Άφησε την τελευταία της πνοή στις 24 Ιανουαρίου
Ζούσε στο μακρινό Μπόλνεϊ της Μεγάλης Βρετανίας, γεννημένη το 1925, ήταν 98 ετών. Μια Πατρινή ηρωίδα, που κανείς δεν ξέρει την ιστορία της.
Η Νταίζυ Λέκκα έφυγε από τη ζωή στις 24 Ιανουαρίου. Η κηδεία της γίνει στις 9 Φεβρουαρίου στο Brighton https://www.cpjfield.co.uk/services/229490?fbclid=IwAR1nibOXP-I5zCcy9dx-goluqH1YEGpsfsTluhqzsWfNL-tm0hyzc9xGtKw)
Δύσκολα χρόνια τότε στο Β’ παγκόσμιο πόλεμο, η Νταίζυ Λέκκα, περί ης ο λόγος, πρωταγωνίστησε σε μια σημαντική όσο και άγνωστη ιστορία, που εκτυλίχθηκε τον Οκτώβριο του 1944. Ήταν αυτόπτης μάρτυς της εισόδου των Άγγλων στην Πάτρα και της μάχης που έγινε. Κοιμόταν στου Γαλανόπουλου και κάποια στιγμή είδε τους Άγγλους να έρχονται αμέριμνοι. Επειδή ήξερε αγγλικά, εφόσον από μικρή ήταν στην Αμερική, πήγε μέσα στον κόσμο και σταμάτησε τη μονάδα των Άγγλων. Τράβηξε μάλιστα το χακί δίκοχο του αξιωματικού, Bimrose, γιατί θα τον καταλάβαιναν οι Γερμανοί που φορούσαν γκρίζα.
Πήγε και κοίταξε που ακριβώς βρίσκονταν οι Γερμανοί και οδήγησε τους Άγγλους στην ταράτσα ενός σπιτιού, δυο δρόμους παρακάτω. Εστησαν πολυβόλο οι Άγγλοι και άρχισαν να ρίχνουν στους Γερμανούς. Η Νταίζυ Λέκκα, απασχολήθηκε την ίδια περίοδο και ως μεταφράστρια στις συνομιλίες Ελλήνων - Βρετανών και Γερμανών, κατά τις διαπραγματεύσεις υπό τον Χανς Ερενστρώλε.
Αργότερα κατηγορήθηκε ως συνεργάτις των Άγγλων, από τις δυνάμεις του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ. Συνελήφθη από τους αντάρτες και φυλακίστηκε στο «Σπλέντιτ» στην Τριών Συμμάχων, ενώ επρόκειτο να εκτελεστεί. Τελικά σώθηκε από τον συνταγματάρχη Κένεθ Μπίτσαμ Χικς τον οποίο παντρεύτηκε αργότερα. Για την άγνωστη αυτή ηρωίδα αναφέρθηκε εκτενώς η αθηναϊκή εφημερίδα «Εμπρός» στο φύλλο της Κυριακής 29 Απριλίου 1945, μια μέρα που ο κόσμος όλος πληροφορούνταν το τέλος των Χίτλερ και Γκέμπελς.
Στην 1η σελίδα δημοσιεύεται εκτενές ρεπορτάζ για την Νταίζυ Λέκκα και τη δράση της, ένα χρόνο πριν. Διαβάζουμε αναλυτικά υπό τον τίτλο «Μια σύγχρονη ηρωίδα» το αποκαλυπτικό κείμενο:
«Ενα επεισόδιο από την είσοδο των βρεταννών εις Πάτρας, τον παρελθόντα Οκτώβριον. Του κ. Φ. Σωλσπέρυ, πολεμικού ανταποκριτού του «ΝΤΑΙΗΛ ΧΕΡΑΛΝΤ» εν Ελλάδι.
Ο άνδρας θέλει πάντα η γυναίκα να είνε μετριόφρων. Αυτή η επιθυμία είνε το «λείψον» της εποχής εκείνης όπου οι γυναίκες δεν εθεωρούντο τίποτα παραπάνω από χαριτωμένα αντικείμενα χρήσιμα για την επίπλωσι του σπιτιού του ανδρός. Η γυναίκα ήταν για να κάνη παιδιά, να μαγειρεύη καλά και να κοκκινίζη τουλάχιστον μια φορά την ημέρα. Αυτή η παράδοση έζησε για πολύν καιρό σε πολλά μέρη της Ελλάδος κι ήταν κληρονομιά αφησμένη από τους Τούρκους. Και σήμερα υπάρχουν ακόμα τα σημάδια της, τα οποία δε βοηθούν στην ανάπτυξι της ανεξαρτησίας και της πρωτοβουλίας της γυναίκας. Στα κορίτσια δίνεται ακόμα μια ανατροφή μ’ ένα τρόπο που φαίνεται πολύ παράξενος στα Κράτη της Δύσεως: δε βγαίνουν ποτέ από τα σπίτια τους χωρίς «συνοδό» και οι παντρεμένες γυναίκες βρίσκονται πάντα με τους άνδρες τους. Καμιά φορά μια γυναίκα που ανατράφηκε με την παράδοση αυτή σπάζει τα δεσμά του Προμηθέως που τη σφίγγουν και εμφανίζεται σαν ηρωίς ανάμεσα στη συντροφιά ηρώων. Εχουμε τα παραδείγματα της Μπουμπουλίνας και της Μαντώς Μαυρογέννους. Σήμερα η δεσποινίς Νταίζυ Λέκκα -η οποία δεν ξέρει πως αναφέρω το όνομά της- ήρθε να προστεθή στις δύο ηρωίδες. Είνε δέκα εννέα χρονών, μια μικρή ήσυχη και δειλή κοπέλα, κόρη ενός διευθυντού Τραπέζης. Δεν έβγαινε ποτέ μόνη της για ψώνια. Δεν αγαπούσε να απαντά στο τηλέφωνο. Και ξαφνικά μια μέρα -κάτι μόνο για μια μέρα- έγινε «στρατιώτης», στάθηκε στο πλευρό των Αγγλων, στην Πάτρα, κι έδειξε θάρρος πρώτης γραμμής. Και κάτι περισσότερο, εξετέλεσε τη υπηρεσία αξιωματικού κι ενέπνευσε όλους αυτούς που ήταν μαζί της.
Η ιστορία της, που άκουσα από έναν αυτόπτη μάρτυρα, αρχίζει το πρωί της 4ης Οκτωβρίου, του περασμένου χρόνου, όταν λίγο μετά τις 5, ένας Αγγλος αξιωματικός και έξη άνδρες μπήκαν στην Πάτρα. Αμέσως τους τριγύριζαν πολλοί Ελληνες με τέτοια επιμονή, με τέτοιο συγκινητικό ενδιαφέρον που δεν μπορούσαν να κουνήσουν από τη θέσι τους. Ενα όνειρο γινόταν πραγματικότης, ένα ολόκληρο όνειρο γινόταν μια ξένοιαστη αλήθεια. Η Ελλάς ύστερα από τέσσαρα αξέχαστα χρόνια, θα ήταν πάλι ελεύθερη. Οι Πατρινοί δεν σκέπτονταν τίποτα άλλο από το να «καλωσορίσουν» τις εμπροσθοφυλακές των Συμμάχων.
Αλλά ο Αγγλος αξιωματικός είχε άλλες «επαγγελματικές» σκέψεις και τότε η Νταίζυ Λέκκα είχε μια ιδέα: είδε πως από της απόψεως της «στρατιωτικής» κάτι δεν πήγαινε και τόσο καλά. Εσκούντηξε δεξιά κι’ αριστερά κι’ ανάμεσα στο πλήθος πλησίασε τον αξιωματικό, ο οποίος έσκαζε σχεδόν από τα συγκινητικά αγκαλιάσματα. Η Νταίζυ τον ρώτησε, με τέλεια αγγλικά, τα οποία παιδί είχε μάθει στην Αμερική, αν μπορούσε να τον βοηθήση.
- Βεβαίως και μπορείτε να μας βοηθήσετε, απήντησε ο αξιωματικός: «Πέστε στους ανθρώπους αυτούς ότι ο πόλεμος εξακολουθεί και ότι κάτι θέλω να κάνω γι’ αυτό... Πέστε τους να παν στα σπίτια τους».
- Τι θέλετε να κάνετε; Ρώτησε η Νταίζυ Λέκκα.
- Θέλω να ενοχλήσω τους Γερμανούς όσο μπορώ περισσότερο… Που βρίσκονται;
- Θα σας δείξω το δρόμο, είπε η Νταίζυ, αλλά πριν θα πω στους ανθρώπους αυτούς να παν στα σπίτια τους.
Στράφηκε προς το πλήθος που άκουγε τον ακατανόητο διάλογο με ενδιαφέρον κι’ ευχαρίστησιν και μίλησε για πειθαρχία και «στρατιωτική τάξη». Είπε ότι οι Αγγλοι είχαν δουλειά αλλά πως μπορούσαν να τη κάνουν αφού δεν τους άφιναν να κινηθούν;
- Τι φώναξε ένας παλαιός πολεμιστής των Βαλκανικών πολέμων, που είχε κάτασπρο μουστάκι: «Θάνατος στους Γερμανούς!»
- Τ λέει; Ρώτησε ο αξιωματικός.
- Θάνατος στους Γερμανούς. Μετέφρασε η Νταίζυ Λέκκα.
- Εκτακτα, είπε ο αξιωματικός. «Βρήκε τη σωστή λύσι». Κι έπειτα αναστέναξε: «Λοιπόν, διαβιβάστε τους τα σέβη μου και πέστε τους να πάνε στα σπίτια τους και να επιστρέψουν αργότερα.»
Αφού τους επίεσε η Νταίζυ οι Ελληνες διαλύθηκαν πηδώντας και χαμογελώντας, και τότε οι Αγγλοι μαζεύοντας τις εξαρτύσεις τους ξεκίνησαν.
Υπήρχαν εξακόσιοι στην Πάτρα τη στιγμή που ο Αγγλος αξιωματικός εσκέπτετο να τους επιτεθή με την πρώτη ευκαιρία. Ρώτησε που ήταν το στρατηγείο των Γερμανών και η Νταίζυ προθυμοποιήθηκε να τον οδηγήση.
- Αλλά, είπε, πρέπει να προσέξετε, κάποτε αλλάζουν τις θέσεις των κέντρων τους… Θα προχωρήσω λίγο για να βεβαιωθώ που ακριβώς βρίσκονται… Δεν θα με προσέξη κανείς.
Ηταν ένα κορίτσι απόλυτα εμπνευσμένο από τον πατριωτισμό της και την ώμορφη μέρα, δε γνώριζε το φόβο.
- Οχι από εδώ, είπε, αφού έκανε την αναγνώριση της σαν πραγματικός αξιωματικός. «Υπάρχουν Γερμανοί» «Πρέπει να μ’ ακολουθήσετε… Θα σας οδηγήσω σε μια άλλη καλή τοποθεσία…».
Τους ωδήγησε από κάτι δρομίσκους σ’ ένα σημείο από όπου μπορούσαν να πυροβολήσουν εναντίον του κτιρίου μέσα στο οποίο ήταν οι Γερμανοί. Επειτα κάθισε πιο πίσω και περίμενε ν’ αρχίση η φασαρία.
- Δεν ξέρω πώς να σας ευχαριστήσω, είπε ο αξιωματικός «και παρακαλώ πολύ να πάτε σπίτι…»
- Θα μείνω εδώ, είπε η Νταίζυ Λέκκα.
- Σας παρακαλώ να μην είσθε κακό κορίτσι και να πάτε σπίτι, ξαναείπε ο αξιωματικός.
- Θα μείνω εδώ, είπε εκείνη.
Οι Αγγλοι άρχισαν να πυροβολούν και οι Γερμανοί απήντησαν. Το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν η εμφάνισις ενός ενθουσιώδους πλήθους Ελλήνων που εξέθεταν τους εαυτούς των σε πολύ μεγάλο κίνδυνο. Και πάλι, η Νταίζυ κατάλαβε τη δυσκολία που παρουσίαζε η κατάστασι, έτρεξε στο δρόμο, κάτω από τα βόλια Και είπε στους πατριώτας της πως σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς η διαγωγή τους ήταν ανόητη και πάλι τους διέλυσε.
Επέστρεψε και ψιθύρισε:
- Ωραία!… Ολα είνε εν τάξει!
Οι «εχθροπραξίες» εξακολουθούσαν σύμφωνα με το σχέδιο, και η Νταίζυ Λέκκα αφού κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνη τίποτα άλλο γύρισε στο σπίτι της.
Την άλλη μέρα, μετά την αναχώρησι των Γερμανών, ο Αγγλος αξιωματικός θέλοντας να την ξαναύρη για να την ευχαριστήση, πήγε από σπίτι σε σπίτι για να την συναντήση. Επί τέλους την βρήκε και την ευχαρίστησε εξ ονόματος του βρεταννικού στρατού. Ηταν συγκινημένη και κάπως φοβισμένη.
Εγινε πρότασις από έναν στρατηγό για να παρασημοφορηθή. Αλλά νομίζω ότι αι διαπραγματεύσεις που αναγνωρίσουν τα κατορθώματα της αργοπορούν. Θεωρείται ως Αμερικανίς και η Κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών πρέπει να δώση την άδειάν της πριν δωθή ξένον παράσημον εις υπήκοόν της. Ελπίζω η άδεια να έλθη πολύ σύντομα. Θέλω να φανταστώ την Νταίζυ Λέκκα όταν θα κοκκινίζη τη στιγμή που θα της καρφιτσώνουν στο φουστάνι της τον πολεμικό σταυρό.
Ο αξιωματικός που μου διηγήθηκε την ιστορία μου είπεν ότι ρώτησε κι’ αυτήν η οποία φαινόταν τόσο δειλή, και τόσο νεαρή, τι αισθάνθηκε την ώρα της μάχης δίπλα στους Αγγλους, και ότι εκείνη απήντησε:
«Ηταν τόσο ωραία μέρα… Δεν φοβήθηκα καθόλου… Ξέχασα εντελώς τον εαυτό μου… ότι είχα ελπίσει γινόταν πραγματικότης… Ναι, ήταν μια τόσο ωραία μέρα που τώρα σκέπτομαι ότι θα έπρεπε να είχα πεθάνει εκείνο το απόγευμα…»
Και ο αξιωματικός είπε ότι την πίστεψε απόλυτα.
F. G. H. Salusbury».
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr