Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Αμαλιάδα Νάσος Νασόπουλος
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

/

Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου: Η στραγγαλίστρια της Πάτρας

Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου: Η στραγγαλίστρια...

Η ιστορία της 24χρονης που το 1967, στραγγάλισε με τα χέρια της ένα 5χρονο κοριτσάκι, στο Δασύλλιο της Πάτρας

Στη μεγάλη κατηφόρα αφήνοντας πίσω το Δασύλλιο, έτρεχε με όλη του την ψυχή. Παρά το βάρος που κουβαλούσε, ήξερε ότι έπρεπε να κινηθεί όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Απεγνωσμένα κοίταξε γύρω του για μία σανίδα σωτηρίας. Ένα μηχανάκι περνούσε εκείνη τη στιγμή από μπροστά του. Του φώναξε αστραπιαία, αφήνοντας πίσω τους συναδέλφους του και τη γυναίκα. Εκείνη τη γυναίκα που λίγα λεπτά πριν, τους είχε πει πως σκότωσε ένα 5χρονο κορίτσι με τα ίδια της τα χέρια.

«Ήταν ακόμα ζεστό. Νόμιζα πως ζει. Το πήρα στην αγκαλιά μου, έτρεξα μερικά βήματα σε έναν κατήφορο, είδα ένα μοτοσάκο και με το παιδί πάντα στην αγκαλιά ανέβηκα στο μοτοσακό και έσπευσα στο νοσοκομείο, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να σωθεί. Εκεί οι γιατροί περιορίστηκαν να διαπιστώσουν ότι το παιδί είχε προ ολίγου μόλις παύσει να ζει. Η Μιχαλίτσα μόλις είδε το παιδί μελανιασμένο κραύγασε: «Παναγιά μου, τι έκανα».» Με αυτά τα λόγια, ο υπαστυνόμος Σωκράτης Αλεξόπουλος, προϊστάμενος της υπηρεσίας διώξεως κοινού εγκλήματος περιέγραψε στο δικαστήριο πως ήρθε αντιμέτωπος με ένα από τα πιο ειδεχθή εγκλήματα της χώρας.

Λίγο νωρίτερα, η ίδια τους είπε πει ότι διέπραξε το έγκλημα γιατί ο πατέρας του παιδιού την εγκατέλειψε. «Εψάξαμε σε 3-4 σημεία, γιατί η δράστις που ήταν πολύ ταραγμένη δεν θυμόταν ακριβώς που είχε πνίξει το παιδί. Τελικώς, το βρήκαμε κάτω από μία συστάδα δέντρων» θα πει ο μάρτυρας.

Η δικαστική αίθουσα του Κακουργοδικείου Πάτρας ήταν ξέχειλη από κόσμο, ο οποίος συνήθιζε να παρακολουθεί στενά τα πιο στυγερά εγκλήματα. Άλλωστε, το έτος ήταν 1967 και η άμεση ενημέρωση απαιτούσε φυσική παρουσία. Έτσι, η Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου βρέθηκε αντιμέτωπη με μία ολόκληρη κοινωνία, που έτρεχε στα δικαστήρια για να αντικρίσει τη «στραγγαλίστρια των Πατρών» και να τη λοιδορήσει, να επικροτήσει την εισαγγελική πρόταση για επιβολή της θανατικής ποινής, και να φωνάξει «Θάνατος στη φόνισσα! Σκοτώστε και τον εραστή της».

Στα μάτια τους, αλλά και στα μάτια της ελληνικής Δικαιοσύνης, δεν ήταν απλά μια δολοφόνος. Ήταν η προσωποποίηση του κακού. Ήταν η γυναίκα που, σύμφωνα με την κατηγορία, στα 24 της έτη με τα ίδια της τα χέρια πήρε τη ζωή ενός 5χρονου κοριτσιού, με μοναδικό σκοπό την εκδίκηση. Και για αυτό δεν ήταν λίγοι εκείνοι που επιχείρησαν να τη λυντσάρουν, πηδώντας τα κιγκλιδώματα της δικαστικής αίθουσας.

Ήταν 25 Νοεμβρίου του 1966, ανήμερα της γιορτής της μικρής Καίτης, όταν η Μιχαλίτσα σταμάτησε επί της οδού Καρόλου και Κορίνθου στην Πάτρα όπου στεγαζόταν το νηπιαγωγείο της. Παρέλαβε τη μικρή χωρίς κόπο - η νηπιαγωγός παραδέχθηκε ότι η φύλαξη ήταν πλημμελής εκείνη την ημέρα λόγω φόρτου εργασίας- και κατευθύνθηκε μαζί της στο κοντινό Αλσύλλιο, μέχρι που η 5χρονη άρχισε να αντιδρά και να ζητά να γυρίσουν πίσω.

Απολογούμενη στο δικαστήριο, υποστήριξε ουσιαστικά ότι είχε κενά μνήμης:

«Στο σχολείο που πήγα δεν κατάλαβα αν πήρα την Καιτούλα ή την Λουίζα (την μεγαλύτερη αδελφή του θύματος). Την πήρα για να την κρύψω στο δασύλλιο ή κάπου αλλού, για να βασανίσω έτσι επί μερικές μέρες τον πατέρα της και να τον φέρω στα νερά μου. Της είπα καθώς προχωρούσαμε ότι θα της έπαιρνα καραμέλες. Καθώς προχωρούσα ένιωσε σαν να με κοιτούσε εκείνος που φαινόταν ότι ερχόταν από πίσω. Μετά πολύ αργά κατάλαβα που σκότωσαν την Καιτούλα. Σκοτώστε με, κόφτε μου το χέρι, κόφτε μου το πόδι, πάρτε μου το λαιμό, πάρτε μου όλα για να ξαναγυρίσει Καιτούλα».

Ωστόσο, τα στοιχεία της δικογραφίας την «πρόδωσαν» και κυρίως οι προανακριτικές της καταθέσεις, όπου ανέφερε ότι εκείνος την ενίσχυε οικονομικά, πώς αποτελείωσε το παιδί, ότι ειδοποίησε τις αρχές, αλλά στα κρατητήρια δεν έδειξε ίχνος μεταμέλειας.

Συγχρόνως, η έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής ανέφερε ότι στο λαιμό του παιδιού υπάρχουν σημάδια από έντονο σφίξιμο με λασπωμένα δάχτυλα και σημάδια από νύχια που είχαν γαντζωθεί, ενώ οι παλάμες του παιδιού και τα γόνατα του ήταν λασπωμένα. Αντίστοιχα, στην έκθεση αυτοψίας της αστυνομίας αναφερόταν ότι το σημείο έδινε την εντύπωση ότι είχε προηγηθεί πάλη.

 

Το Βιτριόλι

Κι όλα αυτά γιατί η 24χρονη κατηγορούμενη ύστερα από μία σχέση -γεμάτη βόλτες και σπατάλες, σύμφωνα με τους μάρτυρες- με έναν παντρεμένο άνδρα και πατέρα τεσσάρων παιδιών, βρέθηκε μόνη. Ο εραστής της την είχε διώξει όμως, εκείνη δεν το δέχθηκε. Όπως ισχυρίστηκε εκείνη, της είχε υποσχεθεί ότι θα χωρίσει τη γυναίκα του και θα παντρευτεί εκείνη.

Οι απειλές της δεν ελήφθησαν σοβαρά υπόψη ούτε από τον εραστή της, που πλέον ήθελε να διακόψει, ούτε από τους εργαζόμενους και συγγενείς του, που απαντούσαν στις κλήσεις της. Βέβαια, κανείς τους δεν γνώριζε ότι η Μιχαλίτσα είχε ήδη μία καταδίκη επτά μηνών σε βάρος της από το Εφετείο Πατρών, γιατί είχε πετάξει βιτριόλι στον τότε εραστή της…

«Την παραμονή του εγκλήματος 22 Νοεμβρίου τηλεφώνησε στο μαγαζί και μου διεμήνυσε μέσω των υπαλλήλων: «να πείτε στο Βασίλη να ετοιμάσει την ψάθα του». Την ίδια απειλή διατύπωσε και στον αδερφό μου» θα καταθέσει ο πατέρας στο δικαστήριο.

Μία κατάθεση που θα οδηγήσει όλους τους παράγοντες να του αποδώσουν την ηθική ευθύνη για το θάνατο της αγαπημένης του κόρης. Όπως γράφουν τα δημοσιεύματα της εποχής, ο πατέρας του στραγγαλισθέντος κοριτσιού απεκλήθη κατά την διαδικασία τρεις φορές ως ο «κυριότερος ένοχος της υποθέσεως ο οποίος οδήγησε στον τραγικό θάνατο του παιδιού». Το χαρακτηρισμό αυτό του απέδωσαν ο εισαγγελέας, ο συνήγορος πολιτικής αγωγής, και ο πρόεδρος του δικαστηρίου. Και τις τρεις φορές, εκείνος παραδέχτηκε ότι πράγματι αυτός ήταν ο ένοχος.

«Μου πήρε ότι μου είχε απομείνει δεν γεννήθηκα κακούργα, οι επιτήδειοι της κοινωνίας με έφεραν εδώ, δεν έχω κακούργα ένστικτα» θα προσπαθήσει να δικαιολογήσει τον εαυτό της η Μιχαλίτσα φωνάζοντας: «ναι να με τιμωρήσετε. Ζήτω το θάνατο. Αλλά έπρεπε να τιμωρηθεί και εκείνος γιατί δεν μπορεί ο κάθε απατεώνας να ξεγελάει τις κοπέλες».

 

 

Ο Εισαγγελέας ζήτησε το απόσπασμα

Ο εισαγγελέας της έδρας δεν έδειξε κανένα έλεος: «Ή θα την απολλάξετε και θα την αφήσετε ελεύθερα να γυρίζει στους δρόμους για να αρπάξει κι άλλα παιδιά η ύαινα του δασυλλίου ή θα την παραδώσετε εκεί που πρέπει στο απόσπασμα». Για τον εισαγγελικό λειτουργό, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Επρόκειτο για ένα έγκλημα «πρωτοφανές για τα εγκληματικά χρονικά της χώρας».

Όπως ανέφερε κατά την αγόρευσή του, «προ της παιδικής μορφής συνέρχεται και ο χειρότερος των εγκληματιών. Τούτων όμως, δεν συνέβη με την κατηγορούμενη. Έχουμε δύο γεγονότα τα οποία εκ της ακροαματικής διαδικασίας εξήχθησαν ως αληθή: πρώτον το γεγονός ότι διά των χειρών της κατηγορουμένης προωθήθη, έως του δασυλλίου η άτυχη παιδίσκη και δεύτερον ότι η αναγγελία της εκτελέσεως εις την αστυνομία έγινε από την κατηγορούμενη, το στόμα και τα χείλη της οποίας δεν έτρεμον, ψυχρά και ανάλγητος διηγείται, ως να αφηγείται μυθιστόρημα ότι εξετέλεσε την παιδίσκη και με σταθερό βήμα έβαινε πρώτη για να υποδείξει στους αστυνομικούς στον τόπο του εγκλήματος. Το βήμα ήτο σταθερό αλλά και η προφορά και οι σκέψεις της διαυγής. Ουδεμία υπήρξε η συγκίνησις της δια το αποτρόπαιο έγκλημα. Αυτό το δάκρυ που έχυσε εις το βασίλειο, ολίγον μετά την ανεύρεση του σώματος, δεν ήτο μεταμέλεια αλλά μια κατάστασις επερχόμενη για το μέγεθος του εγκλήματος».

Όσο για τον πατέρα τους θύματος, ο εισαγγελικός λειτουργός υποστήριξε: «Εκ της διαδικασίας απεδείχθη ότι ο πατέρας ήτο αδυνάτου χαρακτήρος και δεν ήταν δυνατό να χαλιναγωγήσει υα ένστικτα του. Είχε παρασυρθεί από την ακολασία. Οπωσδήποτε δεν είναι και υπεύθυνος για το έγκλημα. Είναι επίμεμπτος και παραβάτης μοιχείας. Δεν είναι δυνατόν να είναι υπαίτιος του θανάτου του παιδιού του. Η στραγγαλίστρια της Καιτούλας εξήρχετο πάσης ανθρώπινης προβλέψεως».

Αυτό ακριβώς το στοιχείο, είναι που γλίτωσε τη Μιχαλίτσα από τη θανατική ποινή. Εισαγγελέας αλλά και δικαστές -τακτικού και ένορκοι- πείστηκαν ότι ναι μεν διέπραξε το έγκλημα με πρόθεση και όχι εν βρασμώ ψυχικής ορμής, ωστόσο παρασύρθηκε από τον κατά χρόνια μεγαλύτερό της άνδρα.

Εκφωνώντας την ομόφωνη κρίση τους, ο προϊστάμενος των ενόρκων είπε:

«Υποβάλλομεν παμψηφεί την ευχήν όπως το δικαστήριο των συνέδρων μη επιβάλη την ποινή του θανάτου εις την κατηγορουμένην. Εις την παράκλησίν μας ταύτην οδηγούμεθα εκ των εξής κυρίως διαπιστώσεων: Το εκτελεσθέν έγκλημα οφείλεται μεν εις την εγκληματικήν διάθεσιν της κατηγορουμένης, πλην όμως, ένα μέρος της ευθύνης δια την ηθικών ταύτης εξουθένωσιν, λαμβανομένου μάλιστα υπ’ όψιν του σχετικού νεαρού της ηλικίας της, βαρύνει τον πατέρα της παθούσης, όστις δια της αχαρακτηρίστου συμπεριφοράς του, προσέβαλε βαναύσως το θεσμό του γάμου και της οικογενείας. Η διαγωγή του έρχεται εις αμέσον αντίθεσιν προς τας ηθικάς αρχάς και τας βάσεις της ελληνοχριστιανικής κοινωνίας και οικογένειας».

Το δικαστήριο, αφού ξεκαθάρισε ότι το έγκλημα υπήρξε ειδεχθές, καθώς και ότι η κατηγορούμενη είναι επικίνδυνη για τη δημόσια ασφάλεια, υιοθέτησε την ευχή των ένορκων, επιβάλλοντας την ποινή των ισόβιων δεσμών.

 

Πηγή: News 24/7

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Ειδήσεις