Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Αμαλιάδα Νάσος Νασόπουλος 15 χρόνια thebest Εκλογές ΗΠΑ 2024
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΑΠΟΨΕΙΣ

/

Μικρασιάτες Πρόσφυγες - Πολικές Τομές και Κοινωνική Ενσωμάτωση

Μικρασιάτες Πρόσφυγες - Πολικές Τομές κα...

Του Διονύση Γ. Γράψα

Αναμφίβολα η ενσωμάτωση και αφομοίωση των Μικρασιατών προσφύγων , αποτελεί το μεγαλύτερο επίτευγμα του Ελληνικού κράτους από συστάσεως του.


   Και τούτο  ισχύει  λόγω των εξαιρετικά πολύπλοκων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών προκλήσεων που βίωνε η χώρα την στιγμή της εισόδου ενός τόσο μεγάλου «κύματος»  ανθρώπων.


Είναι δύσκολο να οριστικοποιηθεί  ο αριθμός των προσφύγων με ακρίβεια και η πιο αξιόπιστη πληθυσμιακή καταγραφή είναι εκείνη του 1928 που αναφέρει 1,3 εκατομμύρια  προσφύγων(υπερτερούσαν οι γυναίκες και οι μικρές ηλικίες). Όσο και να υπάρχουν μεταγενέστερες καταγραφές με ελαφρώς διαφοροποιημένα στοιχεία κυρίως σε ότι αφορά την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε. 


Ο τεράστιος αριθμός τους, κατέστησε  επιτακτική την ανάγκη κάλυψης των βασικών αναγκών τους όπως ήταν  η στέγαση η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και η σίτιση, σε μια Ελλάδα που ζούσε μια στρατιωτική και οικονομική κατάρρευση, με διαλυμένη την κρατική οργάνωση και ιδιαίτερα εξημμένα τα πολιτικά πάθη. 


   Η κατάσταση τους αρχικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικώς τραγική , καθώς έφερναν  μαζί τους όχι πολλά   από τα κινητά αγαθά τους και η πρώτη τους επαφή με την μητέρα Ελλάδα ήταν ο στρατωνισμός τους στο Κερατσίνι, στην Μακρόνησο και στο Επταπύργιο της Θεσσαλονίκης. 


   Η περίθαλψη τους ήταν αρχικά έργο ιδιωτών και ιδιαίτερα ξένων φιλανθρωπικών οργανώσεων, όπως ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, μέσα σε έκρυθμες συνθήκες αφού δεν έμεινε χώρος διαθέσιμος που να μην διατέθηκε για αυτούς: στρατώνες τζαμιά θέατρα υπόγεια ακόμα και κατοικούμενοι χώροι καταλήφθηκαν για τις ανάγκες τους. Η αμηχανία αρχικά και ο πανικός στην συνέχεια, κινητροδότησαν την κρατική μηχανή, να ξεπεράσει ακόμα και δικές της χρόνιες ανεπάρκειες, προκειμένου σε αυτούς τους ανθρώπους να παρασχεθεί μια πρωτοβάθμια περίθαλψη.  


   Είναι δεδομένο πως οι συνθήκες άφιξης και διαμονής, η ψυχική ταλαιπωρία όσο και  η υποτυπώδης στέγαση αποτελέσαν παράγοντες που έκαναν πολλούς να «λυγίσουν», επιβαρύνοντας πολλές φορές ανεπανόρθωτα την υγεία τους ( ιδιαίτερα η βρεφική θνησιμότητα τους πρώτους μήνες παρουσιαζόταν ιδιαιτέρως υψηλή).


Η ελονοσία και η φυματίωση κυριολεκτικά τους αποδεκάτιζαν,  γεγονός που αποτέλεσε καταλυτικό παράγοντα για την δημιουργία εγγειοβελτιωτικών έργων στην Μακεδονία, ως μια διέξοδος που θα καλυτέρευε την ζωή τους , προσθέτοντας επιπλέον καλλιεργήσιμα εδάφη σε εκείνα που προορίζονταν να τους δοθούν μετά την ανταλλαγή πληθυσμών. Η προηγούμενη απόφαση συνιστούσε μια πράξη πολιτικού υπολογισμού,  που είχε σαν στόχο την αντιμετώπιση πιθανών εξεγέρσεων σε μια εποχή που τα αστικά καθεστώτα της Ευρώπης είχαν θορυβηθεί από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι χίλιες διακόσιες απαλλοτριώσεις μεγάλων εκτάσεων την διετία 1923-25 αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Αν σκεφτεί κανείς μάλιστα πως οι απαλλοτριώσεις των μετά-Νοεμβριανών κυβερνήσεων ήταν μόλις 12!


  Η τραγική ειρωνεία είναι πως κατά το πρώτο διάστημα οι Μικρασιάτες προσφυγές αντιμετώπιζαν την παραμονή τους ως προσωρινή και θεωρούσαν πως αργά η γρήγορα θα έκανε την εμφάνιση της  μια συμφωνία με την Τουρκία, η οποία θα επέτρεπε την παλιννόστηση τους στα εδάφη, που κατοικούσαν εδώ και 3 χιλιάδες χρόνια. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ, για ένα διάστημα όμως λειτούργησε ως βαλβίδα εκτόνωσης, για τις άθλιες συνθήκες που ήταν υποχρεωμένοι να υφίστανται κατά το πρώτο διάστημα της παραμονής τους στην «νέα πατρίδα». Παρέβλεπαν είναι αλήθεια, με μεγάλη υπομονή το ασταθές πρόγραμμα περίθαλψης, του στροβιλιζόμενου στα προβλήματα του εκείνη την στιγμή, ελληνικού κράτους. Την στιγμή μάλιστα που τα αισθήματα των γηγενών για εκείνους δεν ήταν και τα καλύτερα..


    Η συνθήκη της Λωζάννης όμως και το Ελληνοτουρκικό σύμφωνο ανταλλαγής πληθυσμών έθεσαν τους όρους της νέας κατάστασης  και μετά από κάποια συλλαλητήρια που διοργάνωσαν τα σωματεία των προσφύγων, για να διαμαρτυρηθούν για τα απαράγραπτα δικαιώματα τους, αντιλήφθηκαν πως πλέον η πρόκληση αφορούσε την δημιουργία μιας καινούργιας ζωής στην Ελλάδα. Πρόκληση που δεν άφησαν να πάει χαμένη μιας και οι επιλογές είχαν λιγοστέψει  δραματικά. 


 Η απόφαση για την ανταλλαγή πληθυσμών ωστόσο, ήταν μια ξεκάθαρα λελογισμένη  επιλογή από την μεριά του Βενιζέλου που αποτελούσε τον ηθικό και πολιτικό βραχίονα των προσφύγων. Και φυσικά συνδυασμένη με την μετέπειτα ελληνοτουρκική προσέγγιση, ανταποκρινόταν πλήρως στους κανόνες του πολιτικού ρεαλισμού.  Ο  Βενιζέλος ήδη από την έναρξη του πρώτου παγκοσμίου, γνώριζε πως η Ελλάδα είχε χρέος να προστατεύσει το ενάμιση  εκατομμύριο  Ελλήνων της Μικρασιάτικης παραλίας. Όταν όμως αυτό το εγχείρημα απέτυχε με βαρύτατες ευθύνες και του ιδίου, αλλά και της συμπλεγματικής Κωνσταντινικής παράταξης, θεώρησε ηθικό χρέος την αποκατάσταση και αφομοίωση μιας ανθρωποθάλασσας η οποία στην συντριπτική της πλειοψηφία ήταν και πιστοί του ψηφοφόροι. Και για μια δεκαετία τουλάχιστον συγκρότησαν τον πυρήνα των Φιλελευθέρων, με ή χωρίς αυτόν στην ηγεσία. 


  Η ανταλλαγή εξυπηρετούσε τα σχέδια και τα δικά του αλλά και του Κεμάλ για στροφή στην εσωτερική μεταρρύθμιση και ανάπτυξη. Την στιγμή που σταδιακά η εξωτερική πολιτική και η Μεγάλη Ιδέα έπαυαν πια να αποτελούν τον θεμέλιο λίθο της ύπαρξης του Ελληνικού κράτους.

 

    Όπως προαναφέρθηκε, ο προσφυγικός κόσμος υπήρξε ο πολιτικός στυλοβάτης της δεύτερης λιγότερο «ηρωικής» και περισσότερο συντηρητικής φάσης του Βενιζελισμού. Μαζί με τους αστούς τους μικροϊδιοκτήτες  και την πιο δραστήρια μεσαία τάξη του στάθηκαν ανεπιφύλακτα μέχρι το 1932. Είναι σαφές  πως η προσφυγική ψήφος έδωσε εκείνα τα χρόνια στην προοδευτική παράταξη σχεδόν μια δεκαετία αδιατάρακτης νομής της εξουσίας , καθώς θεωρούσε  απολύτως υπεύθυνη την συντηρητική μερίδα για την τραγωδία της Μικράς Ασίας.


   Αυτό οδήγησε το δίχως άλλο σε διαιρέσεις βίαιες σε κοινωνικό πολιτικό και οικονομικό επίπεδο που η αλήθεια είναι πως δεν γεφυρώθηκαν  ούτε πολύ εύκολα ούτε πολύ γρήγορα .  Αρχικά οι πρόσφυγες πρέπει να σημειωθεί πως επέφεραν μια σοβαρή διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς αλλά και μια απεριόριστη φτηνή και εξειδικευμένη προσφορά εργασίας σε μια εποχή πιέσεων των τιμών και εντόνων πληθωριστικών τάσεων. Ως εκ τούτου, αυτό δημιούργησε ένα πεδίο, σοβαρών αντιθέσεων  με τους γηγενείς στην αγορά εργασίας αλλά και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Επιδεινώνοντας το κλίμα μεταξύ των δύο «κοινοτήτων». 


   Παρόλο που οι περισσότεροι εκ των προσφύγων  ήταν αστοί και πολλοί εξ αυτών εδώ δήλωναν ανειδίκευτοι εργάτες, απασχολήθηκαν κυρίως ως αγρότες την στιγμή που  ελάχιστη γνώση είχαν από την γεωργική δραστηριότητα. Η ενασχόληση με την γη τους έκανε σε  σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα αυτάρκεις, σε ότι είχε να κάνει με το επίπεδο διαβίωσης τους. Εννοείται βέβαια πως  πολλοί δεν άντεξαν την αργόσυρτη αγροτική ζωή και περιπλανήθηκαν  σε διαφορετικές τοποθεσίες μέχρι να βρουν το κατάλληλο για εκείνους εργασιακό κλίμα.


   Σε δεύτερη φάση, οι πρόσφυγες ήταν εκείνοι που υπέστησαν σοβαρότατους κοινωνικούς αποκλεισμούς. Συγκεκριμένα , η  σχετική απομόνωση τους από τον γηγενή πληθυσμό αποτέλεσε τροχοπέδη στην κοινωνική τους ενσωμάτωση(εκατό χιλιάδες εξ αυτών ήταν τουρκόφωνοι) κάτι που όμως  με την πάροδο του χρόνου, άρχισε να υποχωρεί εξαιτίας των χώρων μαζικών συνωστισμών όπως τα σχολεία οι εκκλησίες και οι χώροι εργασίας. Κατόπιν ο διαχωρισμός μοιάζει να υποχωρεί περαιτέρω  με τους πρώτους μικτούς γάμους παρόλο που οι ντόπιοι μιλούσαν για «ογλουκρατία, γιαουρτοβαφτισμενους, τσόκαρα » κλπ υπενθυμίζοντας πικρόχολα  πως για αυτούς τους πληθυσμούς η Ελλάδα είχε υποστεί δυο πολέμους και μια χρεωκοπία. Ειδικότερα ,η λέξη πρόσφυγας είχε για πολλά χρόνια υποτιμητική σημασία την στιγμή που εκείνοι ένιωθαν βαρύτατα τραυματισμένοι από την συμπεριφορά του κράτους και των κατοίκων του κυρίως σε  ότι αφορούσε το ζήτημα της αποζημίωσης των περιουσιών τους. Ο πόλεμος του ’40 όμως, θα ξεθωριάσει αυτήν την  σχεδόν ρατσιστική αντίληψη και θα αποτελέσει και μια διάψευση της Μεταξικής δικτατορίας, που τους κατηγορούσε πως σε περίπτωση πολέμου θα τηρούσαν «ουδέτερη στάση». Ιδιαίτερα μετά την υπογραφή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότοφ καθώς ήταν γνωστό πως ικανό  μέρος των Μικρασιατών, είχε ταυτιστεί με την αριστερά. Την στιγμή του ιταμού τελεσιγράφου  της 28ης Οκτωβρίου όμως,  οι κατάλογοι της επιστράτευσης  θα  γέμιζαν με πρόσφυγες.


   Η αταλάντευτη πολιτική τους συμπόρευση στον Βενιζελισμό ήταν μια εξίσου  σημαντική παράμετρος. Οι αντιβενιζελικοί και ο αντιβενιζελικός Τύπος καλλιεργούσαν συστηματικά το μίσος εναντίον τους. Η πύρινη αρθρογραφία του «θεωρητικού του αντιβενιζελισμού» Γεώργιου Βλάχου από τις στήλες της «Καθημερινής», αλλά και η «απάντηση» των προσφύγων με τον εμπρησμό Εβραϊκών κατοικιών  στην συνοικία «Κάμπελ» της Θεσσαλονίκης το 1931,  αποδεικνύουν πως το πολιτικό ρήγμα μεταξύ γηγενών και προσφύγων, υπήρξε πολύ βαθύ. Εκφράστηκε έτσι ένα μίσος που φαίνεται η αντιβενιζελική παράταξη να το διατηρούσε ήδη από την εποχή της Μικρασιατικής εκστρατείας. Μάλιστα ενδεικτική σε αυτό το σημείο μοιάζει να είναι και η επιστολή του πρίγκιπα Ανδρέα στον Ιωάννη Μεταξά, το 1920 όταν  ο πρώτος υπηρετούσε ως αξιωματικός στο Μικρασιατικό μέτωπο. Τα αισθήματα της βασιλικής οικογένειας παρέμεναν απεχθή για τον «Μικρασιατικό Βενιζελισμό». Τα κατοπινά γεγονότα όπως η  θανάτωση των Εξ, η εντατική περίθαλψη αλλά και η στράτευση σημαινουσών προσωπικοτήτων των προσφύγων ως βουλευτών και υπουργών στο κόμμα Φιλελευθέρων ενδυνάμωσαν αυτήν την σχέση.


   Μια σχέση που όμως δεν ήταν ανέφελη ούτε και χωρίς προβλήματα. Ο  Βενιζέλος από το 1928 και μετά αντιλαμβανόταν πως το ζήτημα της  ολικής αποζημίωσης για τις περιουσίες τους οδηγούταν σε αδιέξοδο και έχοντας ως κορωνίδα της εξωτερικής πολιτικής την ελληνοτουρκική προσέγγιση, υπέγραψε τον συμψηφισμό των περιουσιών των προσφύγων οι οποίες περιέρχονταν πλέον στον έλεγχο του Ελληνικού και Τουρκικού κράτους αντίστοιχα. Αυτό  το γεγονός προκάλεσε  θύελλα αντιδράσεων στον προσφυγικό κόσμο ο οποίος άρχισε να απομακρύνεται από του Φιλελεύθερους παραμένοντας όμως σε γενικές γραμμές στον Βενιζελισμό. Η  αποστασιοποίηση αυτή όμως κόστισε στον Βενιζέλο τα ήττες του 1932 και του 1933. Ήττες που προκάλεσαν αμηχανία, αν όχι σοκ σε μι παράταξη που μέχρι τότε κυβερνούσε σχεδόν αδιαλείπτως για μια δεκαετία. 


 Συνοψίζοντας, μπορεί να θεωρηθεί πως ο  ερχομός των προσφύγων θεωρήθηκε εφάμιλλος της άλωσης της Πόλης, ενώ  άλλοι τον λογίζουν σαν την ιστορική ρήξη  που διαμόρφωσε την φυσιογνωμία του Ελληνικού κράτους 100 χρόνια μετά την Ελληνικήν επανάσταση. Και δεν έχουν άδικο  αφού η παρουσία τους εδώ εκτόνωσε αποτελεσματικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις που παρέμειναν σχετικά καλές, χωρίς τα εκατέρωθεν σύνορα να αμφισβητηθούν για τρείς σχεδόν δεκαετίες. 


   Επιπλέον, ο ερχομός τους είναι υπεύθυνος  και για μια  απότομη  εθνολογική και δημογραφική μεταβολή, που σημειώθηκε τότε. Συγκεκριμένα, διογκωθήκαν τα μεγάλα αστικά κέντρα και διαμορφώσαν την εικόνα που πάνω κάτω έχουν μέχρι και σήμερα. Κατά συνέπεια, η εθνολογική εικόνα της χώρας  άλλαξε άρδην καθώς πλέον η Μακεδονία και η Θράκη σχεδόν εξελληνιστήκαν πλήρως και σε όλη την επικράτεια οι μειονότητες αντιπροσώπευαν πια λιγότερο από το 7% του συνολικού πληθυσμού, πετυχαίνοντας οριστικά την πολυπόθητη ομοιογένεια. Παράγοντας που αποτελούσε προϋπόθεση για μια επιδιωκόμενη εσωτερική μεταρρύθμιση. Η εξωτερική πολιτική δεν ήταν πια η εμμονή που ήταν κατά το παρελθόν.


   Η σπουδαιότερη συνέπεια από την άφιξη των προσφύγων  ήταν χωρίς αμφιβολία η οικονομική. Με άλλα λόγια,  οι  καλλιέργειες αναδιαρθρωθήκαν και αυξήθηκε η αγροτική παραγωγή  κατά 50% μόλις μέσα σε μια δεκαετία και οι πρόσφυγες αποδείχθηκαν πρωτοπόροι σε τομείς όπως η κτηνοτροφία και  η αλιεία ενώ η χώρα εξασφάλισε την επάρκεια στο μόνιμο επισιτιστικό της πρόβλημα.  Αλλά και στον βιομηχανικό-βιοτεχνικό κλάδο η επιρροή τους ήταν σημαντική κυρίως εξαιτίας της ανάμειξης σε αυτές ανθρώπων με γνώση και επιχειρηματικές ικανότητες. Αυτό είχε  ως  αποτέλεσμα η Ελλάδα τότε να βρίσκεται στην τρίτη θέση παγκοσμίως σε ρυθμούς εκβιομηχάνισης πίσω από μεγαθήρια όπως η Σοβιετική Ένωση και η Ιαπωνία.  Χωρίς παράλληλα  να ξεχνάει κανείς πως ο ερχομός τους βοήθησε στην μαζική ένταξη των γυναικών στην εργασία σε τομείς όπως αυτοί της κλωστοϋφαντουργίας, της ταπητουργίας και των ετοίμων ενδυμάτων.


   Τέλος, σημαντική προβάλλει η  τεράστια συμβολή τους στην πολιτιστική αναμόρφωση της Ελλάδας καθώς έφεραν μαζί τους την  παράδοση αιώνων στην αποδώ ακτή του Ελληνισμού. Οι ήχοι και τα χρώματα που κόμισαν  μαζί τους, επηρέασε καταλυτικά την έκφραση των λαϊκών στρωμάτων, με χαρακτηριστική περίπτωση  τα ρεμπέτικα. Ανέδειξαν στο ίδιο πλαίσιο κορυφαίες μορφές των γραμμάτων και των τεχνών (Δούκας, Σεφέρης, Πολίτης, Καλομοίρης, Κόντογλου) διαμορφώνοντας σε γενικές γραμμές την σημερινή ελληνική πολιτιστική ταυτότητα.

 

Διονύσης Γ. Γράψας

Ιστορικός

ΜΑ Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.

Απόψεις