του Στάθη Θ. Πολίτη
Κάθε Κυριακή, το thebest.gr φιλοξενεί σε συνέχειες τη νουβeλα του Στάθη Θ. Πολίτη, «Ο Ωρολογοποιός».
Διαβάστε εδώ το Δωδέκατο Μέρος
_
#25
Ο Αητός πέρασε από διάφορα στάδια αντιμετώπισης της εξαφάνισης του πατέρα.
Το πρώτο ήταν η άρνηση. Μάταια προσπαθούσε η παραιτημένη μητέρα του να τον συγκρατήσει. Ήταν βέβαιος πως ο πατέρας ζούσε και στον ίδιο είχε πέσει το ιερό καθήκον της ανακάλυψής του.
Αφού έφερε όλο το χωριό άνω-κάτω, εμπλέκοντας εχθρούς και φίλους στην αναζήτησή του, το αρνητικό αποτέλεσμά της δεν τον αποθάρρυνε. Εάν δεν ήξεραν οι χωριανοί -ή πολύ πιο πιθανό, εάν φοβούνταν να τον βοηθήσουν- οι Ιταλοί ήταν βέβαιο πως θα γνώριζαν κάτι για την εξαφάνισή του.
Δεν δίστασε στιγμή. Την επομένη κιόλας, εμφανίστηκε αξημέρωτα και εν εξάλλω καταστάσει στο φρουραρχείο. Αφού την τελευταία μόλις στιγμή και εξαιτίας του ότι ο Ιταλός λοχαγός ήταν άνθρωπος με ήρεμο χαρακτήρα και θέλησε να δείξει κατανόηση για την κατάσταση, γλύτωσε τη φυλακή, ενημερώθηκε τελικά για την επίσημη εκδοχή των γεγονότων.
Ο πατέρας είχε αποδράσει εκείνο το βράδυ από το φρουραρχείο, εκμεταλλευόμενος την αδράνεια των φρουρών του. Έτσι του είπαν. Υποδεικνύοντας του ταυτόχρονα πως ήταν η τελευταία φορά που ανέχονταν τέτοιου είδους συμπεριφορά, χωρίς μοιραίες για τον ίδιο συνέπειες.
Δεν πίστεψε κουβέντα. Ο πατέρας δεν θα έφευγε ποτέ χωρίς να τους χαιρετήσει. Θα έβρισκε με κάποιο τρόπο να στείλει έστω σε αυτόν ένα μήνυμα.
Έτσι, πέρασε στο στάδιο της οργής, το οποίο την επόμενη κιόλας ημέρα, τον οδήγησε στο κρατητήριο του φρουραρχείου.
Εκεί ήταν που έσπασε.
Δέκα μέρες πέρασε συνολικά σε εκείνο το υγρό μπουντρούμι, αλλά στάθηκαν ικανές να σημαδέψουν την εφηβική του καρδιά για πάντα.
Το διάστημα της κράτησής του θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο, εάν δεν είχε φροντίσει γι’ αυτό ο Κωνσταντίνος Μαυρίδης.
Όταν μετά από αυτά τα δέκα ατελείωτα εικοσιτετράωρα άνοιξαν την καγκελόπορτα του κελιού και του είπαν πως θα τον άφηναν ελεύθερο, με τις εξασθενημένες αισθήσεις του, κατόρθωσε να αντιληφθεί την παρουσία του πατέρα του φίλου του στο γραφείο του Ιταλού λοχαγού.
Μετά από λίγο καιρό και αφού είχαν καταλαγιάσει κάπως τα πνεύματα, ο κύριος Μακρίδης τους επισκέφθηκε. Η μητέρα του ήταν μέσα στην τρελή χαρά που ο πρωτότοκός της είχε επιστρέψει ξανά στις αγκάλες της, ο ίδιος όμως ήταν πιο θλιμμένος και απογοητευμένος από ποτέ.
Ο κύριος Μαυρίδης τους αποκάλυψε τη θλιβερή αλήθεια που ήδη υποπτεύονταν. Ο πατέρας δεν είχε αποδράσει, ούτε όμως οι Ιταλοί ήταν υπεύθυνοι για τον χαμό του.
Ο πατέρας ήταν νεκρός.
Τον είχαν σκοτώσει και τον είχαν θάψει σαν το σκυλί, οι ίδιοι οι συγχωριανοί του. Άνθρωποι τους οποίους έβλεπε κάθε μέρα σε όλη του τη ζωή.
Περισσότερα δεν μπορούσε να τους πει, παρά τις επίμονες ερωτήσεις τους. Άλλωστε και με αυτό που είχε κάνει, είχε ήδη βάλει σε κίνδυνο τον ίδιο και την οικογένειά του. Γι’ αυτό τους ικέτεψε να κάνουν σα να μην ήξεραν τίποτα -όσο δύσκολο κι αν ήταν αυτό.
Την αλήθεια την είχαν μάθει γιατί το χρωστούσε στον πατέρα. Κι από εκεί και μπρος, ότι κι αν χρειάζονταν θα τους το παρείχε ο ίδιος.
Θα έπαιρνε την θέση του έλεγε, για όλη την οικογένεια. Θα κάλυπτε το κενό.
Ο Αητός όμως ήξερε πως γι' αυτόν, πατέρας δεν υπήρχε πια.
Τον πατέρα τον είχε σκοτώσει το χωριό.
Τον πατέρα τον είχαν φάει οι Έλληνες φασίστες.
#26
Νιου Τζέρσι, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, 24 Δεκεμβρίου 1996
Αγαπημένε μου κύριε Στέφανε,
Χάρηκα πολύ όταν έλαβα νωρίς σήμερα το πρωί την επιστολή σας. Όταν μάλιστα ανακάλυψα πως ήταν διπλή, δεν κρατιόμουν όλη μέρα μέχρι να βρω λίγα λεπτά ηρεμίας, ώστε να μπορέσω να αφοσιωθώ στον όμορφο γραπτό σας λόγο.
Μόλις πριν λίγο τα κατάφερα τελικά και οι δείκτες του επιδαπέδιου ρολογιού στο σαλόνι δείχνουν δώδεκα παρά δέκα. Σε λίγα λεπτά, ξημερώνει Χριστούγεννα!
Είχα μια ακόμα κουραστική μέρα, καθώς οι προετοιμασίες για το αυριανό γιορτινό τραπέζι αποδείχτηκαν πιο χρονοβόρες απ' ότι είχα υπολογίσει. Κάπως έτσι δε γίνεται πάντα;
Θα είναι πολλοί και αγαπημένοι οι καλεσμένοι μας, αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς, το δικό μου μυαλό δεν θα βρίσκεται μαζί τους. Θα ταξιδεύει, όπως κάνει συνεχώς τους τελευταίους μήνες, στην απομακρυσμένη, αληθινή μου πατρίδα.
Αλήθεια, πώς γιορτάζουν οι Έλληνες τα Χριστούγεννα; Φαντάζομαι πληθωρικά, όπως και τα περισσότερα πράγματα που κάνουν, απ' ότι μαθαίνω στις αναζητήσεις μου. Θα ήθελα να μου γράψετε δυο λόγια σχετικά.
Ξεφεύγω όμως από το θέμα μας και δεν πρέπει. Ίσως τελικά εμείς οι δύο, μοιάζουμε περισσότερο απ' ότι νομίζουμε.
Είναι αλήθεια πως η ιστορία των πραγματικών μου γονιών, η δική μου ιστορία, εξελίσσεται σαν ένα μικρό μυθιστόρημα, του οποίου τη συνέχεια αδημονώ να μάθω.
Όμως, τους τελευταίους μήνες, δεν σας κρύβω πως υπάρχει και κάτι άλλο που διεκδικεί τα πρωτεία στην σκέψη και την προσοχή μου.
Είμαι έντονα προβληματισμένη σχετικά με το αν και κατά πόσο πρέπει να μοιραστώ με την οικογένειά μου την αλήθεια μου.
Εδώ και καιρό, ξυπνάω και κοιμάμαι με αυτήν τη σκέψη να με τυραννά. Και όσο κι αν τα ζυγίζω τα πράγματα μέσα μου, άκρη δεν μπορώ να βγάλω.
Ξέρω πολύ καλά πως, αν πάρω τη μεγάλη απόφαση και κάνω τους αγαπημένους μου κοινωνούς αυτής της αλήθειας που μου έχει αλλάξει τη ζωή, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο -ή κι ακόμα πιο σφοδρό-για τη δική τους.
Είμαστε μια αγαπημένη οικογένεια, καλέ μου κύριε Στέφανε. Τον άντρα μου τον υπεραγαπώ και στα δικά του αθώα μάτια -που τόσο απόλυτα είχα ερωτευτεί- βλέπω ακόμα το ίδιο έντονο αίσθημα που είχα διακρίνει από την πρώτη στιγμή.
Και μετά είναι ο Μαρκ, το γλυκό μου αγγελούδι. Έχει γίνει ολόκληρο αντράκι έντεκα χρονών πλέον και δεν χορταίνω να τον βλέπω να μεγαλώνει και να ανθίζει μέρα με τη μέρα.
Με ποιο δικαίωμα λοιπόν, μπορώ εγώ, να τους ανατρέψω από τη μια στιγμή στην άλλη, όλα όσα ξέρουν για τη γυναίκα και τη μητέρα τους;
Με ποιο δικαίωμα μπορώ να φέρω τα πάνω κάτω στη ζωή τους;
Πόσο στ' αλήθεια σκέφτομαι και κατανοώ τώρα τους δικούς μου γονείς.
Όταν μου είχαν αποκαλύψει το μεγάλο μυστικό, είχα ξεχειλίσει από θυμό και οργή. "Πώς μπορέσατε" τους έλεγα "να μου έχετε κρύψει όλα αυτά τα χρόνια, κάτι τόσο σημαντικό για την ζωή μου; Πώς μπορούσατε να μου λέτε ψέματα, πώς μπορούσατε να ζούμε ένα ψέμα; Ποιος σας έδωσε εσάς το δικαίωμα να καθορίζετε τη δική μου τη ζωή;"
Οι φωνές μου αντηχούν ακόμα στους τοίχους του σπιτιού.
Αλήθεια, πόσο άδικοι γινόμαστε ώρες-ώρες με τους δικούς μας τους ανθρώπους.
Τώρα που η ζωή με έφερε σε θέση παρόμοια με τη δική τους, μπορώ να καταλάβω το αβάσταχτο αδιέξοδο, μέσα στο οποίο κατόρθωσαν να με μεγαλώσουν με τόση φροντίδα και αγάπη.
Τι να κάνω καλέ μου κύριε Στέφανε;
Είμαι σίγουρη, πως αν μπορούσα να τα εκμυστηρευτώ όλα αυτά, να τα συζητήσω με κάποιον άνθρωπο της εμπιστοσύνης μου, θα μπορούσε ίσως να με βοηθήσει να βγάλω μια άκρη, να βρω ένα φως στο σκοτεινό τούνελ που έχω εγκλωβιστεί.
Αλλά δυστυχώς, αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Δεν υπάρχει κανείς δίπλα μου, που να είμαι βέβαιη πως αν του μιλήσω, η αλήθεια δεν θα φτάσει με κάποιον τρόπο στα αυτιά του άντρα μου.
Υπάρχετε όμως εσείς. Μπορείτε να με βοηθήσετε εσείς. Εσείς, με όλη την σοφία της πολυτάραχης ζωής σας.
Εσείς, που άλλωστε, είστε πλέον δικός μου άνθρωπος.
Πείτε μου λοιπόν, τι θα κάνατε στην θέση μου;
Αποζητώ θάρρος και αλήθεια.
Με ειλικρινή αγάπη,
Η Σοφούλα σας
ΥΓ: Μην περιορίσετε το περιεχόμενο του γράμματος στην απάντηση της ερώτησής μου. Περιμένω και την συνέχεια της ιστορίας μας, η οποία είμαι σίγουρη πως κρύβει ακόμα πολλά ενδιαφέροντα επεισόδια.
Διαβάστε εδώ το Δέκατο Τέταρτο Μέρος
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr