"Μίλα παιδί μου ΜΙΛΑ..."
Αν το ανάστημά σου στη ζωή μετριέται με το να πέφτεις πέντε φορές και να σηκώνεσαι έξι, τότε ναι, η Μαρία Πολύζου είναι μια πανύψηλη γυναίκα.Τόσο…ψηλή, που καταφέρνει να σου μεταδώσει στη διάρκεια μιας συνέντευξης, λίγη από τη δύναμή της και την απίστευτη ενέργεια που κάνει τα 53 της χρόνια, να μοιάζουν μια μικρή χρονική σημείωση στην αρχή μιας νέας αφετηρίας, ενός νέου μαραθωνίου από αυτούς που έτρεξε στη ζωή της από παιδί και εξακολουθεί να διανύει μέχρι και σήμερα, σίγουρη ότι τα καλύτερα είναι μπροστά και ... θα τρέξει να τα φτάσει. «Όλοι οι μαραθώνιοι που διάνυσα, ήταν ζωές μέσα σε μια ζωή. Και πάντα λέω ότι τα καλύτερα είναι μπροστά. Είμαι τόσο γεμάτη, ορεξάτη, για να φτιάξω τόσα και άλλα τόσα, σαν να ξεκινάω πρώτη μέρα τη ζωή μου» μου λέει. Πριν από λίγο καιρό, η ίδια γυναίκα άνοιξε διάπλατα το βιβλίο της ζωής της μέσα από μια συγκλονιστική καταγραφή της πορείας της μέχρι σήμερα.
- ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΓΙΩΤΑ ΚΟΤΟΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ-
Μιας πορείας κυριολεκτικά μαραθώνιας, με σημείο εκκίνησης την Πάτρα και δύο σταθμούς- γροθιά για τη ζωή κάθε ανθρώπου: την σεξουαλική κακοποίηση από τον ίδιο της τον πατέρα και τη συνάντηση με τον καρκίνο. Πώς μπορεί μετά από αυτά μια γυναίκα να γελάει; Πώς μπορεί μετά από αυτά ένα παιδί να σηκώνεται και να προχωράει;
Ποιο όνειρο μπορεί να σε βγάλει από τον εφιάλτη; Και που να το βρεις; «Ο πατέρας μου ήταν άγριος στην όψη και στους τρόπους. Έπινε και όταν μεθούσε γινόταν βίαιος. Μας χτυπούσε και τον τρέμαμε. Εμένα από 11-12 ετών με βίαζε». Αυτή η κατάθεση της Πολύζου μόλις στη σελίδα 31 του βιβλίου της υπό τον τίτλο «Μην τα παρατάς», λειτουργεί σαν μια κλωτσιά στο στομάχι: «Ηθικό για κείνον ήταν να βιάζει και να δέρνει, ανήθικο ήταν να με δει ο κόσμος να γελάω με έναν συνομήλικό μου ή να πηγαίνω στο στάδιο όπου συχνάζουν αλήτες». Δεν έχουν όλα τα δημόσια πρόσωπα την τόλμη να σπάσουν αυτά τα ταμπού. Η Πολύζου το έκανε για να φωνάξει «παιδί μου μίλα». Να σηκώσει ψηλά τα κακοποιημένα, φοβισμένα παιδιά, να τους πει «κοίτα, εγώ το κατάφε-ρα».
Η μεγάλη Μαρία, αυτός ο υπέροχος, δυναμικός και αισιόδοξος άνθρωπος που σε κερδίζει αβίαστα από το πρώτο λεπτό και σε κάνει να τη νιώθεις απίστευτα κοντινή σου στο τελευταίο, κοιτάζει σήμερα τη μικρή Μαρία από την απόσταση των χρόνων και με βλέμμα γεμάτο τρυφερότητα μου λέει «την αγαπώ περισσότερο». Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
«Το μονοπάτι που ξεκίνησε από την Πάτρα»
«Μαζί με τον Βασίλη Τσακίρογλου ξεκίνησε αυτή η εξιστόρηση της ζωής μου αρχής γενομένης από σήμερα και κοιτάζοντας προς τα πίσω. Έχοντας περάσει τον καρκίνο είναι σίγουρο ότι αρχίζεις και αναθεωρείς τα πράγματα. Το γεγονός ότι σου ήρθε ένας καρκίνος μπαμ, ξαφνικά σε βάζει να σκεφτείς τι έχει γίνει, πού βρίσκεσαι. Οπότε ήρθαν καινούργιες ιδέες, καινούργια φιλοσοφία, καινούργια πράγματα που ο καρκίνος μου έφερε στη ζωή μου. Κι έτσι ξεκίνησα από τον καρκίνο, τον οποίο τελείωσα και μπήκα πια και στα πίσω για να ψάξω να δω όλο αυτό το μονοπάτι της ζωής που ξεκίνησε από την Πάτρα».
«Γιατρέ, εσύ παίρνεις την ασθένεια, εγώ παίρνω τη Μαρία»
«Δεν θέλει ποτέ κανένας να ακούσει στη ζωή του τη λέξη καρκίνος. Τέλος. Ο καρκίνος είναι κάτι που, από τότε που γεννηθήκαμε, το έχουμε ακούσει σαν ψίθυρο, «έχει καρκίνο, έχει τον αγιάτρευτο», ένα μυστικό που λέγεται χαμηλόφωνα, μυστικά και συνεπάγεται τον θάνατο. Εγώ αυτή τη στιγμή έρχομαι να πω ότι τουλάχιστον στο κομμάτι που αφορά τον καρκίνο του μαστού, δεν μιλάμε για θάνατο. Για να φτάσουμε στον θάνατο ση-μαίνει ότι το έχουμε τραβήξει πάρα πολύ. Η αλήθεια είναι ότι και εγώ το τράβηξα πάρα πολύ. Ήμουν πολύ αμελής. Όταν έφτασα στο χειρουργείο δεν ήταν ένας απλός καρκίνος που τον βγάζουμε και φύγαμε. Ήταν ένας καρκίνος β΄ βαθμού. Ο γιατρός μου αναγκάστηκε να βγάλει 27 λεμφαδένες. Χρειάστηκε να κάνω δεκαέξι σκληρές χημειοθεραπείες, τριανταδύο ακτινοβολίες και να συνεχίσω για τα επόμενα δέκα χρόνια της ζωής μου να κάνω θεραπείες, συν ότι κάθε τρεις μήνες πρέπει να είμαι stand by, ξανά εξετάσεις, ξανά όλο το σώμα να σκανάρεται με μαγνητική… Αυτό συνηθίζεται. Αυτό που δεν συνηθίζεται από μένα είναι να τον έχω μέσα στη ζωή μου. Τον έβγαλα από τη ζωή μου από την πρώτη στιγμή. Όταν κατέληξα ότι εγώ με αυτόν τον γιατρό θα πορευτώ, του είπα «γιατρέ, εσύ παίρνεις την ασθένεια, εγώ παίρνω τη Μαρία έτσι όπως την ξέρω, χαρούμενη, αισιόδοξη, μαχητική, με το χαμόγελό της και συνεχίζω τη ζωή μου».
Δεν μπορείς να φανταστείς τι ενέργεια έβγαλα τότε. Ένα πάρτι κάθε μέρα. Γιατί απλά είπα ότι όσο ο καρκίνος μου ρίχνει τα λευκά με τη χημειοθεραπεία και όλα τα άλλα, τόσο εγώ θα βάζω απέναντί του το χαμόγελό μου και θα με σηκώνω, θα με σηκώνω… να το αντέξω.
Η άσκηση τώρα πια δεν έρχεται ως η άσκη-ση της Μαρίας Πολύζου, της πρωταθλήτριας. Έρχεται ως κομμάτι της θεραπείας μου. Οι ενδορφίνες από την άσκηση, για μένα ήταν και το μοιράζομαι αυτό με τις γυναίκες-, το καλύτερο παυσίπονο. Οι χημειοθεραπείες είναι κάτι πολύ σκληρό. Σε τερματίζουν, σε καίνε... Αλλά ενώ οι γιατροί μου δίνανε για τρεις ημέρες παυσίπονα δυνατά, κορτιζόνες προκειμένου να αντέξω, τελικά εγώ την επομένη μέρα της χημειοθεραπείας, 6 ώρα το πρωί, έβγαινα να γυμναστώ. Έκανα ακόμη και εμετό στο δρόμο, αλλά περπατούσα, συνέχιζα και μετά επέστρεφα και ένιωθα ότι είχα ελαφρότητα στο σώμα μου, ότι δεν πονάω τόσο πολύ. Είχα βάλει σκοπό ότι πέρα από τα απαραίτητα φάρμακα δεν θα πάρω ούτε ένα χαπάκι παραπάνω. Θα το διαχειριστώ με τον δικό μου τρόπο. Ζορίστηκε το σώμα μου δεν λέω, ο αιματοκρίτης μου πήγε 28, το συκώτι ταλαιπωρήθηκε επίσης, αλλά εγώ το πάλεψα έτσι με τον δικό μου τρόπο».
