του Στάθη Θ. Πολίτη
Κάθε Κυριακή, το thebest.gr φιλοξενεί σε συνέχειες τη νουβeλα του Στάθη Θ. Πολίτη, «Ο Ωρολογοποιός».
Διαβάστε εδώ το Δέκατο Τέταρτο Μέρος
_
#29
Τα ψωμιά τους δεν ήταν ακόμα πολλά -αυτό το ήξερε καλά.
Το ένοιωθε βαθιά μέσα του, με κάθε σφυγμό, με κάθε αναπνοή.
Το μόνο που δεν ήξερε ήταν αν το τέλος τους θα ερχόταν από τους φασίστες ή αν οι σύντροφοι τους επεφύλασσαν κάτι ακόμα πιο δραστικό από τον οριστικό παραγκωνισμό στον οποίο τους είχαν καταδικάσει.
Μοναχά δύο είχαν μείνει δίπλα του, από τους δεκάδες. Τρεις είχαν πέσει νεκροί, οι υπόλοιποι είχαν φυλλορροήσει. Δεν τους κάκιωνε. Δεν είχαν κανένα λόγο να παίξουν τη ζωή τους κορώνα γράμματα για ένα μαύρο πρόβατο.
Ο Μπάμπης ήταν σκυλί πιστό. Όσο κι αν τον είχε παρακαλέσει να φύγει, αυτός εκεί, δεν κούναγε ρούπι. «Δίπλα σου μέχρι το τέλος Αητέ, όποιο κι αν είναι αυτό.»
Η Άννα ήταν άλλη ιστορία. Ήταν σίγουρος πως ήταν ερωτευμένη μαζί του. Είχε μια ομορφιά αλλόκοσμη, που σίγουρα δεν τον άφηνε ασυγκίνητο. Όμως, μέσα στον χαλασμό, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο, παρά τη Βασιλική και τη Σοφούλα του.
Είχε πάρει απόφαση πως ο πιο ασφαλής τρόπος για να αποφύγουν τις παγίδες, ήταν να κινούνται σε μέρη που δεν θα μπορούσε να φανταστεί ο εχθρός. Έτσι, τον τελευταίο καιρό, λούφαζαν σε απρόσιτα μέρη στο βουνό πάνω απ’ το χωριό. Πίστευε πως, δύσκολα θα σκέφτονταν οι φασίστες ότι θα αποτολμούσαν τέτοια αποκοτιά.
Την ημέρα κρύβονταν συνήθως σε σπηλιές κι όταν έπεφτε το σκοτάδι, έβγαιναν προσπαθώντας να βρουν κανένα ζώο ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να κατευνάσει την πείνα τους ή έστω να τους κρατήσει όρθιους.
Είναι φορές που μέσα μας ξυπνά μία αίσθηση για πράγματα που δεν μπορεί να αντιληφθεί ο κοινός νους και η οποία σίγουρα δεν υπάρχει δυνατότητα να εξηγηθεί με τη λογική.
Κι ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται απλά για προβολή κάποιας βαθύτερης φοβίας που πιστεύουμε πως θα γίνει πραγματικότητα, είναι κάποιες άλλες που το αισθητήριο αυτό αποδεικνύεται αλάνθαστο και ακριβές σαν καλοκουρδισμένο ρολόι.
Το προαίσθημα του Αητού δεν άργησε να βγει αληθινό.
Ήταν μια νύχτα μαύρη. Το φεγγάρι μόλις που είχε αρχίσει να γεμίζει κι έχασκε σαν ανοιχτή πληγή από μαχαιριά στην ουράνια σάρκα.
Σκέφτηκε πως ήταν ευκαιρία να πάνε λίγο πιο μακριά, πιο κοντά στο χωριό, μπας και μπορέσουν να βουτήξουν από κάποιο σπίτι καμιά κότα. Είχαν μέρες να φάνε σαν άνθρωποι και ήξερε πως δεν θα άντεχαν για πολύ ακόμα.
Εκεί που κατέβαιναν το βουνό με κατεύθυνση προς ένα αγρόκτημα σχετικά απόμερο που είχε βάλει στόχο ο Αητός, μια κραυγή, θαρρείς από το πουθενά, έσπασε τη γαλήνη της νύχτας.
«Αλτ! Τις ει;»
«Αλτ!»
Είχαν πέσει σε περίπολο.
Το έβαλαν στα πόδια και αμέσως δεκάδες ριπές τους πήραν στο κατόπι.
Έτρεχε στα τυφλά τελευταίος, θέλοντας όσο μπορεί να προστατεύσει τους άλλους δύο, να μην τους πάρει στο λαιμό του.
Μετά από λίγο όμως, ένοιωσε κάτι να σωριάζεται εμπρός του. Ήταν η Άννα. Είχε χτυπηθεί.
Την πήρε αγκαλιά και συνέχισε να τρέχει. Στο πουθενά. Χωρίς ελπίδα καμιά.
Και τότε στο μυαλό του ήρθε ο Στέφανος.
Μα ναι σίγουρα, τον φίλο του μπορούσε να τον εμπιστευτεί.
Ήξερε πως ακόμα και στην πιο δύσκολη συγκυρία, εκείνος θα στεκόταν δίπλα του.
Ήξερε πως στο ωρολογοποιείο θα μπορούσε να βρει ασφαλές καταφύγιο.
Κι έτσι, πήραν κουτρουβαλώντας τον κατήφορο για το χωριό.
#30
Νιου Τζέρσι, ΗΠΑ, 12 Μαρτίου 1997
Αγαπημένε μου κύριε Στέφανε,
Θα ήθελα να ξεκινήσω αυτό το γράμμα, ευχαριστώντας σας μια ακόμα φορά θερμά για αυτή την σχέση που ξεκινήσαμε εδώ και περίπου ένα χρόνο.
Είναι μια σχέση που τη λογίζω πλέον ως πολύτιμη κι ελπίζω να σταθώ άξια να τη διατηρήσω για την υπόλοιπή μου ζωή.
Αλήθεια είναι πως πρόκειται για σχέση που γεννά για εμένα συνεχώς νέες προκλήσεις. Το τελευταίο σας γράμμα μπορεί να μην περιείχε την απάντηση που αναζητούσα, θα αποτελέσει όμως κάτι απροσδόκητα πολύτιμο -οδηγό ζωής για αποδράσεις από αδιέξοδα.
Την ακολούθησα την συμβουλή σας, σοφέ μου κύριε Στέφανε. Έσκαψα βαθιά -προσπάθησα τουλάχιστον.
Και για την ώρα δεν βρήκα τίποτα. Όχι ακριβώς βέβαια.
Αποφάσισα την αλήθεια της ζωής μου, που με τόση γενναιοδωρία μου χαρίσατε, να την κρατήσω φυλαχτό. Να μην τη μοιραστώ με κανέναν.
Δεν ξέρω για πόσο καιρό θα κρατήσει αυτή μου η απόφαση. Δεν ξέρω για πόσο θα αντέξω να κρατώ από την οικογένειά μου ένα τέτοιο μυστικό.
Αποφάσισα όμως, πως στην παρούσα φάση, το να τους αποκάλυπτα όλα αυτά, περισσότερο κακό παρά καλό θα προξενούσε και στους δύο άντρες της ζωής μου.
Θα συνεχίσω, λοιπόν, να ζω ως Σόφι Μάκενρο. Την Σοφία Αγγελάκου θα την κρατήσω για την ώρα κρυμμένη, θα την κουβαλώ όμως συνέχεια μέσα μου. Άλλωστε, είναι κομμάτι του εαυτού μου. Είναι ο ίδιος μου ο εαυτός.
Σας εσωκλείω στον φάκελο μια φωτογραφία του Μαρκ μου -θα ήθελα πολύ κάποια στιγμή να τον γνωρίσετε και αυτόν από κοντά.
Και το λέω έτσι, γιατί θεωρώ πως εμένα με γνωρίζετε καλά.
Πάντως, ένα από τα πράγματα που έχω σκεφτεί για το μέλλον, είναι να συμπεριλάβω στους ταξιδιωτικούς μας προορισμούς την Ελλάδα. Η δουλειά του άντρα μου πηγαίνει καλά, oποτέ ένα τέτοιο ταξίδι δεν θα είναι για εμάς απαγορευτικό. Μπορεί μάλιστα, να αποδειχθεί και λυτρωτικό.
Σας χαιρετώ λοιπόν για την ώρα, με την ελπίδα πως σύντομα θα μπορέσω να σας σφιχταγκαλιάσω και να σας ευχαριστήσω από κοντά.
Με φιλικούς χαιρετισμούς,
Η Σοφούλα σας
____________
Υπήρχαν κι άλλα γράμματα στο δέμα του γέρου. Ο Μαρκ Μάκενρο δεν άντεξε να τα ανοίξει εκείνο το βράδυ. Το τελευταίο γράμμα της μητέρας του, είχε απελευθερώσει τους καταρράκτες -των ματιών και της ψυχής του.
Ξέσπασε σε αναφιλητά.
Ποτέ στα τριανταέξι χρόνια της ζωής του δεν είχε κλάψει έτσι.
Ήταν λες και κάποιος άλλος είχε μπει μέσα του και είχε εξαφανίσει τον αληθινό Μαρκ από προσώπου γης.
Ή μήπως αυτός ο άλλος ήταν ο πραγματικός του εαυτός -αυτός που ως τότε, δεν είχε κατορθώσει να γνωρίσει ποτέ;
Το επόμενο πρωί ξύπνησε από τον ενοχλητικό και επίμονο ήχο του τηλεφώνου. Είχε κοιμηθεί με τα ρούχα, πάνω στον σωρό με τα ανοιγμένα γράμματα, τα ποτισμένα με τα δάκρυα της ψυχής του.
«Καλημέρα σας. Ο κύριος Μαρκ Μάκενρο;» τον ρώτησε με άθλια αγγλική προφορά μία άγνωστη θηλυκή φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου.
«Ο ίδιος. Ποιος είναι;»
«Είμαι νοσηλεύτρια στο γενικό περιφερειακό νοσοκομείο. Νωρίτερα σήμερα το πρωί, εισήχθη επειγόντως ο κύριος Στέφανος Μακρίδης, με βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Από την στιγμή που ανέκτησε τις αισθήσεις του, αναφέρει συνεχώς το όνομά σας. Ζητά να σας δει.»
«Στέφανος; Ποιος Στέφανος; Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε», αποκρίθηκε ο Μαρκ, προσπαθώντας ακόμα να αντιληφθεί που βρίσκεται.
«Στέφανος Μακρίδης. Σας αναζητά επίμονα. Φοβάμαι πως στην κατάσταση που βρίσκεται, εάν δεν μπορέσετε να έρθετε να τον δείτε έστω και για λίγο, μπορεί να οδηγηθούμε στα χειρότερα».
Ο Μαρκ έκλεισε το τηλέφωνο και κατευθύνθηκε παραπατώντας στο νιπτήρα. Έριξε μπόλικο δροσερό νερό στο πρόσωπό του.
Αυτός ο παράξενος γέρος ωρολογοποιός ήταν πάλι.
Τι ήθελε επιτέλους από την ζωή του;
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr