Πώς ξεκίνησαν όλα
Ιστορικά οι γυναίκες έχουν υποστεί συνειδητή εκμετάλλευση σε μεγαλύτερο βαθμό ακόμη και από τα κατοικίδια, σε τέτοιο σημείο που αν υπήρχε συλλογικό υποκείμενο άνδρας και συλλογικό υποκείμενο γυναίκα, ο άνδρας θα είχε καταδικαστεί σε ισόβια. Και παρότι αυτή η εκμετάλλευση αφορά στο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού, διαιωνίζεται. Αν δεχθούμε ότι καμία εξουσία δεν διαιωνίζεται αν δεν έχει προηγουμένως νομιμοποιηθεί στη συνείδηση του υποκειμένου, έχουμε μία πρώτη εξήγηση του φαινομένου. Αν σκεφτούμε επίσης ότι η προσωπικότητα δομείται ερήμην μας, ότι οι γυναίκες και οι άνδρες αποκτούν το κοινωνικό τους φύλο και μαθαίνουν πώς να συμπεριφέρονται χωρίς να έχουν καμία εμπλοκή, τότε η ιστορία της γυναίκειας πορείας είναι μεν πραγματικά καταθλιπτική, αλλά εξηγήσιμη.
-Της ΝΕΚΤΑΡΙΑΣ ΝΤΟΥΚΑ-
Η ιστορία μετά τις πρώτες κοινωνίες τροφοσυλλεκτών και νομαδικών φυλών αρχίζει να εξυπηρετεί τους άνδρες πιθανόν για λόγους αναπαραγωγής ή σωματικής δύναμης. Μόνο και μόνο αυτή η αντίληψη θεμελιώνει μια τεράστια κοινωνική ανισότητα, πόσο μάλλον στην εποχή μας που η σωματική δύναμη όχι μόνο δεν παίζει κανέναν ρόλο, αλλά συχνά συνδέεται με υποδεέστερα επαγγέλματα. Η ισότητα των ευκαιριών στην πράξη δεν ισχύει, ενώ η προκατάληψη ότι η γυναίκα είναι πονηρή και πλανεύτρα ισχύει από τον Μεσαίωνα μέχρι τις μέρες μας (βλέπε Μέγκαν Μαρκλ που «τύλιξε» το αγνό και άμεμπτο πριγκιπόπουλο).
Ο πιο βασικός παράγοντας υποταγής των γυναικών στο ανδρικό φύλο είναι η ενοχοποίηση της γυναικείας συμπεριφοράς. Όταν η υποταγή οφείλεται στη βία μπορεί να προκαλέσει αντίδραση. Στην περίπτωση των γυναικών όμως, η πιο βασική νομιμοποίηση της γυναικείας ανισότητας είναι η «αποστολή των παιδιών». Το «θείο δώρο της μητρότητας». Οι γυναίκες δικαιολογούσαν και ακόμη και σήμερα δικαιολογούν την επιβολή του κοινωνικού τους ρόλου λόγω της οικογένειας. Λεηλατούνται οι ζωές του μισού πληθυσμού της γης γιατί «είναι χαρά τα παιδάκια».
Υπάρχει ένα συναισθηματικό βέλο που καλύπτει την κοινωνική ανισότητα. Η κοινωνικοποίηση είναι τόσο σκληρή διαδικασία που παραγκωνίζει κάθε συναίσθημα και κάθε αντίληψη δικαίου, κάθε μορφή αλληλεγγύης. Επιπλέον οι γυναίκες (ακόμη και κάποιες μεταφεμινίστριες) συχνά λειτουργούν σε κατάσταση «γνωστικής ασυμφωνίας». Για να αποδεχθούν τον υποβαθμισμένο τους ρόλο πείθονται ότι είναι αυτές που παίρνουν – έστω και πλαγίως – τις αποφάσεις εντός του σπιτιού τους. Οι γυναίκες συχνά κρύβονται πίσω από την τεκνοποιία, θεωρώντας την μητρότητα θείο δώρο και αποκλειστική αποστολή τους.
Η φεμινιστική θεωρία
Το φεμινιστικό κίνημα απέκτησε πολιτική διάσταση τον 20ο αιώνα μέσα στο ευρύτερο πολιτικό κίνημα, καθώς οι γυναίκες ζητούσαν και αυτές, πολιτική έκφραση. Στη σύγχρονη εποχή ο φεμινισμός συνδέθηκε με τις προσπάθειες αναβάθμισης του κοινωνικού ρόλου των γυναικών, και την ανατροπή της πεποίθησης ότι οι γυναίκες υστερούν λόγω του φύλου τους, έναντι της υπεροχής των ανδρών, κάτι που συναντάται στις περισσότερες κοινωνίες. Από τα μέσα του 19ου αιώνα το γυναίκειο κίνημα έθεσε σαν στόχο την κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες, επηρεασμένο από την επέκταση του δικαιώματος ψήφου σε όλους τους άνδρες. Σε αυτό το «πρώτο κύμα» του φεμινισμού υπήρξε η ψευδαίσθηση ότι εάν οι γυναίκες αποκτούσαν δικαίωμα ψήφου, τότε θα έμπαινε τέλος σε όλες τις υπόλοιπες διακρίσεις και προκαταλήψεις.
Οι γυναίκες απέκτησαν πρώτη φορά δικαίωμα ψήφου το 1893 στη Νέα Ζηλανδία, το 1920 στην Αμερική, και το 1918 στο Ηνωμένο Βασίλειο (στην Ελλάδα το 1952), εκπληρώνοντας τη βασική διεκδίκηση του «πρώτου κύματος». Χωρίς τον κοινό στόχο του δικαιώματος ψήφου πλέον, και παρά το γεγονός ότι οι προσδοκίες για πλήρη γυναικεία χειραφέτηση δεν ευοδώθηκαν, το γυναικείο κίνημα αποδυναμώθηκε, μέχρι τη δεκαετία του 1960 που επέστρεψε δυναμικά το «δεύτερο κύμα» του φεμινισμού. Μέχρι τότε, οι έμφυλες διαιρέσεις βρίσκονταν εκτός πολιτικού προσκηνίου, καθώς ο διαφορετικός κοινωνικός, οικονομικός και πολιτικός ρόλος των γυναικών ερμηνευόταν ως «φυσικός» εξαιτίας των βιολογικών διαφορών των φύλων. Στόχος του «δεύτερου κύματος» ήταν η «απελευθέρωση των γυναικών», καθώς η πολιτική χειραφέτηση δεν είχε λύσει το «γυναικείο ζήτημα».
Βρισκόμαστε στην έναρξη του ριζοσπαστικού φεμινισμού που στις αρχές του 1970 αναγνωρίζεται ως συγκεκριμένη ιδεολογία, αντισυμβατική προς την καθεστηκυία πολιτική σκέψη. Καθιερώνεται το «κοινωνικό φύλο» και η έμφυλη οπτική, ενώ επιτυγχάνεται μία διεύρυνση της δημόσιας σφαίρας. Αυτή είναι η μεγάλη συμβολή του ριζοσπαστικού φεμινισμού, δηλαδή το ότι το ιδιωτικό, ο οίκος, ενσωματώνεται στη δημόσια σφαίρα. Έτσι, η ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών που μέχρι τότε παρέμενε στο σκοτάδι καθώς κυριαρχούσε η αντίληψη ότι η γυναίκα και τα παιδιά του κυρίαρχου «Λευκού Άνδρα» είναι ιδιοκτησία του, έρχεται στο φως. Πρόκειται για μια νίκη του φεμινισμού το γεγονός ότι το προσωπικό γίνεται πολιτικό και αναδεικνύεται η πολιτική της καθημερινής ζωής.
Ωστόσο, στη συνέχεια, το φεμινιστικό κίνημα αποκτά δύο φάσεις. Στην πρώτη ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας του υποχωρεί, καθώς αναπτύσσεται ο «μεταφεμινισμός» (post-feminism) που υποστηρίζει ότι εφόσον έχουν επιτευχθεί οι βασικοί φεμινιστικοί στόχοι, πλέον το κίνημα έχει μετακινηθεί πέραν του φεμινιστικού πλαισίου του. Στη δεύτερη, το κίνημα κατακερματίζεται πέραν του μεταφεμινισμού, σε ψυχαναλυτικό φεμινισμό, μαύρο φεμινισμό, λεσβιακό φεμινισμό κ.ο.κ. Επιπλέον ο φεμινισμός εξαρχής περιελάμβανε τον φιλελεύθερο φεμινισμό, τον μαρξιστικό – σοσιαλιστικό φεμινισμό και τον ριζοσπαστικό φεμινισμό. Στον τελευταίο οφείλεται και το γεγονός της πολιτικής ανάδειξης των έμφυλων διαιρέσεων. Εκτός από την ανάδειξη του ιδιωτικού στη δημόσια σφαίρα, άλλο ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των φεμινιστικών παραδόσεων είναι η διάκριση ανάμεσα σε βιολογικό και κοινωνικό φύλο.
Η συντηρητική άποψη ότι ο κοινωνικός ρόλος των γυναικών και οι έμφυλες διαιρέσεις καθορίζονται από τις βιολογικές ανατομικές διαφορές, και ως εκ τούτου είναι φυσικές, βρέθηκε στο στόχαστρο του φεμινιστικού κινήματος. Η άποψη, για παράδειγμα, ότι λόγω της δυνατότητας τεκνογονίας που έχουν οι γυναίκες πρέπει να ασχολούνται με την ανατροφή των παιδιών, χαρακτηρίζεται πλέον ως μία σύνδεση πολιτισμική και όχι βιολογική. Το κοινωνικό φύλο σχετίζεται με τους διαφορετικούς ρόλους στους οποίους οι ίδιες οι κοινωνίες κατευθύνουν τις γυναίκες και τους άνδρες, διαιωνίζοντας στερεότυπα ανδρισμού και θηλυκότητας. Επιπλέον, εντός του φεμινιστικού κινήματος κυριαρχεί η άποψη ότι οι βιολογικές διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες είναι ήσσονος σημασίας για να αιτιολογούν το μέγεθος των έμφυλων διακρίσεων, κατά συνέπεια η ανθρώπινη φύση είναι ερμαφρόδιτη, καθώς τα παιδιά κληρονομούν γενετικά χαρακτηριστικά και από τους δύο γονείς τους. Απώτερος στόχος μία προσωπικότητα χωρίς φύλο. Επιπρόσθετα οι «μεταμοντέρνες φεμινίστριες» επιχειρηματολογούν στην κατεύθυνση του ότι το βιολογικό φύλο, δεν αποτελεί ευδιάκριτη βιολογική διάκριση, φέροντας ως παράδειγμα πολλές γυναίκες, οι οποίες δεν «πληρούν» τα βιολογικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται στο γυναικείο φύλο.
Υπάρχει, ωστόσο, και η άλλη «ουσιοκρατική» άποψη εντός του φεμινιστικού κινήματος που υποστηρίζει πως υπάρχουν σαφείς διαφορές ανάμεσα στο ανδρικό και το γυναικείο φύλο. Πρόκειται για τις «φεμινίστριες της διαφορετικότητας». Σε αντίθεση με τη συντηρητική προσέγγιση, η εν λόγω φεμινιστική προσέγγιση προσδίδει θετικό πρόσημο σε γυναικεία χαρακτηριστικά, όπως η διαίσθηση, η φροντίδα προς τα παιδιά κ.α.
Ο φεμινισμός στην εκπαίδευση
Από τη δεκαετία του 1980 οι φεμινιστικές σπουδές αποτελούν γνωστικό ακαδημαϊκό αντικείμενο. Ακολουθούν οι μεταφεμινιστικές σπουδές που φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη να ξεπεράσουμε τη διπολική έννοια του φύλου, που είχε αναδείξει ο φεμινισμός. Εν συνεχεία το πεδίο των φεμινιστικών σπουδών αρχίζει να διευρύνεται. Οι gender studies αναδεικνύουν την έννοια του κοινωνικού φύλου, φέρνοντας στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1990 την ομοφυλοφιλία (τα δύο φύλα γίνονται τέσσερα) και τις gay studies, ενώ συζητούνται στη δημόσια σφαίρα τα δικαιώματα των gay. Μετά την επανάσταση των gender studies της δεκαετίας του 1990, σήμερα βρισκόμαστε στις gender studies 2 και τις queer studies ή queer theory. Πλέον αναδεικνύονται και άλλες έμφυλες ταυτότητες πέραν των τεσσάρων (άνδρας, γυναίκα, ομοφυλόφιλος άνδρας, ομοφυλόφιλη γυναίκα), όπως transsexual, bisexual κ.α. Το ζητούμενο πια δεν είναι να κατοχυρωθεί η έμφυλη ταυτότητα, αλλά μια κοινωνία με καλούς πολίτες, ανεξαρτήτως έμφυλης ταυτότητας. Να αναδειχθεί εκ νέου, αλλά υπό διαφορετικό πρίσμα, η κοινωνική - πολιτική ταυτότητα.
Το φαινόμενο της γυναικοκτονίας και η ανάδειξή του στη δημόσια σφαίρα
Οι έμφυλες διακρίσεις, ωστόσο, παραμένουν με τις γυναίκες να υποεκπροσωπούνται στις διακεκριμένες θέσεις και κυρίως σε θέσεις εξουσίας, καθώς και στην πολιτική ζωή. Οι γυναίκες εξακολουθούν να κατευθύνονται προς συγκεκριμένα «γυναικεία» επαγγέλματα χαμηλού κύρους, πολύ συχνά με μερική απασχόληση, ενώ αμείβονται λιγότερο. Επιπλέον, εργάζονται περισσότερο αναλαμβάνοντας συστηματικά περισσότερο την οικογενειακή φροντίδα και ανατροφή των παιδιών από ότι οι άνδρες, ενώ και η πρόσβαση στη εκπαίδευση, παρότι στον δυτικό κόσμο θεωρητικά είναι ίση, στην πράξη ο αριθμός των γυναικών μειώνεται όσο ανεβαίνει η εκπαιδευτική βαθμίδα. Τέλος, ακόμη και σήμερα το δικαίωμα στην άμβλωση αμφισβητείται, ενώ η κλειτοριδεκτομή και οι περιορισμοί στην ένδυση εξακολουθούν να υφίστανται. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια αναφορά των Ηνωμένων Εθνών το 1980 επεσήμαινε: «Ενώ οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού, εκτελούν σχεδόν τα 2/3 όλων των ωρών εργασίας, λαμβάνουν το 1/10 του παγκόσμιου εισοδήματος και κατέχουν λιγότερο από το 1% της παγκόσμιας ιδιοκτησίας». Είναι σήμερα τα στατιστικά στοιχεία εντελώς διαφορετικά; Σίγουρα έχουν βελτιωθεί, αλλά όχι αισθητά.
Στο πλαίσιο των έμφυλων διακρίσεων η γυναικοκτονία είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται πρώτη φορά τόσο έντονα το τελευταίο διάστημα στην ελληνική δημόσια σφαίρα. Ως όρος είναι πολιτογραφημένος επί δεκαετίες στα θεωρητικά κείμενα και χρησιμοποιείται στο επίκεντρο του ριζοσπαστικού φεμινισμού από τη δεκαετία του 1960 από τις μεγάλες Αμερικανίδες φεμινίστριες. Όμως τώρα μεταφέρεται στη δημόσια σφαίρα, χάρη στη διεύρυνσή της από τον φεμινισμό. Πρόκειται για έναν όρο που αφορά μια μορφή δολοφονίας, και υιοθετείται πλέον στην καθομιλουμένη και στον δημοσιογραφικό λόγο. Ωστόσο, στην Ελλάδα ακόμη και σήμερα, υπάρχει άρνηση ως προς την αναγνώρισή του τόσο σε νομικό, όσο σε δημοσιογραφικό επίπεδο κάποιες φορές. Η γυναικοκτονία, δηλαδή η αφαίρεση της γυναικείας ζωής, μπαίνει στο επίκεντρο της φεμινιστικής θεωρίας στο δεύτερο κύμα του φεμινισμού, από το οποίο ξεκινούν όλα τα υπόλοιπα κύματα. Είναι η στιγμή που η πατριαρχία ουσιαστικά δολοφονεί τη γυναίκα. Πρόκειται για μια πατριαρχική δολοφονία. Η έννοια της γυναικοκτονίας μέσα στο φεμινιστικό κίνημα είναι το πιο σημαντικό θέμα, γιατί αφορά στη φυσική ζωή των γυναικών. Δεν είναι ένα ατομικό γεγονός. Αν ήταν ατομικό γεγονός, θα αποτελούσε κομμάτι της εγκληματολογίας. Πλέον, έρχεται στο προσκήνιο ως κοινωνικό γεγονός υψίστου είδους, σχεδόν οντολογικής τάξεως, όχι μόνο διότι αφορά στον μισό πληθυσμό του πλανήτη, αλλά γιατί η γυναικοκτονία φέρνει στο επίκεντρο όλα τα φεμινιστικά ζητήματα, και πέρα από τα όρια του φεμινισμού, όλα τα υπόλοιπα ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας, της ζωής μας.
Ο λόγος που το σύστημα δεν θέλει να δεχθεί τον όρο, πέρα από τη νομική του διάσταση, είναι γιατί ως πατριαρχική κοινωνία δεν θέλουμε να δεχθούμε ότι υπάρχει η διάσταση της γυναικείας δολοφονίας. Είναι μια ήττα για την πατριαρχία η αποδοχή της γυναικοκτονίας. Το πατριαρχικό σύστημα (η εξουσιαστική σχέση ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες) έχει μάθει να κυριαρχεί, να βλέπει τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία. Ο θύτης δεν είναι εύκολο να θυματοποιηθεί. Ο θύτης θέλει να παραμένει θύτης. Υπάρχουν παραχωρήσεις που έχει κάνει ο καπιταλισμός και η πατριαρχία, αλλά η συζήτηση για τη γυναικοκτονία είναι μία οριακή στιγμή στην πορεία του. Κι αν δεχθούμε την άποψη ότι ο καπιταλισμός και η πατριαρχία παραμένουν ισχυρά συστήματα δημιουργώντας και ελέγχοντας τις κρίσεις τους για να επιβιώσουν, θα πρέπει να περιμένουμε μία προσχηματική θυματοποίηση κάποιων μελών του συστήματος προκειμένου, αυτό να επιβιώσει.
Τα περιστατικά της έμφυλης βίας τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας έχουν αυξηθεί λόγω των κοινωνικών συνθηκών (οικονομική κρίση, καραντίνα - covid 19), ωστόσο, η εντύπωση της αύξησής τους επιτείνεται από το γεγονός ότι έρχονται πλέον στο προσκήνιο, ενώ παλιότερα παρέμεναν στο σκοτάδι, ή αντιμετωπίζονταν ως απλές ανθρωποκτονίες. Και καθώς έρχονται στο προσκήνιο, δύσκολα γίνονται πλέον ανεκτές οι γυναικοκτονίες, παρότι είναι απόρροια βαθιά ριζωμένων πατριαρχικών αντιλήψεων. Ο άνδρας σκοτώνει τη γυναίκα του γιατί τη θεωρεί κτήμα του. Θεωρεί ότι του ανήκει, του οφείλει υποταγή, και ως εκ τούτου δεν έχει το δικαίωμα να τον εγκαταλείψει, να αντιμιλήσει, να έχει δική της ζωής χωρίς την έγκρισή του. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ισότητας γυναικοκτονία είναι: η δολοφονία γυναικών και κοριτσιών που διαπράττεται εξαιτίας του φύλου τους και γίνεται ανεκτή τόσο από ιδιώτες όσο και από δημόσιους φορείς. Ο όρος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο, τον βασανισμό και τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού, τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών ως «εγκλήματα για λόγους τιμής».
Δημιουργείται πλέον στη δημόσια σφαίρα η ανάγκη να συζητήσουμε σε πολύ υψηλό επίπεδο, ακόμη και νομικό επίπεδο, το φαινόμενο αυτό. Να εγκολπώσουμε αυτή την έννοια και να γίνει ποινικό αδίκημα, να αλλάξουμε τον νομικό μας πολιτισμό. Και ενώ η απόκτηση ποινικής διάστασης αναμένεται να δώσει περιεχόμενο στη γυναικοκτονία, η αυστηροποίηση των ποινών δεν φαίνεται να αρκεί για να μειωθεί ή να εξαλειφθεί το φαινόμενο. Χρειάζονται όχι μόνο νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλά και άλλες πρωτοβουλίες, όπως μία εκπαιδευτική εκστρατεία που θα συμβάλουν στην προσπάθεια αλλαγής αντιλήψεων.
Πώς αντιμετώπισαν τον φεμινισμό οι πολιτικές ιδεολογίες
Ένας από τους λόγους που ο φεμινισμός δεν κατάφερε να έχει τη διάχυση που θα αναμενόταν στις ανθρώπινες κοινωνίες (παρότι είναι πιο ριζοσπαστικός ακόμη και από τον Μαρξισμό), και μάλιστα δεν το κατάφερε ούτε στις δυτικές κοινωνίες όπου οι φεμινιστικές ιδέες τυγχάνουν εν γένει κάποιας απήχησης, είναι διότι ο φεμινισμός καλείται να αποδομήσει ένα πολύ ισχυρό σύστημα, όπως είναι η πατριαρχία με έντονα οντολογικά χαρακτηριστικά, συνεπώς οι φεμινιστικές ιδέες δυσκολεύονται να αποκτήσουν την προσήκουσα πρόσληψη μέσα στις πατριαρχικές κοινωνίες. Πρόκειται για ένα σύστημα που συνδέεται άμεσα με τον καπιταλισμό, κορωνίδα του οποίου είναι ο λευκός προτεστάντης άνδρας. Η διπλή καταπίεση των γυναικών δεν είναι εύκολο να αποδομηθεί, διότι πρόκειται για ένα πρόβλημα εμμένειας όχι υπερβατικότητας.
Στην πορεία του φεμινισμού υπήρξαν πολιτικές ιδεολογίες φιλικές και πολιτικές ιδεολογίες εχθρικές απέναντί του. Πώς αντιμετωπίζουν, λοιπόν, οι άλλες πολιτικές ιδεολογίες μία ιδεολογία που δεν είναι ανδρική; Πώς την αντιμετωπίζουν για παράδειγμα οι «λευκές», έντονα πατριαρχικές ιδεολογίες, όπως είναι φασισμός; Ο ακροδεξιός πολιτικός λόγος διαπνέεται από μία ρητορική μίσους με έντονα σεξιστικά χαρακτηριστικά, και ως εκ τούτου συνδέεται έντονα με τον αντιφεμινισμό. Πιστός στην πατριαρχική δομή της κοινωνίας και κατά συνέπεια αντιφεμινιστικός είναι και ο παραδοσιακός συντηρητισμός, που όπως είδαμε ήδη, υιοθετεί ως «φυσικό» τον διαχωρισμό σε «δημόσιο» άνδρα και «ιδιωτική» γυναίκα. Μία γυναίκα που πρέπει να αποδέχεται τον «φυσικό» της ρόλο αναλαμβάνοντας κατά κύριο λόγο τις οικογενειακές υποχρεώσεις κ.ο.κ. Είναι ενδεικτικό ότι τη δεκαετία του 1980, αλλά και του 1990 ο φεμινισμός βρέθηκε αντιμέτωπος πολιτικών, όπως αυτές της Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία και του Ρίγκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, που κινούνταν σε ένα σαφώς αντιφεμινιστικό πλαίσιο, κάνοντας λόγο για αποκατάσταση των πατριαρχικών «οικογενειακών αξιών» από τη νέα δεξιά. Οι ανύπαντρες μητέρες δαιμονοποιήθηκαν, ενώ οι εργαζόμενες μητέρες κατηγορήθηκαν για την αύξηση της εγκληματικότητας (διότι αντί να ανατρέφουν τα παιδιά τους εργάζονταν και επακολούθως γι αυτό οι νέοι ήταν παραβατικοί). Την ίδια στιγμή στα ισλαμικά κράτη επικράτησε μια γενικευμένη οπισθοδρόμηση σχετικά με τις γυναικείες κατακτήσεις λόγω της κυριαρχίας του φονταμενταλισμού. Παράλληλα ο συντηρητισμός αξιοποίησε σε μεγάλο βαθμό την θρησκεία μέσα από τον πατερναλισμό της για να υποστηρίξει την πατριαρχία, ενώ αντίθετα ο μαρξισμός ήταν εξαρχής ενάντια στην θρησκεία (όπιο του λαού την είχε χαρακτηρίσει ο Μαρξ).
Το φεμινιστικό κίνημα, ειδικά στο πρώτο κύμα του, επηρεάστηκε βαθιά από τον φιλελευθερισμό ζητώντας ίσα δικαιώματα και κυρίως το δικαίωμα της ψήφου για τις γυναίκες. Βασιζόμενος στον ατομικισμό και τον ορθολογισμό ο φιλελεύθερος φεμινισμός θεωρεί ότι όλοι πρέπει να έχουν την ίδια αξία και ίση πρόσβαση στον δημόσιο ή ιδιωτικό βίο. Δεν ενστερνίζεται όμως την άποψη για κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στον οίκο και τη δημόσια σφαίρα, έχοντας κατεξοχήν στόχο μεταρρυθμιστικό, ο οποίος θα εξασφαλίσει ίσα δικαιώματα και ίση πρόσβαση στη δημόσια ζωή. Και παρότι ο φιλελεύθερος φεμινισμός κατέκτησε πολλούς στόχους, δεν έδωσε την προσήκουσα σημασία στην ενδοοικογενειακή άνιση κατανομή εξουσίας και στον έμφυλο καταμερισμό εργασίας. Ας μην ξεχνάμε ότι οι φεμινίστριες κυρίως του 19ου αιώνα θεωρούσαν «φυσική» την πατριαρχική κατανομή ρόλων εντός της οικογένειας. Όμως, προτάσσοντας μόνο τις ίσες ευκαιρίες, δεν λάμβαναν υπόψιν το οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο μιας μεγάλης μερίδας γυναικών που δεν έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλευτούν τις ίσες ευκαιρίες.
Ο Σοσιαλιστικός φεμινισμός αναπτύχθηκε κυρίως το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και επιζητεί μία κοινωνική αλλαγή ή ακόμη και επανάσταση προκειμένου να χειραφετηθούν ουσιαστικά οι γυναίκες. Κατανοεί την πατριαρχία υπό το κοινωνικό και οικονομικό πρίσμα της καταπιεστικής για τις γυναίκες «αστικής οικογένειας», η οποία προέρχεται από τον καπιταλισμό και αποτελεί τον στυλοβάτη του. Ωστόσο, ο ορθόδοξος μαρξισμός θεωρούσε ότι ο «ταξικός» πόλεμος είναι πιο σημαντικός από έναν πόλεμο ανάμεσα στα δύο φύλα, ενώ οι σύγχρονες σοσιαλίστριες φεμινίστριες από την άλλη πλευρά πιστεύουν ότι η ταξική εκμετάλλευση και η έμφυλη καταπίεση είναι εξίσου σημαντικές.
Τόσο ο σοσιαλισμός, όσος και ο φιλελευθερισμός συνέβαλλαν στην ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος καθώς διαπνέονται από τα ιδανικά της ισότητας, ενώ αντίθετα ελιτίστικες και ιεραρχικές ιδεολογίες είχαν αντιφεμινιστικό πρόσημο. Και παρότι πλέον κάποιοι από τους αρχικούς στόχους του φεμινισμού έχουν εκπληρωθεί, μία σειρά από σκληρές έμφυλες διακρίσεις παραμένουν. Στις νίκες του φεμινισμού θα πρέπει να προσμετρηθεί και η ανάδειξη μιας νέας γενιάς ανδρών πρόθυμης να μοιραστεί τα οικογενειακά καθήκοντα εντός μια συμμετρικής οικογένειας, αν και το ανδρικό κίνημα διαβλέπει τον κίνδυνο ο άνδρας να εγκλωβιστεί σε μια κουλτούρα ανικανότητας, χάνοντας τον καθιερωμένο ρόλο του.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr
* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.