω, μου δίνει να καταλάβω ότι πολύ θα ήθελε να ξαναβρεθούμε, για χάρη δήθεν των παλιών καιρών που έχει εντελώς ξεχάσει. Ύστερα, αρχίζει να μιλάει, ακατάσχετα, για την αποτυχημένη ζωή της, για τον αποτυχημένο γάμο της, για τον βάρβαρο και σαδιστή άντρα της, που τη βασανίζει, που τη σπάει στο ξύλο.
«Γιατί δεν τον χωρίζεις», τη ρωτώ, «γιατί δε φεύγεις;»
«Δεν μπορώ», μου λέει, «δεν μπορώ», και το μάτι της γυαλίζει περίεργα. «Το ΄χω αποφασίσει χίλιες φορές και άλλες τόσες έχω αλλάξει γνώμη. Κάτι με δένει, κάτι με κρατά κοντά του. Δεν μπορώ».
«Μα, όπως μου τα λες, αυτός ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος. Δεν είναι δυνατόν να ζεις με τέτοιο άνθρωπο».
«Επικίνδυνος δεν θα πει τίποτε!» και ξαναγυαλίζει περίεργα το μάτι της. «Να κοίτα εδώ», μου κάνει και χωρίζει τα μαλλιά της στην κορφή του κεφαλιού, «έξι ράμματα μου κάνανε!» Και βλέπω, πράγματι, έξι ράμματα, και, μαζί, τις άσπρες ρίζες των ξανθιών μαλλιών του ονείρου μου που, κάποτε, μοσχοβόλαγε μοσχοσάπουνο και σοκολάτα και, τώρα, μυρίζει ξινισμένο ιδρώτα και δυστυχία.
-Από τα ποιήματά του
Όσων όψις ακοή μάθησις, ταύτα εγώ προτιμέω.»
Μόνο αν ακούσεις
Το κελάηδισμα και δεις
Ποιος κελαηδάει,
Θα μάθεις τι ΄ναι η ζωή
Με ή χωρίς αηδόνι.
Nona Fernandez Silanes «Space Invaders» (μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2020)
Γαλουχημένη την περίοδο της διακυβέρνησης της Χιλής από τον Πινοσέτ, η βραβευμένη συγγραφέας αποτελεί εξέχουσα προσωπικότητας των γραμμάτων της γενιάς αυτής. Οι μνήμες της περιόδου αυτής και τα όνειρα των ανθρώπων που ένιωσαν στην καθημερινότητά τους τον φόβο της δικτατορίας φιλτράρεται υποδειγματικά από την ιδιαίτερα προσωπική γραφή της Silanes και περνά με αξιοσημείωτη αμεσότητα, ιλιγγιώδη ρυθμό, και με την ξεχωριστή προσπάθειά της να διασώσει από τη λήθη του παρελθόντος αυτά που χρειάζονται και αποτελούν την ιστορία της χώρας της. Με έντονες αυτοβιογραφικές αναφορές η συγγραφέας μας χαρίσει ένα εκλεκτό μυθιστόρημα όπου αξιοποιεί την ιστορία και το χτες για να διαχειριστεί τα τραύματα του σήμερα και να προσπαθήσει να τα επουλώσει αρθρώνοντας μια θαρραλέα πολιτική φωνή και ταυτόχρονα μια σπουδαία αισθητική πρόταση λογοτεχνίας.
Δείγμα γραφής:
Δεν ξέρουμε αν αυτό είναι όνειρο ή ανάμνηση. Κάποιες στιγμές πιστεύουμε πως είναι μια ανάμνηση που πάει και χώνεται στα όνειρά μας, μια σκηνή που δραπετεύει από τη μνήμη κάποιου και κρύβεται μέσα στα βρόμικα σεντόνια όλων μας. Μπορεί να την έχουμε ήδη ζήσει, εμείς ή κάποιοι άλλοι. Μπορεί να είναι μια αναπαράσταση ή ακόμα και μια επινόηση, όσο περισσότερο όμως το σκεφτόμαστε πιστεύουμε πως είναι μόνο ένα όνειρο που σιγά σιγά μεταμορφώνεται σε ανάμνηση. Αν υπήρχε διαφορά ανάμεσά τους, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε από που έχει έρθει, αλλά στα αμνήμονα στρώματά μας όλα συγχέονται και η αλήθεια είναι πως αυτό μικρή σημασία έχει τώρα πια.
Paul Greveillac «Αφέντες και δούλοι» (μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2020)
Έχοντας αποσπάσει το βραβείο Jean Giono και μια θέση στην τελική λίστα υποψηφιοτήτων για το βραβείο Concourt, το «Αφέντες και δούλοι» του Γάλλου συγγραφέα Paul Greveillac αποτελεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις πάνω στον τρόπο που η πολιτική εξουσία μπορεί να επηρεάσει την τέχνη. Παράλληλα το μυθιστόρημα πραγματεύεται αριστοτεχνικά τη σχέση πατέρα – γιου όπως αυτή αναδεικνύεται στο πέρασμα των χρόνων μέσα από τρεις γενιές ζωγράφων στη μαοϊκή Κίνα. Η αγάπη για την τέχνη μεταδίδεται από πατέρα σε γιο και το διαπεραστικό βλέμμα του συγγραφέα την παρακολουθεί σε συνθήκες ολοκληρωτικές αλλά και μέσα από το κύμα αμφισβήτησης και την ενεργοποίηση νέων μορφών και δρόμων των καλλιτεχνικών πρωτοποριών. Ένα πολυεπίπεδο ιστορικό και πολιτικό μυθιστόρημα με εξαιρετικά ρέουσα γλώσσα, δοσμένο με γνήσια ευαισθησία αλλά κυρίως με μια ολόφρεσκη αύρα ευαισθησίας.
Δείγμα γραφής:
Εκείνο τον χειμωνιάτικο μήνα, ο ήλιος είχε βγει στην παρανομία. Η Έλι Καουρισμάκι ονειρευόταν χορό. Η Έλι Καουρισμάκι έφτιαχνε σπίρτα σ΄ ένα μικρό εργοστάσιο του Ελσίνκι. Όλη μέρα τα χέρια της κινούνταν απαλά, σαν μπουκέτα από καμέλιες που δεν άνοιξαν ακόμη. Ύστερα τα ακουμπούσε στα γόνατά της ακίνητα, το βράδυ, όταν άνοιγε το τρανζίστορ για ν΄ ακούσει, χωρίς εμφανή συγκίνηση, την αγαπημένη της εκπομπή. Οι εκφωνητές δεν μιλούσαν πολύ∙ αρκούνταν στην παρουσίαση, με φωνή που σου έφερνε υπνηλία, του Καρυοθραύστη ή της Λίμνης των κύκνων, που της άρεσε ακόμη περισσότερο. Και τότε η Έλι Καουρισμάκι έβγαζε την γκρίζα μαντίλα της. Και τότε η Έλι Καουρισμάκι πετούσε.
Το πρωί, έπαιρνε το λεωφορείο για να πάει στο εργοστάσιο. Ήταν ακόμη νύχτα. Η Έλι Καουρισμάκι ακουμπούσε πότε πότε το κεφάλι της στο θολό από χνότα τζάμι, αφού προηγουμένως το σκούπιζε με το γάντι της που είχε κομμένα δάχτυλα. Σιγοτραγουδούσε από μέσα της μια μελωδία που την είχε ακούσει το περασμένο βράδυ. Οι φανοστάτες μετατρέπονταν σε χορευτές, προσφέροντας με τα τεντωμένα χέρια τους το φτωχικό τους δώρο, το φως.
Ένα βράδυ, η φωνή στο ραδιόφωνο μίλησε για κάποιο ρωσικό μπαλέτο που θα περνούσε σύντομα από το Ελσίνκι. Ένα ανεπαίσθητο πετάρισμα των βλεφάρων αποκάλυψε τη μεγάλη συγκίνηση που ένιωσε η Έλι Καουρισμάκι. Άκουγε αφηρημένη τη μουσική, με το βλέμμα αλλού χαμένο. Η Ζιζέλ. Σηκώθηκε. Έβγαλε κι άπλωσε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας όλα τα χρήματα που είχε. Δάγκωσε τα χείλη της απογοητευμένη.
Don DeLillo «Η Σιωπή» (μτφρ. Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2020)
To πιο πρόσφατο βιβλίο του Αμερικανού συγγραφέα, παρότι γράφτηκε το 2018, πριν την ερήμωση που επικράτησε στους δρόμους της Αμερικής –και όχι μόνο– κατά τη διάρκεια των μέτρων για τον έλεγχο του Covid-19, απηχεί με μοναδικό τρόπο την ανησυχία του και τον καίριο στοχασμό του πάνω σε κυρίαρχα θέματα που σήμερα μας βασανίζουν. Ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί και επιταχύνεται από την υποδειγματική λογοτεχνική στόφα του δημιουργού του, το κοφτό, συγκοπτόμενο, υπαινικτικό, ελλειπτικό και ανησυχητικό του ύφος. Η αβεβαιότητα, η εκτροπή, η απειλή της ανθρώπινης ζωής και του πολιτισμού είναι συνέπεια της διατάραξης του δεσμού του ανθρώπου με το σύμπαν και της απώλειας της σχέσης του με το περιβάλλον και της επαφής του με τον άλλον. Ο DeLillo φέρνει ανασύρει στην επιφάνεια τους φόβους από την επιστήμη, την τεχνολογία, τον ψηφιακό κόσμο, τις ασθένειες και τις βιολογικές επιθέσεις και κυρίως τον τρόπο που αυτές ελέγχονται από αδιόρατες από τον άνθρωπο εξουσίες. Η εκρηκτική του αφήγηση και η εναγώνια κραυγή του αρχίζουν από μια απροσδόκητη προσγείωση αεροπλάνου και μια ανεξήγητη απώλεια του σήματος της τηλεόρασης.
Δείγμα γραφής:
Τότε κάτι συνέβη. Οι εικόνες στην οθόνη άρχισαν να τρέμουν. Δεν ήταν συνηθισμένη οπτική παραμόρφωση, είχε βάθος, σχημάτιζε αφηρημένα σχέδια που διαλύονταν μ΄ ένα ρυθμικό παλμό, μια σειρά από στοιχειώδεις μονάδες που σαν να ωθούνταν προς τα εμπρός και μετά υποχωρούσαν. Ορθογώνια, τρίγωνα, τετράγωνα.
Παρακολουθούσαν και άκουγαν. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα για να ακούσουν. Ο Μαξ πήρε το τηλεχειριστήριο από το πάτωμα μπροστά του και πάτησε επανειλημμένα το κουμπί για την ένταση, αλλά δεν υπήρχε ήχος.
Στη συνέχεια η οθόνη έσβησε. Ο Μαξ πάτησε με δύναμη το κουμπί. On, off, on. Αυτός και η Νταϊάν έλεγξαν τα τηλέφωνά τους. Νεκρά. Εκείνη περπάτησε κατά μήκος του δωματίου προς το τηλέφωνο του σπιτιού, το σταθερό τηλέφωνο, ένα συναισθηματικό απομεινάρι. Κανένας ήχος. Το λάπτοπ νεκρό. Πήγε στον υπολογιστή που βρισκόταν στο άλλο δωμάτιο και άγγιξε διάφορα κουμπιά αλλά η οθόνη παρέμεινε γκρίζα.
Επέστρεφε στον Μαξ και στάθηκε πίσω του, με τα χέρια στους ώμους του, και περίμενε να σφίξει τις γροθιές του και να αρχίσει να βρίζει.
Εκείνος είπε ήρεμα, "Τι συμβαίνει με το στοίχημά μου;"
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr