Τα γεγονότα και η ταινία
Είναι από εκείνες τις σελίδες της Ιστορίας που πολλοί ονομάζουν «μαύρες», που άλλοι έχουν σκίσει για να μην πονάει η μνήμη κι άλλοι τις έχουν κεντήσει βελονιά βελονιά στο νου για να μην ξεχάσουν ποτέ: Η σφαγή των Καλαβρύτων.
Με λίγα λόγια – πόση αξία έχουν άλλωστε τα λόγια σε ένα τόσο αποτρόπαιο έγκλημα; - Γερμανοί Ναζί εκδικούμενοι τον θάνατο συμπατριωτών τους χίμηξαν σαν λυσσασμένα σκυλιά σε χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου και άφησαν πίσω τους αίμα, πόνο και θρήνο.
Η γη των Καλαβρύτων σκέπασε 499 ανθρώπους! Η πόλη των Καλαβρύτων ακόμη είναι μια πληγή που σαν την ξύσεις ματώνει. Κι αυτό έγινε με την ταινία «Καλάβρυτα 1943»: Έξυσε παλιές πληγές και μάτωσαν οι μνήμες!
Η σκηνή της ταινίας, που έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στον μαρτυρικό τόπο, είναι αυτή που προβάλλεται (και) στο τρέιλερ και αναβιώνει έναν μύθο περί δήθεν «Καλού Αυστριακού Ναζί», που παράκουσε τις εντολές ανωτέρων του και έσπασε την πόρτα του Δημοτικού Σχολείου που έχει τυλιχτεί στις φλόγες, για να σώσει τα γυναικόπαιδα.
Η Καλαβρυτινή Μαρία Κανελλοπούλου: «Κανένας Αυστριακός δεν μας έσωσε, μόνες μας σωθήκαμε»
Ένα βιβλίο που απαντάει σε πολλά
Τον Δεκέμβριο του 2003, ακριβώς 60 χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, εκδόθηκε ένα βιβλίο – έρευνα που ακολουθεί την πορεία της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών της Βέρμαχτ. Ο τίτλος του: «Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα – Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα», εκδόσεις: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Συγγραφέας του, ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ, Γερμανός που, αναζητώντας τα ίχνη του αγνοούμενου πατέρα του (Γερμανού αξιωματικού της Βέρμαχτ που είχε έρθει στην Ελλάδα για να επισκευάσει τη γέφυρα του Γοργοπόταμου) πάτησε πάνω στα ειδεχθή χνάρια των ναζί συμπατριωτών του, τα ακολούθησε και εξέδωσε μια λεπτομερή μελέτη. Η ερευνητική εργασία του συγγραφέα προλογίζεται και από κατοίκους των Καλβρύτων, που σημαίνει ότι έχει γίνει αποδεκτή και απηχεί - σε μεγάλο ποσοστό - την ζοφερή πραγματικότητα που έχουν τυλίξει τα γεγονότα.
Καταγράφει επίσης και κάποιες υπερβολές που γιγαντώθηκαν με την πάροδο των χρόνων και μετέτρεψαν την αλήθεια σε μύθο, δίνοντας - πολλές φορές - διαφορετική διάσταση στα πραγματικά γεγονότα.
Η κατάθεση του δημάρχου
Καταγράφει - για παράδειγμα - την κατάθεση του δήμαρχου Καλαβρύτων Τάκη Σπηλιόπουλου, του ανθρώπου που διαδέχτηκε τον φονευθέντα δήμαρχο Χρήστο Παπανδρέου:
«Ο Τάκης Σπηλιόπουλος παρουσιάστηκε τον Αύγουστο του 1947 ως μάρτυρας στη λεγόμενη δίκη των στρατηγών νοτιοανατολικού χώρου στη Νυρεμβέργη. Κατά την κατάθεσή του, ισχυρίστηκε ξαφνικά και σε αντίθεση με τις προηγούμενες μαρτυρίες του, ότι «1.390 άτομα εκτελέστηκαν μόνο στα Καλάβρυτα και επιπλέον 240 πρόσωπα που βρίσκονταν εκείνη την ημέρα τυχαία στην περιοχή των Καλαβρύτων».
Στις ερωτήσεις που του έθεσε ο δικηγόρος του Χέλμουντ Φέλμι (διοικητής του 68ου Σώματος Στρατού) δρ. Λάτερνσερ, ισχυρίστηκε ακόμη ότι το Δεκέμβριο του 1943 ζούσαν στα Καλάβρυτα περίπου «2.600 γυναίκες και παιδιά», ενώ o συνολικός πληθυσμός αποτελείτο από «3.800 με 4.000 κατοίκους» με περίπου «600 έως 800 σπίτια». Τα 2.600 γυναικόπαιδα είχαν στριμωχτεί σαν «σαρδέλες σε κονσέρβα» στις τέσσερις αίθουσες διδασκαλίας και στο γραφείο του σχολείου.
Ο δικηγόρος δεν πίστεψε την κατάθεση του Σπηλιόπουλου, την οποία θεώρησε υπερβολική. Καθώς ο Σπηλιόπουλος αναφέρθηκε και σε 345 μαθητές, οι οποίοι φοιτούσαν στο σχολείο πριν από τις 13 Δεκεμβρίου, βγήκε το συμπέρασμα ότι αυτός ο αριθμός μαθητών δεν μπορούσε να αντιστοιχεί σε ένα συνολικό αριθμό κατοίκων που έφτανε τις 4.000.
«Κύριε μάρτυς», ρώτησε ο δικηγόρος, «αναρωτηθήκατε ποτέ για ποιο λόγο εκτελέστηκαν οι άντρες στα Καλάβρυτα;».
«Ναι», απάντησε ο Σπηλιόπουλος, «γνωρίζω τον ακριβή λόγο. Οι Γερμανοί που επιθυμούσαν να πατάξουν την ελληνική αντίσταση, διάλεξαν ακριβώς αυτό τον ιερό τόπο της ελληνικής χώρας, όπου πριν από 130 χρόνια είχε κηρυχτεί η ελευθερία και ήθελαν συμβολικά να καταστρέψουν ακριβώς αυτόν τον ιερό για την Ελευθερία της Ελλάδας τόπο».
«Πολλοί κάηκαν ζωντανοί»
Όταν τον Απρίλιο του 1947 ο Φέλμι ανακρίθηκε από κάποιον Δημητσά, μετά από οδηγία του δρα Φενστερμάχερ, ο Δημητσάς ανέφερε: «Στις γυναίκες και τα παιδιά απαγορεύτηκε να εγκαταλείψουν το σχολείο. Κάποια γυναικόπαιδα που προσπάθησαν να δραπετεύσουν πυροβολήθηκαν. Αυτό συνέβη στην αρχή. Μισή ώρα αργότερα ήρθε διαταγή να βγάλουν τις γυναίκες από το σχολείο. Πολλοί κάηκαν ζωντανοί. Οι άνδρες οδηγήθηκαν σε ένα μικρό λόφο και κάποια στιγμή 980 άνδρες και έφηβοι έχασαν τη ζωή τους, ενώ περίπου 2 επέζησαν της σφαγής».
Μια κατάθεση με ξεχωριστή σημασία, που όμως έχει τα κενά της. Ας πάρουμε όμως την ιστορία από την αρχή της όπως την καταγράφει ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ:
«Όταν στις 9 Σεπτεμβρίου του 1943 συνθηκολόγησε η Ιταλία, στα Καλάβρυτα βρισκόταν ακόμα μία ιταλική φρουρά. Μία αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τρία άτομα με επικεφαλής τον δήμαρχο Καλαβρύτων Χρήστο Παπανδρέου, ξεκίνησε για το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, όπου λειτουργούσε εκείνη την εποχή ως αρχηγείο του διοικητή του ΕΛΑΣ Δημητρίου Μίχου. Ο Παπανδρέου και ο Μίχος θα πρέπει να γνωρίζονταν καλά καθώς ο Μίχος περιέγραψε αργότερα στα απομνημονεύματά του τον δήμαρχος ως «καλό φίλο». Θέμα της συζήτησης ήταν η απελευθέρωση της Πόλης από την ιταλική φρουρά, καθώς εκείνη τη χρονική στιγμή δεν είχαν φτάσει ακόμα γερμανικά στρατεύματα στα Καλάβρυτα. Ο Μίχος εκμεταλλεύτηκε την εύνοια της τύχης και κατέλαβε αμέσως την πόλη. Το ιταλικό 28ο τάγμα Μελανοχιτώνων, μία μονάδα δηλαδή φανατικά φασιστική και απόλυτα πιστοί στο Ντούτσε δέχτηκε, σύμφωνα με αναφορά του Γερμανικού Στρατού, τη νύχτα της 9ης προς 10 Σεπτεμβρίου επίθεση από περίπου 200 «συμμορίτες».
Οι Ιταλοί δεν αντιστάθηκαν και κατέφυγαν στα γύρω βουνά. Αν και κατά τη διάρκεια της νύχτας υπήρξαν μεμονωμένες συμπλοκές ανάμεσα σε Ιταλούς και αντάρτες, ο Μίχος κατάφερε να μεταφέρει όπλα τρόφιμα και άλλου είδους πολεμικό υλικό πριν φτάσουν οι Γερμανοί στην πόλη των Καλαβρύτων. Όταν την επόμενη μέρα μπήκαν οι Γερμανοί στα Καλάβρυτα οι αντάρτες είχαν ήδη επιστρέψει στα βουνά, ενώ οι διωγμένοι μελανοχίτωνες βγήκαν από τους κρυψώνες τους και γύρισα στην πόλη όπου και αναγκάστηκαν αμέσως να παραδώσουν τα όπλα τους. Οι Γερμανοί απείλησαν ρητά να επιστρέψουν και να κάψουν τα σπίτια, αν η πόλη προσέφερε και πάλι καταφύγιο σε αντάρτες μετά την αποχώρηση των δυνάμεων του Άξονα. Ο Μίχος όμως δεν επηρεάστηκε από τη γερμανική απειλή και αμέσως μετά την αποχώρηση των κατακτητών διέταξε το μοίρασμα των τροφίμων που είχαν πάρει από τους Ιταλούς τον πληθυσμό της πόλης.
Οι Γερμανοί ξαναγύρισαν, αλλά...
Ένα μήνα μετά τα γεγονότα που οδήγησαν την κατάληψη της εξουσίας στα Καλάβρυτα από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ εκπληρώθηκε η πρόβλεψη, ότι οι Γερμανοί θα επιστρέψουν σύντομα στην πόλη. Το βράδυ της 17ης Οκτωβρίου επέστρεψαν οι κατακτητές στα Καλάβρυτα. Αυτή τη φορά είχαν όμως αντιστραφεί οι όροι: Οι στρατιώτες ενός ολόκληρου γερμανικού λόχου κλείστηκαν ως αιχμάλωτοι του ΕΛΑΣ στο δημοτικό σχολείο!
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους βρίσκονταν και τρεις στρατιώτες που είχαν τραυματιστεί κατά τη διάρκεια της συμπλοκής και τους οποίους έστειλαν στο νοσοκομείο των Καλαβρύτων. Ένας τέταρτος Γερμανός που είχε ένα επικίνδυνο διαμπερές τραύμα στον πνεύμονα και δεν μπορούσε να διακομιστεί είχε αφεθεί από τους αντάρτες στα χέρια του γιατρού της Κερπινής.
Κάτοικος των Καλαβρύτων - μαθήτρια τότε - θυμάται ότι το απόγευμα πήγε με την τάξη της στο σχολείο όπου τα παιδιά τραγούδησαν περιπαικτικά τραγούδια σε βάρος των Γερμανών. Ο Φρανς Γκαρχέφερ, διοικητής του λόχου που ανέλαβε την αναζήτηση των αιχμαλώτων Γερμανών, αναφέρει αντιθέτως ότι ο αιχμαλωτισμένος λόχος διαπομπεύτηκε καθώς μεταφερόταν μέσα από τα Καλάβρυτα. Δέχτηκαν ύβρεις, χλευασμούς και άλλου είδους ταπεινώσεις ενώ ο πληθυσμός τους πετούσε ακαθαρσίες!
Ο Γιάγκερ Βάλτερ και η στρατιωτική του ταυτότητα
Οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να βγάλουν τα ρούχα τους και μετά κλειδώθηκαν σε αξιοθρήνητη κατάσταση στο σχολείο. Μισό αιώνα μετά ο Γιάγκερ Βάλτερ (στρατιώτης της Βέρμαχτ που ήταν ανάμεσα στους συλληφθέντες) αναφέρει κατηγορηματικά: Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι οι κάτοικοι των Καλαβρύτων ούτε μας ενόχλησαν ούτε μας χτύπησαν. Υπήρξαν βέβαια κάποια άτομα που θέλησαν να μας πλησιάσουν με άγριες διαθέσεις, αλλά οι αντάρτες γνώριζαν πώς να τους κρατήσουν σε απόσταση». Και οι μέρες περνούν. Οι Γερμανοί ψάχνουν τους χαμένους άνδρες τους που κινούνται από χωριό σε χωρίο δέσμιοι των ανταρτών. Και φθάνει η μοιραία νύχτα για τους αιχμαλώτους Γερμανούς.