«Έκεί που έβαζα τα τζελάκια του μαραθωνίου, τώρα έβαζα την παροχέτευση της ζωής μου»
«Όταν έγινε η επέμβαση λέω του γιατρού μου, πότε θα μου βγάλεις το σωληνάκι; Μου λέει σε δέκα μέρες. Και του λέω δεν θα βγω να τρέξω; Μου λέει μπορείς αλλά προσεκτικά. Βγήκα προσεκτικά, έδεσα το σωληνάκι εκεί που έβαζα τα τζελάκια του μαραθωνίου. Απίστευτο. Εκεί που έβαζα τα τζελάκια του μαραθωνίου, τώρα έβαζα την παροχέτευση της ζωής μου. Στην αρχή έτρεχα σιγά σιγά. Μετά πιο γρήγορα. Έκανα 24.10 τα πέντε χιλιόμετρα σε προπόνηση, έκανα και δεκαο-κτώ χιλιόμετρα. Και είπα τότε, ρε παιδί μου εν τέλει, είναι ο ίδιος ο καρκίνος που μας σκοτώνει ή η λέξη; Εκεί άρχισα να τα αλλάζω όλα. Τελικά ενώ όλοι τριγύρω μου ήταν μέσα στο μαύρο κλάμα, “πω πώ στεναχώρια η Μαρία έχει καρκίνο” εγώ είπα ρε παιδί μου έχω περάσει και πιο δύσκολα όταν είχα γαστρεντερίτιδα. Είχα περάσει μια εβδομάδα να ψήνομαι από τους πυρετούς.
Αυτή η μάχη μας αφορά όλες. Εγώ στο νοσοκομείο που πήγαινα για τις χημειοθεραπείες, περνούσα από όλα τα δωμάτια και χαμογελούσα σε όλες τις γυναίκες, έχοντας το φάρμακο πάνω μου. «Έλα ρε, θα τελειώσει» τους έλεγα. Θυμάμαι ότι είχε έρθει από το διπλανό δωμάτιο μια κυρία, μαμά μιας κοπελιάς που ήταν σαράντα ετών και μου λέει «καλά έχεις φτιάξει και τα νύχια σου;» και της λέω «γιατί η χημειοθεραπεία λέει ότι δεν πρέπει να φτιάχνεις τα νύχια σου;» Και μου λέει «σας παρακαλώ, μήπως μπορείτε να’ ρθειτε να το πείτε και στην κόρη μου; Κάθεται στο κρεβάτι συνέχεια, δεν κάνει τίποτα». Αυτό σκοτώνει. Θυμάμαι πήγαινα την επόμενη μέρα της χημειοθεραπείας, επειδή βοηθάω στον αγώνα για τους δότες του μυελού των οστών... Τα μαλλιά μου μου πέφτανε και μου λέγανε η «μπλούζα σου έχει γεμίσει τρίχες» και τους έλεγα «αν σας ενοχλεί, θα πάω να βάλω μια άλλη μπλούζα πιο ανοιχτή να μην φαίνεται». Για αυτούς όχι για μένα. Για να μην αισθάνο-νται αυτοί άσχημα».
«Έίμαστε εδώ, μίλα…»
«Δεν θα μπορούσα ως χαρακτήρας να μην πω την αλήθεια στο βιβλίο μου για την κακοποίηση από τον πατέρα μου. Δεν θα μπορούσα να το έχω στο ράφι μου και να μην έχει μέσα το πιο σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Σημαίνει ότι θα ντρεπόμουν ακόμη για τον εαυ-τό μου. Κανένα παιδί δεν πρέπει να ντρέπεται. Κανένα. Δεν φταίει το παιδί. Παιδί μου μίλα. Αυτό ζητάω να κάνει το κάθε παιδί. Παιδί μου υπάρχει μια αγκαλιά για σένα. Μίλα. Είμαστε εδώ, είμαστε πολλοί. Κοίτα, εγώ το έκανα. Μίλα και μετά άστο σε μας».
«Σαν παιδί, μιλούσα με τα αγγελάκια μου, μέχρι που ήρθε το μαύρο»
«Η παιδική ηλικία είναι ένα κομμάτι της ζωής το οποίο ουσιαστικά το κουβαλάς πάντα. Το θέμα είναι να καταφέρεις να βγάλεις το μαύρο και να το κάνεις πολύχρωμο ουράνιο τόξο. Εγώ ήμουν ένα παιδί ιδιαίτερο. Ζούσα στην κοσμάρα μου για να το πω έτσι. Νόμιζα ότι ζω σε έναν αγγελικά πλασμένο κόσμο. Μου άρεσε να πηγαίνω σε εκκλησίες μιλούσα με τα αγγελάκια μου, είχα μια ανοικτή δίοδο μέσα μου. Όταν έρχεται το μαύρο, η σεξουαλική κακοποίηση από τον ίδιο του τον πατέρα, ένα παιδί είναι σχεδόν ακατόρθωτο να το διαχειριστεί. Ένα παιδί έντεκα χρονών πρώτα από όλα δεν ξέρει τι είναι αυτό που του συμβαίνει. Είναι σαν να έχει χτυπήσει πάνω σε έναν τοίχο και δεν ξέρει γιατί ο τοίχος βρέθηκε μπροστά του. Εκεί που ήταν όλα ροζ ακόμη και αν υπήρχαν δυσκολίες φαγητού και φτώχειας στην οικογένειά μας, ξαφνικά μαύρο. Ένα παιδί μπορεί να πει αν είναι φτωχό, “οκ δεν έχω να φάω”. Μετά θα πάει να παίξει, θα γελάσει, θα το ξεχάσει. Το άλλο όμως είναι κάτι τρομερό. Κατ΄αρχάς έρχεται μια τεράστια δύναμη μέσα σου που δεν ξέρεις τι είναι. Απλά νιώθεις ότι κάτι δεν πάει καλά. Νιώθεις ότι ο τρόπος που συμβαίνει κάτι κακό κρύβει, αλλά δεν ξέρεις τι. Ο τρόπος που σου μιλάνε, σε στυλ «σουτ δεν θα μιλήσεις, θα σε σκοτώσω, θα σε χτυπήσω, θα σε πυροβολήσω με αυτό το όπλο» κάνει ένα παιδάκι να τα χάνει.
Για μένα τότε τελείωσε η ανέμελη ζωή που είχα μέχρι εκεί πέρα, και έγινα πάγος. Βυθίστηκα στην ντροπή. Σταμάτησα να μιλάω, σταμάτησα να γελάω, σταμάτησα να έχω οποιαδήποτε παρέα, φοβόμουνα τα πάντα δεξιά μου, αριστερά μου, ήμουνα ένας Μόγλης. Αυτό ήταν το παρατσούκλι που μου είχανε βγάλει. Πήγαινα στα νεκροταφεία, έκανα δύο απόπειρες αυτοκτονίας, δύο, το καταλαβαίνεις; Δύο. Έμεινα έξω από το σπίτι μου… Όλα μαύρα. Κατάλαβα ότι για να ξεφύγω από αυτό κάτι πρέπει να κάνω. Την λάμπα μέσα μου την άναψε ο αθλητισμός».
«Ήμουνα ένα αόρατο παιδί»
«Ξεκίνησα να τρέχω δώδεκα χρονών. Είναι αυτό που λένε ότι όταν ο Θεός σου δίνει ένα πρόβλημα, σου δίνει και τον τρόπο να το αντιμετωπίσεις. Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, έτυχε να βρεθώ στο στάδιο γιατί ο γυμναστής μου στην πρώτη Γυμνασίου, μου είχε βάλει 13. Πήγα εκεί μόνο και μόνο για να βελτιώσω τον βαθμό μου. Η αίσθηση όμως που ένιωσα ήταν ότι ανάσαινα. Μπήκε ξανά οξυγόνο μέσα μου. Ο αέρας όταν έτρεχα μου έδινε δροσιά. Ήταν μια μορφή ψυχολογικής θεραπείας. Δεν το συνειδητοποιούσα τότε. Απλά εγώ αγάπησα να τρέχω. Και άρχισα σιγά σιγά μετά να πιέζω λίγο τα πράγματα να θέλω να τρέχω περισσότερο, να κάνω κοπάνες από το σχολείο για να τρέχω, γιατί εκεί ήταν το οξυγόνο μου, η ευτυχία μου. Και σιγά σιγά συν το γεγονός ότι είχα ένα άλφα ταλέντο που το δούλεψα πάρα πάρα πολύ άρχισα να διακρίνομαι. Κέρδιζα, αλλά δεν ήθελα να ανεβαίνω στα βάθρα. Δεν ήθελα κανένας να με ξέρει. Ήμουνα ένα αόρατο παιδί. Εγώ απλά περνούσα καλά, μόνο αυτό. Μετά έβαλα έναν πολύ ψηλό στόχο, το 1984 όταν ήμουνα 15 χρονών περίπου: μια μέρα να πάω στους ολυμπιακούς. Ήθελα να φύγω, να τρέξω μπροστά. Ήξερα ότι δεν ανήκα σε αυτό. Ήξερα ότι εγώ ανήκα κάπου αλλού. Στον σεβασμό, στην εκτίμηση, στην αξιοπρέπεια. Ήταν πολύ μεγάλος ο αγώνας για να ξεφύγω. Πίστευα πάρα πολύ στη μόρφωση. Ήθελα να μορφωθώ, να συνεχίσω με τον αθλητισμό, να φύγω από εκεί…».
«Ζωγράφιζα φυλακή»
«Θα πρέπει να εκπαιδευτεί ο δάσκαλος, ο προπονητής, ο γυμναστής το περιβάλλον το οικείο. Το παιδί, το οποίο ξαφνικά αλλάζει, που το ξέρουμε χαρούμενο να παίζει, να κάνει σκανδαλιές και ξαφνικά έχουμε ένα παιδί με κατεβασμένο το κεφάλι, ένα παιδί αόρατο, όπως ένιωθα εγώ, να μην έχει παρέα, να είναι αποκομμένο από παντού, σε αυτό το παιδί κάτι συμβαίνει. Εγώ ζωγράφιζα. Οι ζωγραφιές των παιδιών είναι ο καλύτερος καθρέφτης.
Οι ζωγραφιές των ευτυχισμένων παιδιών είναι χαρούμενες. Εγώ ζωγράφιζα φυλακή, σπίτια με παράθυρα κλεισμένα μαύρα και μετά τα μουτζούρωνα. Κράταγα και ένα δικό μου ημερολόγιο. Με μια δική μου γραφή που δεν μπορούσαν οι άλλοι να διαβάσουν.
Το παιδί μιλάει, φτάνει να το πιστέψεις. Γιατί έχουμε και αυτό. Το παιδί να μιλάει και να του λες πάψε τι είναι αυτά που λες. Μας ενδιαφέρει περισσότερο η κοινωνία… τι θα πει. Αν θέλουμε να έχουμε καλή κοινωνία, πρέπει να έχουμε ευτυχισμένα παιδιά».
«Ρε Μαρία τώρα καταλαβαίνουμε γιατί ήμουνα ένα παιδί απότομο»
«Θέλω να μοιραστώ με την Πάτρα και τους ανθρώπους που έζησα κοντά τους, τους συναθλητές μου, τους συμμαθητές μου, τους δασκάλους μου, το ότι τους έχω τόσο βαθιά στην καρδιά μου γιατί το ότι ήμουνα παρέα τους, το ότι μπορούσα να είμαι ανάμεσά τους, να μιλάω όσο μίλαγα, να γελάω όσο γέλαγα, για μένα ήταν πολύ σημαντικό. Δεν το κατάλαβαν ποτέ, αλλά τους έχω μέσα στην καρδιά μου γιατί αυτοί, τα πειράγματά μας, ήταν για μένα πολύ σημαντικά. Κάθε μέρα που περνάει για ένα παιδί που βιώνει κακοποίηση είναι μια δύσκολη μέρα και το να είσαι σε μια ομάδα, να έχεις τους συμμαθητές σου, τους καθηγητές σου, ακόμη και αν δεν μπορείς να πεις αυτό που περνάς είναι μεγάλης σημασίας. Τους αγαπώ πάρα πολύ και τους συμμαθητές μου και τον προπονητή μου… πάρα πάρα πολύ.
Υπήρχαν, αφότου βγήκε το βιβλίο, συμμαθητές μου που μου έλεγαν ρε Μαράκι αν μας το έλεγες θα βοηθούσαμε, κάτι θα κάναμε, τώρα καταλαβαίνουμε το πώς ήσουνα σαν παιδί, γιατί ήμουνα ένα παιδί απότομο, μιλούσα και άσχημα, δεν έλεγα καλημέρα εύκολα. Αν δεν μου άρεσε κάτι είχα έναν πολύ άσχημο τρόπο, σχεδόν αγένεια. Γιατί δεν ήξερα τι μου φταίει».
«Δεν έκλαψα μπροστά στους ανθρώπους. Έκλαιγα όμως συνέχεια μπροστά στον Θεό».
«Θυμάμαι όταν ο πατέρας μου άρχιζε τις βλαστήμιες στην Πάτρα, του έλεγα θα σε τιμωρήσει ο Θεός. Τους έβαζα πολλές φορές να κάνουνε προσευχή πριν να φάμε. Ακόμα το κάνω. Δεν μπορώ να προχωρήσω χωρίς την Παναγία δίπλα μου. Γιατί μόνο αν κοιτάς το θείο, μπορείς να περάσεις οποιοδήποτε πρόβλημα σου δίνεται στη ζωή. Μόνο αν κοιτάς το θείο μπορείς να πέσεις χαμηλά, να σκύψεις χαμηλά να κλάψεις, να ικετέψεις, να μαλακώσει η ψυχή σου. Γιατί η δική μου η ψυχή αργότερα έγινε πάρα πολύ σκληρή και έπρεπε να μαλακώσει μέσω της ανιδιοτελούς προσφοράς. Από την Κένυα που ταξίδευα, μέχρι Αιθιοπία, Ινδία, τους άστεγους, τα γηροκομεία, εμένα αυτό μου έδινε θεραπεία. Μαγειρεύω εκατό μερίδες σπίτι μου και το πηγαίνω στους άστεγους. Εγώ είμαι στο σπίτι μου. Ο άστεγος, είναι άστεγος. Χαίρομαι γιατί ο θεός όσα προβλήματα και να μου΄ δωσε ήμουνα εκεί στα πόδια του. Δεν ζητούσα από τους ανθρώπους. Ζητούσα μόνο από τον Θεό. Δεν έκλαψα μπροστά στους ανθρώπους. Έκλαιγα όμως συνέχεια μπροστά στον Θεό».
«Το νούμερο της φανέλας μου, τηλέφωνο για τα κακοποιημένα παιδιά»
«Έστειλα γράμμα στον πρωθυπουργό και μου απάντησε εκτενώς, με το οποίο ζητώ να γίνει ένα νούμερο τηλεφώνου το 3391, (είναι το νούμερο των Ολυμπιακών αγώνων που εγώ κρατήθηκα από αυτό το όνειρο στη ζωή), να παίρνει ένα παιδί τηλέφωνο και να λέει έχω πρόβλημα. Να το κάνει. Ένα στα πέντε παιδιά στην Ελλάδα κακοποιείται. Στην Κύπρο το ίδιο. Είναι απίστευτοι οι αριθμοί. Πρέπει να είμαστε σκληροί εδώ. Πρέπει να προστατέψουμε το παιδί. Το παιδί το οποίο βίωσε κάτι τέτοιο πρέπει να το αγκαλιάσουμε, να το ενθαρρύνουμε, να του δώσουμε στόχους, να το ξανακάνουμε ευτυχισμένο. Είναι χρέος τηςκοινωνίας. Οι στατιστικές είναι απόλυτες. Παιδιά που έχουν βιώσει σεξουαλική κακοποίηση δεν πετυχαίνουν ποτέ στη ζωή τους. Που καταλήγουνε; Πορνεία, ναρκωτικά, αυτοκτονίες… Θέλω να δείξω πως τελικά ένα παιδί μπορεί να αναστρέψει το κακό. Μπορείς να το γυρίσεις. Σου συνέβη; Οι εφιάλτες δεν τελειώνουν εύκολα. Θέλει να διανύσεις εσωτερικά χιλιόμετρα για να το βγάλεις από μέσα σου και να χαμογελάσεις πλατιά.
Για να φτάσεις στους μεγάλους άθλους πρέπει να είσαι πραγματικά καλά. Οι δυσκολίες είναι αυ-τές που θα σε κάνουν να σκάψεις πιο βαθιά μέσα σου για την επιβίωση, για την ύπαρξη…Εδώ είναι η όλη ιστορία. Να πούμε σε κάθε παιδί ότι εντάξει, πέρασες δύσκολα. Κλάψε… Μετά είμαι εδώ να σε βοηθήσω, να σε σηκώσω, να σου δώσω νέους στόχους. Μπορείς. Κοίτα μια περίπτωση, να είμαι εγώ εδώ. Το έκανα.
Ούτε το πάνω μέρος του παγόβουνου δεν βλέπουμε. Επικοινώνησαν μαζί μου ενήλικες που είχαν κακοποιηθεί ως παιδιά. Ενήλικας παντρεμένος πια μου είπε ότι θαυμάζει που το είπα δημόσια και με θάρρος. Αυτός μου είπε, βιάστηκε από τον πατέρα του. Από τις επτά τέτοιες περιπτώσεις, τα πέντε είναι αγό-ρια. Καταλαβαίνεις για τι μιλάμε;».
«Ήμουν πολύ αυστηρή στην επιλογή συζύγου, τον πέρασα από χίλια κύματα»
«Ούτως ή άλλως ως μητέρα προσέχω πάρα πολύ, αλλά και το υπόβαθρό μου σαν άνθρωπος είναι τέτοιο. Είχα έναν πάρα πολύ καλό σύζυγο. Τελείωσε. Το ξέρεις. Το βλέπεις. Δεν έπεσα σε αυτό που πέφτει τις περισσότερες φορές ένα κακοποιημένο άτομο, να συνεχίσει το ίδιο μοτίβο. Κινήθηκα όμως και λόγω του βιώματος με γνώμονα να είμαι πολύ αυστηρή στην επιλογή μου μέχρι βαθμό υπερβολής. Είναι αυτό που λέμε τον πέρασα από χίλια κύματα. Ήμουνα και τυχερή. Με αγαπούσε πολύ οπότε κινήθηκαν όλα πολύ καλά».
«Έτρωγα όνειρα στην κυριολεξία, μέσα σε μια τρώγλη»
«Τελικά στα 18 καταφέρνω να έρθω στην Αθήνα να σπουδάσω, να ξεφύγω. Εδώ μιλάμε για πείνα μεγάλη. Έτρωγα …όνειρα στην κυριολεξία μέσα σε μια τρώγλη. Αλλά ήμουν ευτυχισμένη. Γιατί είχα την ελευθερία μου, το οξυγόνο μου. Δεν με ένοιαζε αν δεν είχα να φάω ή αν το ψυγείο είχε ένα αυγό μέσα. Είχα τους στόχους μου. Πρέπει να πεθαίνεις γι αυτό. Και εγώ ήθελα να φτάσω στους Ολυμπιακούς. Και ξαφνικά έρχεται μια Ομοσπονδία να μου κόβει το δρόμο, «ε όχι και να κάνει και ρεκόρ» μου λέγανε. Ήμουνα ένα παιδί που κατάφερε να βγει από τη μαυρίλα, φτάνω και είναι πολύ εύκολο μετά να ξαναφουντάρεις, γιατί έρχονται νέες απογοητεύσεις… Και λες ρε γαμώτο, εγώ έχω κάνει ό,τι ήταν να κάνω. Γιατί να με κόβουνε; Ποιοι; Παράγοντες του αθλητισμού που ήταν πρώην πρωταθλητές. Ρε παράγοντα γιατί είσαι εκεί πέρα; Για να βοηθάς το κάθε ταλέντο. Δεν ζήτησα εγώ κάτι έξτρα. Το 1989 είχα επίδοση που ακόμη και τώρα είναι στις τρεις καλύτερες στη χώρα. Και εγώ το είχα κάνει στα είκοσι, γιατί είχα πείνα για τη ζωή. Και δεν θέλανε να με στείλουνε…Και πάλι το όνειρό μου έμεινε εκεί.
Εγώ δεν είχα τότε δημόσιες σχέσεις. Ήμουνα ακόμη πολύ θυμωμένη με όσα είχαν γίνει στην Πάτρα. Ήμουνα ακόμη εγκλωβισμένη στους δικούς μου φόβους. Σε μια μεγαλούπο-λη ήμουνα. Έπρεπε να δουλεύω, να τα βγάζω πέρα, να προσέχω ποιος με παίρνει από πίσω, ποιος με κυνηγάει… Και να έχεις τον κάθε παράγοντα να σου κόβει το δρόμο. Εκεί τρελαίνεσαι ακόμη παραπάνω. Πάω στο ΣΕΓΑΣ και λέω στον εθνικό προπονητή, εδώ δεν είναι ομοσπονδία, εδώ είναι μπουρδέλο. Πάω τελικά Ολυμπιάδα με έξοδα των Ελλήνων ομογενών, τρέχω μαραθώνιο, ζω το όνειρό μου… Είμαι σε απόλυτη ειρήνη με τον εαυτό μου. Μπαίνω στο ολυμπιακό στάδιο με το ελληνικό σημαιάκι και λέω μέσα μου «φίλε, το χω κάνει!». Τερματίζω πάω στους δημοσιογράφους και τους λέω είμαι ευτυχισμένη. Εγώ το όνειρό μου το πραγματοποίησα, σταματάω τον αθλητισμό, τέλος».
«Δεν είμαι σώμα, είμαι ψυχή».
«Εγώ ήμουνα μαραθωνοδρόμος, 42.195 μέτρα έτρεχα, αυτό. Δεν είχα τρέξει ποτέ στη ζωή μου παραπάνω. Είπα τότε, τι θα κάνω για να τιμήσω την επέτειο της μάχης του Μα-ραθώνα; Για μένα ο μαραθώνιος είναι η ζωή μου, το σέβασμα. Ο μαραθώνιος μου έδωσε την ύπαρξή μου οπότε τι θα κάνω εγώ για αυτό; Και τότε μου ήρθε η ιδέα να είμαι η πρώτη γυναίκα που θα αναβιώσω τον άθλο του Φειδιππίδη. Αθήνα Σπάρτη, Σπάρτη - Αθήνα, Αθήνα - Τύμβος Μαραθώνα, 520 χι-λιόμετρα. Ήμουν 42 χρόνων είχα μια κόρη εννέα χρόνων και είχα σταματήσει τον πρωταθλητισμό από τα 34. Το συζήτησα με τον τότε άντρα μου και μου είπε «έχεις τρελαθεί τελείως, ε;». Όπου και να το είπα μου έλεγαν είναι αυτοκτονία. Δεν υπήρχε πιθανότητα να μπορέσεις να προπονήσεις το σώμα γι αυτό. Μόνο με το μυαλό το κάνεις. Πήγαινα με το μυαλό μου Αθήνα - Σπάρτη 24 ώρες το 24ωρο και ερχόμουνα. Ήμουνα διευθύντρια στο μουσείο μαραθωνίου δρόμου με πάρα πολλές υποχρεώσεις και εγώ στο πίσω μέρος του μυαλού μου να πηγαίνω στην Σπάρτη και να ξαναγυρίζω. Θυμάμαι όταν με κάλεσε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, παραμονές του αγώνα μου, και μου είπε «Μαρία ξέρεις ότι τη Δευτέρα θα έχει καύσωνα με 42 έως 47 βαθμούς κατά τόπους; Που θα πας; Εγώ όμως στο μυαλό μου είχα ήδη τερματίσει. Οι μεγάλοι άθλοι, είναι αυτοί που κάνεις εσύ πρώτα στο μυαλό σου.
Ξεκίνησα με 42 βαθμούς και την πρώτη μέρα έτρεξα ακόμη και με 45. Την πρώτη μέρα έκανα δύο μαραθώνιους. Είπα εφόσον μπορώ, πάμε την επόμενη μέρα. Έλα όμως που έρχεται η στιγμή που το σώμα είναι πραγματικά πολύ μικρό για κάτι τόσο μεγάλο. Το σώμα δεν μπορούσε. Τη δεύτερη μέρα έβγαλα υψηλό πυρετό. Την τρίτη δεν λειτουργούσαν τα νεφρά, είχαν φύγει οι πατούσες από κάτω, γόνατα, μέση… Εκεί άρχισα να κάνω μια σκληρή μάχη με το ίδιο μου το σώμα. Άρχισα τότε να λέω, δεν είμαι σώμα, είμαι ψυχή. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι δεν είμαι αυτό το σώμα, είμαι κάτι πάνω από αυτό. Άρχισα να αγαπώ τα πάντα. Έφτασα σε σημείο να λέω άλλα 200 χιλιόμετρα έχω μόνο και τερματίζω. Η απόσταση και ο χρόνος για μένα εκείνη τη στιγμή ήταν το απειροελάχιστο. Είναι πια μια άλλη διάσταση. Ήταν μεγάλο πανεπιστήμιο για μένα ο Φειδιππίδειος, γιατί μέσα σε μια εβδομάδα έκανα εντατικά μαθήματα ζωής. Όταν ένα χρόνο μετά πήγα στην Σπάρτη για να με τιμήσουν, με το αυτοκίνητό μου, έφτασα πτώμα από την κούραση. Την άλλη μέρα στην επιστροφή συνειδητοποίησα τι έκανα. Το μυαλό του ανθρώπου, όταν μπαίνει ο φόβος που είναι κακός αφέντης, σταματάει. Εγώ δεν είχα φόβο. Εγώ είπα, πάω Σπάρτη και έρχομαι».
«Το μεγαλύτερο μετάλλιό μου είναι η κόρη μου»
«Αυτά όλα όσα πέρασα, είναι γνώση και σοφία. Δεν μας τα δίνουν τα πανεπιστήμια και οι έπαινοι και τα μετάλλια. Εμένα το μεγαλύτερο μετάλλιό μου είναι η 20χρονη κόρη μου, η Αγάπη. Είναι η δασκάλα μου. Έχω μαζί της πολύ καλή σχέση, όπως και με τα αδέλφια μου, τα οποία τα αγαπώ πολύ.
Τα αδέλφια μου είναι στην Πάτρα. Έχω πολλούς φίλους στην Πάτρα. Μπορεί να μην έρχομαι συχνά λόγω υποχρεώσεων αλλά σίγουρα η Πάτρα για μένα είναι… η Πάτρα.
Από την Πάτρα θα κρατήσω τα όνειρα. Τους εφιάλτες τους έχω αφήσει πίσω μου. Γιατί τώρα πια η μικρή Μαρία, δεν είναι η μικρή Μαρία. Μερικές φορές κοιτάζομαι στον καθρέφτη και λέω «μπράβο σου» στον εαυτό μου. Είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να πεις μπράβο στον εαυτό σου, στον δικό σου τον καθρέφτη».
(ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΦΩΤΗΣ ΠΛΕΓΑΣ)
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr