Από το Βιβλίο της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου, "Ιστορίες Εστίασης στην Πάτρα του 20ου αιώνα" (ΣΚΕΑΝΑ, το δόντι)
Ξεκίνησε ως «Νέα Ελβετία», προφανώς γα να καταδειχθεί η υψομετρική διαφορά και η διάσταση του παραθερισμού σε μια έκταση στην οποία για να έχεις πρόσβαση θα έπρεπε να χρησιμοποιήσεις ζώο, αλλά παρά το μεγαλοπρεπές του τίτλου, το μαγαζί επρόκειτο να πάρει το όνομά του από έναν ταπεινό διάκο που άθελά του «βάφτισε» μια ολόκληρη περιοχή.
Η ιστορία του κέντρου «Διάκος» ξεκινάει στα 1900, εποχή που βρίσκει την οικογένεια Καποτά να διατηρεί εκεί το σπίτι και την περιουσία της (αμπέλια, ελιές, λεμονιές, πορτοκαλιές....).
«Δίπλα στο σπίτι, που ήταν και παραμένει στο ίδιο σημείο, άνοιξε ένα καφενεδάκι, ο Νίκος Γιαννακόπουλος ο οποίος είχε παντρευτεί τη θεία του άντρα μου» θυμάται η Κυριακή Καποτά. «Αυτός ο καφενές λειτούργησε στην αρχή με τους προσκυνητές που ανεβαίνανε στο Γηροκομειό. Πέρα από τον καφέ, τρώγανε κανένα λουκουμάκι, ελίτσες, ντομάτα, μπακαλιάρο... Της Παναγίας που το μοναστήρι γιόρταζε, ερχότανε πολύς κόσμος. Ψήνανε και αρνιά. Κάπως έτσι έγινε γνωστό. Εδώ ήτανε χωματόδρομος μέχρι το ’60 και τα παλιά τα χρόνια ερχόσαντε με ζώα. Υπήρχανε πέντε δέκα σπίτια όλα και όλα. Κάποιοι είχανε τα κτήματά τους και έρχονταν και για παραθέρισμα. Με τον καιρό, αυξήθηκε ο κόσμος, μπήκανε και άλλοι μεζέδες στο τραπέζι και στο τέλος το καφενεδάκι έγινε εστιατόριο»
Το πρώτο του όνομα, ήταν "Νέα Ελβετία" λόγω της βλάστησης και του φυσικού κάλλους του περιβάλλοντα χώρου.
«Ο ιδιοκτήτης της περιοχής αλλά και ο ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου οικοπέδου όπου στεγάστηκε το μαγαζί, ο αδελφός του παππού μου, ήταν διάκος και έτσι πήρε το όνομά της η περιοχή και φυσικά και το μαγαζί. Όμως όλοι έλεγαν "πάμε στου παπά", "πάμε στου διάκου"... Η "Νέα Ελβετία" ξεχάστηκε και το όνομα που χαρακτήρισε το μαγαζί, ήταν το όνομα που χαρακτήρισε και τη συνοικία», διηγείται ο Βασίλης Καποτάς.
«Όταν έφυγε ο Νίκος Γιαννακόπουλος, το μαγαζί πέρασε στα χέρια της γιαγιάς μου της Βασιλικής και μετά στα χέρια του ανιψιού του, δηλαδή του πατέρα μου, του Κωνσταντίνου Καποτά που το λειτούργησε από το 1950 περίπου έως το 1995. Μετά ανέλαβα εγώ. Δεν διέκοψε ποτέ τη λειτουργία του όλα αυτά τα χρόνια, αν εξαιρέσεις τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν επί Κατοχής. Την εποχή της εκκένωσης της μονής του Γηροκομειού, από τις δυνάμεις κατοχής, είχαν μεταφέρει εδώ κάποια πράγματα από το μοναστήρι, καθώς δεν μπορούσαν να τα μεταφέρουν όλα στου Μπάλα. Το μαγαζί δεν λειτουργούσε τότε».

Προ του ‘40 μια παρέα ανδρών έξω από το μαγαζί (Αρχείο οικογένειας Καποτά).

Η γιαγιά Βασιλική και ο Κωνσταντίνος Καποτάς, τη δεκαετία του ‘50 (Αρχείο οικογένειας Καποτά).

Σάββατο 14 Αυγούστου 1926. Δημοσίευμα της εφημερίδας «Τηλέγραφος». Το πρώτο μαγαζό με το όνομα «Νέα Ελβετία». Η διεύθυνση ενημερώνει για τις παροχές ενόψει του δεκαπενταύγουστου (Αρχείο οικογένειας Καποτά).
Στη διάρκεια του 20ου αιώνα τον οποίο διέτρεξε από το ένα του έως το άλλο του άκρο, από το «Διάκο» έχουν περάσει βασιλείς, βασίλισσες, πολιτικοί, επιστήμονες, καλλιτέχνες, παρέες, οικογένειες, ζευγάρια που γιόρτασαν γάμους και βάφτισαν παιδιά, σύλλογοι και ομάδες που πραγματοποίησαν συνεστιάσεις, ένα αναρίθμητο «σμήνος» ανθρώπων και καταστάσεων που κατέστησαν το μαγαζί ένα από τα ιστορικότερα και σημαντικότερα, εν λειτουργία καταστήματα της Πάτρας.
«Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος που ήτανε οικογενειακός φίλος, ερχότανε πολύ συχνά. Του άρεσε να πίνει καφέ το ηλιοβασίλεμα. Όλοι οι πολιτικοί πέρασαν από εδώ αλλά και όλοι οι βιομήχανοι. Τότε, στις αρχές, δεν υπήρχαν και πολλά εξοχικά. Ήμασταν εμείς, του “Kούκου» και το “Τζάκι” Εμείς είχαμε και πολύ ωραία θέα» λέει η σύζυγος και πολύτιμη συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καποτά, Κυριακή και θυμάται ηθοποιούς όπως o Παπαγιαννόπουλος, ο Παπαμιχαήλ, και ο, μέχρι και πριν το θάνατό του συχνός θαμώνας, Θανάσης Βέγγος, να απολαμβάνουν το φαγητό τους κοιτάζοντας την Πάτρα από προνομιακή θέση.
«Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι ότι ερχότανε συχνά η Γιώτα Παπαγελλούτσου, η περίφημη Εύα της Πελοποννήσου, με το σοφέρ της με το κλασικό καπελάκι και το αυτοκίνητο πολυτελείας. Ήταν πολύ φίλη με τον πατέρα μου. Καθόταν σε ένα τραπέζι και έτρωγε συνομιλώντας μαζί του και σχολιάζοντας την επικαιρότητα» λέει ο Βασίλης Καποτάς.

Προ του 40, Ο θείος Νικόλαος Γιαννακόπουλος έξω από το μαγαζί (Αρχείο οικογένειας Καποτά).

Το παλιό μαγαζί με την ψάθα μετά την πρώτη ανακαίνιση που έγινε το 1967(Αρχείο οικογένειας Καποτά).

Δεκαετία ‘70. Αυτοκίνητα και μηχανές της εποχής παρκαρισμένα έξω από το μαγαζί (Αρχείο οικογένειας Καποτά).
«Δεν είχαμε ζωντανή μουσική. Μόνο περιστασιακά, αν έφερνε κάποιος που διοργάνωνε μια συνεστίαση δικούς του μουσικούς. Αλλιώς dj. Είχαμε μεγαλύτερη παράδοση σε συνεστιάσεις, σε γάμους και βαπτίσεις και λιγότερο σε πάρτι είτε την καρναβαλική περίοδο είτε σε άλλες περιπτώσεις. Πιο πολύ δουλεύαμε με φαγητό, σε κλασικές παραδοσιακές συνταγές».
Όταν πέρασε το λεωφορείο τη δεκαετία του 60, η κίνηση απογειώθηκε, ο κόσμος πολλαπλασιάστηκε και ο «Διάκος» απέκτησε τη στάση του. Το 1967 έγινε η πρώτη μεγάλη ανακαίνιση. Την επόμενη δεκαετία, έβρισκες απέξω παρκαρισμένες κούρσες, από αυτές που τότε ήταν είδος πολυτελείας για λίγους ενώ τη δεκαετία του ΄80, το μαγαζί έγινε κάρτα που πωλείτο στην παραλιακή μαζί με αναμνήσεις από την Πάτρα.
Σήμερα, έναν αιώνα μετά και κάτι παραπάνω, το όνομά του χρησιμοποιείς ξανά για να περιγράψεις το «που», ακόμη και αν δεν σκοπεύεις να περάσεις ώρα στην ατελείωτη βεράντα του, κοιτάζοντας το ατελές του ορίζοντα αναλογιζόμενος ότι σε αυτό τον τόπο υπήρχε μια εποχή που ένας διάκος, έγραφε ...ιστορία στον τόμο των τοπωνυμίων, απλώς και μόνο με την ιδιότητά του και σίγουρα ερήμην του.

Συνεστίαση με λουλούδια στις κολώνες και επίσημο ένδυμα (Αρχείο οικογένειας Καποτά).

Η περιοχή του Διάκου και το κατάστημα, σε κάρτα τη δεκαετία του ‘80. (Αρχείο οικογένειας Καποτά).
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr