Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Αμαλιάδα Νάσος Νασόπουλος
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΒΙΒΛΙΟ

/

Ο Ωρολογοποιός : Μέρος Δέκατο Τέταρτο

Ο Ωρολογοποιός : Μέρος Δέκατο Τέταρτο

του Στάθη Θ. Πολίτη

Κάθε Κυριακή, το thebest.gr φιλοξενεί σε συνέχειες τη νουβeλα του Στάθη Θ. Πολίτη, «Ο Ωρολογοποιός».

Διαβάστε εδώ το Δέκατο Τρίτο Μέρος

_

#27

Από την ημέρα που έγινε κοινωνός της μεγάλης αποκάλυψης, ένοιωθε λες και το μυαλό του κατακλίστηκε από μία πανίσχυρη δέσμη φωτός. Όλο του το είναι είχε κυριευθεί από μία και μόνο σκέψη. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να εκδικηθεί τους φασίστες και το κακό που είχαν κάνει σε αυτόν και την οικογένειά του.

Ξυπνούσε το πρωί, πήγαινε σχολείο, έτρεχε με τα ζώα, έτρωγε, κοιμόταν -το μυαλό εκεί, κολλημένο, χωρίς δυνα­τότητα διαφυγής.

Είχε ήδη ακούσει πως στο βουνό είχαν δημιουργηθεί οι πρώτες ομάδες αντίστασης στον κατακτητή. Το όνομα ΕΛΑΣ εγγράφηκε από την πρώτη στιγμή με χρυσά κι ανεξίτηλα γράμματα μέσα του.

Αυτό θα ήταν το πρώτο βήμα σκεφτόταν. Έπρεπε να βρει επαφή με αυτούς τους πατριώτες και να ανέβει μαζί τους στο βουνό. Μοναχά έτσι θα μπορούσε να πολεμήσει τους φασίστες που είχαν καταστρέψει την ζωή του –Έλληνες και ξένους.

Και μετά ήρθε η Βασιλική. Από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε, ως νεοφερμένη στον τόπο τους, υπήρξε ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να διανοίξει μια -έστω ισχνή- χαραμάδα φωτός, στο μαύρο παραπέτασμα που είχε καλύψει την ύπαρξή του.

Την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Μέχρι τότε ποτέ δεν είχε νοιώσει έτσι για κάποιο κορί­τσι, παρά το ότι τον περιτριγύριζαν από ηλικία μικρή.

Η Βασιλική σιγά-σιγά τον μαλάκωσε. Τον έκανε να θυ­μηθεί ξανά τις χαρές της ζωής, που τόσο βίαια και στην πιο τρυφερή ηλικία είχε αναγκαστεί να ξεχάσει.

Μάλιστα, με περισσή προσπάθεια αλήθεια είναι, κατόρθωσε να τον πείσει να τελειώσουν μαζί και το σχολείο, αναβάλλοντας –προσωρινά τουλάχιστον- τα σχέδιά του για το βουνό και το αντάρτικο που θέριευε.

Λίγους μήνες πριν το απολυτήριο, η Βασιλική έμεινε έγκυος. Του το αποκάλυψε αρκετές μέρες αφότου το είχε μάθει, τρέμοντας μπροστά στο άγνωστο της αντίδρασης του.

Εκείνος όμως δεν δίστασε στιγμή. Παρά το ότι ο πατέρας της είχε τη φήμη αυστηρού και συντηρητικού ανθρώπου, την επό­μενη μέρα κιόλας παρουσιάστηκε μπροστά του, γεμάτος νεανικό ενθουσιασμό και άγνοια κινδύνου, και ζήτησε το χέρι της.

Ο κύριος καθηγητής γάβγισε για αρκετές ημέρες, αλλά όπως τα παιδιά ήλπιζαν, δεν δάγκωσε τελικά Παντρεύτηκαν σε ένα ξωκλήσι όχι πολύ μακριά από το χωριό και περίπου πεντέμισι μήνες μετά, ήρθε στη ζωή τους η Σοφούλα.

Αυτός ο ερχομός ήταν που άλλαξε τα πάντα. Το χαμόγελο της μικρής κατάφερε να θολώσει μνήμες, να γιάνει πληγές, να ημερέψει το μέσα του που ως τότε έβραζε.

Βοήθησε και η γενικότερη κατάσταση. Μετά τα εφιαλτικά Δεκεμβριανά, τα νέα από την Αθήνα μιλούσαν για συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι δύο πλευρές, ώστε να αποφευχθούν τα χει­ρότερα.

Κάπως έτσι, ο Χρόνος έμοιαζε να έχει πάρει το πάνω χέρι. Είχε καλύψει τις ζωές τους με ένα πέπλο γαλήνης, η οποία τολμούσαν να πιστέψουν πως δεν θα αποδεικνυόταν εφήμερη.

 

#28

Πελοπόννησος, Ελλάδα, 19 Ιανουαρίου 1997

Μικρή μου Σοφούλα,

Χάρηκα πολύ με το νέο σου γράμμα. Κάθε φορά που ο ταχυδρόμος μου χτυπά την πόρτα -και πλέον είναι λίγες τέτοιες στιγμές- γεμίζω με ένα αλλόκοτο αίσθημα ευφορίας. Από τα μικράτα μου ήμουν άνθρωπος της συνήθειας, της επανάληψης. Ήταν βλέπεις και η τέχνη μας τέτοια που την απαιτούσε. Το να εισ­βάλεις στον τεχνητό κόσμο ενός ρολογιού ώστε να μπορέσεις να διορθώσεις μία μικρή ή μεγάλη ατέλεια που έχει προκαλέσει την ανισορροπία, απαιτεί προσήλωση, προσοχή στη λεπτομέρεια, αλλά πάνω απ’ όλα αφοσίωση στην επανάληψη, στην ακριβή ακολουθία απολύτως συγκεκριμένων κινήσεων.

Κάπως έτσι έμαθα να είμαι και στη ζωή.

Οτιδήποτε ερχόταν να ταράξει τη γαλήνη της ισορροπίας μου, οτιδήποτε προξενούσε ρήγμα στο αδιαπέραστο τείχος των καθημερινών μου συνηθειών, μου προξενούσε πνευματικό και σω­ματικό πόνο -κι έτσι το απωθούσα.

Όμως, τα τελευταία χρόνια -θες η όλο και αυξανόμενη μοναξιά, θες το ότι δεν είμαι πια και κανένα παλικαράκι- έχω πιάσει τον εαυτό μου να αποζητά τέτοιες μικρές ταραχές που με ωθούν μακριά από τη μονοτονία. Έτσι ακριβώς λειτουργούν τα γράμματά σου.

Διαβάζοντας το τελευταίο, δεν σου κρύβω πως προβληματίστηκα μέχρι να καταλήξω στην απάντηση που μου ζητάς να σου δώσω.

Τι με ρωτάς αλήθεια βρε Σοφούλα; Δεν υπάρχει απάντηση σε αυτό που με ρωτάς. Ή μάλλον πιο σωστά, η απάντηση βρίσκεται βαθιά μέσα σου και μοναχά εσύ μπορείς να την ανακαλύψεις. Κανείς άλλος δεν μπορεί να σε βοηθήσει σε αυτό.

Πόσο μάλλον εγώ, που ο Θεός δεν με αξίωσε να δημιουργήσω δική μου οικογένεια.

Παρ’ όλα αυτά, αντιλαμβάνομαι απόλυτα τη δυσκολία της θέσης στην όποια έχεις βρεθεί. Μην πεις όμως πως δεν σε είχα προειδοποι­ήσει.

Ζήτησες να μάθεις την αλήθεια, τη δική σου αλήθεια. Και την έμαθες.

Η αλήθεια δεν έχει άλλο τρόπο για να λειτουργεί. Ούτε σου αφήνει περιθώρια. Έχει μια λάμψη εκτυφλωτική, πιο έντονη κι από το λαμπρότερο άστρο του ουρανού.

Μόλις εκτεθείς στο φως της, τίποτα δεν μπορεί να σε καλύψει από αυτήν. Όσο και να προσπαθή­σεις να της κρυφτείς, αυτή θα στέκει εκεί ψηλά, επίμονα, θυμίζοντάς σου διαρκώς την ύπαρξή της.

Θα τη βρεις την απάντηση Σοφούλα. Θυμήσου μόνο πως, αν όντως σκάψεις βαθιά μέσα σου, όποια κι αν είναι αυτή η απάντηση, δεν μπορεί παρά να είναι η σωστή.

Πίσω στην ιστορία μας τώρα.

Όπως σου έγραφα στο προηγούμενο γράμμα μου, ο Μάρκος, ο πατέρας σου, παρά τις αμφιβολίες και τον εσωτερικό διχασμό που τον έτρωγε για τόσο καιρό, έφυγε τελικά για το βουνό. Εγώ, τηρώντας την υπόσχεση που του είχα δώσει, σας επισκεπτόμουν συχνά και φρόντιζα, στο μέτρο του δυνατού, να μην σας λείψει τίποτα.

Ήταν δύσκολα τα χρόνια Σοφούλα και η επιλογή του πατέρα σου, όσο κι αν ακολουθούσε την συνεί­δηση του, τα έκανε ακόμα πιο δύσκολα για εσάς.

Στο χωριό είχατε γίνει δακτυλοδεικτούμενες. Η Βασιλική όμως, η μητέρα σου, ήταν φτιαγμένη από υλικά παρόμοια με αυτά του άντρα της. Δεν το έβαζε κάτω. Δεν μπορώ να θυμηθώ κάποια στιγμή που να την είχα δει να βαρυγκωμά ή να απογοη­τεύεται. Σίγουρα μέσα της βασανιζόταν -την ήξερα καλά- αλλά στήριζε την επιλογή του άντρα της και ήταν περήφανη γι' αυτόν.

Ήταν ξεχωριστό πλάσμα η Βασιλική, αυτόφωτο. Εξέπεμπε δύναμη και αισιοδοξία και τις μετέδιδε σε όποιον βρισκόταν δίπλα της.

Πέρασαν πέντε ολόκληροι μήνες μέχρι να μάθουμε νέα του Μάρκου. Έχοντας ήδη αρχίσει να ανησυχούμε, εκείνος τελικά κατάφερε κι έκανε αυτό που μου είχε πει πριν φύγει για το βουνό. Ένας κοινός φίλος που του είχαμε αμοιβαία εμπιστοσύνη, μου έφερε ένα ξημέρωμα στο ωρολο­γοποιείο ένα σημείωμα.

Ήταν γραμμένο σε μία γλώσσα ακατάληπτη. Μοναχά σε πρώτη ανάγνωση όμως. Γιατί όταν συ­γκεντρώθηκα στο περιεχόμενο των λίγων εκείνων γραμμών, τα μάτια μου βούρκωσαν στην στιγμή. Όλη η παιδική μας ηλικία πέρασε σαν φιλμ του κινηματογράφου μπροστά μου.

Ο Μάρκος ήξερε τι έκανε. Το σημείωμα ήταν γραμμένο στη μυστική γλώσσα που είχαμε φτιάξει ως παιδιά και η οποία αποτελούσε, εκτός από το μυστικό κώδικα επικοινωνίας μας και το μεγα­λύτερο καύχημά μας. Είχαμε δημιουργήσει κάτι απ' το μηδέν κι αυτό μας είχε χαρίσει ένα μονάκριβο αίσθημα περηφάνιας, το οποίο γινόταν ακόμα πιο πολύτιμο γιατί ήταν απόκτημα κοινό.

Ο Μάρκος ήταν καλά. Μας ζητούσε να τον συγχωρέσουμε για το διάστημα που δεν είχε καταφέρει να επικοινωνήσει, αλλά οι συνθήκες δεν του το είχαν επιτρέψει. Με ρωτούσε για εσένα Σοφούλα και με ξόρκιζε, εις διπλούν μάλιστα μέσα σε λίγες γραμμές, να σας προσέχω και να φροντίσω να μείνετε μακριά από όλο αυτό.

Στο μέτρο του εφικτού, αυτό το τελευταίο μπορώ να πω πως το πέτυχα. Βοήθησε πολύ βέβαια και το αξιο­σέβαστο όνομα που είχε φτιάξει ο πατέρας της Βασιλι­κής, το οποίο μαζί με αυτό της δικής μου οικογένειας, λειτούργησαν σαν ασπίδα προστασίας για τις δύο λατρεμένες υπάρξεις του Μάρκου.

Ή μάλλον τον Αητού -όπως υπέγραφε το ση­μείωμα, με το πληθωρικό νέο του προσωνύμιο. Κάπως έτσι, με σχετική ησυχία για τα δεδομένα της εποχής, πέρασε περίπου ένας χρόνος. Νέα από τον Αητό λάβαμε άλλες δύο φορές, χωρίς βέ­βαια να έχουν και καμία ιδιαίτερη μεταβολή από τα προηγούμενα. Παρέμενε αισιόδοξος για την τελική έκβαση του ιερού σκοπού για τον οποίο είχε αποφασίσει -έστω με δυσκολία- να ρίξει πίσω του πέτρα μαύρη.

Απορούσα με τα όσα μου έγραφε. Τους τελευταίους μήνες, όλα τα νέα που έφταναν στο χωριό συνηγορούσαν στο ότι το κακό που μας είχε βρει δεν θα αργούσε πολύ να τελειώσει. Ο Μάρκος θα βρισκόταν στην πλευρά των ηττημένων. Τόσο εγώ όσο κι η Βασιλική, τρέμαμε για το τι θα ακολουθούσε.

Δυστυχώς όμως Σοφούλα μου, δεν προλάβαμε να το ζήσουμε. Γιατί αυτό που ακολούθησε ήταν το τέλος.

Άγρια μεσάνυχτα ήταν θαρρώ, όταν πετάχτηκα από ύπνο βαθύ, ακούγοντας επαναλαμβανόμενα, αγω­νιώδη χτυπήματα στην πόρτα του ωρολογοποιείου. Κατέβηκα τρέχοντας από το σπίτι που βρισκόταν στον πάνω όροφο, κουβαλώντας ένα περίεργο προαίσθημα, να ανοίξω πριν προλάβει να ξυπνήσει ο πατέρας.

Όταν άνοιξα τη βαριά σιδερένια πόρτα, κατάλαβα πως είχα δίκιο. Στο κατώφλι στεκόταν ένας κά­θιδρος, λιπόσαρκος Μάρκος που με τη βοήθεια ενός κοντόχοντρου μυστακοφόρου αντάρτη, κρατούσε μια αιμόφυρτη κοπέλα, ντυμένη κι αυτή στο χακί.

Μετά την αρχική μου σαστιμάρα κι αφού ο Μάρκος επιστράτευσε όλη την, ξεχωριστή αλήθεια είναι, δυ­νατότητα πειθούς του, τους οδήγησα στο υπόγειο.

Εκεί, αφού περιποιηθήκαμε τα τραύματα της κοπέλας, πέρασαν το υπόλοιπο της νύχτας. Όμως, όσο κι αν προσπαθούσα να μην το δείχνω, ήμουν εξαρχής βέβαιος πως εκείνη η βραδιά δεν θα είχε καλό τέλος για κανέναν μας.

Οι τρεις αντάρτες παρέμειναν στο κρησφύγετό μας για τέσσερα μερόνυχτα. Ο πατέρας μου, σε πλήρη αντίθεση με όσα περίμενα, όχι μόνο υπέμενε στωικά την άκρως παράτολμη απόφασή μου να συνδ­ράμω τον παιδικό μου φίλο, αλλά έκανε και τα αδύνατα δυνατά για να αποφύγουμε τα χειρότερα.

Όσο σεβαστός και καπάτσος κι αν ήταν, από την συγκεκριμένη κακοτοπιά δεν του έμελλε να κατορθώσει να αποδράσει αλώβητος.

Το ξημέρωμα της πέμπτης μέρας, με ξύπνησε με μια κουβέντα ξερή και άδεια από συναίσθημα.

«Στέφανε σήκω. Ο στρατός έχει περικυκλώσει το σπίτι.»

Σαν τώρα θυμάμαι Σοφούλα να ανοίγω την κουρτί­να του δωματίου μου κι ένα παγερό αίσθημα να με κατακλύζει.

Λεπτομέρειες δεν χρειάζεται να μάθεις. Άλλωστε, καλά-καλά ούτε εγώ δεν τις ξέρω.

Αυτό έμελλε να είναι το τέλος του Αητού. Το τέλος του Μάρκου, του ακριβού παι­δικού μου φίλου.

Τον πατέρα μου τον φυλάκισαν με την κατη­γορία της περίθαλψης συμμοριτών. Όταν μετά από λίγους μήνες δόθηκε οριστικό τέλος σε αυτήν την παράνοια, τον άφησαν ελεύθερο.

Τα υπόλοιπα τα ξέρεις.

Βέβαια, θαρρώ πως πραγματική τελεία δεν μπήκε ποτέ σε εκείνη την εποχή.

Όλα όσα ζήσαμε, άφησαν πληγές βαθιές μέσα μας. Κι επειδή κάναμε την εύκολη επιλογή να προσπαθήσουμε να τις κουκουλώσουμε όπως-όπως, να τις κλειδώσουμε στο πιο βαθύ ντουλάπι και να πετάξουμε μακριά το κλειδί, αυτές κακοφόρμισαν και κατά καιρούς επιστρέφουν σαν υστερικά φαντάσ­ματα και μας παίρνουν στο κατόπι.

Αρκετά σε ζάλισα όμως με τις αμπελοφιλοσο­φίες μου, Σοφούλα. Ότι ζήτησες το έκανα.

Θα επιστρέψω τώρα κι εγώ στην αγκαλιά του γερο-Χρόνου και της φίλης του της Λήθης. Όσο κι αν χαιρόμουν όλο αυτό το διάστημα που τα λέγαμε, δεν σου κρύβω πως πια, κουράστηκα λιγάκι.

Απόκαμα.

Ελπίζω το γράμμα μου να βρίσκει εσένα και την οικογένεια σου καλά.

Με αγάπη,

Στέφανος Κ. Μαυρίδης

Διαβάστε εδώ το Δέκατο Πέμπτο Μέρος

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Culture