Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Αμαλιάδα Νάσος Νασόπουλος
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΣΙΝΕΜΑ

/

"Η Φλόγα που τρεμοσβήνει" Η τελευταία προβολή της Κινηματογραφικής Λέσχης Πάτρας

"Η Φλόγα που τρεμοσβήνει"  Η τ...

Την Μεγάλη Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Κλείνοντας τη χειμερινή περίοδο 2022-2023, η Κινηματογραφική Λέσχη Πάτρας  προσκαλεί σε μια ταινία από το 1963, που φτάνει στο σήμερα με την ίδια δύναμη και με νέες κόπιες.

Στην ανακοίνωση της Κινηματογραφικής Λέσχης Πάτρας αναφέρεται:

Νοιώθουμε χαρά και συγκίνηση για το ότι ολοκληρώνεται και αυτή η περίοδος, έχοντας πραγματοποιήσει όλες τις προβολές, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο κινηματογράφος. Αυτό οφείλεται στις προσπάθειες τις δικές μας αλλά και στην κατανόηση της εταιρίας που μας παραχωρεί την αίθουσα.

Όλοι μαζί το παλέψαμε και το καταφέραμε, με επιτυχία, πιστεύουμε.
Και όλα γίνονται από αγάπη και τίποτα άλλο. Δεν είμαστε επαγγελματίες στο χώρο, ερασιτέχνες είμαστε, εραστές της τέχνης δηλαδή. Λειτουργούμε όμως με επαγγελματική συνείδηση και συνέπεια, προς όφελος όλων. Πιστεύουμε ότι αυτό είναι κατανοητό και εκτιμητέο, και αυτός είναι ο λόγος που είσαστε μαζί μας επί σειρά ετών".

Η ΦΛΟΓΑ ΠΟΥ ΤΡΕΜΟΣΒΗΝΕΙ – LE FEU FOLLET

Σκηνοθεσία-Σενάριο: Λουί Μαλ
Φωτογραφία: Γκισλέν Κλοκέτ
Μοντάζ: Σουζάν Μπαρόν
Μουσική: Ερίκ Σατί
Πρωταγωνιστούν: Μορίς Ρονέ, Ζαν Μορό, Αλεξάντρα Στιούαρτ, Ιβόν Κλες, Ιμπέρ Ντεσάν, Αλέν Μοτέτ, Μπερνάρ Νοέλ
Χώρα:  Γαλλία, Ιταλία (Α/Μ)
Διάρκεια: 108΄
 

·         Διακρίσεις:  2 Βραβεία και 2 Υποψηφιότητες

·         Venice Film Festival 1963, 2 Βραβεία στον Λουί Μαλ, Βραβεί Pasinetti, και Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής.  Υποψηφιότητα για Χρυσό Λιοντάρι..
·         Awards of the Japanese Academy 1978, Υποψηφιότητα Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινία.
Σε επανέκδοση με νέες αποκατεστημένες κόπιες.

Ένας αλκοολικός συγγραφέας αναρρώνει σε μια κλινική απεξάρτησης στις Βερσαλλίες. Σκέφτεται να αυτοκτονήσει, αλλά αποφασίζει πρώτα να επισκεφθεί τους φίλους του στο Παρίσι, προσπαθώντας να βρει ένα λόγο για να συνεχίσει να ζει.

Η αντονιονική αλλοτρίωση συναντά τη νουβέλ βαγκ στην καλύτερη ταινία του Λουί Μαλ και μια πικρή, ρηξικέλευθη κινηματογραφικά μελέτη των σύγχρονων πολιτισμικών αδιεξόδων.

Το πιο προσωπικό αριστούργημα του Λουί Μαλ, μια θαρραλέα ταινία πάνω στο νόημα της ζωής, ένα διάφανο πορτρέτο του μοντέρνου κόσμου που από τα 60s φτάνει στο σήμερα με την ίδια διαπεραστική μελαγχολία.

Αμέσως μετά την "Ιδιωτική Ζωή" με την Μπριζίτ Μπαρντό (1962), ο Λουί Μαλ ξεκινά να γυρίζει την επόμενη, έγχρωμη ταινία του. Μετά από δυο μέρες συνειδητοποιεί πως πρόκειται για ένα μελαγχολικό ρέκβιεμ πάνω στις πολλαπλές ανησυχίες μιας ταραγμένης εποχής, στραγγισμένο από ελπίδες, αισθήματα και χρώματα. Ξεκινά από την αρχή με ασπρόμαυρο πλέον φιλμ και ακολουθεί τον Αλέν, αλκοολικό συγγραφέα ο οποίος αναρρώνει σε μια κλινική απεξάρτησης στις Βερσαλλίες. Χωρισμένος από τη σύζυγό του, η οποία ζει στη Νέα Υόρκη, νιώθει απογοητευμένος από τη νηφάλια ζωή του και σκέφτεται να αυτοκτονήσει, αλλά αποφασίζει πρώτα να επισκεφθεί τους φίλους του στο Παρίσι προσπαθώντας να βρει ένα λόγο για να συνεχίσει να ζει. Θα συναντήσει νέες και παλιές ερωμένες, συναδέλφους και γνωστούς, διαπιστώνοντας πως η ζωή (τους) κυλά αδιατάρακτη και χωρίς τη δική του παρουσία.


Ήρωας ενός δημοσιευμένου το 1931 μυθιστορήματος του Πιέρ Ντριέ Λα Ροσέλ, οπαδού του φασισμού και συνεργάτη των ναζί ο οποίος αυτοκτόνησε το 1944, ο Αλέν είναι μια εμβληματική λογοτεχνική φιγούρα. Σύμβολο της απαισιοδοξίας η οποία κυριαρχεί στην ευρωπαϊκή σκέψη μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, μετατρέπεται από τον Λουί Μαλ σε έναν αντονιονικό χαρακτήρα, βυθισμένο στην αλλοτρίωση μιας χαοτικά αστικής, μοντέρνας κοινωνίας (αυτής των 60s). Όπως απόλυτα μοντέρνο είναι και το σκηνοθετικό στιλιζάρισμα της ταινίας, η οποία δανείζεται τις αφηγηματικές ελευθερίες της νουβέλ βαγκ (αριστουργηματική η σκηνή της μεθυσμένης έκρηξης με τα απανωτά jump cut, ρηξικέλευθη η χρήση της μουσικής του Ερίκ Σατί) για να πατήσει σε ένα στέρεο, υπαρξιακά –και υπαρξιστικά– σπαρακτικό φιλοσοφικό υπόβαθρο και να υψώσει μια φωνή απόγνωσης απέναντι σε μια στρεβλή συναισθηματικά, ιδεολογικά, πολιτικά και ηθικά πραγματικότητα. Αυτήν την οποία ο Αλέν υπομένει μόνο μέσω μιας παραίσθησης (της υπερκατανάλωσης αλκοόλ), συνειδητοποιώντας πριν απ’ όλους πως "η γιορτή τελείωσε" και μια βαθιά μελαγχολική διάθεση απλώνεται σ’ όλη την κοινωνική έκταση και σ’ ολόκληρο το ανθρώπινο βάθος.

Χρήστος Μήτσης

Δεν έκανα τίποτε άλλο από το να περιμένω. Σε όλη μου τη ζωή. Τίποτε άλλο από το να περιμένω κάτι να συμβεί.»

Ο Αλάν δεν μπορεί πια να περιμένει άλλο. Εχοντας εγκαταλείψει το Παρίσι των «εγκοσμίων» απολαύσεων, ζει σε μια κλινική στις Βερσαλλίες. Εχει ολοκληρώσει το πρόγραμμα απεξάρτησης από το αλκοόλ αλλά προτιμά τη ζωή του ασθενούς «γιατί είναι πιο τακτοποιημένη και πιο απλή». Αλλωστε γνωρίζει ότι η θεραπεία του είναι παροδική. Μόλις βγει από την κλινική θα ξεκινήσει να πίνει «αργά ή γρήγορα» και το μόνο που θα καταφέρει είναι να επιβεβαιώσει τη ματαιότητα μιας ζωής που δεν άφησε κανένα σημάδι, ούτε στη συγγραφική του τέχνη, ούτε όμως στις καρδιές των ανθρώπων που συνάντησε. Ο Αλάν δεν θα περιμένει άλλο. Η απόφαση είναι ειλημμένη. Ή όχι; Ενα εικοσιτετράωρο στο Παρίσι, εκεί όπου ο Αλαν θα συναντήσει ψήγματα της πρότερης ζωής του, θα είναι υπεύθυνο την τελική ετυμηγορία.

Αν όχι αυτοβιογραφικό με τον τρόπο που ήταν το «Φύσημα στην Καρδιά» του 1971 ή το «Αντίο Παιδιά» του 1987, το φιλμ που έφερε τον Λουί Μαλ πιο κοντά στο κατακερματισμένο βλέμμα Αλεν Ρενέ και την υπαρξιακή αγωνία του Μικελάντζελο Αντονιόνι, παρά στους ομοιδεάτες της nouvelle vague, παραμένει ένα από τα πιο προσωπικά κομμάτια της πολυσυλλεκτικής - και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού - φιλμογραφίας του.

Βρισκόμαστε στο 1963, ο Λουί Μαλ έχει γνωρίσει μόλις μια τεράστια αποτυχία με το «Vie Privée» με την Μπριζίτ Μπαρντό και τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, ενώ προσπαθεί ακόμη να βρει την υπογραφή του ανάμεσα στους νουάρ δρόμους του «Ασανσέρ για Δολοφόνους», την παροξυσμική δραματικότητα των «Εραστών» και την τρέλα του «Η Ζαζί στο Μετρό», τις τρεις πρώτες αταίριαστες μεταξύ τους αν και επιτυχημένες και κλασικές στο μέλλον ταινίες του. Η αυτοκτονία ενός φίλου του τον παιδεύει, ένα σενάριο που προσπαθεί να γράψει τον βυθίζει στη μελαγχολία και τελικά μένει ημιτελές στο χαρτί.

Πριν ωστόσο εγκαταλειφθεί το σχέδιο για μια ταινία πάνω στη ματαιότητα της ύπαρξης και τι είναι αυτό που τελικά αφήνουμε πίσω μας όταν φεύγουμε από αυτή τη ζωή, ο Λουί Μαλ ανακαλύπτει το μυθιστόρημα του Πιερ Ντρε Λα Ροσέλ «Η Φλόγα που Τρεμοσβήνει» που κυκλοφόρησε το 1931 και είχε για πρωταγωνιστή του έναν καταραμένο σουρεαλιστή τοξικομανή ποιητή που αυτοκτονεί, ενώ και ο ίδιος ο Ντριε Λα Ροσέλ, αυτοκτόνησε το 1945, έχοντας ήδη εξασφαλίσει τη φήμη του υπέρμαχου του φασισμού αλλά και του συνεργάτη των Ναζί κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον κεντρικό ρόλο - και alter ego του Λουί Μαλ - σήκωσε στους ώμους του ο Μορίς Ρονέ του «Ασανσέρ για Δολοφόνους» στην πιο καθοριστική στιγμή της καριέρας του, μια ταινία που απλώνει τη θλίψη της πάνω στο μοντέρνο κόσμο, με την τόλμη ενός μανιφέστου που φαινομενικά μοιάζει νιχιλιστικό αλλά στην πραγματικότητα είναι βαθιά ανθρώπινο.

Το βλέμμα του Αλέν είναι το βλέμμα του Λουί Μαλ. Στην αρχή τεμαχίζει ένα γυναικείο σώμα σαν να βρισκόμαστε στο «Χιροσίμα, Αγάπη μου» του Αλεν Ρενέ. Στη συνέχεια περιπλανιέται ανάμεσα σε δωμάτια, ανθρώπους και ανούσιες συζητήσεις, σαν να έχουμε μεταφερθεί στη «Νύχτα» του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Σε στιγμές αγγίζει και τον υπερρεαλισμό (αν και όχι σαν εικονογραφία) του «8 1/2» του Φεντερίκο Φελίνι, πάνω στην απουσία της έμπνευσης, το αδιέξοδο της δημιουργίας. Η υπαρξιακή διαδρομή του Αλέν στο παρελθόν που απαρνήθηκε προκειμένου να «καθαρίσει» δεν είναι παρά μια επιστροφή στην κόλαση - αν συνεχίζει, που συνεχίζει αιώνια να ισχύει η ρήση του Σαρτρ για τους άλλους - ένα παιχνίδι χωρίς όρους, χωρίς νικητές και χαμένους, μια υποκριτική ανταλλαγή λέξεων που δεν φτάνουν ποτέ να ορίσουν την επιθυμία, την ουσία, την αλλαγή.

Επικριτικός, αλλά περισσότερο θλιμμένος, ο Λουί Μαλ κοιτάζει ένα κόσμο που αποσυντίθεται, που επενδύει στην αποστασιοποίηση, που εχθρεύεται την οικειότητα και αποτινάσσει από πάνω του κάθε ευαισθησία, προκειμένου να πορευτεί γυάλινος, ψυχρός και «προστατευμένος» προς μια ψευδή ευημερία. «Ηθελα τόσο πολύ να αγαπηθώ, που νιώθω αγάπη», θα ομολογήσει ο Αλέν, διφορούμενος ήρωας μέσα στην αλαζονεία της καλλιτεχνικής του ενδοσκόπησης και την κεκαλυμμένη αδυναμία έκφρασης του, μέσα στον εγωκεντρισμό της αρσενικής του υπεροχής και την εξόφθαλμη εύθραυστη αυτοεκτίμηση που τον κατατρέχει. Κάθε του συνάντηση, με αγνώστους, παλιούς φίλους, πρώην ερωμένες, υπό συνθήκη εραστές (άνδρες και γυναίκες), θα τον οδηγήσει πάλι εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, στο δωμάτιο του στην κλινική στις Βερσαλλίες.

Ο Λουί Μαλ δεν κρίνει την αυτοκτονία. Σε κάθε περίπτωση δεν την αντιμετωπίζει ως μια μορφή αδυναμίας. Για τον Αλέν είναι ή τουλάχιστον μοιάζει να είναι η μοναδική έξοδος κινδύνου σε μια κυκλική διαδρομή που δεν οδηγεί ποτέ πουθενά - παρά μόνο στην αυτοκαστροφή. Χωρίς ηθικές (πόσο μάλλον θρησκευτικές) αναγωγές, περισσσότερο σαν μια ακόμη πράξη «δημιουργίας» όταν κάθε έμπνευση έχει χαθεί, σαν μια στιγμή μεγαλείου και φτηνής εκδίκησης απέναντι σε όσους προσπάθησαν (ειλικρινά ή όχι) να σε σώσουν, σαν μια οριστική, αλαζονική, σε στιγμές θαρραλέα και ναι σίγουρα και πράξη δειλή ανθρώπων που δεν κατάφεραν ποτέ να δουν λίγο πιο μακριά από τον εαυτό τους, ο Λουί Μαλ κινηματογραφεί - μοναδικά στην ιστορία του σινεμά, ασπρόμαυρα, σχεδόν βωβά, νεωτεριστικά και μαζί σαν αφηγηματικό σινεμά για «όλη την οικογένεια» - μια πορεία αυτοκτονίας, βάζοντας στο soundtrack τις «Γυμνοπαιδίες» του Ερίκ Σατί να δίνουν το στίγμα ενός πειραγμένου ρομαντικού απόηχου για μια εποχή που έχει τελειώσει ανεπιστρεπτί.

Το αποχαιρετιστήριο σημείωμα του Αλέν, γραμμένο πριν από την περιπλάνηση του (και αυτό έχει σημασία, αφού το τέλος του είναι προαποφασισμένο), αυτό το «Αυτοκτονώ επειδή δε με αγαπήσατε, αυτοκτονώ επειδή δε σας αγάπησα» δεν είναι παρά μια τέλεια εξίσωση ενός μοντέρνου κόσμου όπου θα επιβιώσουν μόνο όσοι μπορούν να ξεγελάσουν τα αισθήματα τους, όσοι θα μπορούν να μιλήσουν για κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό τους, όσοι δεν θα φοβηθούν να βάλουν το δάχτυλο τους στη φλόγα που τρεμοσβήνει, νικώντας την ίδια την (ανθρώπινη) φύση. Και ας μην έχουν όλα αυτά το παραμικρό νόημα στο τέλος…

Μανώλης Κρανάκης

 

Louis Malle(1932-1995)
Απόγονος γάλλου ευγενούς που πλούτισε κατά τους Ναπολεόντιους πολέμους από ζαχαρότευτλα, δημιούργησε ταινίες που εξερευνούν τη ζωή και τη σημασία της.  Η οικογένειά του αποθάρρυνε το πρώιμο ενδιαφέρον του για τον κινηματογράφο, όμως το 1950 του επέτρεψε να ξεκινήσει σπουδές στο Ινστιτούτο Κινηματογραφικών Σπουδών στο Παρίσι. Υπήρξε βοηθός του Ρομπέρ Μπρεσόν όταν ο εξερευνητής των βυθών Ζακ-Υβ Κουστό τον προσέλαβε ως φωτογράφο. Ο Λουί Μαλ, προσπαθώντας να αποφύγει την επανάληψη, καταπιάνεται με κάτι διαφορετικό σε κάθε ταινία του. Επίσης δεν βιαζόταν να κινηματογραφίσει, επιλογή που τον απέτρεψε να εργαστεί στο Χόλιγουντ.   Φιλμογραφία:  Vanya on 42nd Street (1994), Μοιραίο πάθος (1992), Ο Μιλού το Μάη (1990), Αντίο, παιδιά (1987), ...And the Pursuit of Happiness (TV Movie (1986), God's Country (TV Movie (1985), Alamo Bay (1985), Crackers (1984), Το δείπνο μου με τον Αντρέ (1981), Ατλάντικ Σίτυ (1980), Η κουκλίτσα της Νέας Ορλεάνης (1978), Dominique Sanda ou Le rêve éveillé (TV Movie 1977), Close Up (Short 1976), Black Moon (1975), Place de la République (1974).

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Culture