Η εκτέλεση των αιχμαλώτων στη χαράδρα
Περιγράφει ο Γιάγκερ Βάλτερ: «Ανηφορίζαμε στο βουνό επί δύο ώρες, συνοδευόμενοι από νέα ομάδα περιφρούρησης. Ξαφνικά οι περισσότεροι από τους Έλληνες που μας είχαν περιφρουρήσει επί 50 ημέρες είχαν εξαφανιστεί. Σκοτείνιασε γρήγορα, αλλά παρόλα αυτά μπόρεσα μέσα στο μισοσκόταδο να διακρίνω την απόκρημνη πλαγιά όταν φτάσαμε στην κορυφή. Ήμουν ο τελευταίος της ομάδας και οι αντάρτες απαίτησαν να καθίσω δίπλα στον Πάουλ Σβαλντ και τον Φρανσουά Άνσελ, που είχαν ήδη καθίσει στο γρασίδι πολύ κοντά στην άκρη του γκρεμού. Ανάμεσα στους αντάρτες βρισκόταν και ένας άντρας που είχε αυτομολήσει από τη Βέρμαχτ. Νομίζω ότι ο άντρας αυτός ήταν από την Πολωνία. Όταν ρώτησα γιατί είχαν δέσει τους άλλους αιχμαλώτους δυο δύο - με μας τους Αλσατους δεν το είχαν κάνει - ένας από τους αντάρτες μου απάντησε ότι θα διανυκτερεύσουμε εκεί και ήθελαν να αποφύγουν κάθε προσπάθεια δραπέτευσης από μέρους μας. Κυριαρχούσε ένα συνεχές πήγαινε έλα. Μέσα στο σκοτάδι εμφανίζονταν ξαφνικά αντάρτες και έφευγαν πάλι! Υποθέτω ότι είχαν περάσει περίπου δέκα λεπτά όταν ξαφνικά, λίγα μόλις μέτρα μπροστά μου, ένας Έλληνας σήκωσε το τουφέκι του και με πυροβόλησε. Κάτι μέσα μου μου είπε: «πέσε κάτω». Ενστικτωδώς έκανα ακριβώς αυτό. Δεν μπορώ πλέον να θυμηθώ τι επακολούθησε στη συνέχεια»…
Το τι επακολούθησε στη συνέχεια ήταν αναμενόμενο. Ακούστηκε στους Γερμανούς που έψαχναν τους δικούς τους ότι ίσως να τους έχουν τουφεκίσει. Και τότε μάνιασαν.
«Εκατοντάδες εξαγριωμένοι Γερμανοί στρατιώτες και πανικόβλητοι Έλληνες πολίτες άρχισαν να ερευνούν στην περιοχή ανάμεσα στα Μαζέικα και τη θέση Μαγέρου αναζητώντας τα πτώματα.
………….
Έπειτα από πορεία πεντέμισι ωρών κατά μήκος των πηγών του Αροάνιου, μέσα από βατά και δάση με πλατάνια και έλατα, βουρκότοπους και ατελείωτες πετρώδεις βουνοπλαγιές, ο Δημήτρης Κίτσιος, ένας από τους έλληνες οδηγούς, έδειξε ξαφνικά στον ουρανό προς το μέρος ενός σμήνους πουλιών που πετούσαν κυκλικά: Ορίστε οι μάρτυρες μας, φώναξε. Πράγματι λίγο μετά βρέθηκαν οι νεκροί σε μία άγρια χαράδρα. Γερμανοί και Έλληνες αντίκρισαν ένα φρικτό θέαμα στη σχεδόν κατακόρυφη πλευρά της χαράδρας, που ήταν σκεπασμένη με δέντρα και βάτα. Κρέμονταν τα πτώματα στα δένδρα και πολύ λίγα είχαν κατρακυλήσει μέχρι την κοιλάδα Οι νεκροί φορούσαν κουρέλια και, εν μέρει λόγω της πτώσης στην απόκρημνη πλαγιά βάθους 100 μέτρων, ήταν ακρωτηριασμένοι». Η μοίρα των Καλαβρύτων είχε πλέον γραφτεί.
«13 Δεκεμβρίου του 1943. Στις 6:00 το πρωί κωδωνοκρουσίες σήκωσαν βίαια τους Καλαβρυτινούς από τον ανήσυχο ύπνο τους. Ο κλητήρας της κοινότητας πέρασε από όλους τους δρόμους της πόλης, ανακοινώνοντας μεγαλοφώνως, ότι όλοι οι κάτοικοι θα έπρεπε να προσέλθουν στο Δημοτικό Σχολείο, με μία κουβέρτα και τροφή για μια ημέρα.
«Δεν θα σας εκτελέσουν, τους έλεγα»
Στους άνδρες που έβγαζαν με τη βία τους κατοίκους από τα σπίτια τους εκείνο το πρωινό της Δευτέρας ανήκε και ο Ότο Χόφμαν, που σήμερα (2003) ζει στο Ντάρμστατ: «Ήμουν σε μία μονάδα ασυρματιστών και σε κάποιο χωράφι των Καλαβρύτων έστησα τον τηλεγραφικό στύλο. Επειδή μιλούσα ελληνικά ήμουν αναγκασμένος να βγάζω τους ανθρώπους από τα σπίτια τους και να τους οδηγώ στην εκκλησία».Ο 90χρονος κάθεται σήμερα στην πολυθρόνα του και κλαίει. «Από εκεί συνεχίσαμε προς το σχολείο. Συνόδευα μία γυναίκα με τον άντρα της και ένα βρέφος που τους βλέπω μέχρι σήμερα μπροστά μου! Δεν ήταν αντάρτες. Τους έλεγα συνεχώς: δεν θα σας εκτελέσουν, δεν θα σας κάνουν τίποτα και έτσι με ακολούθησαν χωρίς να αντισταθούν». Πάνω από 2.000 κάτοικοι των Καλαβρύτων πήραν εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό το δρόμο προς την αβεβαιότητα.
Ο συγγραφέας του βιβλίου συνεχίζει την αφήγησή του: «Τρέμοντας από φόβο η Ευσταθία, η μητέρα της, ο αδερφός της Γιώργος και η αδελφή της Μαρία συνάντησαν γύρω στις 7:00 το πρωί στο σχολείο μέσα στην πρωινή διαπεραστική υγρασία τη μεγάλη κόρη της οικογένειας με τον σύζυγό της Πάνο Νικολαΐδη που είχε στην αγκαλιά του, τυλιγμένο σε κουβέρτες, το μόλις τριών μηνών βρέφος τους. Η οικογένεια μπήκε στην τεράστια ουρά και ανέβηκε τα 8 πέτρινα σκαλιά του σχολείου. Ένας διάδρομος χωρίζει το τετράγωνο κτίριο σε δύο τμήματα απέναντι από την κεντρική είσοδο. Στο τέλος του διαδρόμου βρίσκεται η πόρτα, που οδηγεί στο πίσω προαύλιο ενώ δεξιά και αριστερά βρίσκονται οι πόρτες των αιθουσών διδασκαλίας. Εδώ στις πόρτες αυτές στέκονταν Γερμανοί στρατιώτες και έκαναν μία πρώτη επιλογή. Μόλις το πλήθος έμπαινε στο διάδρομο τα μέλη των οικογενειών χωρίζονταν μεταξύ τους. Υπερήλικες, παιδιά, έφηβοι και γυναίκες σπρώχνονταν στις αίθουσες διδασκαλίας, που άρχισαν να γεμίζουν ασφυκτικά, ενώ όλοι οι άντρες ηλικίας 15 μέχρι 65 χρονών οδηγούνταν πρώτα σε μία αίθουσα και μετά στο προαύλιο.
Αφόρητη ατμόσφαιρα στο σχολείο
Κάτω από τα οκτώ μεγάλα παράθυρα της αίθουσας είχαν καθίσει μητέρες με τα μωρά τους. Άρρωστοι, που τους είχαν βγάλει δια της βίας από τα κρεβάτια τους, είχαν ξαπλώσει στις σανίδες του ξύλινου δαπέδου ενώ άλλο είχαν ακουμπήσει στους λευκούς τοίχους. Στο κέντρο της αίθουσας, η κατάσταση γινόταν ολοένα και πιο ασφυκτική, καθώς στο χώρο σπρώχνονταν συνεχώς νέα άτομα. Μωρά στρίγγλιζαν, γυναίκες έκλαιγαν και ηλικιωμένοι βογκούσαν.
Θρησκευόμενες γυναίκες είχαν κουβαλήσει μαζί τους εικόνες και προσευχητάρια. Τα ψηλά παράθυρα ήταν καλυμμένα με συρματοπλέγματα γιατί ο χώρος είχε χρησιμοποιηθεί από την ιταλική διοίκηση σαν φυλακή. Η πρωινή δροσιά και οι αναπνοές θόλωναν τα τζάμια και οι πανικόβλητες γυναίκες άρχισαν να ζητούν όλο και πιο απαιτητικά να μάθουν τι ακριβώς επρόκειτο να γίνει με τους άντρες τους. Έτσι κάποιες από τις γυναίκες σκαρφάλωσαν στα περβάζια και φώναζαν, αν και οι στρατιώτες απέξω τις απειλούσαν με τα όπλα τους, Όταν είδαν ότι οι άντρες κατευθύνονταν, προφανώς προς το σταθμό οι ελπίδες αναπτερώθηκαν και αμέσως διαδόθηκε η φήμη ότι οι άνδρες θα μεταφέρονταν με τον Οδοντωτό σε κάποιο στρατόπεδο εργασίας των Γερμανών.
Πέρασαν ώρες βασανιστικές. Πλησίαζε μεσημέρι έχοντας χάσει κάθε επιφυλακτικότητα και συστολή οι γυναίκες ζητούσαν όλο και πιο απαιτητικά, όλο και πιο ασυγκράτητα, να πληροφορηθούν την τύχη των ανδρών τους. Όμως «σχεδόν όλοι οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει το κτίριο και παρά το κρύο ο χώρο στον οποίο ήμασταν κλειδωμένοι είχε ζεσταθεί αποπνικτικά», αναφέρει κάτοικος της πόλης. «Τις κουβέρτες που είχαμε φέρει μαζί μας, δεν τις χρειαζόμασταν πλέον και τις στοιβάξαμε σε μία γωνιά της αίθουσας». Περίπου την ίδια στιγμή άρχισαν οι Γερμανοί να βάζουν φωτιά στην πόλη. Όταν δύο στρατιώτες έκαναν μία ακόμη φορά έρευνα στο ξενοδοχείο Πάνθεον, έγιναν μάρτυρες ενός τοκετού. Ο σύζυγος της μέλλουσας μητέρας, ο 40χρονος Βασίλης Αναστασόπουλος που είχε κρυφτεί στο πατάρι, συνελήφθη από τους Γερμανούς τη στιγμή που θέλησε να βοηθήσει τη γυναίκα του τη γέννα. Αν και το κτίριο δεν πυρπολήθηκε από σεβασμό προς τη νεαρή μητέρα και το νεογέννητο, ο πατέρας αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο προς το σχολείο. Το βρέφος βαφτίστηκε αργότερα παίρνοντας το όνομα Βασιλική. «Τα γενέθλιά μου - ανέφερε σε μία συνέντευξη μισόν αιώνα αργότερα - δεν τα γιόρτασα ποτέ»!
Καιγόταν ολόκληρη η πόλη
Η Ευσταθία θυμάται ότι μυρωδιά καπνού διαπέρασε ξαφνικά την αποπνικτικά γεμάτη αίθουσα του σχολείου και οι χειρότεροι φόβοι μετατράπηκαν σε βεβαιότητα: Καιγόταν ολόκληρη η πόλη. Η δασκάλα Αγλαΐα, είχε στο μεταξύ σκαρφαλώσει σε ένα από τα περβάζια και μπορούσε έτσι να διακρίνει τη μακριά σειρά των σπιτιών κατά μήκος του κεντρικού δρόμου. Μέσα σε απόλυτη έξαψη, σαν σε διαδήλωση με χαλασμένο μεγάφωνο, άρχισε να φωνάζει στο πλήθος που την κοίταζε αδυνατώντας να συλλάβει τι συνέβαινε, τα ονόματα των οικογενειών εκείνων των οποίων τα σπίτια άρπαζαν φωτιά.
Και όσο περισσότερο πλησιάζε η φωτιά στο κτίριο του σχολείου τόσο αυξανόταν ο καπνός στον ήδη πνιγηρό χώρο. Οι άνθρωποι μέσα στην αίθουσα άρχισαν να ανασαίνουν απελπισμένα. Οι πόρτες φυλάγονταν από γερμανούς φρουρούς και τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με συρματοπλέγματα. Ξέσπασε πανικός.
Οι δήμιοι των Καλαβρύτων
«Σαν θαλάσσια κύματα μετά κινούμασταν πέρα δώθε», θυμάται η Ευσταθία. «Προσπαθούσαμε να πάρουμε αέρα. Είχαμε τρομοκρατηθεί με την ιδέα του θανάτου. Δεν μπορώ να περιγράψω εκείνη τη στιγμή. Δεν μπορώ να περιγράψω εκείνη τη στιγμή», επαναλαμβάνει τα λόγια της τρέμοντας.
Όταν πια ήταν βέβαιο ότι και το σχολείο είχε πιάσει φωτιά, οι άνθρωποι ρίχτηκαν στην κεντρική πόρτα προσπαθώντας να την ανοίξουν, «αλλά οι Γερμανοί σκοποί μας εμπόδισαν. Στις φωνές έφτασε και ένας άλλος Γερμανός ο οποίος πιάστηκε με τους σκοπούς και κατόρθωσε και άνοιξε την πόρτα», κατέθεσε η Π. Μέσα στον συνωστισμό ένας από τους στρατιώτες χτυπούσε τις γυναίκες με τον υποκόπανο, για να μπουν στη σειρά και να μπορέσουν να βγουν γρηγορότερα από το φλεγόμενο σχολείο. «Χτυπούσε στο ψαχνό όπου έβρισκε».
Και Γερμανός μέσα στο σχολείο!
Η Γιώτα Κωνσταντοπούλου θυμάται κάποιον άλλο Γερμανό, «που βρισκόταν ακόμα μέσα στο κτίριο και χτυπούσε με το όπλο του το εσωτερικό της πόρτας για να τον αφήσουν να βγει από το κτίριο. Από έξω προσπαθούσαν στο μεταξύ να ανοίξουν, αλλά δεν το κατάφεραν αμέσως, γιατί από μέσα σπρώχναμε την πόρτα στην αντίθετη κατεύθυνση. Ούτε κεντρική πόρτα, ούτε οι άλλες πόρτες του κτιρίου είχα να αμπαρωθεί με κλειδί. Εκείνη τη στιγμή που σπρώχνουμε όλοι μαζί την πόρτα της αίθουσας, πιστεύαμε όλοι ότι δεν θα ξανά βγαίναμε ζωντανοί από το σχολείο και θα καιγόμασταν εκεί μέσα. Όλα συνέβησαν ταυτόχρονα: ακούσαμε την πόλη να καίγεται, τους τοίχους των σπιτιών να καταρρέουν, τις ριπές των πολυβόλων και όλα αυτά ανακατεμένα με τις κραυγές πανικού των γυναικών και των παιδιών».
Όταν τελικά άνοιξαν οι πόρτες «τέσσερις γριές βρέθηκαν κοντά στην μισανοιγμένη πόρτα. Τις ρίξανε χάμω και τις πάτησαν», κατέθεσε η Π. αργότερα. Η ηλικιωμένη Κρίνα Τσαβαλά έχασε τη ζωή της.
«Οι Γερμανοί είδαν την κατάσταση αυτή και μας έσπρωξαν προς τα πίσω και βγάλανε τις νεκρές. Τέλος βγήκαμε και σκορπίσαμε. Το θέαμα ήταν τραγικό παντού ακούατε φωνές για τους άντρας». (Από κατάθεση της Π.).
Από τη Ράχη του Καππή στις κινηματογραφικές αίθουσες…
Τα υπόλοιπα χαράχτηκαν στις μνήμες όσων τα έζησαν, γράφτηκαν στις λεκιασμένες με αίμα σελίδες τις Ιστορίας και συνεχίζουν να βασανίζουν: Οι άνδρες και οι έφηβοι άνω των 13 ετών οδηγήθηκαν στην Ράχη του Καππή στις παρυφές της πόλης. Ο λόφος αυτός ήταν μια τοποθεσία αμφιθεατρική και επικλινής και στην οποία δύσκολα θα γλίτωνε κάποιος από τα πυρά, ενώ παράλληλα είχε πλήρη θέα στα σπίτια των Καλαβρύτων που στο μεταξύ πυρπολούνταν το ένα μετά το άλλο από τους Γερμανούς. Εκεί εκτελέστηκαν όλοι! Λίγοι κατάφεραν να διαφύγουν.
ΠΗΓΗ: Νίκος Τζιανίδης/ETHNOS
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr