Ένα διήγημα του Στάθη Θ. Πολίτη
Βρόντηξε την πόρτα του διαμερίσματος πίσω του.
Περίεργο. Δεν τον χαρακτήριζαν τέτοιες εξάρσεις.
Κάλεσε το ασανσέρ.
Ζούσε δεκαπέντε χρόνια σε αυτή την πολυκατοικία κι ακόμα αδυνατούσε να συνηθίσει το πόσο ατελείωτος του φαινόταν ο χρόνος που περίμενε το ασανσέρ μέχρι να φτάσει στον έβδομο.
Χαμένος χρόνος.
Πάντα προσπαθούσε να τον ελαχιστοποιεί. Να γεμίζει την καθημερινότητά του με δραστηριότητες παντός είδους, σχετικές ή και άσχετες με την δουλειά του, σχετικές ή και άσχετες με την προσωπική του ζωή.
Τον φόβιζε ο χαμένος χρόνος. Τον φόβιζε ο Χρόνος. Πάλευε να τον κρατά σύμμαχό του.
Βγαίνοντας από την πολυκατοικία, μόλις είχε αρχίσει να χαράζει. Έριξε μια ματιά στο ψηφιακό του ρολόι.
07.23
Σε 22 λεπτά θα ανέτειλε ο ήλιος της Κυριακής 22 Ιανουαρίου 2023.
Η ακρίβεια ήταν κάτι που τον χαρακτήριζε από μικρό παιδί. Με τα χρόνια, σκεφτόταν καμιά φορά, ίσως να του είχε γίνει και εμμονή.
Έκανε λίγα βήματα προς την πλατεία και αμέσως, ένοιωσε το κρύο να περονιάζει τα κόκκαλα του.
Έπρεπε να ντυθώ καλύτερα, ώρα είναι ν’ αρπάξω καμιά πνευμονία.
Έφυγε όμως βιαστικός. Δεν άντεχε άλλο μέσα στο σπίτι. Όλο το βράδυ είχε μείνει ξάγρυπνος. Οι τοίχοι του φαίνονταν πιο στενοί απ’ ότι συνήθως.
Η πόλη όλο το βράδυ ξεφάντωνε. Ήταν η έναρξη της μεγάλης γιορτής. Ο Βασιλιάς Καρνάβαλος, μετά από τρία χρόνια πανδημικού εγκλεισμού, είχε απελευθερωθεί και είχε βάλει τα καλά του για να υποδεχθεί τους χιλιάδες υπηκόους του.
Καρναβάλια και αηδίες. Εδώ ο κόσμος καίγεται -πόλεμοι, φτώχεια, πανδημίες, κι εμείς να καρναβαλιζόμαστε αμέριμνοι, αποκομμένοι στο μικρό γαλατικό χωριό μας.
Το σιχαινόταν το καρναβάλι. Έτσι, το προηγούμενο βράδυ είχε ασφαλίσει από νωρίς τα πατζούρια, είχε κατεβάσει και τα ξύλινα σκούρα, θέλοντας να μονώσει τον προσωπικό του χώρο από τους ήχους του ξεφαντώματος.
Παλιά η πολυκατοικία, μη ανακαινισμένο το διαμέρισμα, τρύπα στο νερό οι προσπάθειές του.
Ευτυχώς το περίπτερο στο κάτω μέρος της πλατείας ήταν ακόμα ανοιχτό. Βαδίζοντας πλάι στο σιντριβάνι με τα λιοντάρια, κοντοστάθηκε κοιτάζοντας τα, έτσι αγέρωχα που ατένιζαν την πλατεία. Ένα νεαρό ζευγάρι, μισομεθυσμένοι ακόμα, παραλίγο να πέσει πάνω του από την ζαλάδα.
Πετάχτηκε απότομα κι εκσφενδόνισε μια βρισιά προς την κατεύθυνσή τους. Η κοπέλα του ζήτησε ευγενικά συγγνώμη. Παρά την κατάστασή της, το φωτεινό της πρόσωπο και το ζεστό, βαθυγάλανο βλέμμα της, τον έκαναν να νοιώσει ντροπή.
Δεν του την έδινε πάντα στα νεύρα το καρναβάλι. Το αντίθετο.
Το μπαλκόνι του διαμερίσματος των γονιών του, το οποίο κληρονόμησε μετά τον θάνατό τους, είχε γνωρίσει καρναβαλικά μεγαλεία. Οι δικοί του ήταν εκ των πρωτεργατών διαφόρων καρναβαλικών εκδηλώσεων της πόλης και τον είχαν μυήσει και τον ίδιο από πιτσιρίκι.
Μετά τον θάνατό τους, όταν με την Εύα αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο διαμέρισμα -για να βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, να γλυτώνουν και το νοίκι- συνέχισαν την παράδοση των κατ’ οίκον καρναβαλικών συνεστιάσεων.
Χαιρέτισε βαριεστημένα τον περιπτερά που μισοκοιμόταν στο πόστο του, πήρε το μαλακό μάλμπορο και τον αναπτήρα και κατευθύνθηκε προς το παγκάκι.
Αλήθεια, πόσα χρόνια είχε να καπνίσει; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Με την Εύα πάντως δεν είχε καπνίσει ποτέ.
Καιρός να πέσει κι αυτό το κάστρο. Να ‘χει μείνει κανένα άλλο όρθιο;
Άναψε το τσιγάρο, τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά κι έστρεψε το βλέμμα ψηλά. Ο ουρανός είχε φωτιστεί πλέον για τα καλά, ήταν ίδιος με τα μάτια εκείνης της κοπέλας. Ίδιος με τα μάτια της Εύας.
Ένας χρόνος, πέντε μήνες και δεκαοχτώ ημέρες συμπληρώνονταν από την ημέρα που μάζεψε τα πράγματά της από το σπίτι κι έφυγε οριστικά.
Από τότε, ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Απόλυτη σιγή. Απόλυτο σκοτάδι.
Δεν την έψαξε ούτε ο ίδιος. Δεν είχε τις δυνάμεις. Ή έτσι ήθελε να λέει στον εαυτό του.
Κατά καιρούς έφταναν στα αυτιά του από κοινούς (;) φίλους, ψίθυροι για τη νέα της ζωή. Είχε πάει στο Άμστερνταμ, κοντά στην αδερφή της που δούλευε ήδη για κάποια χρόνια εκεί. Είχε βρει δουλειά, περνούσε καλά. Δεν είχε επιστρέψει ούτε το καλοκαίρι.
Γίναμε κι εμείς στατιστική του brain drain.
Γίναμε;
Δεν υπήρχε πλέον γίναμε, αφού δεν υπήρχε εμείς.
Είχε περάσει τόσος καιρός κι ακόμα δεν μπορούσε να ενσωματωθεί στη νέα πραγματικότητα της ζωής του.
Το βλέμμα του χαμήλωσε, χαϊδεύοντας τις γνώριμες εικόνες των πολυκατοικιών της πλατείας.
Άνθρωπος πουθενά.
Μοναχά από ένα μπαλκόνι στον δεύτερο όροφο της κεντρικής πολυκατοικίας, διαφαινόταν στο διαμέρισμα μία κίνηση. Καλά είχε δει. Μία γριούλα ξεπρόβαλε με ένα λιβανιστήρι στο ένα χέρι και μια εικόνα –της Παναγίας μάλλον, δεν μπορούσε να δει καθαρά- στο άλλο. Βγήκε στο μπαλκόνι, έκανε κουτσαίνοντας δυο γύρες και ξαναχάθηκε στο εσωτερικό του διαμερίσματος.
Βοήθειά μας. Σουρεάλ εικόνα, πλήρως ενταγμένη στον σουρεάλ κόσμο που ζούμε.
Δεν υπήρχε μέρα αυτόν τον ένα χρόνο, τους πέντε μήνες και τις δεκαοχτώ μέρες της απουσίας της, που να μην την είχε σκεφτεί.
Προσπαθούσε να γεμίζει τον χρόνο και το μυαλό του με χίλιες δυο ασχολίες, όμως τίποτα δεν λειτουργούσε.
Αν είχαμε κάνει ένα παιδί θα ήταν διαφορετικά. Δεν θα έφευγε, δεν θα μπορούσε να φύγει.
Δίπλα του στο παγκάκι, ήρθαν και κάθισαν δυο γέροι.
Ασυναίσθητα, στριμώχτηκε στη γωνία.
«Διακόσια χρόνια τώρα, δεν έχουμε σταματήσει να τρωγόμαστε μεταξύ μας.»
«Δεν έχουμε βαρεθεί; Δεν έχουμε κουραστεί;»
«Τι τα θες. Αυτή είναι η φύση μας. Ο άνθρωπος με τον άνθρωπο, ο λύκος με τον λύκο.»
Του ‘ρθε ξάφνου μια ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια.
Στο δημοτικό έπαιζε συνέχεια μπάσκετ. Όπου κι αν τον έβρισκες, πάντα με την πορτοκαλί σπυριάρα στα χέρια. Με εκείνη την χιλιοφορεμένη φανέλα του αγαπημένου του Kevin Garnett των Minnesota Timberwolves. Η φανέλα είχε ένα λύκο στο μπροστά μέρος, σήμα κατατεθέν της ομάδας.
Κάπως έτσι του το ‘χαν κολλήσει το παρατσούκλι.
«Έρχεται ο λύκος.» «Αφήστε να το πάρει πάνω του ο λύκος.»
Τον ακολούθησε μέχρι και το λύκειο.
Πού τα θυμήθηκε τώρα όλα αυτά. Ήταν όμορφα εκείνα τα χρόνια. Ανέμελα. Χωρίς deadlines, χωρίς έρωτες, χωρίς σκοτούρες, χωρίς «πρέπει». Χωρίς Εύες.
Δεν του ‘χαν φερθεί σωστά οι άνθρωποι της ζωής του.
Homo homini lupus.
Άναψε το τρίτο τσιγάρο.
Είχε πει πολλές φορές πως είχε έρθει η ώρα να βάλει μια τελεία σε αυτή την κατάσταση. Να σηκωθεί να φύγει κι αυτός μακριά.
Λες κι είχε κάποιον λόγο να μην το κάνει;
Κι όμως, έμοιαζε λες και κάτι τον κρατούσε γαντζωμένο σε εκείνη την πόλη. Ένοιωθε λες κι ένα αγκίστρι μπηγμένο βαθιά μέσα του, τον ήθελε αγκυροβολημένο σε εκείνη την πλατεία.
Έβγαλε το πακέτο και το πρόσφερε στα δύο γεροντάκια που συνέχιζαν την κουβέντα τους δίπλα του.
«Κρατήστε το. Δεν το χρειάζομαι πια.»
Ο ήλιος πλέον, πρέπει να είχε ξεπροβάλει πάνω από τα δέντρα του δασυλλίου. Όμως, οι πολυκατοικίες της πλατείας δεν του επέτρεπαν να τον δει.
Θα ανέβω στην ταράτσα σκέφτηκε και απομακρύνθηκε με βιαστικό βήμα από τα δύο γεροντάκια που είχαν μείνει να φουμάρουν τα απροσδόκητα πρωινά τους δώρα.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr