Από το βιβλίο Ιστορίες Εστίασης στην Πάτρα του 20ου αιώνα της Γιώτας Κοντογεωργοπουλου (το δόντι, ΣΚΕΑΝΑ)
Το μυαλό που έκανε τους φοιτητές να κατακτούν την αίσθηση της οικογενειακής θαλπωρής μίλια μακριά από την εστία τους και ένωσε την πανεπιστημιακή κοινότητα με τον συνεκτικό ιστό της γεύσης που ζεσταίνεται στην κατσαρόλα και της ιδέας που αχνίζει στην παρέα, ήταν γένους θηλυκού. Το όνομά της ήταν Χριστίνα και η χρονιά που της άλλαξε τη ζωή, ήταν το τρικυμιώδες 1922, έτος κατά το οποίο το όνομα KOYKOYTΣΗΣ επρόκειτο να ρίξει το σπόρο του στην εστίαση και αυτός να κρατηθεί από το χώμα με μια γερή διαχρονική «λαβή».
Η Χριστίνα, το γένος Κοντογιάννη, με καταγωγή από τη Μανάγουλη Ναυπακτίας, επισκέφθηκε το Ρίο προκειμένου να δει την άρρωστη αδελφή της, αλλά η μοίρα είχε για αυτήν άλλα σχέδια.
Η γνωριμία της με τον κουρέα Γιάννη Μενελάου, οδήγησε σε γάμο και ο γάμος σε μετακόμιση.
«Η γιαγιά μου, μάνα της μάνας μου, ήθελε να κάνει μια δική της δουλειά. Είχε ένα οικόπεδο στο χωριό της, το πούλησε και αγόρασε αυτό το οικόπεδο στο Ρίο» λέει η εγγονή της Χριστίνα Κουκούτση.
«Όταν άνοιξε το μαγαζί ήταν η περίοδος που άρχισαν να καταφθάνουν πρόσφυγες μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Από εκείνη την εποχή το Ρίο ήταν πέρασμα, είχε κόσμο, είχε από ό,τι έχω ακούσει και στρατό στο Φρούριο, δρόμους που ήταν αρκετά πολυσύχναστοι, ενώ γίνονταν και έργα. Έτσι αποφάσισε να κάνει μια μικρή ταβερνούλα».
Το μαγαζί ήτανε μεσοτοιχία με το σπίτι και το κουρείο του Γιάννη Μενελάου. Τα τρία αυτά μικρά δωμάτια, τα χώριζαν δυό πόρτες. Στην αυλή με το χαλίκι, φύτρωσαν αργότερα τρεις μουριές. Σήμερα είναι 90, 80 και 70 χρονών αντίστοιχα.
Τα πρώτα πράγματα που μπήκανε στο τηγάνι, ήταν ο γαύρος, το μαριδάκι και οι πατάτες. Το ούζο σερβιριζόταν με ρεβίβια.
«Η γιαγιά ήταν μια πολύ δραστήρια γυναίκα αλλά και πολύ ταλαιπωρημένη. Έχασε τον άντρα της στις 26 Οκτωβρίου του 1940 και στις 28 κηρύχθηκε ο πόλεμος. Έκλεισε τότε το μαγαζί και έφυγε για δύο περίπου χρόνια για να μπορέσει να ζήσει τα παιδιά της. Στη συνέχεια γύρισε και το ξαναλειτούργησε. Είχε τέσσερα κορίτσια. Ανάμεσά τους και τη μάνα μου, την Αγγελική. Όταν αυτή παντρεύτηκε, εκεί κοντά στο ’50, η γιαγιά Χριστίνα έδωσε το μαγαζί προίκα στον γαμπρό της, το Γιάννη Κουκούτση, τον πατέρα μου, γιατί σύμφωνα με τα δικά της μέτρα ήταν ο πιο ικανός να αναλάβει. Τότε στις σπεσιαλιτέ προστέθηκαν τα κεφτεδάκια, το κοτόπουλο το κοκκινιστό και το παστίτσιο που το κάναμε με φέτα και όχι με κίτρινα τυριά».
Μαγείρισσες εξακολουθούσαν να είναι η γιαγιά Χριστίνα που δούλευε έως τα 96 της χρόνια και μετά η κόρη της η Αγγελική. Στο μαγαζί δέσποζε ένα μεγάλο γραμμόφωνο.
Η γιαγιά Χριστίνα φωτογραφημένη στα 90 της από έναν φοιτητή (αρχείο οικογένεια Κουκούτση).
«Ο πατέρας μου έβαζε πάντα μουσική, όπως και ο αδελφός μου ο Γιώργος. Στο μεταξύ ήτανε κεντρώος και αντιστασιακός και είχαμε μπερδέματα. Η αστυνομία έμπαινε αν άκουγε δίσκο που δεν της άρεσε και τον έσπαγε. Μερικά απο τα δισκάκια του είναι τώρα εδώ σε γυάλινες προθήκες. Δυστυχώς το έδωσε εκείνο το γραμμόφωνο που ήταν καταπληκτικό. Από τα παλιά πράγματα έχουν μείνει αρκετά που τα έχουμε πλέον ως ντεκόρ... Ανεμιστηράκι, ραπτομηχανή, ραδιοφωνάκι, ο καραγκιόζης που ήταν ο αγαπημένος του αδελφού μου... Μας έκανε οι ίδιος παραστάσεις και τον πετύχαινε μπαμ.
Είχαμε και ψυγείο του πάγου και ένα παλιό σίδερο. Σιδέρωνε η μάνα μου με τα κάρβουνα και έπλενε στο καζάνι. Μια πόρτα από το εστιατόριο γίνονταν όλα αυτά. Δίπλα στο αποθηκάκι στα δεξιά όπως κοιτάμε την κουζίνα. Μέχρι και τα 16 μου δεν είχαμε φτιάξει ακόμη νέο σπίτι. Εκεί μέναμε, κοιμόμασταν και δίπλα λειτουργούσε το μαγαζί, ακούγαμε απέξω και την πελατεία. Την πόρτα που το ενώνει με αυτό το μικρό δωμάτιο δεν την άλλαξα, είναι η ίδια από το 1922».
Η ιστορία του «Κουκούτση» είναι συνδεδεμένη και με τα πέρα- δώθε των φέρι μποτ.
«Όταν έκλεινε το πορθμείο από την κακοκαιρία και έμενε εδώ ο κόσμος εγκλωβισμένος, μέναμε ανοικτά συνέχεια, όλο το βράδυ και τους κάναμε παρέα. Ακόμη και μια εβδομάδα είχε συμβεί να διανυκτερεύουμε».
Ο πατέρας Κουκούτσης στο τέλος της βάρδιας με τις στίβες των πιάτων (αρχείο οικογένεια Κουκούτση).
Ο Γιάννης Κουκούτσης στην κουζίνα με το προσωπικό εν δράσει (αρχείο οικογένεια Κουκούτση).
Στο μαγαζί έτρωγαν όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ριώτες και Πατρινοί επιχειρηματίες, οικογενειάρχες, έμποροι, εργαζόμενοι, εργάτες... Εκείνοι όμως που έβαλαν τη σφραγίδα τους ήταν οι άνθρωποι του Πανεπιστημίου και κυρίως οι φοιτητές. Η συνήθης φράση όταν μιλάει κανείς για τον «Κουκούτση» είναι “δεν υπάρχει φοιτητής στην Πάτρα που να μην πέρασε από εκεί”. Και η αλήθεια είναι ότι συμβαίνει ακριβώς αυτό.
«Η μεγάλη πελατεία για μας ήταν και παραμένουν οι φοιτητές. Έρχονταν στην αρχή το μεσημέρι με λεωφορεία και με αυτοκίνητα στα οποία μπαίνανε τέσσερα πέντε άτομα μαζί, από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του Πανεπιστημίου, ακόμη και όταν γίνονταν μαθήματα στο Παράρτημα.
Και βεβαίως ερχότανε η γενιά του αντιδικτατορικού αγώνα, εντός της οποίας ήταν και ο αδελφός μου και ο ξάδελφός μου, βλέπεις ήμασταν οικογενειακώς σταμπαρισμένοι.
Σήμερα έρχονται ξανά όλοι οι φοιτητές του Πανεπιστημίου, αλλά και τα εγγόνια εκείνων των παλιών φοιτητών. Πριν από λίγο καιρό είχανε έρθει πέντε έξι άτομα εβδομήντα ετών και βάλε και κάνανε reunion. Ήταν οι πρώτοι φοιτητές στο Πανεπιστήμιο. Έρχονται και φοιτητές και συναντάνε τους καθηγητές τους, παλιοί φοιτητές που έχουν γίνει καθηγητές, φοιτητές που έγιναν ελεύθεροι επαγγελματίες... Ακόμη και τη φωτογραφία της γιαγιάς 90 ετών, ένας φοιτητής την έχει τραβήξει.»
Ο αξέχαστος Γιώργος Κουκούτσης που έφυγε νωρίς (αρχείο οικογένεια Κουκούτση).
Όταν το μαγαζί πέρασε στα χέρια του Γιώργου Κουκούτση τη δεκαετία του ‘80, μερικά χειμωνιάτικα βράδια γίνονταν και μουσικές βραδιές. «Επί Γιώργου είχαν έρθει και πάρα πολλοί γνωστοί, ο Γεννηματάς, ο Κίρκος, ο Παπανδρέου, ο Κόκκαλης, ο Ντέμης Ρούσος, η Σεμίνα Διγενή, ο Νίκος Ρίζος, τα Παιδιά από την Πάτρα που ήταν φίλοι του αδελφού μου...»
Ο πατέρας Κουκούτσης πάντα έλεγε ότι “σε αυτόν που θα σου ζητήσει φαί, πρέπει να του το δώσεις”. Η γυναίκα του και τα παιδιά του, το έκαναν πράξη, με το Γιώργο να αποτελεί την επιτομή της παροχής βοήθειας σε όποιον το είχε ανάγκη: « ήταν πολύ large, βοηθούσε όλο τον κόσμο».
Ο Γιώργος Κουκούτσης έφυγε απο τη ζωή το 2006 σε ηλικία 52 ετών. Ακολούθησε η κυρά Αγγελική που δούλευε μέχρι και πριν από λίγα χρόνια.
Το μαγαζί συνεχίζει το ταξίδι του στο χρόνο, με μια άλλη Χριστίνα στο τιμόνι. Σήμερα, Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022 κλείνει έναν αιώνα ζωής και το γιορτάζει ολημερίς, με μουσική, μπουφέ και ανοικτή πρόσκληση για όλους.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr