Γιατί οι ωραιότερες βόλτες είναι στα βιβλιοπωλεία
Οι ωραιότερες βόλτες αυτό τον καιρό είναι στα βιβλιοπωλεία. Εκεί που μπορείτε να βρείτε πλήθος νέων εκδόσεων και να κάνετε δώρα για την οικογένεια, για φίλους, αλλά και για να μεριμνήσετε και για εσάς, για τα μέσα σας. Γιατί κακά τα ψέματα, η ανάγνωση είναι κυρίως μια μοναχική αναμέτρηση.
Μια αναμέτρηση πρόσωπο με πρόσωπο, ανάμεσα σε συγγραφέα και αναγνώστη που δεν χωράνε άλλοι. Δεν χωράνε θόρυβοι, εξωτερικοί ερεθισμοί. Είτε είστε σπίτι σας είτε στα μέσα μαζικής μεταφοράς είτε σε ένα παγκάκι με φόντο τη θάλασσα, η ανάγνωση λειτουργεί και αφήνει το ίχνος της χωρίς να το πολυκαταλάβετε.
Η διαχρονική απόλαυση της ανάγνωσης είναι από τις πιο ζεστές συντροφιές και τα βιβλία είναι φίλοι που δεν προδίδουν. Αρκεί να τα διαλέξετε με υπομονή και σωστή έρευνα, να είναι στα δικά σας μέτρα και γούστα και τότε σίγουρα αυτά θα βρουν τον τρόπο να ανοίξουν την καρδιά σας. Αυτά όσον αφορά εσάς. Όσον αφορά στα δώρα σας, μην ξεχάσετε να γράφετε αφιερώσεις. Όνομα δικό σας, όνομα αποδέκτη, ημερομηνίες και έτος. Γράψτε τα με στυλό που η γραφή δεν φεύγει και όχι με μολύβι που σβήνει. Αποτυπώνουν τη διάθεση της στιγμής και θυμίζουν τις χρονιές. Παρακάτω τα δικά μου 22+1 καλύτερα βιβλία του 2022, της χρονιάς που φεύγει για να την αποχαιρετίσω και να υποδεχτώ το 2022+1 μέχρι και αυτό να γίνει 2023 και να τα ξαναπούμε. Καλή αναγνωστική χρονιά!
1. Antonia S. Byatt «Εμμονή» (μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2022)
Το βραβευμένο με Booker μυθιστόρημα προσφέρει αναμφίβολα μια σπάνια αναγνωστική εμπειρία ενεργοποιώντας πλήθος παραμέτρων που σχετίζονται με το ενδιαφέρον της πλοκής, τη δομή της ιστορίας και τα αφηγηματικά του ευρήματα, την επιδεξιότητα της συγγραφέως να γράφει μοναδικά αντανακλώντας διαφορετικές χρονικές περιόδους με μεγάλη απόσταση ανάμεσά τους και διαφορετικές αισθητικές κατευθύνσεις και λογοτεχνικά ρεύματα, την ικανότητά της να γράφει ποίηση και πεζό με έναν ανεπανάληπτο τρόπο, να εγκιβωτίζει στη διήγηση του βιβλίου ως κεντρικό θέμα της ιστορίας μια υπόθεση που αφορά τη γραφή και το βιβλίο σε ένα αμίμητο περιβάλλον βιβλιοφιλικού και ιστοριοδιφικού ενδιαφέροντος, να μπλέκει τον έρωτα (ερωτικές ιστορίες δυο παράλληλων ζευγαριών) με αξιοσημείωτη επάρκεια και φυσικότητα στην υψηλή λογοτεχνία. Και η Byatt το κάνει με έναν συγκλονιστικό τρόπο που όχι μόνο δεν κουράζει αλλά η ροή του κειμένου μέσα στις περίπου 650 σελίδες του να μην σκοντάφτει σε ερμηνευτικούς σκοπέλους και σε νοηματικά κενά ή δυσκολίες εκ μέρους του αναγνώστη, τον οποίο θα απέτρεπαν από τη συνέχιση και ολοκλήρωση της ανάγνωσης. Εξαιρετικός ξέφρενος ρυθμός, εμπνευσμένη και σαφέστατη αφήγηση παρά τις αρετές και τα ευρήματα. H Byatt ταξιδεύει στον χρόνο μαζί με την ιστορία της και τα γραφτά των ηρώων της φτάνοντας μέχρι πρόσφατα παίζοντας στα δάχτυλα τα είδη: ιλιγγιώδες θρίλερ, ρομαντικό επιστολικό μυθιστόρημα, κλασικό και μεταμοντέρνο, ψυχογράφημα χειρουργικού τύπου που ανατέμνει ζωές, πάθη, τραγωδίες ηρώων, λεπτή ή σαρκαστική σάτιρα, δοκίμιο σπάνιας στοχαστικής δύναμης. Κάθε φορά θέτει σε κίνηση τη γλώσσα κάθε είδους με απίστευτη μαεστρία και βουτά στις σκονισμένες σελίδες του χτες με την ίδια ικανότητα που κοιτά τους σύγχρονους ήρωές της στα πανεπιστήμια. Γράφει ανεπανάληπτα ποιήματα αλλοτινών εποχών βγάζοντας τη μαγεία του βικτωριανού ρομαντισμού και ταυτόχρονα μαγεύει με τον ρυθμό των μοντέρνων της αποπειρών. Βασικό χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος είναι η εμμονή που αποτελεί αδιασάλευτο πυρήνα όλων των ενεργειών των ηρώων σε ερωτικό, ερευνητικό, συναισθηματικό επίπεδο και δικαιολογεί τον εξαιρετικό και θεματικά ακριβή τρόπο που αποδόθηκε ο τίτλος του βιβλίου.
Δείγμα γραφής:
Στέκονταν ο ένας απέναντι στον άλλον με τις δεσμίδες των επιστολών ανάμεσά τους, στη βιβλιοθήκη. Το κρύο σε περόνιαζε∙ ο Ρόλαντ ένιωθε πως δεν θα ξαναζεσταινόταν ποτέ και σκεφτόταν με λαχτάρα τα ρούχα που δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να φορέσει: πλεχτά γάντια, μακριά σκελέα, μπαλακλάβα. Η Μωντ είχε ξεκινήσει νωρίς και είχε εμφανιστεί, ορεξάτη και σφιγμένη, πριν τελειώσει το πρόγευμα, τυλιγμένη σ΄ ένα σακάκι τουίντ κι ένα χοντρό μάλλινο πουλόβερ με ανάγλυφη πλέξη, ενώ τα λαμπερά μαλλιά της, πλήρως αποκαλυμμένα το προηγούμενο βράδυ στο δείπνο στην παγωμένη τραπεζαρία των Μπέιλι, τώρα τα είχε και πάλι ολοσχερώς καταπιεί ένα πράσινο, μεταξωτό φουλάρι. Η βιβλιοθήκη ήταν πέτρινη και επιβλητική, με περίπλοκα λαξευμένα φυλλώματα στη θολωτή οροφή της κι ένα τεράστιο πέτρινο τζάκι, καλά σκουπισμένο και άδειο, με το οικόσημο των Μπέιλι – έναν ογκώδη πύργο ανάμεσα σε μια μικρή συστάδα δέντρων – σκαλισμένο στην κορνίζα του. Γοτθικά παράθυρα έβλεπαν στον παγωμένο κήπο, αλλά με διάφανο τζάμι σε μολύβδινα πλαίσια και άλλα με πολύχρωμα βιτρώ τύπου Κέλμσκοτ που απεικόνιζαν, στις κεντρικές ροζέτες τους, την οικοδόμηση ενός χρυσού κάστρου σ΄ έναν καταπράσινο λόφο, ενός κάστρου οχυρωμένου και στολισμένου με φανταχτερά λάβαρα, στο οποίο εισερχόταν μια πομπή ιπποτών και έφιππων κυριών. Στο πάνω μέρος των τζαμιών αναπτυσσόταν μια πληθωρική ροδιά, που έφερε λευκά και κόκκινα λουλούδια και ταυτόχρονα καρπούς, πορφυρούς σαν αίμα. Στα πλάγια κατρακυλούσαν κλήματα με τεράστια τσαμπιά από μαβιά σταφύλια που έπεφταν βαριά στους επιχρυσωμένους μίσχους τους, ανάμεσα σε σγουρές έλικες και νευρώδη, πλατιά αμπελόφυλλα. Τα βιβλία, πίσω από τα τζάμια της βιβλιοθήκης, ήταν δερματόδετα, τακτοποιημένα, ασάλευτα, ολοφάνερα ανέγγιχτα.
Στη μέση υπήρχε ένα βαρύ τραπέζι, με τη δερμάτινη επιφάνειά του γρατζουνισμένη και λερωμένη από μελάνι, και δύο δερμάτινες πολυθρόνες με ψηλή ράχη. Το δέρμα τους ήταν κάποτε κόκκινο αλλά τώρα ήταν καφετί και τριμμένο, αφήνοντας ίχνη στο χρώμα της σκουριάς στα ρούχα όσων τύχαινε να καθίσουν. Στο κέντρο του τραπεζιού υπήρχε ένα μελανοδοχείο με τον ασημένιο δίσκο που προοριζόταν για τις πένες άδειο, μαυρισμένο από τον χρόνο, και με πρασινωπά γυάλινα μπουκαλάκια που περιείχαν ξεραμένη, μαύρη πούδρα.
Η Τζόαν Μπέιλι, τσουλώντας με άνεση το αμαξίδιό της ως το τραπέζι, είχε αφήσει τις επιστολές επάνω του.
2. Cormac McCarthy «Ο Επιβάτης» (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2022)
Μετά από 16 χρόνια σιωπής ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας επιστρέφει με δύο συγκλονιστικά μυθιστορήματα, τον «Επιβάτη» και τη «Stella Maris». Στον «Επιβάτη» κεντρικός ήρωας είναι ο Μπόμπι Γουέστερν, ένας ευφυής φυσικός που παρατά την επιστημονική του καριέρα για να γίνει δύτης διάσωσης. Ο ήρωας του μυθιστορήματος, γιος ενός σπουδαίου επιστήμονα και ενός από τους εφευρέτες της ατομικής βόμβας, και αδελφός της Αλίσια, που έχει τρομερή έφεση στα μαθηματικά και αυτοκτόνησε πριν την ενηλικίωσή της, σε μια κατάδυση διάσωσης βρίσκει εννέα μόνο από τους δέκα επιβάτες ενός αεροπλάνου που έπεσε στη θάλασσα. Από το σημείο αυτό αρχίζει ένα μπαράζ περιπετειών για τον ήρωα. Ως τελευταίος επιζών ο Μπόμπι Γουέστερν αποκτά συμβολική διάσταση σηματοδοτώντας την οριακή κατάσταση της προσπάθειας πριν το τέλος της Αμερικής και του δυτικού πολιτισμού (μην ξεχνάμε ότι το όνομά του και της οικογενείας του είναι Γουέστερν). Ένα αριστουργηματικό θρίλερ γραμμένο με ιλιγγιώδη ρυθμό, έντονο μεταφυσικό χαρακτήρα και στέρεο φιλοσοφικό υπόβαθρο, που προσφέρει μια από τις πιο δυνατές στιγμές της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Δείγμα γραφής:
Το άλλο όνειρο ήταν αυτό. Ήταν ένα άλογο χωρίς καβαλάρη που στεκόταν σε μια πύλη την αυγή. Μια άλλη χώρα, μια άλλη εποχή. Τα νέα που φέρνει το άλογο είναι μιας ημέρας, όχι παραπάνω. Το άλογο κάποτε ονειρευόταν φοράδες, γρασίδι και νερό. Τον ήλιο. Εκείνα τα όνειρα όμως πάνε, πέρασαν. Ο κόσμος του είναι ένας κόσμος γεμάτος αίμα, σφαγή και ουρλιαχτά ανθρώπων και ζώων, πράγματα που το άλογο ελάχιστα καταλαβαίνει. Το άλογο στέκεται στην πύλη με το κεφάλι χαμηλωμένο ενώ χαράζει η μέρα. Φοράει μια κάπα από πλεχτό ατσάλι μαυρισμένη απ΄ το αίμα και στέκεται με το ένα μπροστινό πόδι γερτό πάνω στις πέτρες. Κανείς δεν έρχεται. Τα νέα δεν φτάνουν ποτέ. Αυτή η σκηνή μπορεί να είναι πίνακας. Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι σημαίνει. Μπορεί να την είδα σε κάποιο βιβλίο. Σαν παιδί. Όμως αυτό ονειρεύτηκα. Μακάρι να είχα κι άλλες λέξεις για σένα, Ιππότη. Η προετοιμασία για οποιονδήποτε αγώνα είναι κατά μεγάλο μέρος μια διαδικασία ξαλαφρώματος. Αν κουβαλάς το παρελθόν σου στη μάχη, τότε οδηγείσαι στον θάνατο. Η λιτότητα ενθαρρύνει την καρδιά κι εστιάζει την όραση. Ταξίδευε ελαφρά. Λίγες ιδέες αρκούν. Κάθε θεραπεία για τη μοναξιά απλώς την αναβάλλει. Κι έρχεται εκείνη η μέρα που δεν θα υπάρχει καμιά θεραπεία. Σου εύχομαι γαλήνια νερά, Ιππότη. Πάντα σου το ευχόμουν.
3. Cormac McCarthy «Stella Maris» (μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2022)
Τη σκυτάλη από τον «Επιβάτη» παίρνει το επίσης μεγαλειώδες «Stella Maris», δεύτερο μέρος του μυθιστορηματικού δίπτυχου που το 2022 μας πρόσφερε ο Cormac McCarthy. Τα δυο βιβλία διαβάζονται και ανεξάρτητα, ωστόσο σίγουρα η διαδοχική ανάγνωσή τους με τη σειρά θα λύσει κάποιους γρίφους και βέβαια θα φωτίσει με τον δέοντα τρόπο το εγχείρημα του συγγραφέα. Ό,τι μάθαμε και διαβάσαμε για τη σχιζοφρενή αδελφή του Μπόμπι Γουέστερν, Αλίσια μέσα από τα πλάγια τυπογραφικά γράμματα της έκδοσης, εδώ επεκτείνονται αφού η Αλίτσια γίνεται ο πρωταγωνιστής. Stella Maris είναι το όνομα της ψυχιατρικής κλινικής που η Αλίσια προσέρχεται με τη θέλησή της έχοντας μαζί της 40000 δολάρια και μια πλαστική σακούλα. Τα μαθηματικά, η φιλοσοφία, η ζωή, ο θάνατος, η μουσική, ο Θεός, η αλήθεια αλλά και ο αδελφός της Μπόμπι είναι η ατζέντα των θεμάτων που συζητά η Αλίσια με τον ψυχίατρό της. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου κυλά μέσα από διαλόγους εντυπωσιάζοντας με την αφηγηματική αυτή έμπνευση του McCarthy. Μια μοναδική μίξη φιλοσοφικού στοχασμού και αγωνιώδους θρίλερ, που αντιμετωπίζει τα κεφαλαιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και του ανθρώπινου πολιτισμού με ασυναγώνιστο τρόπο.
Δείγμα γραφής:
Αυτό που με τάραζε ήταν η αγωνία σ΄ εκείνα τα κλάματα. Άρχισα να τα προσέχω περισσότερο. Πάντα υπήρχαν μωρά στο σταθμό των λεωφορείων, και πάντα έκλαιγαν. Και το κλάμα τους ήταν φοβερό. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιο λόγο η παραμικρή δυσφορία έπαιρνε τη μορφή τέτοιου σπαραγμού. Κανένα άλλο πλάσμα δεν ήταν τόσο ευαίσθητο. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν τόσο σαφέστερο μου γινόταν ότι αυτό που άκουγα ήταν οργή. Και το πιο εντυπωσιακό ήταν ότι κανένας δεν το έβρισκε εντυπωσιακό αυτό. Εκτός από τη μις Βίβιαν. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να επισημάνει ότι όσο ευγενική, φιλική και καλοσυνάτη κι αν έδειχνε, παρέμενε μια παλαβή γριά. Με προβληματική σχέση με την πραγματικότητα. Οπότε, το έλαβα κι αυτό υπόψη. Δεν νομίζω ότι το συζητήσαμε ποτέ στ΄ αλήθεια. Άρχιζε να κλαίει και να κουνάει το κεφάλι της. Σκέφτηκα πως αφού με φόρτωνε με όλο αυτό το βάρος θα πρέπει να περίμενε από μένα κάτι να κάνω, αλλά το πράγμα άρχισε να γίνεται πιο πολύπλοκο. Το σκέφτηκα. Η οργή των παιδιών έμοιαζε σχεδόν ανεξήγητη, με μόνη πιθανή εξήγηση την παραβίαση κάποιας βαθιάς και εγγενούς συμφωνίας σχετικά με το πώς θα έπρεπε να είναι, αλλά δεν ήταν, ο κόσμος. Κατάλαβα πως η ίδια η έκθεσή τους στον κόσμο ήταν ο κόσμος.
4.Alberto Garlini «Ο νόμος του μίσους» (μτφρ. Βασιλική Πέτσα, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2022)
Από τα πιο συναρπαστικά, καταιγιστικά και πολυσχιδή μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν αυτή τη χρονιά, γραμμένο το 2012. Ο Garlini εφευρίσκει έναν μοναδικό χαρακτήρα για τον πρωταγωνιστή του, τον Στέφανο. Σύνθετο και πολυδιάστατο. Έξυπνος, διορατικός, με ζοφερό οικογενειακό ιστορικό, με έφεση στην τέχνη, τη λογοτεχνία, την ποίηση και τον έρωτα, χαρισματικά ηγετικός, θελκτικός και ταυτόχρονα παθιασμένος εκτός ορίων και αυθάδης έως τον ποταμό του αίματος και την επικράτεια του θανάτου που η παρακρατική βία με αλαζονεία οδηγεί. Το εύρημα αυτό της δισυπόστατης ουσίας του Στέφανο θα γίνει σπάνιο πλεονέκτημα στην συναρπαστική αφήγηση. Καθ΄ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος ο Garlini δεν θα αρθρώσει ούτε μια φορά ηχηρούς διδακτισμούς και μεγαλόσχημες ηθικολογικές ή πολιτικές κορόνες αποφεύγοντας την παγίδα του εύκολου και ρηχού κηρύγματος και της μεροληπτικής ματιάς. Τα συμπεράσματα αντλούνται από τον αναγνώστη με τον πιο φυσικό τρόπο. Οι εικόνες, τα συναισθήματα, οι στοχασμοί, οι διαθέσεις ρέουν και ισορροπούν ανάμεσα στο αδυσώπητο, το απάνθρωπο, το ελεεινό, το βρώμικο και στο ωραίο, το κομψό, το φλογερό, ακριβώς εκεί ανάμεσα όπου οριοθετείται ο κόσμος των ανθρώπων.
Μέσα από μια εξαιρετικά ρέουσα και άμεση γλώσσα, μοναδική αίσθηση του ρυθμού, λυρισμό αλλά και με τον ρεαλισμό μιας ψυχρής σκληρότητας και από μια ευφυή αφηγηματική δομή ο συγγραφέας μας ξεναγεί στα «μολυβένια χρόνια» της Ιταλίας όπου η ακροδεξιά της Ιταλίας με απόλυτα οργανωμένα βήματα προετοίμαζε στρατιωτικό πραξικόπημα. Ένα ανεπανάληπτο μωσαϊκό της Ιταλίας, των χαρακτήρων, του τόπου και των ανθρώπων, των πολιτικών ανησυχιών, της στράτευσης γύρω από την τρομακτική ιδεολογία του φασισμού και τις πρακτικές του μίσους, είναι το βιβλίο αυτό που φωτίζει τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70 και στοχάζεται πάνω στη βία, τη ζωή, αλλά και τον έρωτα, τη λογοτεχνία με έναν ανεπανάληπτο τρόπο.
Δείγμα γραφής:
«Ήταν πάνω από εκατό μάτια» συνέχισε ο Σπερέλλι ικανοποιημένος. «Όλων των χρωμάτων». Εκατό μάτια ανθρώπινων πλασμάτων. Που σε κοίταζαν με την απελπισία των ανθρώπων που τους παίρνουν τη ζωή. Με απελπισία απόλυτη. Αλλά, υπό μία έννοια, κι εσύ με καταλαβαίνεις, αγαπητέ Στέφανο, καθησυχαστική. Ήταν μια συλλογή ματιών από Ιταλούς παρτιζάνους. Κατά τη διάρκεια των εφόδων, μόλις συνελάμβαναν κάποιον από δαύτους, οι Γερμανοί του έβγαζαν τα μάτια, όπως έκαναν κάποτε οι Ινδιάνοι με το δέρμα του κεφαλιού, και τα πετούσαν στο δοχείο. Όταν γέμιζε, το έστελναν στον Φύρερ. Ένα δώρο από μέρους των πολυαγαπημένων του στρατευμάτων. Ορισμένοι συλλέγουν πεταλούδες, άλλοι γραμματόσημα, εκείνοι συνέλεγαν μάτια. Μπορούσαν να ανακαλέσουν κάθε παρτιζάνο που του είχαν βγάλει τα μάτια. Σεν επρόκειτο, όπως είπαν έπειτα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για μια δουλειά τυποποιημένη, πρακτική, απάνθρωπη. Επρόκειτο μάλλον για ένα καθήκον σχολαστικό, αγαπητικό. Κι εγώ αισθανόμουν καλά καθώς τους άκουγα. Αισθανόμουν σαν άνδρας. Η αγριότητα και το γέλιο διαχωρίζουν τους ανθρώπους απ΄ τα ζώα. Αποτελούν κομμάτι της ίδιας τάσης. Η ενσυναίσθηση. Η ικανότητα που έχουμε να ερχόμαστε στη θέση των άλλων. Η θέα του βασανισμού των άλλων γεννά ενίοτε τον οίκτο. Άλλοτε, τη σκληρότητα. Ο άνθρωπος και ο υπεράνθρωπος διακρίνονται μεταξύ τους ακριβώς χάρη στη διαφορετική στάση τους απέναντι στην ενσυναίσθηση. Ο οίκτος χαρακτηρίζει τους ανθρώπους στον απόλυτο βαθμό. Ενώ η σκληρότητα χαρακτηρίζει τους υπερανθρώπους».
Ο Σπερέλλι είχε σπάσει όλα τα αυγά. Στο μπολ, επέπλεαν δεκατέσσερις κρόκοι σε μια θάλασσα από ασπράδια. Δεκατέσσερις κρόκοι, όσα και τα θύματα της σφαγής του Μιλάνου. Δεκατέσσερις κρόκοι, όσες και οι ζωές στη δολοφονία των οποίων είχε συνεισφέρει ο Στέφανο.
Καταλαβαίνεις για τι πράγμα μιλάω; Κάθε φορά που βλέπω έναν κρόκο, μου θυμίζει εκείνα τα μάτια που είχα δει πολύ καιρό πριν. Μου θυμίζει ότι, αν θέλω να είμαι υπεράνθρωπος, πρέπει να είμαι σκληρός. Όμως, έπειτα…» Ο Σπερέλλι πήρε ένα πιρούνι και άρχισε να το στριφογυρίζει με ορμή στο μπολ. Ο λέκιθος των αυγών απλώθηκε μες στον στρόβιλο, δημιουργώντας έναν κολλώδη, κιτρινωπό χυλό. «Όμως έπειτα σκέφτομαι ότι ακόμη και η σκληρότητα, έπειτα από κάποιο διάστημα, στεγνώνει, όπως το λεύκωμα των αυγών και όπως οι γαλάζιες κόρες του ματιού μιας εκθαμβωτικής γυναίκας… Ο υπεράνθρωπος είναι μονάχα μια στάση του δρόμου. Έχε το υπόψη. Μην παίρνεις και πολύ αέρα απ΄ τις πρόσφατες επιτυχίες. Όλα περνούν, φίλε μου, όλα περνούν… Εκτός από ό,τι μένει ακίνητο. Η απρόσωπη αδιαφορία είναι η ύψιστη κατάκτηση».
5. Μπενχαμίν Λαμπατούτ «Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο» (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Δώμα, Αθήνα 2022)
Συναρπαστική μυθοπλασία, στοχαστικό δοκίμιο, πραγματικά γεγονότα που συνθέτουν βιογραφίες επιστημόνων και ευρήματα της φαντασίας εμπλέκονται γοητευτικά στο μοναδικό και πρωτότυπο αυτό βιβλίο του Χιλιανού συγγραφέα, που πρωτοεκδόθηκε στο Βερολίνο το 2020 και ήταν υποψήφιο για βραβείο Booker 2021. Μια ιδιοσυγκρασιακή απόπειρα από έναν ξεχωριστό συγγραφέα, μια ολόφρεσκια, ανανεωτική ματιά με τόλμη, εξαιρετική αφηγηματική δύναμη και αφοπλιστική συναισθηματική ένταση οι οποίες αναδύονται από μια ζοφερή, σχεδόν εφιαλτική θεώρηση των προσώπων που μπορεί να πάρει αλλά κι έχει πάρει η επιστήμη απειλώντας τη ζωή, την ύπαρξη του ανθρώπου και τον πλανήτη. Αριθμητικές εξισώσεις που η εφαρμογή τους οδηγεί στο τέλος του κόσμου, γίνονται μέσα από την αναμφισβήτητα άρτια και πρωτότυπη λογοτεχνική δεξιοτεχνία του Λαμπατούτ ένας άλυτος γρίφος που η επινόηση του ανθρώπου εφηύρε για να δημιουργήσει τα πιο καταστρεπτικά, ανθεκτικά και αυτοκτονικά όπλα.
Δείγμα γραφής:
Ο χημικός που ανακάλυψε το κυάνιο βίωσε από πρώτο χέρι αυτό τον κίνδυνο. Το 1782, ο Καρλ Βίλχελμ Σέλε ανακάτεψε σε ένα δοχείο το κυανό της Πρωσίας με μια κουταλιά αραιού θειικού οξέος και παρασκεύασε το τοξικότερο δηλητήριο της σύγχρονης εποχής. Ονόμασε τη νέα του ένωση «πρωσικό οξύ» και συνειδητοποίησε αμέσως τις τεράστιες δυνατότητες της εξαιρετικής αντιδραστικότητάς της, Αυτό όμως που ήταν αδύνατο να φανταστεί ήταν ότι διακόσια χρόνια μετά τον θάνατό του, στον 21ο αιώνα, οι βιομηχανικές, ιατρικές και χημικές εφαρμογές της ανακάλυψής του θα ήταν τόσες που, κάθε μήνα, θα παρασκευαζόταν ποσότητα αρκετή για να δηλητηριάσει ολόκληρο τον ανθρώπινο πληθυσμό του πλανήτη. Ο Σέλε, μια ιδιοφυϊα άδικα λησμονημένη, έζησε όλη του τη ζωή κατατρεγμένος από την κακοτυχία∙ ο χημικός που ανακάλυψε τα περισσότερα χημικά στοιχεία από κάθε άλλον (εννέα, μεταξύ αυτών και το οξυγόνο, το οποίο ονόμασε «φωτιά του αέρα»), αναγκαζόταν πάντα να μοιράζεται τα εύσημα για τα ευρήματά του με λιγότερο ταλαντούχους επιστήμονες, οι οποίοι δημοσίευαν τα συμπεράσματά τους πριν από εκείνον. Ο εκδότης του Σέλε περίμενε πάνω από πέντε χρόνια για να βγάλει το βιβλίο που με αγάπη και εξαιρετική επιστημονική αυστηρότητα είχε ετοιμάσει ο Σουηδός, φτάνοντας στο σημείο ακόμη και να μυρίζει και να γεύεται τις ουσίες που κατάφερνε να απομονώνει στο εργαστήριό του. Μολονότι στάθηκε τυχερός και δεν έκανε το ίδιο με το πρωσικό του οξύ – θα τον είχε εξοντώσει σε δευτερόλεπτα-, αυτή η κακή συνήθεια του κόστισε τη ζωή σε ηλικία 43 ετών∙ πέθανε με σμπαραλιασμένο συκώτι και το σώμα γεμάτο φουσκάλες με πύον από την κορυφή ως τα νύχια, παράλυτος εξαιτίας της συσσώρευσης υγρού στις αρθρώσεις του. Τα ίδια συμπτώματα παρουσίαζαν χιλιάδες παιδιά στην Ευρώπη, που έπαιζαν με παιχνίδια βαμμένα με μια χρωστική που παρασκεύασε ο Σέλε με βάση το αρσενικό, μη γνωρίζοντας την τοξικότητά του: ένα σμαραγδί πράσινο τόσο εκθαμβωτικό και σαγηνευτικό που έγινε το αγαπημένο χρώμα του Ναπολέοντα.
6. Χάινριχ φον Κλάιστ «Διηγήματα» (μτφρ. Θοδωρής Δασκαρόλης, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2022)
Από τις πολύ σημαντικές στιγμές της γερμανόφωνης πεζογραφίας και του παγκόσμιου μοντερνισμού, ο μεγάλος ρομαντικός Χάινριχ φον Κλάιστ (1777-1811) μας αποκαλύπτεται εδώ μέσα από επτά υποδειγματικά διηγήματα εκλεκτής ριζοσπαστικής γραφής, εξαιρετικής αφηγηματικής ικανότητας, υποδόριου χιούμορ, εκπληκτικού ρυθμού, ανατροπής των συμβατικών και καθιερωμένων λογοτεχνικών κανόνων. Παρότι η πρώτη δημοσίευση των δύο τόμων των διηγημάτων του έγιναν το 1810 και το 1811, διατηρούν μια αναλλοίωτη φρεσκάδα και επικαιρότητα προσεγγίζοντας με διεισδυτικό και απρόβλεπτο τρόπο θέματα όπως τη θέση της γυναίκας, την ψυχική ισορροπία, τον έρωτα, την καταπίεση, τη σύγκρουση του κακού και του καλού, την πολιτική. Η λογική δυναμιτίζεται συχνά από ανεξήγητους παράγοντες που απρόοπτα εισέρχονται. Διηγήματα του όπως «Η Μαρκησία του Ο», «Ο Σεισμός στη Χιλή», «Ο Έκθετος», «Η ζητιάνα του Λοκάρνο» που εμπεριέχονται στο βιβλίο, αποτελούν σημείο αναφοράς της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Δείγμα γραφής:
Σαν έφτασαν στην εκκλησία των Δομικανών, ακουγόταν από ώρα το εκκλησιαστικό όργανο να παίζει με μουσική μεγαλοπρέπεια, και μια τεράστια μάζα ανθρώπων αναδευόταν μέσα στο ναό. Το πλήθος απλωνόταν παντού, πέρα από την είσοδο, μέχρι το προαύλιο της εκκλησίας, και ψηλά στους τοίχους, στις εσοχές των εικόνων, ήταν ανεβασμένα αγόρια που κρατούσαν γεμάτα προσμονή τις σκούφιες τους στο χέρι. Όλοι οι πολυέλαιοι ψηλά ακτινοβολούσαν, οι κολόνες έριχναν μέσα στο λυκόφως που ερχόταν μυστηριώδεις σκιές, το μεγάλο τριαντάφυλλο από χρωματιστό γυαλί στο βάθος της εκκλησίας φλεγόταν, σαν τον ίδιο βραδινό ήλιο που έδυε φωτίζοντάς το, και όταν σώπασε το όργανο, σιγή απλώθηκε πάνω σ΄ όλο το εκκλησίασμα, σαν να μην είχε κανείς φωνή στα στήθη του. Ποτέ άλλοτε δεν υψώθηκε με τόση ζέση η φλόγα της προσευχής προς τα ουράνια, όπως τη μέρα εκείνη από την εκκλησία των Δομικανών στο Σαντιάγκο∙ και καμιά ανθρώπινη φωνή δεν ανέδιδε μεγαλύτερη θέρμη, μέσα στην εκκλησία, απ΄ όσο του Χερώνυμο και της Γιοζέφας!
Η ακολουθία άρχισε μ΄ ένα κήρυγμα που έκανε από τον άμβωνα κάποιος από τους γεροντότερους πρωτοψάλτες, ντυμένος με πανηγυρικό άμφιο. Άρχισε αμέσως με το Δόξα, Τιμή και Ευχαριστία∙ με χέρια που έτρεμαν, μέσα απ΄ το ράσο της χορωδίας, υψωμένα προς τον ουρανό, ευχαριστούσε που υπήρχαν ακόμη άνθρωποι σ΄ αυτό το μέρος του κόσμου που είχε καταρρεύσει σε συντρίμμια, που μπορούσαν να ψελλίζουν προς τον Θεό, ψηλά. Περιέγραφε τι είχε συμβεί με ένα νεύμα του Παντοδύναμου∙ η Εσχάτη Κρίση δεν θα μπορούσε να είναι πιο τρομερή∙ και όταν, δείχνοντας προς μια ρωγμή που είχε ένας τοίχος του ναού, είπε πως η χθεσινή μέρα δεν ήταν παρά ένα απλό προμήνυμα, ένα ρίγος διαπέρασε τις ψυχές των συναθροισμένων. Κι εκεί απάνω στη ρύμη της ιερατικής ευφράδειας, έφτασε και στην ηθική εξαχρείωση της πόλης∙ τη στόλισε με ανηθικότητες που ούτε τα Σόδομα και τα Γόμορρα δεν είδαν∙ και μόνο στην απέραντη μεγαλοθυμία του Θεού απέδωσε το γεγονός ότι το Σαντιάγκο δεν είχε εξαφανιστεί εντελώς από το πρόσωπο της γης.
7. Louise Gluck «Χειμωνιάτικες συνταγές από την κοινότητα» (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Στερέωμα, Αθήνα 2022)
Η βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2020 Αμερικανίδα ποιήτρια σε μια κορυφαία στιγμή της συναρπαστικής ποιητικής διαδρομής της υφαίνει σε στίχους με έναν σπάνιο υπόγειο λυρισμό και αξιοσημείωτη ευελιξία έναν σύνθετο συναισθηματικό τόνο που χαρακτηρίζει την ανθρωποκεντρική ματιά της και την αναμφισβήτητη αφηγηματική της ποιητική τέχνη. Με κυρίαρχους πυρήνες της ποιητικής της φλόγας την απώλεια και τη θλίψη, η Gluck στοχάζεται μέσα από την ποίηση ισορροπώντας ανάμεσα στο τρομακτικό και ανεξιχνίαστο που σφραγίζουν το μέλλον του ανθρώπου. Ποίηση εσωτερικού βάθους διατυπωμένη με τον πιο απλό τρόπο.
Δείγμα γραφής:
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Το μέρος της ζωής
το αφιερωμένο στον στοχασμό
βρισκόταν σε αντίθεση με το μέρος
το δοσμένο στη δράση.
*
Το φθινόπωρο πλησίαζε.
Αλλά θυμάται
ότι πλησίαζε
μόλις τελείωνε το σχολείο.
*
Η ζωή, είπε η αδελφή μου,
είναι σαν πυρσός που περνάει τώρα
από το σώμα στο μυαλό.
Δυστυχώς, συνέχισε, το μυαλό δεν είναι
εκεί για να τον παραλάβει.
*
Ο ήλιος έδυε.
Α, ο πυρσός, είπε.
Έχει σβήσει, πιστεύω.
Το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι να τρεμοπαίζει,
fort / da, fort / da, σαν τον μικρό Ερνστ
που πετάει το παιχνίδι του πάνω από το κιγκλίδωμα της κούνιας του
και μετά το τραβάει πίσω. Κρίμα,
είπε, δεν υπάρχουν παιδιά εδώ.
Θα μπορούσαμε να μάθουμε από αυτά, όπως ο Φρόυντ.
*
Μερικές φορές καθόμασταν
σε παγκάκια έξω από την τραπεζαρία.
Η μυρωδιά των φύλλων που καίγονταν.
Γέροι και φωτιά, είπε.
Δεν είναι καλό πράγμα. Βάζουν φωτιά στα σπίτια τους.
*
Πόσο βαρύ είναι το μυαλό μου,
γεμάτο με το παρελθόν.
Υπάρχει αρκετός χώρος
για να εισχωρήσει ο κόσμος;
Πρέπει κάπου να πάει,
δεν μπορεί απλώς να κάθεται στην επιφάνεια –
Τ΄ αστέρια λάμπουν πάνω απ΄ το νερό.
Τα φύλλα στοιβάζονται, περιμένοντας να τ΄ ανάψουν.
*
Η ενόραση, είπε η αδελφή μου.
Τώρα είναι εδώ.
Δύσκολο, όμως, να βλέπεις στο σκοτάδι.
Πρέπει να βρεις το πάτημά σου
προτού ρίξεις το βάρος σου σ΄ αυτό.
8. Λεονόρα Κάρινγκτον «Το ακουστικό κέρας» (μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδ. Αίολος, Αθήνα 2022)
Μυθιστόρημα καταιγιστικού ρυθμού και σπάνιας σουρεαλιστικής δύναμης το βιβλίο της Αγγλίδας συγγραφέως που έζησε πολλά χρόνια στο Μεξικό και το οποίο πρωτοεκδόθηκε στα αγγλικά το 1977, δονείται γύρω από την συναρπαστική ιστορία μιας βαρήκοης, χορτοφάγου υπέργηρης γυναίκας που σφύζει από ζωή και που χάρη στο ακουστικό κέρας που της χαρίζει η φίλη της Καρμέλα αποκαθιστά την ακοή της και πληροφορείται τις προθέσεις των δικών της να την κλείσουν σε γηροκομείο. Εισέρχεται στον ασφυκτικό κόσμο του γηροκομείου παρότι τα όνειρά της προστάζουν ταξίδι στη Λαπωνία. Από τότε που η ηρωίδα μας πάρει στα χέρια της ένα βιβλίο για τη ζωή της ηγουμένης από μια γυναίκα μέσα στο γηροκομείο, όλα απογειώνονται στην πλοκή και οι σουρεαλιστικές εξελίξεις φέρνουν τα κάτω πάνω, μεταμορφώνουν την κατάσταση και όλα είναι πιθανά. Ακόμα και η απόδραση από την πραγματικότητα. Βιβλίο με εξαιρετικό ρυθμό, διεισδυτικό χιούμορ, εκκεντρικό και αθώο συνάμα, απανωτές ανατροπές, αποκρυφιστικές και μεταφυσικές αναφορές και ένα ιδιοσυγκρασιακό τρόπο που δυναμιτίζει τα πατριαρχικά κοινωνικά στάνταρντς αλλά ταυτόχρονα και τους παραδοσιακούς, προβλεπόμενους εκφραστικούς λογοτεχνικούς κώδικες. Ένα μυθιστόρημα που σε καθηλώνει μέσα από τη σαγηνευτική και περιπετειώδη ιστορία του, τους αμίμητους χαρακτήρες και τη λογοτεχνική δεξιοτεχνία και αμεσότητα της γραφής.
Δείγμα γραφής:
Ταπετσαρίες από άλικο μετάξι, διάστικτες με μικρόσωμους πορφυρούς και χρυσαφένιους γρύπες, κοσμούσαν τους τοίχους αυτών των αιθουσών. Τα έπιπλα, από σκούρο αρωματικό ξύλο, ήταν λαξεμένα έχοντας τη μορφή όλων των θηρίων της Πλάσης. Μπροκάρ κάπες ταυρομάχων με θαυμάσια κεντήματα έπεφταν ατημέλητα από τον θρόνο της Ηγουμένης, ο οποίος ήταν λαξεμένος με το έμβλημά της από Σπαθιά και Ρόδια.
Εβένινα παρκέ πατώματα και ξύλο λευκής μανόλιας διακοσμημένο με ένθετα ασημένια αγγελάκια και μπρούντζινα πλακίδια με ανάγλυφους του Αποστόλους ήταν το πολυτελές δάπεδο κάτω από τα μικροκαμωμένα πόδια της Δόνιας Ροσαλίντα. Υπήρχε κάτι το δυσοίωνο στο γεγονός ότι η Ηγουμένη ποδοπατούσε συνεχώς εκείνες τις άγιες υπάρξεις. Κάθε τόσο έστρωναν ένα περσικό χαλί για να υποδεχτούν ξεχωριστούς καλεσμένους.
Μια κινέζικη βιβλιοθήκη διακοσμημένη με κίονες από φιλντισένιους λωτούς και με γονυπετή, τροφαντά σαν γουρούνια, άλογα από τον πιο φίνο νεφρίτη περιείχε την προσωπική συλλογή βιβλίων της Δόνιας Ροσαλίντα.
Το δέρμα από διάφορα ζώα που χρησιμοποιόταν για το δέσιμο των βιβλίων, καθοριζόταν από το περιεχόμενο του κάθε βιβλίου. Ειδικά χειρόγραφα δένονταν με δέρμα στρουθοκαμήλου ή τομάρι λύκου. Μια σύνοψη πιο ανάλαφρου χαρακτήρα μπορεί να ήταν ντυμένη με γούνα από δέρμα ερμίνας ή τυφλοπόντικα. Ένα καμπαλιστικό γραπτό του Αγρίππα φον Νέτεσχαϊμ ήταν ντυμένο με κέρατο ρινόκερου, διακοσμημένο με λεπτά σκαλίσματα από το ωροσκόπιο της βασίλισσας Χατσεπσούτ. Το Liber Spirituum και το Grimorium Verum ήταν καλυμμένα με δέρμα από ντόντο, διάστικτο με μικρά ρου μπίνια και μαργαριτάρια.
Θα ήταν αδύνατον να κατανοήσουμε τους δόλιους λόγους που ανάγκασαν την Ηγουμένη να ντύσει κατ΄ αυτόν τον τρόπο την εκκεντρική της συλλογή, ωστόσο γινόταν ξεκάθαρο σ΄ όποιον τη γνώριζε έστω και ελάχιστα, ότι προσέδιδε μέγιστη σημασία στα σπάνια και συχνά επικίνδυνα βιβλία της.
Μάλιστα, τις περισσότερες μέρες της τις περνούσε κλειδωμένη στα διαμερίσματά της μελετώντας τους τόμους αυτούς και γράφοντας μακροσκελείς σημειώσεις σε λεπτές περγαμηνές. Κατά το σούρουπο ανέβαινε από τη στριφογυριστή σκάλα στο αστεροσκοπείο, όπου χρησιμοποιούσε την απαγορευμένη γνώση της με δεν ξέρω τι είδους μαγικά τεχνάσματα που αντλούσε από τα ουράνια σώματα των άστρων.
9. Μαξ Μπλέχερ «Επουλωμένες καρδιές» (μτφρ. Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, εκδ. Loggia, Αθήνα 2022)
Μετά το σπουδαίο «Περιστατικά στο εγγύς εξωπραγματικό», που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις Loggia, τη σκυτάλη παίρνει το παρόν μυθιστόρημα του Ρουμάνου συγγραφέα (1909-1938) ως δεύτερο μέρος μιας αφηγηματικής τριλογίας που ολοκληρώθηκε με το «Φωτεινό άντρο», το οποίο δεν έχει ακόμη κυκλοφορήσει στα ελληνικά. Οι «Επουλωμένες καρδιές» γράφτηκαν από τον Μπλέχερ στα 28 του, ένα χρόνο πριν το θάνατό του και μέχρι πρόσφατα και εσφαλμένα η κριτική τις αντιμετώπιζε ως απομίμηση του «Μαγικού βουνού» του Τόμας Μαν, λόγω της συγγενούς θεματικής αγνοώντας την εντελώς διαφορετική υφολογική και αισθητική κατεύθυνση και κυρίως την έκρηξη φαντασίας και του υπερρεαλιστικού στοιχείου που χαρακτηρίζει τις «Επουλωμένες καρδιές» απομακρύνοντάς τις από το κλασικό. Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα σανατόριο της λουτρόπολης Μπερκ όπου νοσηλεύεται ο νεαρός ήρωας που πάσχει από φυματίωση των οστών και ο οποίος καθρεφτίζει και το συγγραφέα δίνοντας έναν αυτοβιογραφικό τόνο στο μυθιστόρημα, αφού ο Μπλέχερ ήταν προσβεβλημένος από την ίδια ασθένεια. Εκεί, όπου βασιλεύει η αρρώστια, μένουν ζωντανά η ζωή και ο έρωτας. Και ο ήρωας «ζει» τον έρωτα, βολτάρει κοντά στη θάλασσα, θωρακίζεται συνειδητά στη μοναχική του ζωή αφού η επίδραση των άλλων μόνο κακό του κάνουν. Η συγκλονιστική γραφή του Μπλέχερ έρχεται να μεταμορφώσει τα δεδομένα εισάγοντας το εξωπραγματικό, το στοιχείο της εκτροπής και το σκοτεινό χιούμορ και να μας προσφέρει ένα δυνατό και αξέχαστο μυθιστόρημα.
Δείγμα γραφής:
Το φθινόπωρο τους κάλυπτε με έναν συννεφιασμένο ουρανό, όμοιο με ταβάνι τεράστιου σαλονιού όπου μόνο οι δυο τους υπήρχαν. Τα χέρια τους ήταν μελανά απ΄ το κρύο κι ο αγέρας φυσούσε σε δυνατές ριπές. Το δικό τους ήταν ένα ειδύλλιο φτιαγμένο από απλές και στοιχειώδεις πραγματικότητες.
Μερικές φορές τα χέρια του Εμμανουήλ πάγωναν καθώς κρατούσαν τα ηνία. Σταματούσε τότε για να κουνήσει τα δάχτυλά του και να τα ξεμουδιάσει από την κράμπα που τα είχε αγκυλωμένα τόσες ώρες.
Τότε η Σολάνζ τού τα ΄πιανε και τα ΄βαζε κάτω από τη φανέλα και το πουκάμισό της, κολλημένα στη ζεστή σάρκα, στους καυτούς μαστούς της. Επάνω στο δικό της δέρμα, τα χέρια του ήταν δύο κομμάτια πάγου, αλλά εκείνη έκλεινε τα μάτια και υπέμενε την αίσθηση του κρύου, καθώς τα δάχτυλα του Εμμανουήλ ζεσταίνονταν σιγά σιγά.
Λεπτά νήματα θερμότητας παρεισέφρεαν σ΄ αυτά, εν είδη υγρού, που, μέσα από τα άκρα, ενστάλαζε ολόκληρο το σώμα. Επικοινωνούσαν έτσι δια μέσου του αίματος και της ζεστασιάς, μέχρι τα πιο σκοτεινά βάθη του οργανισμού. Αυτή η επαφή συγχώνευε τα κυκλοφοριακά τους συστήματα σε ένα και μοναδικό, και η καρδιά του Εμμανουήλ χτυπούσε σε συντονισμό με τους δικούς της καρδιάς. Την τραβούσε κοντά του και τη φιλούσε στα μαλλιά. Ακουμπούσε το κεφάλι του επάνω της και εισέπνεε το ζεστό, θηλυκό άρωμα λεβάντας. Η Σολάνζ ήταν ένα ζωντανό εξίσου υπέροχο όσο το άλογό του, με το οποίο είχε δεθεί με στενότατους συναισθηματικούς δεσμούς, και εννοούσε να το κάνει σαφές:
«Είσαι όμορφη σαν την Μπλανσέτ…»
10. Ennio Morricone, «Αναζητώντας εκείνο τον ήχο. Η μουσική μου, η ζωή μου, Συζητήσεις με τον Alessandro De Rosa» (μτφρ. Άννα Νούση, εκδ. Μετρονόμος, Αθήνα 2022)
Ένας τόμος ποταμός όπου αναδεικνύεται η εκτυφλωτική ακτινοβολία της συνθετικής προσωπικότητας αλλά και ο στοχασμός για τη ζωή και την μουσική και τις ανάμεσά τους αλληλεπιδράσεις του ογκόλιθου της σύγχρονης μουσικής Ennio Morricone, ο οποίο έχει στο ενεργητικό του πάνω από τετρακόσιες πενήντα μουσικές επενδύσεις για τον κινηματογράφο, το θέατρο, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση και πάνω από εκατό έργα απόλυτης μουσικής. Οι σκέψεις και τα στιγμιότυπα ζωής και τέχνης του «Maestro», μπολιασμένα με πλήθος λεπτομερειών και σφραγισμένα από την ευφυία και την εμπειρία του κοινωνούνται στον αναγνώστη μέσω των συναντήσεων και των διαλόγων του Morricone με τον νεώτερο Ιταλό συνθέτη Alessandro De Rosa. Μια ανεπανάληπτη εξομολόγηση εκ βαθέων ενός Μεγάλου της Τέχνης που αποκαλύπτει συναρπαστικές στιγμές του βίου και της εργογραφίας του και ταυτόχρονα τη συγκροτημένη άποψή του μέσα από ένα μουσικολογικό, διόλου ακαδημαϊκό, αλλά κυρίως ανθρωποκεντρικό πλαίσιο. Εκτός από την ογκώδη αναλυτική εργογραφία του συνθέτη, συμπεριλαμβάνεται ένα θαυμάσιο παράρτημα με μαρτυρίες-κείμενα διακεκριμένων προσωπικοτήτων της μουσικής (Μπόρις Πορένα, Σέρτζιο Μιτσέλι, Λουίς Μπακάλοφ, Κάρλο Βερντόνε, Τζουλιάνο Μοντάλντο, Τζουζέπε Τορνατόρε, Μπερνάρντο Μπερτολούτσι) που μιλούν για τον Morricone.
Δείγμα γραφής:
Διανύοντας ιδεολογικές δικτατορίες διαφόρων ειδών, στη μουσική όπως και στην κοινωνία, αποκτήσαμε σήμερα πιο ελεύθερες μουσικές γλώσσες σε σχέση με το παρελθόν παρόλο που διατηρούμε κάθε σημαντικό επιστημονικό στοιχείο στη γραφή. Αυτή, όμως, δεν εξαρτάται πλέον από μια αυστηρή θεωρητικοποίηση που αφορά στη σύνθεση, δεν είναι μια παγιωμένη πράξη, αλλά μπορεί να ποικίλλει από δημιουργό σε δημιουργό και από πλαίσιο σε πλαίσιο.
Το πρόβλημα σήμερα δεν έγκειται στην επικοινωνία ή στην έλλειψή της, αλλά στο με ποιον να επικοινωνήσεις και πώς. Το να με κάνεις να καταλάβω είναι σημαντικό για μένα όσο και το να συνεχίσω μια προσωπική έρευνα, που ίσως θα μπορούσε να εκτιμηθεί με μεγαλύτερη δυσκολία από το κοινό. Και θα σου πω και το άλλο: δεν είναι δεδομένο ότι αυτά τα δύο δεν μπορούν να συμβαδίσουν.
Με την άμεση εμπειρία που απέκτησα στη ζωή, κατάλαβα ότι μια μουσική λαμβάνει περισσότερη συναίνεση από μια άλλη και αυτό εξαρτάται από το πώς γράφεται και κυκλοφορεί. Κατάλαβα αρκετά νωρίς, και με πόνο, ότι ένα μήνυμα δε θα σημαίνει για όλους αυτό που σημαίνει για μένα εκείνη τη στιγμή. Το συζητούσαμε πριν: η μουσική δεν είναι καθολική γλώσσα, βασίζεται σε κώδικες που οι συνθέτες συμμερίζονται τουλάχιστον εν μέρει με το κοινό. Να, στη δραστηριότητά μου ως συνθέτη υπάρχουν κάποιες στιγμές πιο πειραματικές κι άλλες πιο συμπαγείς, καθορισμένες και ξεκάθαρες, άλλες ακόμη σε σύγκλιση μεταξύ των δύο (τόσο στην απόλυτη μουσική όσο και στην εφαρμοσμένη). Όταν ξεκίνησα να γράφω κομμάτια που έπρεπε να γίνουν κατανοητά από τα πλήθη, αν και η πειραματική εμπειρία ήταν παρούσα και είχε αξία μέσα μου, ήθελα να είμαι όσο πιο κατανοητός γίνεται, παρόλο που προσπαθούσα να μην πέσω στην παγίδα του τετριμμένου. Μεταβατικά κομμάτια και κατασταλαγμένα τα διαδέχτηκαν κάποια «ξεσπάσματα» στους πειραματισμούς.
Γι΄ αυτό αποκόπηκα λίγο από την οπτική του συνθέτη που πρέπει να μεταλαμπαδεύσει τη φλόγα του νέου, της νέας μουσικής, με κάθε τρόπο και κάθε κόστος. Το κοινό, κατά τη γνώμη μου, μερικές φορές πρέπει να προσπαθήσει να κάνει μια προσπάθεια αλλά και ο συνθέτης πρέπει να κάνει αυτό που του αναλογεί. Σε μια επικοινωνιακή διαδικασία δεν είναι δυνατόν να αγνοείς τον άλλον, παραδόξως ακόμη κι αν δε θέλεις να μεταδώσεις κανένα συγκεκριμένο μήνυμα. Κάθε σημαντικός συνθέτης στην εποχή του προσπάθησε να γίνει κατανοητός από το κοινό.
11.Lionel Duroy «Ευγενία» (μτφρ. Εύα Γεωργουσοπούλου, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2022)
Ένα ξεχωριστό πορτρέτο μιας νεαρής ελεύθερης, σίγουρης για τα ιδανικά και την ηθική της, γυναίκας που υφαίνεται με μοναδική δεξιοτεχνία και συναρπαστικό τρόπο στα 30΄ς στο Ιάσιο της Ρουμανίας και αναδεικνύεται μέσα στη σφοδρότητα ενός αντισημιτικού περιβάλλοντος και στην ηθική έκπτωση που κυριαρχούν στη χώρα. Μέσα σε ένα απειλητικό κλίμα βαρβαρότητας και βίας που έχει απλώσει τα πλοκάμια του και με την αναρρίχηση του φασισμού στην Ευρώπη, ξεδιπλώνεται η ερωτική ιστορία της φοιτήτριας Ευγενίας και ενός ευαίσθητου Ρουμανοεβραίου συγγραφέα που μπαίνει στο στόχαστρο εισπράττοντας την σκληρή επίθεση των αντισημιτών φοιτητών. Η αφήγηση ισορροπεί ανάμεσα σε μυθοπλασία και πραγματικότητα. Ένα μυθιστόρημα που έχοντας ως βάση την ιστορία, έχει φιλοσοφικές και κοινωνικές προεκτάσεις κινητοποιώντας το συναίσθημα. Συχνά ανατριχιαστικό μέσα στις λεπτομέρειές του και ανεπιτήδευτο και γνήσιο στη γραφή του, το μυθιστόρημα του Duroy μας παραδίδει την «Ευγενία», έναν χαρακτήρα από αυτούς που η ανθρωπότητα μπορεί να είναι περήφανη και να ελπίζει ότι με διάφορα πρόσωπα θα είναι φορέας μετάδοσης όλων των θετικών και ουσιαστικών στοιχείων της ανθρώπινης φύσης στο μέλλον. Η «Ευγενία» απέσπασε το βραβείο Anais Nin.
Δείγμα γραφής
… Αυτές οι φρικτές μέρες έμοιαζαν να έχουν ισοπεδώσει όλες τις αναμνήσεις μέσα μου – δεν χαμογελούσα πια φέρνοντας στο μυαλό μου τα παιχνίδια μας με τον Στεφάν και τον Τούντορ στα αμέτρητα σκαλιά του Κίτρινου Φαραγγιού, ή ακόμα με τον Αντρέι όταν πειράζαμε τα άλογα στην πλατεία Ουνίρι, απλώς επειδή μας διασκέδαζε να εκνευρίζουμε τους καροτσιέρηδες και να το σκάμε ουρλιάζοντας από φόβο και χαχανίζοντας πριν μας φτύσουν, αλλά, αντίθετα, κρατιόμουν για να μην κλάψω. Η ιδέα πως δραπέτευα από την πόλη μου μού ήρθε στην πορεία, και παρατήρησα ότι τάχυνα ανεπαίσθητα το βήμα. Την προηγούμενη μόλις μέρα μπορούσα να περπατώ στις οδούς Κούζα Βόντα ή Βασίλε Αλεξάντρι δίχως να βγάζω υπόκωφα βογκητά – περνώντας άλλωστε από εκεί, διαπίστωσα πως τα καταστήματα είχαν ξανανοίξει και πως ο κόσμος κυκλοφορούσε και πάλι, σαν να είχαν ξεχαστεί τα πάντα -, αλλά τώρα αναστέναζα, ναι, και μάλιστα βλαστημούσα. Ήταν επειδή σε κάθε άτομο που συναντούσα είχα την εντύπωση ότι αναγνώριζα ένα από τα ενθουσιασμένα πρόσωπα του πλήθους το οποίο έβριζε τους Εβραίους που οδηγούνταν στον σιδηροδρομικό σταθμό. Θεέ μου, από τι είμαστε φτιαγμένοι για να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο; Άκουγα τον εαυτό μου να μας αναθεματίζει και ξαφνικά ένας λυγμός κατέπνιγε τον θυμό μου. Κόντεψα να ορμήσω σε έναν άνθρωπο που γελούσε, καλό άνθρωπο ενδεχομένως, πριν αντιληφθώ πως γελούσε με το αγοράκι του που είχε καθίσει οκλαδόν στο πεζοδρόμιο μπροστά σε μια γάτα. Απαγορευόταν λοιπόν, τώρα πια να γελά κάποιος παρουσία μου. Ήταν παράξενο, θα ΄λεγε κανείς ότι η οργή και η αδικία, τις οποίες είχα χαλιναγωγήσει για τόσο μεγάλο διάστημα, ξεχείλιζαν απότομα από μέσα μου. Προς το τέλος, δεν βάδιζα πια, έτρεχα σπασμωδικά, παρά το βάρος της βαλίτσα μου. Να φύγω από δω, γρήγορα, να μην έχω πια καμία σχέση με τους κατοίκους του Ιασίου. Πόσο βιαστικά χώθηκα στο μοναδικό τρένο της ημέρας με προορισμό το Βουκουρέστι – τρία σκονισμένα βαγόνια πίσω από μια ατμομηχανή βουτηγμένη στην καπνιά -, ευχαριστώντας τον Θεό, ενώ ορκιζόμουν πως ποτέ πια, ποτέ πια στ΄ αυτιά μου, ποτέ πια μπροστά στα μάτια μου δεν θα ξαναείχα το καταραμένο όνομα του Ιασίου.
12. Derek Raymond «Πέθανε με τα μάτια ανοιχτά» (μτφρ. Βίκυ Λιακοπούλου, εκδ. Έρμα, Αθήνα 2022)
Ένα από τα πιο δυνατά νουάρ της βρετανικής λογοτεχνίας που σε καθηλώνει και καταξίωσε τον συγγραφέα του δίνοντάς του το προσωνύμιο «Νονός» του είδους. Παρακολουθούμε την ιστορία εξιχνίασης του άγριου φόνου με ομαδικό ξυλοδαρμό ενός αλκοολικού, αποτυχημένου συγγραφέα. Σε μια εποχή που η βία, το έγκλημα, ο ρατσισμός, η εξαθλίωση της κοινωνίας λόγω της στυγνής οικονομικής λιτότητας της Θάτσερ, κυριαρχούν ο αρχιφύλακας του Τμήματος Ανεξιχνίαστων Υποθέσεων αναλαμβάνει να απαντήσει στα ερωτήματα του φόνου με μοναδικά εφόδια για την έρευνά του το πτώμα και ένα κουτί με ηχογραφημένες κασέτες που ακούγεται η φωνή του δολοφονημένου. Όσο ο αρχιφύλακας ψάχνει να βρει άκρη, όλο εμπλέκεται στους κακόφημους δρόμους και τα άθλια στέκια του Λονδίνου. Συναρπαστικό όσο και ζοφερό, το μυθιστόρημα κάνει μια βαθιά βουτιά στον υπόκοσμο αλλά και στο άβατο της ανθρώπινης ύπαρξης προσφέροντάς μας μια σπουδαία αναγνωστική απόλαυση.
Δείγμα γραφής:
Ονομαζόταν 84 Club γιατί αυτός ήταν ο αριθμός της Κρίσπιαν Ρόουντ όπου βρισκόταν, στη νότια πλευρά της Γέφυρας του Λονδίνου. Εγκαταλειμμένες ή χρεοκοπημένες αποθήκες περικύκλωναν τον Τάμεση∙ στην περιοχή υπήρχε σχεδιασμός να περάσει μπουλντόζα μια μέρα για να φτιαχτούν νέα συγκροτήματα και μετά θα γινόταν κυριλέ. Αλλά αναρωτήθηκα αν αυτό θα συνέβαινε ποτέ.
Το 84 ήταν το πέμπτο κλαμπ που δοκίμαζα. Δούλευα κατά μήκος της νότιας όχθης πηγαίνοντας προς τα ανατολικά, ξεκινώντας με το Elephant. Δεν είχα σταθεί τυχερός με τ΄ άλλα και δεν είχα λόγο να σκέφτομαι ότι σε αυτό θα γινόταν κάτι διαφορετικό. Ωστόσο, έπρεπε να το τσεκάρω. Το μέρος αρχικά είχε χριστεί ως μουσείο τρόμου με φτηνό ντεκόρ. Πλαστικοί ιστοί αράχνης, που ήταν διασκορπισμένοι παντού σε μέρη όπου καμιά αράχνη δεν θα σκεφτόταν ποτέ να στήσει τον ιστό της, διάβολοι και τέρατα έλαμπαν έχοντας μέσα τους λάμπες των είκοσι πέντε βατ, μακριά, λευκά κόκαλα κρέμονταν από το ταβάνι, και τα λοιπά. Το μόνο πράγμα που δεν αποτελούσε απομίμηση ήταν η υγρασία. Ο κόσμος εκεί μέσα ήταν όπως και το ουίσκι, blended – υπήρχαν λευκοί και μαύροι. Ήταν ένα ισχυρό μείγμα, και αναρωτήθηκα αν οι φρικτοί τύποι που είχαν τη διεύθυνση του κλαμπ ήξεραν πώς να το διαχειριστούν. Πιστεύω πως ήξεραν.
13. Damon Galgut «Η Υπόσχεση» (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Διόπτρα, Αθήνα 2022)
Το βραβευμένο με το Booker 2021 μυθιστόρημα του Νοτιοαφρικανού συγγραφέα κινείται γύρω από την ανεκπλήρωτη υπόσχεση προς τη Νότια Αφρική μετά την περίοδο του απαρτχάιντ και τις ματαιωμένες ελπίδες των Νοτιοαφρικανών να έχουν ανθρώπινες συνθήκες ζωής. Εκεί απευθύνεται ο συμβολισμός της ιστορίας που αφορά την επιθυμία της μητέρας μιας οικογένειας να χαρίσουν οι διάδοχοι της περιουσίας της το σπίτι που έμενε στην Αφρικανή υπηρέτρια που σε όλη της τη ζωή δούλευε σκληρά για την οικογένεια. Τα μέλη της οικογένειας όμως που συναντώνται σε διάφορες χρονικές περιόδους με αφορμή κάποιες κηδείες και τις σχέσεις μεταξύ τους χαρακτηρίζει συναισθηματικό χάσμα και ανυπέρβλητες διαφορές, αναβάλλουν συνεχώς την εκπλήρωση της υπόθεσης της μητέρας και το σπίτι ποτέ δεν περνά στην κατοχή της υπηρέτριας. Μοναδική που τάσσεται στο πλευρό της εκπλήρωσης είναι η κόρη της νεκρής μητέρας, η Αμόρ, που ωστόσο παραγκωνίζεται. Ο Galgut γράφει ένα καταιγιστικό μυθιστόρημα εξαιρετικού ρυθμού και έντασης που γλιστρά δεξιοτεχνικά και με ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο αφήγησης από πρόσωπο σε πρόσωπο της οικογένειας με την υπηρέτρια να μένει αμέτοχη και αθέατη. Με μεγάλη αμεσότητα και ζωντάνια ο συγγραφέας παίρνει συνεχώς διαφορετικές θέσεις και συνομιλεί με τον αναγνώστη του βιβλίου αλλά και με τα πρόσωπα της οικογένειας θέτοντας τα ερωτήματά του με σαρκαστικό τρόπο και έντονα ειρωνική χροιά.
Δείγμα γραφής:
Χαράμισα τη ζωή μου.
Τι να σου πω, ευχαριστώ πάρα πολύ. Ούτε κι εγώ τρελαίνομαι στη διασκέδαση, σε περίπτωση που δεν το πρόσεξες. Και στη θέση σου δεν θα μιλούσα για χαράμι, όχι αν ο αριθμός των σπερματοζωαρίων μου ήταν τόσο χαμηλός όσο ο δικός σου.
Θέλει να τον πληγώσει, επειδή η πρόσφατη αποκάλυψη είναι πολύ πικρή και για τους δυο, αλλά ειδικά γι΄ αυτή, ότι εκείνος είναι αδιαμφισβήτητα η αιτία που δεν μπορούν να είναι καρπεροί και να πολλαπλασιαστούν επί της γης, απόψε όμως ο Άντον σχεδόν δεν το αντιλαμβάνεται. Είναι ακόμη εμβρόντητος από την απλή συνειδητοποίηση που μόλις τον χτύπησε σαν κεραυνός. Αλήθεια είναι, χαράμισα τη ζωή μου! Πενήντα χρονών, μισός αιώνας, και δεν πρόκειται να κάνει ποτέ ούτε ένα απ΄ όσα ήταν κάποτε βέβαιος πως θα έκανε. Δεν θα μελετήσει τους κλασικούς σε κάποιο φημισμένο πανεπιστήμιο, ούτε θα μάθει μια ξένη γλώσσα, ούτε θα ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, ούτε θα παντρευτεί μια γυναίκα που αγαπάει. Ούτε θα αποκτήσει ποτέ πραγματική εξουσία. Ούτε πρόκειται να υποτάξει τη μοίρα του στη βούλησή του. Δεν θα τελειώσει καν το μυθιστόρημά του, επειδή, ας συνεχίσουμε να είμαστε ειλικρινείς, ύστερα από σχεδόν είκοσι χρόνια δεν το έχει πραγματικά αρχίσει. Ούτε θα κάνει ποτέ του τίποτα ιδιαίτερο.
Ο Άντον γυρνάει σαν αγρίμι στο σπίτι μέσα στην άγρια νύχτα, σταματώντας κάθε τόσο έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, που είναι κλειδωμένη για να μην μπει, ενώ από την άλλη μεριά της κοιμάται η γυναίκα του. Θα μπορούσε να την κοπανήσει και να φωνάξει λίγο ακόμα, αλλά δεν υπάρχουν εκπλήξεις σε αυτό το σενάριο. Καλύτερα να συνεχίσει να κόβει βόλτες με το μπουκάλι στο χέρι, επιθεωρώντας το ζοφερό τοπίο που έχει ήδη διασχίσει και το ακόμα χειρότερο που τον περιμένει.
14. Mario de Sa-Carneiro «Παραφροσύνη...και μια επιστολή στον Φερνάντο Πεσσόα» (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Στιγμός, Αθήνα 2022)
Τέχνη και ζωή σε διαρκή συνομιλία και αντανακλάσεις της μίας στην άλλη μέσα από τα θεμελιώδη ερωτήματα της νεότητας, της ομορφιάς, της φθοράς που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου και της ανθρώπινης μοίρας, αντίπαλος ή σύμμαχος των οποίων είναι ο θάνατος. Αυτό περίπου είναι το πλαίσιο στο εκλεκτό διήγημα «Παραφροσύνη» (1910) του ποιητή και ενός εκ των πρώτων μοντερνιστών πεζογράφων στην Πορτογαλία, του Mario de Sa-Carneiro (1890-1916) ο οποίος αυτοκτόνησε καταπίνοντας πέντε μπουκαλάκια στρυχνίνη στα 26 του στο ξενοδοχείο Nice του Παρισιού. Πεσιμιστής, μελαγχολικός, απροσάρμοστος στο περιβάλλον και στην κοινωνία, ναρκισσιστής, με κατακερματισμένο εσωτερικό κόσμο, ο Πορτογάλος συγγραφέας «συναντά» στην «Παραφροσύνη» τον ήρωά του, έναν ανήσυχο διάσημο γλύπτη που εκφράζει τις αγωνίες του για τη ζωή και την τέχνη μέσω της σύγκλισής του και ο οποίος επίσης αυτοκτονεί καταπίνοντας βιτριόλι. Σαφείς οι αναφορές στον επιστήθιο φίλο του Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935), στον οποίο ο Carneiro προανήγγειλε την αυτοκτονία του ένα μήνα πριν με επιστολή που του έστειλε. Η επιστολή αυτή και το διήγημα «Παραφροσύνη» εμπεριέχονται στο θαυμάσιο αυτό βιβλίο.
Δείγμα γραφής:
Ο Ραούλ και η Μαρσέλα – έλεγαν οι φήμες – δεν ήταν δυο σύζυγοι, αλλά δυο εραστές. Πράγματι, για την κοινωνία, υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ «συζύγου και συζύγου» και εραστή και ερωμένης. Στην πρώτη περίπτωση, είναι ο συμβατικός έρωτας, ο γραφειοκρατικός έρωτας, μέλος της Ακαδημίας, σοβαρός και επιφυλακτικός. Συνοψίζεται όλος στον εναγκαλισμό που το ιερό μυστήριο επιτρέπει και διατάσσει – στην παιδοποιία: «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε!» Οι αξιοπρεπείς σύζυγοι πρέπει να σέβονται ο ένας τον άλλον ακόμα ως και την ηδονική στιγμή που τα κορμιά τους ενώνονται σε μια παλλόμενη δέσμη σάρκας και νεύρων. Πρέπει να είναι μετρημένοι στην ηδονή, συγκρατημένοι στην τρέλα: πρέπει να κυριαρχούν στις αισθήσεις τους, να πνίγουν τους αναστεναγμούς τους…
Ο έρωτας των εραστών, αντιθέτως, είναι ελεύθερος∙ ελεύθερος από όλα τα δεσμά, από κάθε υποκρισία. Δεν είναι υποχρεωμένος να έχει επιφυλάξεις: μπορεί να φιλάει τα στόματα, τα στήθη, ολόκληρα τα κορμιά… Ζει το πάθος με ελευθερία, και αυτή η ελευθερία προκαλεί το μίσος των «τίμιων ανθρώπων»…
Όλα αυτά είναι παράλογα … όλα αυτά είναι αληθινά. Τι διαφορά μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στη σχέση δυο πλασμάτων που τα ενώνει ένα συμβόλαιο γραμμένο με μαύρο μελάνι και στη σχέση των άλλων που δεν τους συνδέει τίποτε πέρα από ένα συναίσθημα αμοιβαίας αγάπης;
Γι΄ αυτό ακριβώς ο σύζυγος έχει ερωμένες … και η γυναίκα του πολλές φορές ακολουθεί το παράδειγμά του.
Ο Ραούλ και η Μαρσέλα αγαπιούνταν αληθινά∙ δηλαδή: δεν αγαπιούνταν ως σύζυγοι. Ο Ραούλ ήταν καλλιτέχνης. Έχοντας εγκαταλείψει για λίγο καιρό τη γλυπτική, είχε αφιερωθεί στην τέχνη του έρωτα, την ωραιότερη όλων των τεχνών.
Η νύχτα του γάμου του δεν υπήρξε η συνηθισμένη, ανόητη και βίαιη ψυχολογική στιγμή: «επιτέλους μόνη!», επεισόδιο ιλαροτραγικό, θλιβερά γελοίο, που ο φίλος μου μια μέρα μου είχε περιγράψει ως εξής:
«Η αθώα δεσποσύνη που η μαμά της την έχει νουθετήσει να υπακούει στις απαιτήσεις του συζύγου της όσο παράξενες κι αν της φαίνονται, αν και τις περισσότερες φορές τις γνωρίζει πολύ καλά, περιμένει στο κρεβάτι του αντρούλη της χαμηλοβλεπούσα με κοκκινισμένα μάγουλα, συμπεριφερόμενη σαν μαθήτρια που την έπιασαν στα πράσα. Πράγματι, την έχουν συνηθίσει να τα αντιμετωπίζει όλα αυτά σαν κρυφές αμαρτίες … Ο σύζυγος θα ξαφνιαζόταν ασφαλώς αν την έβρισκε ήρεμη και γαλήνια, αν στο πρόσωπό της δεν φαίνονταν η δειλία ή η συγκίνηση. Θα μπορούσε ως και να αμφισβητήσει την αθωότητά της.
»Και ο σύζυγος; Κι αυτός μοιάζει να τα ΄χει κάπως χαμένα, να μην ξέρει από πού να αρχίσει∙ δεν θα αναστατωθεί η κακομοίρα με ετούτο το παράξενο πράγμα – αυτή που εξαιτίας του ακριβώς είχε κατατρομάξει…
»Α αγαπητέ μου, πόσο ανόητες είναι όλες αυτές οι υποκρισίες∙ αποτέλεσμα των αιώνιων προκαταλήψεων, της εντελώς εσφαλμένης εκπαίδευσης ενός είδους που ντρέπεται για τη μητέρα του: τη Φύση…»
Η γαμήλια νύχτα του Ραούλ και της Μαρσέλα υπήρξε εντελώς διαφορετική. Πνεύματα ανεξάρτητα, ειλικρινή και ελεύθερα, δεν ντρέπονταν να είναι ζώα: πάρθηκαν, αντιμετωπίζοντας την πράξη σαν το πιο φυσικό πράγμα, το πιο ανθρώπινο, γιατί αυτή φτιάχνει τη ζωή, φτιάχνει τους ανθρώπους … Πάρθηκαν σαν εραστές, όχι σαν σύζυγοι …
15. Δημοσθένης Ν. Βουτυράς «Ο έρωτας στους τάφους – Διηγήματα» (εκδ. Φαρφουλάς, Πάτρα 2022)
Εννέα διηγήματα, πραγματικά κομψοτεχνήματα ύφους και διαμάντια έμπνευσης που συμπυκνώνουν την μοντέρνα, πρωτοποριακή, εξπρεσιονιστική, αυθεντική γραφή και την εξαιρετικά ρέουσα και αποτελεσματική ικανότητα στην αφήγηση του Βουτυρά, ενός από τους σημαντικότερους, πολυεπίπεδους και πολυγραφότατους Έλληνες συγγραφείς , ωστόσο παραγνωρισμένου, συγκεντρώνονται στο εκλεκτό αυτό βιβλίο. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο εκδοτικός οίκος «Φαρφουλάς» αποδεικνύει έμπρακτα την αγάπη και την προτίμησή του στο έργο του Δημοσθένη Βουτυρά (1872-1958). Έχουν προηγηθεί τα βιβλία «Μέσα στην κόλαση» (σάτιρα, 2012) και «Ο Φαρφουλάς και άλλα διηγήματα» (2014). Το διήγημα «Ο Φαρφουλάς» άλλωστε βάφτισε και τον εκδοτικό οίκο. «Ο έρωτας στους τάφους» εκδόθηκε το 1943 ενώ ο συγγραφέας διένυε την έβδομη δεκαετία της ζωής του έχοντας ήδη στο ενεργητικό του ένα ποικίλο και θαυμαστό έργο. Στα διηγήματα οι ιστορίες εκκινούν από ρεαλιστικές αφετηρίες, ωστόσο εξακτινώνονται σε μια ελευθερία έκφρασης που συναντούν και ολοκληρώνονται άλλους κόσμους, εξωτικούς, στον παράδεισο ή στην κόλαση ή σε τόπους οικείους αλλά παράδοξους όπως το νεκροταφείο ή ο βυθός της θάλασσας. Στα περισσότερα διηγήματά του αντικατοπτρίζεται ως νύξη χωρίς να διατυπώνεται ρητά η ατμόσφαιρα της κατοχικής Αθήνας και το περιρρέον κλίμα του ασφυκτικού και θανατερού περιβάλλοντος. Μια πραγματικά έξοχη συλλογή διηγημάτων γραμμένη από ένα ελεύθερο, αντιεξουσιαστικό πνεύμα που φωτίζει με οξυδέρκεια και φαντασία το παράλογο και την τραγικότητα που διέπουν το ατελές κατασκεύασμα της φύσης, τον άνθρωπο και την γειτονιά του, την κοινωνία μας.
Δείγμα γραφής:
Ήταν γιορτή, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Οι τρεις αδερφές μ΄ έναν αδερφό βγήκαν περίπατο να δουν την κίνηση, τον κόσμο.
Μα της Λιλίκας τα μάτια, που βάδιζε πίσω απ΄ τις δύο αδερφές της, με τον αδερφό της, δεν έπαψαν να δακρύζουν, να ΄ναι δακρυσμένα. Μην τα έκανε έτσι ο ψυχρός, παγωμένος αέρας;
Οι δυο αδερφές της πιο μπρος μιλούσαν, γελούσαν, φορτωμένες από λούσα. Και κείνη που έμοιαζε του πατέρα της και η άλλη που ήταν ίδια η μάνα. Γούνες, ωραία επανωφόρια, καπέλα… Στη Λιλίκα; Ένα παλιό της μαμάς της επανωφόρι, που το ΄φτιαξε μια μικροράφτρα πάνω στο αδύνατο κορμί της…
Και γι΄ αυτό τα μάτια της Λιλίκας είναι δακρυσμένα, δεν είναι απ΄ τον παγωμένο αέρα…
Στο σπίτι η Λιλίκα έκρυψε κρυφά. Μα κανείς δεν το κατάλαβε. Τα κοκκινισμένα μάτια της μόνο ο παππούς τα ΄δε, και τη χάιδεψε. Και για να μην την κάνει να χαμογελάσει, υψώνοντας το χέρι, τη ρώτησε:
-Έλα τώρα για πες μου: Τέσσερα και τέσσερα;
-Οκτώ, του απάντησε η Λιλίκα καταπίνοντας ένα λυγμό.
Α, μόνο ο παππούς την αγαπούσε, μόνο αυτός, κανείς άλλος στον κόσμο! Κι αυτός μόνος θα λυπόταν αν πέθαινε… Το σκέφτηκε, το είπε καθαρά αυτή τη φορά, ενώ άλλοτε περνούσε απ΄ το νου της θαμπό… Και σα να ΄ξερε πως θα γινόταν αυτό γρήγορα…
Την άλλη μέρα το βράδυ, η Λιλίκα σεν ήταν καλά. Μα καμμιά συγκίνηση και ταραχή στο σπίτι. Και τώρα, η Λιλίκα, που σα να δυνάμωναν, καθάριζαν οι σκέψεις της, έλεγε που δεν έβλεπε και τον ερχομό γιατρού:
-Θα λένε: Κορίτσι είναι, ας φύγει! Θα φύγει κι ένα χρέος!
Έφεραν γιατρό, μα πολύ αργά, και τους το ΄πε…
Κι έφυγε το χρέος, έφυγε το κορίτσι, που τους είχε πάει χωρίς να το θέλουν, δίχως να το επιθυμούνε. Τώρα ο ατιθμός θα γινόταν όπως τον ήθελαν…
Ένας γέρος του σπιτιού τη λυπήθηκε, κι έκλαψε, εθρήνησε πολύ. Ο γερο – παππούς. Αυτός απ΄ τη μέρα εκείνη έπαψε και να ρωτά:
-Τέσσερα και τέσσερα;
16. Τζέιμς Γκρέιντι «Mad Dogs» (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2022)
Μπορεί τα κατασκοπικά μυθιστορήματα να ταιριάζουν σε καλοκαιρινές αναγνώσεις, αλλά το μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα είναι ένα βιβλίο που ανοίγεται πολύ πέραν αυτών των ορίων για να αγγίζει πολιτικά και κοινωνικά θέματα με μια σπάνια φρεσκάδα και ένα βαθύ κριτήριο με αποτέλεσμα να είναι παντός καιρού. Ο γνωστός για το μυθιστόρημα «Οι έξι μέρες του Κόνδορα» (πρώτη έκδοση: 1974) που έτυχε της πασίγνωστης, υποψήφιας για όσκαρ, κινηματογραφικής μεταφοράς του Σίντνεϊ Πόλακ «Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα» (1975) με τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Φέι Νταναγουέι και Μαξ Φον Σίντοφ, έγραψε το 2006 ένα μυθιστόρημα με ξέφρενο ρυθμό, εκκωφαντικές ταχύτητες, διαλόγους που αντανακλούν το παράλογο και την απόγνωση των χαρακτήρων του που βρίσκονται εκτεθειμένοι σε έναν κόσμο που ακονίζει τα νύχια του απέναντί τους, σε ένα σύμπαν βυθισμένο στο αμερικάνικο σκότος. Γραμμένο με χιούμορ, δυναμισμό, τόλμη, χαρακτήρες εκτυφλωτικού φωτός, αλλά και διαρκείς ανατροπές στην πλοκή που υπογραμμίζονται μέσα από μια πρωτότυπη αφήγηση και μια ανανεωτική εκφραστική γλώσσα, το «Mad Dogs» μας εξιστορεί την απόδραση των πέντε ψυχικά διαταραγμένων πρακτόρων της CIA από ένα ψυχιατρείο για πράκτορες μετά την ολοκλήρωση των δύσκολων αποστολών τους, και το περιπετειώδες οδοιπορικό τους προς την Ουάσινγκτον, χωρίς τα φάρμακα για την ψυχική τους υγεία στα οποία είναι εθισμένοι. Η δολοφονία του υπεύθυνου για την πορεία τους ψυχίατρου στο ψυχιατρικό νοσοκομείο, είναι καταλύτης στην εξέλιξη της ιστορίας, αφού όπως είναι αναμενόμενο, οι πέντε πράκτορες πιστεύουν ότι θα στοχοποιηθούν και θα κατηγορηθούν για αυτή ως κύριοι ύποπτοι. Η ανάγνωση είναι απολαυστική και αποκαλύπτει τη διορατική και ευφυή στοχαστική ματιά του Γκρέιντι, ο οποίος αρθρώνει το στιβαρό και θαρραλέο σχόλιό του για την ατιμωρησία των εγκλημάτων που προέρχονται από την κορυφή της πυραμίδας των εξουσιαστικών δομών.
Δείγμα γραφής:
Με ένα γκουπ οι τροχοί μου πάτησαν στη γέφυρα. Ανυπομονώ!
Το αριστερό μου χέρι τράβηξε απότομα το χερούλι της πόρτας δίπλα μου. Η πίεση του αέρα από την ταχύτητα κόντραρε έντονα πάνω στη μεταλλική επιφάνεια. Οι προειδοποιητικοί ήχοι του ασημί αυτοκινήτου ενεργοποιήθηκαν κάνοντας χορωδία με το κλάμα των σειρήνων που όλο και πλησίαζαν, το μαστίγωμα του νυχτερινού ανέμου, το σκαμπανέβασμα των τροχών πάνω στη γέφυρα.
Κι έκοψα το τιμόνι τέρμα δεξιά. Το παρμπρίζ μου γέμισε με το κιγκλίδωμα της ξύλινης γέφυρας, ολόφωτο από τους προβολείς μου, που ορμούσε καταπάνω μου.
Ο αριστερός μου ώμος κοπανούσε σαν έμβολο την ανοιχτή πόρτα.
Όμως δεν είχα αρκετή φόρα για να την ανοίξω διάπλατα και να πεταχτώ έξω ελεύθερος και ασφαλής, όπως είχε κάνει ο Τζέιμς Ντιν στην κόντρα με τα αυτοκίνητα στον «Επαναστάτη χωρίς αιτία».
Το ασημί αμάξι διέλυσε τα σανίδια του ξύλινου κιγκλιδώματος και πέταξε στον αέρα πάνω από τον παγωμένο ποταμό. Τα ξύλα έγιναν χίλια κομμάτια από τη σύγκρουση. Ο αερόσακος του νοικιασμένου Ford άνοιξε σαν μανιτάρι από το τιμόνι. Ήμουν ήδη πεσμένος πάνω στην ανοιγμένη πόρτα: ο λευκός αερόσακος με το απότομα φούσκωμά του με έσπρωξε δυνατά έξω από το αυτοκίνητο.
Ο χρόνος σταμάτησε. Ο ήχος κόπηκε. Η ζωή μου μετατράπηκε σε ταινία κι εγώ ήμουν θεατής. Α, κοίτα: να με, αιωρούμαι μέσα στη νύχτα, πάνω από ένα ποτάμι καλυμμένο μ΄ ένα λαμπερό πέπλο πάγου. Τα χέρια και τα πόδια μου χτυπιούνταν σαν άχρηστα φτερά. Μπροστά από μένα κατακρημνιζόταν ένα στραπατσαρισμένο ασημί αυτοκίνητο. Θραύσματα ξύλου ανέμιζαν γύρω μου σαν χαρτοπόλεμος. Εκεί πάνω, μπροστά στα μάτια μου, όλο και πιο μακριά, έβλεπα μια γέφυρα με ένα κενό στο σπασμένο της κιγκλίδωμα Λεπτές δέσμες κόκκινου φωτός αναβόσβηναν στον μαύρο ουρανό.
Ένας τόνος σίδερο αμαξώματος έσπασε την παγωμένη επιφάνεια του ουρανού. Έπαιρνα μια μανιασμένη ανάσα, όταν με κατάπινε ένας υγρός τοίχος, βυθίζοντάς με σε μια αγριεμένη σκοτεινή δίνη.
17. Osamu Dazai «Δεν ήμουν πια άνθρωπος» (μτφρ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2022)
Με ήρωα έναν δισυπόστατο άνθρωπο που εξωτερικά είναι αξιαγάπητος και θα μπορούσε να είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος κάνοντας τους άλλους να γελούν αλλά εσωτερικά είναι ένα ράκος αντικοινωνικό, βαθιά κλεισμένο μέσα του, που αποφεύγει τους ανθρώπους, χαρακτηριστικά που στην περίπτωσή του εκπορεύονται από έναν ρομαντισμό και όχι από μισανθρωπία, το θαυμάσιο μυθιστόρημα 150 σελίδων του Ιάπωνα συγγραφέα είναι ένα αποκαλυπτικό ανάγνωσμα βαθιάς εξομολόγησης, μια συγκλονιστική κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου γεμάτου ρωγμές και θραύσματα, ένα οδοιπορικό μιας σύντομης ζωής που οδεύει στο τέλος της με μαθηματική ακρίβεια.
Βιβλίο με έντονες αυτοβιογραφικές αναφορές του συγγραφέα, διαβάζεται με αφοπλιστικό ενδιαφέρον τόσο λόγω του προβληματισμού του όσο και λόγω της λιτής και εστιασμένης γραφής του που λειτουργεί ιδανικά για να σκιαγραφήσει το πορτρέτο του ήρωα και την αποστασιοποίησή του. Ο Dazai μιλά για τον ήρωά του και κατά προέκταση τον εαυτό του που πάλεψε, που αγωνίστηκε για την επιβίωσή του σε ένα σκληρό περιβάλλον το οποίο εγκλώβισε κάθε ίχνος ελευθερίας του και τελικά προσέκρουσε με τον πιο τραγικό τρόπο.
Στην εισαγωγή του μεταφραστή προσεγγίζεται η περίπτωση του συγγραφέα Osamu Dazai μέσα από ένα εκτενές βιογραφικό και εργογραφικό σημείωμα, απόλυτα χρήσιμο για την ανάγνωση του μυθιστορήματος αφού ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει σημαντικά συμπεράσματα για τις παράλληλες πορείες συγγραφέα και ήρωα.
Δείγμα γραφής:
Σιγά σιγά σταμάτησα να έχω το νου μου στραμμένο στην κοινωνία. Έφτασα να σκέφτομαι πως η λεγόμενη κοινωνία δεν είναι πια και τίποτα φοβερό. Τα μέχρι τότε αισθήματα φόβου ήταν απειλητικές ιδέες που είχαν προέλθει από τις λεγόμενες «επιστημονικές δεισιδαιμονίες»: Στον αέρα της άνοιξης υπάρχουν εκατομμύρια βακτήρια που προκαλούν κοκίτη∙ στα δημόσια λουτρά οργιάζουν εκατομμύρια βακτήρια που καταστρέφουν τα μάτια∙ στον κουρέα υπάρχουν εκατομμύρια βακτήρια που προκαλούν αλωπεκία∙ οι χειρολαβές των κρατικών τρένων βρίθουν από μικρόβια της ψώρας∙ εξάλλου στο ωμό ψάρι, όπως και στο μισοψημένο βοδινό ή χοιρινό κρέας, κρύβονται οπωσδήποτε νύμφες ταινίας, κλαπάτσας και ποιος ξέρει τι άλλου είδους αβγά και τα τοιαύτα∙ αν περπατάς ξυπόλυτος, μπορεί να σου μπει στην πατούσα κανένα σπασμένο κομματάκι γυαλί, αυτό το κομματάκι, αφού διατρέξει το σώμα, κάποια στιγμή φτάνει στο βολβό του ματιού, τον τρυπάει και σε τυφλώνει. Ότι εκατομμύρια βακτήρια επιπλέον κολυμπούν και στριφογυρίζουν πυκνά παντού είναι βέβαια αλήθεια. Αλλά ταυτόχρονα είναι επίσης αλήθεια ότι και μόνο ξεχνώντας εντελώς την ύπαρξή τους παύουν να έχουν οποιαδήποτε σχέση μ΄ εσένα και γίνονται στη στιγμή απλώς «φαντάσματα της επιστήμης», που σβήνουν και χάνονται. Είχα τόσο τρομοκρατηθεί από «επιστημονικές στατιστικές» -όπως, για παράδειγμα, αν δέκα εκατομμύρια άνθρωποι αφήνουν αφάγωτους τρεις κόκκους ρυζιού ο καθένας απ΄ το γεύμα του τη μέρα, πόσα σακιά ρύζι έχουν πεταχτεί άδικα; Ή, αν δέκα εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιήσουν ένα χαρτομάντιλο λιγότερο την ημέρα ο καθένας, πόσος χαρτοπολτός θα σωθεί;- ώστε κάθε φορά που άφηνα αφάγωτο ακόμη κι έναν κόκκο ρύζι ή όποτε φύσαγα τη μύτη μου σε χαρτομάντιλο βασανιζόμουν από την παραίσθηση ότι ολόκληρα βουνά ρυζιού, ολόκληρα βουνά χαρτοπολτού πάνε χαμένα, από το σκοτεινό συναίσθημα ότι να, τώρα, επιτελώ ένα ειδεχθές έγκλημα. Όμως αυτά ακριβώς είναι τα «ψέματα της επιστήμης», τα «ψέματα των στατιστικών», τα «ψέματα των μαθηματικών». Στην πράξη δεν μπορείς βέβαια να μαζέψεις όλους αυτούς τους τρεις κόκκους απ΄ τον καθένα. Ακόμη και ως πρακτική άσκηση πολλαπλασιασμού ή διαίρεσης είναι πραγματικά μια από τις πιο πρωτόγονες, απ΄ αυτές που απευθύνονται σε χαμηλές νοητικές δυνατότητες. Είναι εξίσου βλακώδης μ΄ εκείνους τους υπολογισμούς πιθανοτήτων όπως: σε μια τουαλέτα που δεν έχουν ανάψει το φως, στις πόσες φορές ένας άνθρωπος μπορεί να γλιστρήσει μια φορά και να πέσει μέσα στην τρύπα; ή, στους πόσους επιβάτες, πόσων το πόδι μπορεί να πιαστεί στο κενό ανάμεσα στην πόρτα του μετρό και στην άκρη της αποβάθρας; Κι ενώ τέτοιες πιθανότητες φαίνεται πως είναι οπωσδήποτε στα όρια του δυνατού, ποτέ δεν έχει φτάσει στ΄ αφτιά μου ούτε μία περίπτωση κάποιου που να έπεσε στην τρύπα της τουαλέτας και να τραυματίστηκε. Ένιωθα οίκτο και ήθελα να γελάσω με τον εαυτό μου που μέχρι χθες διδασκόμουν αυτές τις υποθέσεις ως «επιστημονική αλήθεια» και τις δεχόμουν ως απόλυτα πραγματικές, με αποτέλεσμα να φοβάμαι. Είχα αρχίσει λίγο λίγο να καταλαβαίνω την πραγματική φύση της λεγόμενης κοινωνίας.
Παρ΄ όλ΄ αυτά, προφανώς οι άνθρωποι μου προκαλούσαν ακόμη φόβο. Για να συναντήσω ακόμη και τους πελάτες του μπαρ, έπρεπε πρώτα να κατεβάσω ένα ποτήρι. Ωστόσο, κάθε βράδυ πήγαινα στο μπαρ. Όπως τα παιδιά που, ενώ στην πραγματικότητα φοβούνται λίγο κάποιο μικρό ζωάκι, για να ξεπεράσουν το φόβο το σφίγγουν όλο και δυνατότερα, εγώ μεθυσμένος ανέλυα μπροστά στους πελάτες τις μπερδεμένες μου θεωρίες περί τέχνης.
18.Georgi Gospodinov «Εκεί που δεν είμαστε» (μτφρ. Αυγή Λίλλη, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2022)
Τον 54χρονο πολυβραβευμένο Βούλγαρο Georgi Gospodinov τον έχουμε γνωρίσει από τα εκλεκτά μυθιστορήματά του «Φυσικό μυθιστόρημα», «Περί φυσικής της μελαγχολίας» και «Χρονοκαταφύγιο» όπου κυριαρχεί η τολμηρή γραφή του και μια σπάνια εφευρετική και πρωτότυπη σκέψη η οποία αναπτύσσεται μέσα από ιδιαίτερη δομή θεμελίωσης των ιστοριών του. Όμως και στα ποιήματά του που προέρχονται από τις ποιητικές του συλλογές «Lapidarium» (1992), «Η κερασιά ενός λαού» (1996), «Γράμματα στον Γκαουστίν» (2003), «Εκεί που δεν είμαστε» αντικατοπτρίζονται με μοναδικό ποιητικό τρόπο εικόνες και θέματα της μυθιστορηματικής του αφήγησης. Η μνήμη και ο χρόνος, η θνητότητα, ο μοναχικός δρόμος στη ζωή μας, αποτελούν κεφαλαιώδη θέματα που τον απασχολούν και επανέρχονται εδώ αφήνονται εξαίσια ποιητικά δείγματα όπου το τραύμα και η μελαγχολία αναδεικνύονται τόσο μέσα από τις προσωπικές διαδρομές του καθενός όσο και από τη συλλογική ψυχή ενός ολόκληρου λαού.
Δείγμα γραφής:
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
έχει άλλο διαφορετικό ήχο - από ξεραμένα φύλλα
σαν φιλί ανάμεσα σε γέρους
από ένα μυθιστόρημα του μάρκες
διαβασμένο πριν από εκατό χρόνια
και στου έρωτα τα χρόνια
όλα τα ΄χω ξεχάσει
θυμάμαι μόνο
πως όταν φιλιούνται
τα χείλη τους θροϊζουν.
19. Joseph Roth «Ο Τυφλός Καθρέφτης» (μτφρ. Γιώργος Δεπάστας, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2022)
Ό,τι και να διαβάσεις από αυτόν τον κορυφαίο συγγραφέα ανήκει στη σφαίρα του αριστουργήματος αναδεικνύοντας τις ποικίλες αρετές του στην αφήγηση, στον προβληματισμό και στοχασμό, στη σύγχρονη μορφή, στα δυνατά συναισθήματα. Το συγκεκριμένο βιβλίο περιλαμβάνει δυο θαυμάσια κείμενά του που χαρακτηρίζονται από στιγμιότυπα της καθημερινότητας και φανερώσεις της ανεπανάληπτης ανθρώπινης ύπαρξης έχοντας ως κοινό παρονομαστή ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Το ομώνυμο κείμενο «Ο Τυφλός Καθρέφτης» που βάφτισε το βιβλίο αυτό, είναι μια ιδιοσυγκρασιακή ιστορία ενηλικίωσης μιας γυναίκας που «ξεφλουδίζει» τους πόθους, τις προσδοκίες, τα όνειρα και την άνοιξη της σεξουαλικότητάς της. Στο δεύτερο κείμενο «Απρίλης-Η ιστορία μιας αγάπης» κεντρικός πυρήνας είναι ένας μοναχικός, δεσμευμένος με μια γυναίκα, άνδρας που σαγηνεύεται κι ερωτεύεται κεραυνοβόλα ένα κορίτσι στο παράθυρο αλλά ο έρωτάς του δεν ευοδώνεται.
Δείγμα γραφής:
Τη νύχτα όμως ακούγονταν να ψιθυρίζουν τρυφερά στο κρεβάτι όταν η Φίνι τύχαινε να ξυπνήσει, λάγνος έφτανε ο ψίθυρος αργά τα μεσάνυχτα απ΄ την κρεβατοκάμαρα. Τότε ζωντάνευε μάλλον η ακοή του, διότι επρόκειτο για ερωτοδουλειές. Περίεργο ήταν που μπορούσαν να ξεχνούν τους καβγάδες τους όταν πλάγιαζαν σώμα με σώμα∙ η ζεστή μυρωδιά από γάλα που απέπνεε η μητέρα τούς συμφιλίωνε, σκεφτόταν η Φίνι.
Ζεστή ήταν η νύχτα, κι απ΄ το κρεβάτι ξεπηδούσε ζέστη∙ η Φίνι σηκώθηκε και πήγε στο ανοιχτό παράθυρο, ενώ ο πατέρας κι η μητέρα στην κρεβατοκάμαρα άναψαν ένα κερί με βραχνά χαχανίσματα.
Συγκίνηση μας πιάνει ξαφνικά μες στον διαυγή νυχτερινό αέρα όταν η επιθυμία από τα γαλάζια βάθη μάς σιμώνει και το σφύριγμα ενός μακρινού σιδηρόδρομου αντηχεί ακόμα στο παράθυρό μας, μια γάτα γλιστράει στο απέναντι πεζοδρόμιο διψασμένη για έρωτα και χώνεται στο παράθυρο ενός υπογείου, που πίσω του παραμονεύει ο γάτος. Μεγάλος και πλούσιος σε αστέρια είναι ο ουρανός από πάνω μας, πάρα πολύ ψηλά για να είναι καλοσυνάτος, πάρα πολύ ωραίος για να μην περιέχει έναν θεό. Τα κοντινά μικροπράγματα κι η μακρινή αιωνιότητα έχουν μια σχέση, κι εμείς δεν ξέρουμε ποια. Ίσως να τη γνωρίζαμε αν μας σίμωνε ο έρωτας∙ ο έρωτας συγγενεύει με τα αστέρια και με το γλίστρημα της γάτας, με το σφύριγμα της επιθυμίας και το μεγαλείο του ουρανού.
Δυο άνθρωποι γδύνονταν απέναντι, πίσω από τις γρίλιες έβλεπες τους ίσκιους τους, ένα χέρι έσβησε με κυματιστή κίνηση το κερί, άντρας και γυναίκα πλάγιασαν – τώρα ψιθύριζαν όπως ψιθυρίζουν οι γονείς. Η Φίνι δεν αισθανόταν πια τον νυχτερινό αέρα, κόκκινους κύκλους έβλεπε μπροστά στα μάτια της, ένας ορμητικός χείμαρρος αίματος κυλούσε στους μηρούς της, κι οι ρώγες της μεγάλωσαν, τεντώθηκαν προς το Έξω, προς τους σιδηρόδρομους, τα σφυρίγματα, τα αστέρια.
Η καινούργια μέρα χάραξε∙ πίσω απ΄ τα σπίτια ανέβηκε η λευκή της ανταύγεια. Κυριακή ήταν. Το πρωί απλώθηκε, γρήγορα φώτισε το δωμάτιο, το απόγευμα θα πάμε με την Τίλι στο ατελιέ∙ θα ζήσουμε καινούργια θαυμαστά πράγματα σ΄ έναν άγνωστο κόσμο, καινούργια μεγάλα πράγματα, μικρή, μικρούλα Φίνι.
20. Isaac Bashevic Singer «Γκίμπελ ο σαλός και άλλες ιστορίες» (μτφρ. Βάιος Λιάπης, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2022)
Ο Πολωνός Isaak Bashevic Singer είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1978, που έγινε πολύ αγαπητός και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό και δικαίως μέσα από σπουδαία βιβλία του (μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων), τα οποία τα έγραψε στη γλώσσα των Εβραίων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, τα Γίντις. Στο συγκεκριμένο βιβλίο έχουμε εννέα εκλεκτά διηγήματά του όπου βλέπουμε τον κόσμο των Εβραίων με μελαγχολία και χιούμορ, με μια σπάνια αμεσότητα, ανθρωπιά και έναν ακαταμάχητο λυρισμό. Έναν κόσμο γήινο ανάμεσα στη βεβήλωση και την αγιοσύνη, την ηδονή και την προσταγή του Ιουδαϊκού Νόμου.
Δείγμα γραφής:
Περιπλανήθηκα σε πολλά μέρη και βρήκα ανθρώπους καλούς, που με νοιάστηκαν. Σαν περάσανε τα χρόνια, γέρασα κι άσπρισα. Άκουσα πράματα πολλά, ψέματα και παραμύθια σωρό, μα όσο γερνούσα, τόσο καταλάβαινα πως το ψέμα δεν υπάρχει. Ό,τι δεν συμβαίνει στ΄ αλήθεια το βλέπουμε στον ύπνο μας το βράδυ. Κι άμα δεν συμβεί στον έναν, τότε θα συμβεί στον άλλον, αν όχι σήμερα, τότε αύριο, αν όχι του χρόνου, τότε σ΄ εκατό χρόνια. Τι σημασία έχει; Άκουγα συχνά ιστορίες που έλεγα: «Αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί ποτέ»∙ δεν προλάβαινε ωστόσο να περάσει ένας χρόνος, και μάθαινα πως κάπου είχε συμβεί κι αυτό.
Καθώς ταξιδεύω απ΄ τον έναν τόπο στον άλλον, τρώγοντας σε ξένα τραπέζια, που δεν μπορεί ποτέ να γίνηκαν στ΄ αλήθεια – για δαιμόνιους, μάγους, ανεμόμυλους και τα τοιαύτα. Τα παιδιά με παίρνουνε στο κατόπι φωνάζοντας: «Παππούλη, πες μας παραμύθι». Καμιά φορά ζητάνε ένα συγκεκριμένο, κι εγώ τους κάνω το χατίρι. Ένα στρουμπουλό αγοράκι μού είπε κάποτε: «Παππούλη, αυτό το παραμύθι μας το ξανάπες». Ο μασκαρατζίκος! Δίκιο είχε.
Το ίδιο είναι και με τα όνειρα. Πάνε χρόνια πολλά που έφυγα από το Φράμπολ, κι όμως φτάνει να κλείσω τα μάτια μου για να ξαναβρεθώ εκεί πέρα. Και ποιόν βλέπω, λέτε; Την Έλκα. Στέκεται πλάι στη σκάφη, όπως την πρώτη φορά που την είδα, μα το πρόσωπό της λάμπει και τα μάτια της ακτινοβολούν όπως τα μάτια των αγίων και μου λέει λόγια παράξενα κι αλλόκοτα. Άμα ξυπνήσω, δεν θυμάμαι τίποτα. Μα όσο βαστάει το όνειρο, είναι γλυκό σαν χάδι. Η Έλκα μου απαντάει σε ό,τι τη ρωτήσω, κι από την κουβέντα βγαίνει πως όλα είναι καλώς καμωμένα. Εγώ δακρύζω και την ικετεύω: «Άσε με να ΄ρθω κοντά σου», κι εκείνη με παρηγοράει και μου λέει να κάνω υπομονή, δεν θ΄ αργήσει να φτάσει η ώρα. Καμιά φορά με χαϊδεύει και με φιλάει και κυλούνε τα δάκρυά της πάνω στο πρόσωπό μου. Σαν ξυπνήσω, νιώθω ακόμα τα χείλη της κι έχω στο στόμα μου την αλμύρα απ΄ το δάκρυ της.
Μπορεί ο κόσμος αυτός να είναι ολότελα της φαντασίας μας, ωστόσο απέχει απ΄ τον αληθινό μονάχα ένα βήμα…
21. Ueda Akinari «Ουγκέτσου Μονογκατάρι – Ιστορίες της σελήνης μετά τη βροχή» (μτφρ. Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2022)
Κλασικό δείγμα της υψηλής ιαπωνικής λογοτεχνίας η συλλογή αυτή των διηγημάτων του Ueda Akinari (1734-1809) που ενέπνευσε την αριστουργηματική και μια από τις κορυφαίες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, σκηνοθετημένη από τον Κέν ΄τζι Μιζογκούτσι το 1953, μας ταξιδεύει στη χώρα του φανταστικού όπου τα όντα των πνευμάτων ανασύρονται, ενεργούν και αποσύρονται πάλι στην επικράτειά τους και μας χαρίζει ένα ελκυστικό μωσαϊκό μαγείας, ποίησης και ρεαλισμού. Εννέα διηγήματα που πρωτοεκδόθηκαν το 1776 μάς καθηλώνουν με τη σαγηνευτική γοητεία τους, τον παραμυθένιο, μαγικό κόσμο τους και την αποκρυφιστική, μεταφυσική διάστασή τους διαμορφώνοντας μια μυστηριακή ατμόσφαιρα και ένα παράξενο ύφος που αποδεικνύονται πηγές μιας απολαυστικής αναγνωστικής απόλαυσης-εμπειρίας. Παρά την υπέρ-λογική ανάπτυξη των ιστοριών, η γραφή του Akinari διατηρεί σαφείς ανοιχτούς λογαριασμούς με την πραγματικότητα και την καθημερινή ζωή της προσδίδοντας μια ακαταμάχητη και διαχρονική αμεσότητα στο βιβλίο.
Δείγμα γραφής:
Όλη τη νύχτα το χαρτί στο παράθυρο ρουφούσε θροϊζοντας τον άνεμο που ερχόταν απ΄ το πεύκο, κι έκανε ψύχρα. Ωστόσο ο Κατσουσιρό, κατάκοπος από το μακρύ ταξίδι, κοιμήθηκε βαθιά. Όμως, κατά την Πέμπτη φυλακή, την ωρα που άρχιζε να ξημερώνει, άρχισε να έχει όλο και πιο έντονη τη θολή αίσθηση ότι κρυώνει. Μισοκοιμισμένος, άπλωσε το χέρι για να τραβήξει πάνω του το σκέπασμα, αλλά όταν, αντί γι΄ αυτό, το χέρι του έπιασε κάτι που έκανε έναν θόρυβο σαν φύλλα, ξύπνησε εντελώς. Κάτι κρύο έσταξε πάνω στο πρόσωπό του. Νομίζοντας ότι ήταν μάλλον βροχή που περνούσε μέσα από τα κεραμίδια, ο Κατσουσιρό σήκωσε το βλέμμα για να κοιτάξει, αλλά τότε είδε ότι τη στέγη την είχε αρπάξει ο αέρας. Μόνο το κρύο άσπρο φως του πρωινού φεγγαριού φαινόταν στον ουρανό. Γύρω, παραθυρόφυλλα αλλού υπήρχαν και αλλού δεν υπήρχαν, κι ανάμεσα στις σχισμές του σάπιου πλεχτού στρώματος φύτρωναν καλάμια και ψηλά αγριόχορτα. Τα μανίκια του έσταζαν, μουσκεμένα απ΄ την πρωινή δροσιά. Στους τοίχους κρέμονταν κισσοί και κληματίδες και ο κήπος είχε θαφτεί από το ριζάρι. Μ΄ όλο που ήταν καλοκαίρι, το ρημαγμένο σπίτι θύμιζε χινοπωριάτικους αγριότοπους.
Ωστόσο, πού είχε πάει η γυναίκα που είχε κοιμηθεί δίπλα του; Μήπως τον είχε μαγέψει καμιά αλεπού; Κι όμως, έστω και ερειπωμένο απ΄ τη μακρόχρονη εγκατάλειψη, αυτό ήταν, δίχως αμφιβολία, το σπίτι που είχε ζήσει. Από το απλόχωρα φτιαγμένο εσωτερικό μέχρι τους τοίχους, κι από εκεί μέχρι την αποθήκη του ρυζιού, όλη η κατασκευή, που του άρεσε τόσο, είχε μείνει όπως ήταν.
Άφωνος ο Κατσουσιρό, χωρίς να νιώθει ούτε καν πού πατάνε τα πόδια του, άρχισε αργά αργά να συνειδητοποιεί ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει και ότι το σπίτι του είχε γίνει τώρα φωλιά αλεπούδων και τρόχων, σαν εκείνα τα εγκαταλελειμμένα που βλέπει κανείς σε έρημους τόπους, και σίγουρα, επίσης, κατοικία κακών πνευμάτων, που εμφανίζονταν με τη μορφή της γυναίκας του…
…Ανάμεσα στα διάφορα σκεύη που βρίσκονταν τοποθετημένα εκεί δίπλα, για να ρίχνουν νερό στον τάφο, κολλημένο πάνω στην πλανισμένη άκρη ενός ξύλου υπήρχε ένα παλιό, κουρελιασμένο κομμάτι χαρτί Νάσουνο. Τα γράμματα, σβησμένα εδώ κι εκεί, ήταν πια δυσανάγνωστα, όμως αυτός ήταν σίγουρα ο γραφικός χαρακτήρας της γυναίκας του. Δεν υπήρχε μεταθανάτιο όνομα ούτε ημερομηνία θανάτου. Ήταν μόνο τριανταένα ιδεογράμματα, το επιθανάτιο ποίημα με το οποίο ζητούσε να εκφράσει τί ένιωθε τις τελευταίες της στιγμές:
Ξεγελασμένη απ΄ την καρδιά μου
που μου ΄λεγε πως πάραυτα θα γυρίσει,
μπόρεσα κι έζησα
σ΄ αυτόν τον κόσμο
μέχρι σήμερα.
22.Γουόκερ Πέρσι «Ο Σινεφίλ» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2022)
Μέρες βουτηγμένες στον κινηματογράφο και το περιστασιακό σεξ είναι η ζωή του Μπινξ Μπόλινγκ, ενός νεαρού χρηματιστή – διευθυντή υποκαταστήματος χρηματιστηριακής εταιρείας του θείου του, που αποτελεί τον ήρωα του θαυμάσιου μυθιστορήματος του Αμερικανού συγγραφέα. Η αφήγηση ξεδιπλώνεται μέσα από τη ματιά του Μπινξ, της μητέρας του και της θείας του που εστιάζουν στην ιστορία της οικογένειάς του. Η ρηχή καθημερινότητα και η αδιάφορη ζωή του ήρωα ανατρέπονται όταν αυτός στα 30 του αποφασίσει να αναζητήσει τη γνησιότητα και την αυθεντικότητα της προσωπικής του εμπειρίας και να προσεγγίσει το νόημα της ζωής μέσα από μια μοναχική διαδρομή, συχνά βυθισμένη στην απελπισία και την απογοήτευση. Η εμπλοκή του ως κατηγορούμενος σε έναν φόνο που δεν έχει κάνει, παίζει τον δικό της ρόλο στη μεταστροφή του ήρωα. Βιβλίο γραμμένο με ρομαντισμό, δόσεις χιούμορ, λυρισμό, υπαρξιακό υπόβαθρο και ανοιχτούς ορίζοντες αλλά κυρίως, όπως αρμόζει σε έναν κινηματογραφόφιλο, με πλείστες αναφορές ταινιών και σταρ της 7ης Τέχνης της θρυλικής της περιόδου στο τέλος της δεκαετίας του ΄50. Το μυθιστόρημα συμπληρώνεται από εξαιρετική επίμετρο του διακεκριμένου κριτικού κινηματογράφου Θωμά Λιναρά με τίτλο «Ο άνεμος θα μας πάρει» και από αναλυτικό και κατατοπιστικό ευρετήριο που περιλαμβάνει σκηνοθέτες, ηθοποιούς και τις ταινίες που αναφέρονται μέσα στο κείμενο.
Δείγμα γραφής:
Η διαδρομή με το καράβι δεν είναι όπως την περίμενα. Προσδοκούσα ένα άδειο καράβι τέτοια εποχή του χρόνου, ένα έρημο κατάστρωμα όπου θα μπορούσαμε να απλωθούμε στον ήλιο. Αντί γι΄ αυτό, είμαστε παστωμένοι σαν σαρδέλες. Βρισκόμαστε να καθόμαστε εντελώς ευθυτενείς σε έναν πάγκο στον έναν και μοναδικό εσωτερικό χώρο περιτριγυρισμένοι από χίλια παιδιά τουλάχιστον. Πρόκειται, μαθαίνουμε, για την εκδρομή της νεανικής οργάνωσης 4-Η από την Κομητεία Λικ του Μισισίπι. Μια ντουζίνα άντρες και γυναίκες που μοιάζουν με βαπτιστές διάκονοι και διακόνισσες, με κοκκινισμένο δέρμα, κενά ανάμεσα στα δόντια, φιλικοί – καθωσπρέπει άνθρωποι – είναι οι υπεύθυνοι. Καθόμαστε βουτηγμένοι στη μυρωδιά της επαρχίας Μισισίπι, τη μυρωδιά ζεστού λευκού δέρματος κάτω από εσώρουχα από βρασμένο βαμβακερό. Πόσο λευκά είναι, αυτά τα χωριατόπαιδα, λευκά σαν το γάλα. Κανένα ίχνος ήλιου εδώ, δεν έχει κοκκινισμένους σβέρκους∙ δεν είναι χλωμά αλλά λευκά, το πλούσιο, νωπό λευκό του δέρματος κάτω από τα ρούχα.
Ξεκινάμε τη διαδρομή σαν μετανάστες σε αμπάρι, διασχίζοντας τα αραιά γαλακτώδη νερά του περάσματος του Μισισιπή.
Το μοναδικό άλλο ζευγάρι στο καράβι είναι ένας αεροπόρος από τη βάση Κίσλερ και το κορίτσι του. Τα λεπτά μεταξένια μαλλιά του είναι κομμένα πολύ κοντά, μοιάζει με ερμίνα, αλλά ο τένοντας της μύτης του τραβάει το χείλος του προς τα πάνω αποκαλύπτοντας δυο λαγουδίσια δόντια και δίνοντάς του ένα ύφος ηλιθίου. Το κορίτσι, μια στρουμπουλή κοντούλα κοπέλα του Μισισίπι, δεκαπέντε-δεκάξι χρονών∙ θα μπορούσε να είναι ένα κορίτσι από την Κομητεία Λικ. Παρόλο που κάθονται και κρατιούνται από το χέρι, θα μπορούσαν να είναι δύο ξένοι. Ο καθένας τους κοιτάζει τριγύρω στο σαλόνι σαν να ήταν μόνος. Καταλαβαίνει κανείς ότι με τον ίδιο τρόπο θα χόρευαν ή θα έκαναν έρωτα, χωρίς να νοιάζονται πραγματικά για τον άλλο, αλλά κοιτώντας με μια ήπια αμετάβλητη έκπληξη τον κόσμο γύρω τους. Σίγουρα κι αυτούς τους έχω ξαναδεί, στον ζωολογικό κήπο ή στο θαλάσσιο πάρκο, αυτόν να κοιτάζει τα ζώα ή τα ψάρια παρατηρώντας το κάθε πλάσμα με την ίδια αργή επιπόλαιη απορία, εκείνη να μην κοιτάζει τίποτα συγκεκριμένο αλλά να μη βαριέται κιόλας, να υπομένει μάλλον και να νιώθει ασφαλής με τη δική του προσήλωση.
23.Edgar Allan Poe «Το Κοράκι» (μτφρ. Γιώργος Αλισάνογλου, εκδ. Σαιξπηρικόν, Αθήνα 2022)
Πραγματικό εκδοτικό κόσμημα είναι το βιβλίο αυτό που αποτυπώνει το σπουδαίο ποίημα του Edgar Allan Poe σε μετάφραση του ποιητή Γιώργου Αλισάνογλου.
Το ποίημα που για πρώτη φορά δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1836, είναι ένα θαυμάσιο αφηγηματικό ποίημα με έντονο μεταφυσικό χαρακτήρα που αφηγείται την μυστηριώδη και αλλόκοτη επίσκεψη ενός κορακιού σε έναν απογοητευμένο εραστή που θρηνεί την αγαπημένη του Ελεωνόρα. Χρόνος: μια θλιμμένη νύχτα του Δεκεμβρίου. Αισθητική, λυρισμός, μεταφυσική, μυθολογικές, θρησκευτικές αναφορές σε μια κορυφαία ποιητική στιγμή. Η εξαιρετική έκδοση παρουσιάζει το ποίημα σε δίγλωσση μορφή, ενώ εμβληματικό ρόλο στη γενικότερη εικαστική μορφή του βιβλίου έχουν τα χαρακτικά του Gustave Dere.
Δείγμα γραφής:
Τώρα η ψυχή πιο δυνατή, διστάζοντας ούτε στιγμή,
«Κύριε» είπα «ή Κυρά, συγχώρεση ζητώ αληθινά,
Στα χαρτιά μου ήμουν σκυμμένος, λίγο μισοκοιμισμένος,
Και τόσο ανεπαίσθητος ήταν ο χτύπος, δεν άκουσα καλά
Με σιγουριά» - την πόρτα άνοιξα γοργά.
Τίποτε άλλο έξω, σκοτάδι μοναχά.
&
Τότε το εβένινο πουλί που σοβαρό καθόταν,
Κάνει τη θλίψη να γελά, «Κι αν σου μαδήσαν τα φτερά», είπα,
«Σίγουρα δεν είσαι κάποιος χυδαίος, κόρακας κακός αρχαίος,
Που απ΄ τα πένθιμα ακρογιάλια σε ξέβρασε εδώ τούτη η νυχτιά –
Ποιο να ΄ναι τάχα τ΄ όνομά σου μες στην Πλουτωνική Νυχτιά!»
Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ πια».
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr