Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Αμαλιάδα Νάσος Νασόπουλος
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

/

Επίτιμος Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας ο Πατρινός ζωγράφος και γιατρός Κωνσταντίνος Σπυρόπουλος

Επίτιμος Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Λευκω...

Η αναγόρευση έγινε κατά τη διάρκεια της τελετής αποφοίτησης του UNIC

Σε Επίτιμο Διδάκτορα της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Λευκωσίας αναγορεύτηκε ο καταξιωμένος Πατρινός ζωγράφος και πνευμονολόγος Κωνσταντίνος Σπυρόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών, ο οποίος πραγματοποιεί και ατομική έκθεση στην γκαλερί Γκλόρια.

 Η αναγόρευση έγινε κατά τη διάρκεια της τελετής αποφοίτησης του UNIC.

 Ο Κωνσταντίνος Σπυρόπουλος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες παρουσίες του καλλιτεχνικού κινήματος Pop Art στην Ελλάδα, με τις δημιουργίες του να κοσμούν διάσημα ιδρύματα και ιδιωτικές συλλογές. Έχει τιμηθεί για το έργο του από την Ιταλική Ακαδημία Καλών Τεχνών και έχει λάβει ενθουσιώδεις κριτικές από διακεκριμένους Έλληνες, Ευρωπαίους και Αμερικανούς ιστορικούς τέχνης.

Παράλληλα, είναι μία εξέχουσα προσωπικότητα στον τομέα της πνευμονολογίας, με το έργο και την ερευνητική συμβολή του να έχουν αναγνωριστεί από την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή Πνευμονολογική Εταιρεία.

Όπως ανέφεραν ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Φίλιππος Πουγιούτας και ο Κοσμήτορας της Σχολής, Κλήμης Μαστορίδης «ο Κωνσταντίνος Σπυρόπουλος βραβεύεται για τα εξαιρετικά επιτεύγματά του στους τομείς των εικαστικών και της ιατρικής. Το πρωτοποριακό έργο του, υπόδειγμα δημιουργικής δυναμικής, είναι το αποτέλεσμα της διεπιστημονικής προσέγγισης και της σύγκλισης της επιστήμης και της τέχνης. Απονέμοντάς του τον τίτλο του Επίτιμου Διδάκτορα της Σχολής, αναγνωρίζουμε και επαινούμε τον Καθηγητή Σπυρόπουλο για την αφοσίωσή του στην προώθηση της καλλιτεχνικής σκέψης, πρακτικής και εκπαίδευσης καθώς και για τη συμβολή του στην κατανόηση της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης εμπειρίας».

Η Υφυπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, κ. Μαριλένα Ευαγγέλου, κατά την ομιλία της στην τελετή αποφοίτησης της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, που πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιουνίου 2023, ανέφερε ότι «το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας είναι ένας δυναμικός οργανισμός που μέσα από το αξιόλογο επιστημονικό και ερευνητικό έργο που επιτελεί και την αλληλεπίδρασή του με την τοπική κοινωνία, συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη καινοτόμων δράσεων σε διάφορους τομείς».

Στον χαιρετισμό της, η Υφυπουργός ανέφερε ότι «η πανεπιστημιακή ανάπτυξη της Κύπρου αποτελεί για την Κυβέρνηση αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής της, με στόχο την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου μας. Η αναβάθμιση της Ανώτερης Εκπαίδευσης ενισχύει το κοινωνικό σύνολο με προσοντούχους επαγγελματίες, ενώ ταυτόχρονα η πανεπιστημιακή ανάπτυξη προσελκύει ευρωπαϊκές και άλλες χρηματοδοτήσεις για σκοπούς έρευνας και καινοτομίας και καθιστά την Κύπρο ενεργό μέλος και ισάξιο εταίρο στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον».

Στη συνέχεια, η Υφυπουργός αναφέρθηκε στη «δυναμική ακαδημαϊκή και φοιτητική κοινότητα της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών με την επιστημονική, πνευματική και κοινωνική προσφορά της, η οποία συνεισφέρει τα μέγιστα στην ανάπτυξη της Κύπρου, μιας Κύπρου που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σύγχρονου κόσμου και της νέας γενιάς, που παράγει έργο στοχεύοντας στην επίλυση σημαντικών κοινωνικών και ανθρωπιστικών ζητημάτων, στην αξιοποίηση των τεχνολογικών εξελίξεων και στην κατανόηση των πολλών, διαφορετικών εκφάνσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς».

Απευθυνόμενη στις απόφοιτες και στους απόφοιτους της Σχολής, η κ. Ευαγγέλου ανέφερε: «Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση αποτελεί την καλύτερη επένδυση για το μέλλον ενός τόπου και ταυτόχρονα αποτελεί το καλύτερο μέτρο για προώθηση της κοινωνικής προόδου και ισότητας. Πήρατε το αγαθό της γνώσης, μάθατε ότι η επιστήμη εξελίσσεται ραγδαία και ότι η συνεργασία είναι απαραίτητη για ένα καλύτερο αποτέλεσμα, για το δημόσιο συμφέρον».

Τέλος, συνεχάρη τις απόφοιτες και τους απόφοιτους για την επιτυχία τους και ευχήθηκε να είναι η αρχή μιας λαμπρής πορείας προς την εκπλήρωση των προσωπικών και επαγγελματικών στόχων και ονείρων τους.

Στην ομιλία του, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας Καθηγητής Φίλιππος Πουγιούτας ανέδειξε τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και εστίασε στις σημαντικές παγκόσμιες κατατάξεις του, ιδιαίτερα στην πρόσφατη κατάταξή του ανάμεσα στα 501-600 καλύτερα του κόσμου από το TimesHigherEducation (THE) World University Rankings 2023.

Απευθυνόμενος στις απόφοιτες και απόφοιτους της Σχολής σε σχέση με την ψηφιακή μετάβαση ανέδειξε τη σημασία των ανατρεπτικών τεχνολογιών σε όλους τους τομείς που καλύπτει η Σχολή (Αρχιτεκτονική, Σχεδιασμός, Καλές Τέχνες και Πολυμέσα, Κοινωνικές Επιστήμες, Επικοινωνία, Γλώσσα και Λογοτεχνία, Θεολογία) και σημείωσε: «Η ψηφιακή  μετάβαση της κοινωνίας μας θα αναδείξει πολλά υπαρξιακά, ηθικά, κοινωνικά, νομικά, φιλοσοφικά και άλλα ερωτήματα και διλήμματα. Να θυμάστε ότι οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή της κοινωνικής αλλαγής. Οι γνώσεις και οι προοπτικές που αποκτήσατε σε αυτό το πανεπιστήμιο σας έχουν προετοιμάσει να αμφισβητείτε, να συμπέχετε και να δημιουργείτε. Έχετε τη δύναμη να επιφέρετε σημαντικές αλλαγές στην κοινωνία, να διαμορφώσετε τον δημόσιο λόγο, να αφηγηθείτε τις ιστορίες που πρέπει να ακουστούν και να χτίσετε γέφυρες κατανόησης. Εύχομαι λοιπόν, να είστε έτοιμοι να κατανοήσετε αυτόν τον νέο ψηφιακό κόσμο, να μας βοηθήσετε όλες και όλους να προσαρμοζόμαστε συνεχώς κατά την εξέλιξή του και να αναπτύξετε το ηθικό πλαίσιο το οποίο θα διασφαλίσει ότι θα παραμείνουμε άνθρωποι και ανθρώπινοι».

Μετά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα της Σχολής, ο Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών, ιατρός και εικαστικός κ. Κωνσταντίνος Σπυρόπουλος, χαιρέτισε με τη σειρά του την εκδήλωση. Στην ομιλία του με τίτλο «Η συμπλήρωση του κενού χώρου» ο κ. Σπυρόπουλος αναφέρθηκε στην έρευνα της τέχνης και στη δύναμη της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στην πραγματική επαφή του απλού ανθρώπου με το μεγαλειώδες και το μυστηριακό, που είναι το  αποτέλεσμα μιας εσωτερικής διεργασίας, μιας εμπνευσμένης πράξης του καλλιτέχνη.

Ο κ. Σπυρόπουλος ολοκλήρωσε την ομιλία του, λέγοντας: «Ίσως να μην έπραξα καλά δίνοντας στη διάλεξή μου τον τίτλο "Η συμπλήρωση του κενού χώρου". Το δίχως άλλο, θα ήταν σωστότερο να την ονομάσω ‘Τα χιλιάδες μυστικά της καλλιτεχνικής δημιουργίας’, μιας και εντός των ορίων που χάραξα προηγουμένως, ο κάθε καλλιτέχνης έχει το δικό του μυστικό, κάθε συγκεκριμένο έργο έχει τη δική του ιστορία, και δεν έχουμε άλλη επιλογή, εάν θέλουμε να διεισδύσουμε στο μυστικό της καλλιτεχνικής δημιουργίας, από το να παρατηρήσουμε πολυάριθμους, και όσο το δυνατόν πιο διαφορετικούς, καλλιτέχνες».

«Η ποίηση του Ελύτη γέμισε τον θόλο της ψυχής μου με αστέρια», είπε κάποια σε έναν ερωτικό περίπατο. Πριν από τον Ελύτη ο θόλος ήταν κενός. Η δημιουργία της τέχνης εξυπηρετείται καλύτερα από μια αρνητική σκέψη. Η δημιουργικότητα είναι θέση και εξυπηρετείται καλύτερα από μια άρνηση.

Η έννοια του παραλόγου και η σχέση ανάμεσα στο παράλογο και το λογικό αποτελούν διαχρονικά την έρευνα της Τέχνης που έχει σαν όχημα την καλλιτεχνική δημιουργία. Από την στιγμή που ο άνθρωπος παραδέχεται την διάσταση ανάμεσα στη λογική επιθυμία του για κατανόηση και ευτυχία και στην σιωπή του κόσμου μία είναι η διέξοδος η αυταπάτη της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Ο άνθρωπος, σίγουρος ότι θα πεθάνει ολοκληρωτικά, αρνούμενος όμως τον θάνατο, λυτρωμένος από την υπερφυσική ελπίδα που έδενε τα χέρια, θα μπορέσει να γνωρίσει το πάθος της ζωής σ’ ένα κόσμο δοσμένο στην αδιαφορία του και την φθαρτή ομορφιά του. Όμως η καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και οποιαδήποτε άλλη, είναι για εκείνον η καλύτερη ευκαιρία για να διατηρεί την συνείδησή του άγρυπνη μπροστά στις λαμπερές και αλόγιστες εικόνες του κόσμου. Ο αγώνας του Σίσυφου που περιφρονεί τους Θεούς, αγαπά την ζωή και μισεί τον θάνατο γίνεται το σύμβολο της ανθρώπινης μοίρας και ιδίως όλων αυτών που καταγίνονται αόκνως με την Τέχνη, την Επιστήμη και την Φιλοσοφία.

 Ο άνθρωπος δεν δείχνει τον πραγματικό του εαυτό παρά μόνο σε ότι κάνει. Εκεί και μόνον εκεί, προσφέρει την αληθινή διάσταση του εαυτού του. ο Γκαίτε, σοφότατος, ανάμεσα στους χρόνους, είπε τα σωστότερα λόγια : Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τα έργα τέχνης όταν τα βλέπουμε μόνον ολοκληρωμένα. Πρέπει να τα έχουμε γνωρίσει και τω γεννάσθαι.

Πρέπει να εισχωρήσουμε στο μυστικό του δημιουργείν ενός καλλιτέχνη, για να καταλάβουμε το δημιούργημά του, το οποίο γεμίζει τον κενό χώρο του ατομικού, αλλά και συλλογικού υποσυνείδητου.

Απ’ όλα τα μυστήρια του κόσμου, η δημιουργία ήταν πάντα το πλέον μυστηριώδες, γι’ αυτό κι όλοι οι λαοί και όλες οι θρησκείες ανεξαιρέτως συνέδεσαν τη διαδικασία της δημιουργίας με την έννοια του θείου. Γιατί όταν κάτι υπάρχει, τότε μας είναι προσιτό, και το πνεύμα μας μπορεί να το συλλάβει ως γεγονός. Πάντοτε όμως μας διακατέχει το συναίσθημα του υπερφυσικού και του θείου όταν κάπου, όπου προηγουμένως δεν υπήρχε τίποτε, κάτι αρχίζει ξαφνικά να υπάρχει, κάτι που δεν υπήρχε εκεί προηγουμένως – όταν γεννιέται ένα παιδί, όταν από τη γυμνή γη φυτρώνει ένα λουλούδι μέσα στη νύχτα. Όμως η έκπληξή μας είναι ακόμη μεγαλύτερη, και συνοδεύεται από σεβασμό και φόβο σχεδόν ιερό, θα έλεγα, όταν αυτό το καινούριο, που εμφανίστηκε τόσο ξαφνικά, δεν είναι διόλου εφήμερο, δεν πεθαίνει όπως το ανθρώπινο ον, δε μαραίνεται όπως το λουλούδι, αλλά αυτό που γεννιέται σήμερα παραμένει αιώνιο, όπως ο ουρανός, όπως η γη, η θάλασσα, ο ήλιος, το φεγγάρι και τα αστέρια, αυτά που δεν αποτελούν έργα του ανθρώπου αλλά του Θεού.

Το θαύμα αυτό, να γεννιέται κάτι από το τίποτε κι ωστόσο ν’ αψηφά το χρόνο, μπορούμε πολλές φορές να το αντιληφθούμε σε ένα συγκεκριμένο πεδίο, αυτό της τέχνης. Ξέρουμε πως κάθε χρόνο κυκλοφορούν δέκα χιλιάδες, πενήντα χιλιάδες βιβλία. Πως οι ζωγράφοι ζωγραφίζουν εκατό χιλιάδες πίνακες και οι συνθέτες συνθέτουν εκατομμύρια μέτρα μουσικής. Τίποτε από αυτά δε μας δημιουργεί την παραμικρή έκπληξη Για να μπορέσουμε όμως να μιλήσουμε για θαύμα, πρέπει ανάμεσα στα τόσα έργα να βρεθεί ένα, στο οποίο το χάρισμα της τελειότητας να επιτρέψει να επιβιώσει της εποχής μας και πολλών ακόμη εποχών. Στην περίπτωση αυτή – και μόνον σ’ αυτή – νιώθουμε ότι το πνεύμα έλαβε και πάλι μια συγκεκριμένη μορφή μέσα σε κάποιο ανθρώπινο ον και ότι το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου μας επαναλήφθηκε εκ νέου σ’ ένα έργο.

Αν το σκεφθεί κανείς, πρόκειται για κάτι το συναρπαστικό : ιδού ένας άνθρωπος, φτιαγμένος όπως όλοι οι άνθρωποι, που κοιμάται σ’ ένα κρεβάτι, που τρώει σ’ ένα τραπέζι, που ντύνεται όπως εσείς κι εγώ, που είναι με δυο λόγια όπως όλοι μας. Τον συναντούμε στο δρόμο, ίσως και να ήμαστε συμμαθητές στο σχολείο, στο ίδιο θρανίο, εξωτερικά δεν διαφέρει σε τίποτα από εμάς. Κι έπειτα, ξαφνικά, ο άνθρωπος αυτός πετυχαίνει κάτι που κανείς δεν είναι σε θέση να καταφέρει. Υπερβαίνει το νόμο που μας κρατά όλους δέσμιους, εμάς τους ανθρώπους, νικά τον χρόνο, γιατί ενώ εμείς οι υπόλοιποι πεθαίνουμε και φεύγουμε από τούτο τον κόσμο δίχως ν’ αφήσουμε ίχνη, κάτι από αυτόν συνεχίζεται για πάντα. Γιατί ; Απλώς γιατί επιτέλεσε τη θεία αυτή πράξη της δημιουργίας, με την οποία κάτι γεννιέται από το τίποτα, κάτι το διαρκές γεννιέται από τα εφήμερα.  Η εμφάνισή αυτή του διαρκούς αποτελεί ταυτόχρονα και εκδήλωση του πιο επτασφράγιστου μυστικού του κόσμου μας : του μυστικού της δημιουργίας.

Τι έκανε αυτός ο άνθρωπος ; Ας το δούμε καθαρά επιφανειακά. Αν είναι μουσικός, επέλεξε κάποιες από τις νότες της κλίμακας και τις ταίριαξε κατά τρόπο τόσο ιδιαίτερο, που η μελωδία η οποία γεννήθηκε δεν παύει να συγκινεί την ψυχή εκατοντάδων χιλιάδων, εκατομμυρίων ανθρώπων,, ακόμη και στα πιο απόμακρα μέρη της γης. Αν είναι ζωγράφος, χρησιμοποίησε τα επτά χρώματα  της ίριδας και τους δυο τόνους, του φωτός και της σκιάς, για να δημιουργήσει έναν πίνακα ο οποίος, ευθύς μόλις τον αντικρύσουμε, καθρεφτίζεται στην ψυχή μας. Αν είναι ποιητής, διάλεξε, ανάμεσα στις πενήντα με εκατό χιλιάδες λέξεις που απαρτίζουν τη γλώσσα μας, μια εκατοστή λέξεων, μα σ’ ένα συνδυασμό τόσο ιδιαίτερο, ώστε να σχηματίζουν ένα αθάνατο ποίημα.

Αλλά με τούτη την απλή εκ πρώτης όψεως πράξη παραβίασε το νόμο της φύσης : δημιούργησε μια ουσία που αψηφά την έννοια του εφήμερου. Μ’ έναν παλμό του αέρα, έδωσε μορφή σε κάτι πιο ανθεκτικό από το ξύλο που ακουμπάμε, από την πέτρα με την οποία έχει κτιστεί τούτο το κτίριο. Μέσω αυτού, το άφθαρτο, και – ας μη διστάζουμε να το πούμε -  το θείο εκδηλώθηκε στο γήινο στοιχείο.

Αλλά πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος κατόρθωσε αυτό το θαύμα ; Πως αυτός, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, με βάση τα ίδια υλικά που ωστόσο έχουμε όλοι στη διάθεσή μας – τη γλώσσα, το χρώμα ή τον ήχο – πως κατάφερε να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης ; Ποια είναι η μυστηριώδης δύναμη που τον κατέστησε ικανό για κάτι τέτοιο ; Πως δημιουργεί ο πραγματικός καλλιτέχνης ; Πως είναι δυνατό να συντελείται αυτό το θαύμα σε τούτο τον κόσμο, τον στερημένο από Θεό ;

Ο καθένας, αναρωτιέται , γεμάτος έκπληξη και θαυμασμό πως ένας άνθρωπος μπόρεσε μονάχος του να δημιουργήσει αυτό που ξεπερνά τον άνθρωπο ; Και θα έφτανα μάλιστα μέχρι του σημείου να ισχυριστώ πως όποιος περνά μπροστά από τα μεγάλα έργα τέχνης δίχως να νιώσει αυτή την απορία, όποιος δεν συγκινήθηκε από τούτο το μυστήριο, δεν είχε ποτέ του την παραμικρή σχέση με την τέχνη κι ούτε πρόκειται ν’ αποκτήσει ποτέ. Το καλύτερο κομμάτι της ανθρώπινης καρδιάς μας είναι αυτό που αναστατώνεται από το μεγαλειώδες και το μυστηριακό, και το καλύτερο κομμάτι του ανθρώπινου πνεύματος είναι αυτό που, όποτε διαισθάνεται ένα μυστήριο, αισθάνεται ταυτόχρονα την ανάγκη να το επιλύσει. Όποιος επιζητά την πραγματική επαφή με την τέχνη, πρέπει πάντοτε να προσεγγίζει τα μεγάλα έργα με ένα διττό συναίσθημα. Πρέπει να επιδεικνύει ταπεινοφροσύνη και η ευαισθησία του πρέπει να τα υποδέχεται ως κάτι το ακατανόητο, που ξεπερνά τις ικανότητές του και την εφήμερη ζωή του. Αλλά ταυτόχρονα, πρέπει να διατηρεί το πνεύμα του σε εγρήγορση και να πασχίζει να κατανοήσει πως αυτό το θείο έργο στάθηκε δυνατό να γεννηθεί στο γήινο κόσμο μας. Πρέπει να προσπαθεί να συλλάβει το ασύλληπτο.

Η σύλληψη ενός έργου τέχνης είναι μια διαδικασία εσωτερική. Και, σε κάθε μια περίπτωση ξεχωριστά, περιβάλλεται από σκοτάδι τόσο αδιαπέραστο όσο και αυτό της δημιουργίας του κόσμου μας – ένα θεϊκό φαινόμενο, το οποίο δεν μπορούμε να κατασκοπεύσουμε ώστε να συλλάβουμε το μυστικό του, και έτσι παραμένει μυστήριο. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αναπαραστήσουμε τούτη την πράξη εκ των υστέρων, κι ακόμα κι αυτό είναι εφικτό μέχρις ενός ορισμένου σημείου, όπως ακριβώς μας είναι αδύνατο να αναπαραστήσουμε καθ’ εαυτές τις έννοιες του ηλεκτρισμού, της βαρύτητας ή του μαγνητισμού. Μπορούμε απλά να διατυπώσουμε κάποιους θεμελιώδεις νόμους που διέπουν την εκδήλωση αυτών των φαινομένων. Πρέπει επομένως να επιδείξουμε πολύ μεγάλο σεβασμό κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας και να μην παραβλέπουμε ποτέ πως η πράξη που μας απασχολεί συντελείται σε μια σφαίρα απρόσιτη για μας, καθώς και ότι, ακόμη κι αν επενδύσουμε πακτωλούς φαντασίας και λογικής, το μόνο που θα μπορέσουμε ν’ αναπαραστήσουμε είναι ο ίσκιος τούτης της διαδικασίας – κι ο ίσκιος όμως δεν παύει να είναι μια αναπαράσταση.

Καθώς δεν μας επιτρέπεται να μοιραστούμε με τον καλλιτέχνη τη στιγμή της δημιουργίας, δε μας απομένει παρά να προσπαθήσουμε να την ξαναζήσουμε. Στην περίπτωση της έρευνάς μας το ιδανικό θα ήταν ο ίδιος ο δημιουργός να μας εξηγήσει το μυστικό του δημιουργήματός του, να μας περιγράψει ολόκληρη τη διαδικασία της γένεσής του, να μας μυήσει στην τεχνική του και να μας κάνει να κατανοήσουμε αυτές τις ακατανόητες διαδικασίες. Όμως απ’ ότι φαίνεται, οι δημιουργοί, συγγραφείς, μουσικοί ή ζωγράφοι, συμπεριφέρονται ακριβώς όπως οι πλέον αδίστακτοι εγκληματίες και δεν παρέχουν ποτέ την παραμικρή λεπτομέρεια σχετικά με τις πιο προσωπικές στιγμές της δημιουργίας. Ο μεγάλος Αμερικανός ποιητής Έντγκαρ Άλλαν Πόε είχε ήδη παρατηρήσει πως, ύστερα από τόσους αιώνες καλλιτεχνικής δημιουργίας, δε διαθέτουμε παρά ελάχιστες διαφωτιστικές αφηγήσεις εκ μέρους των ποιητών, των μουσικών ή των ζωγράφων. Αλλά αν οι δημιουργοί αποδεικνύονται τόσο φειδωλοί σε πληροφορίες για τις στιγμές της έμπνευσής τους, ο λόγος είναι πολύ απλός : κατά την διάρκεια των στιγμών αυτών, των στιγμών της δημιουργικής διαδικασίας, οι ίδιοι δεν είναι συνειδητά παρόντες. Δεν είναι σε θέση να κατασκοπεύσουν τους εαυτούς τους, από ψυχολογική σκοπιά, κατά τη διάρκεια της καθ’ εαυτής δημιουργίας, όπως ακριβώς δεν είναι σε θέση να ρίξουν κλεφτές ματιές πάνω από τον ώμο τους σε όσα γράφουν οι ίδιοι. Και για να χρησιμοποιήσουμε και πάλι ένα παράδειγμα από την εγκληματολογία, ο πιο κοντινός στον καλλιτέχνη τύπος εγκληματία είναι εκείνος, ο δολοφόνος ας πούμε, ο οποίος, έχοντας διαπράξει ένα έγκλημα μέσα σε κατάσταση παραφοράς και πάθους, είναι απόλυτα ειλικρινής όταν δηλώνει κατόπιν στον δικαστή και τον εισαγγελέα : «Δεν ξέρω γιατί το έκανα αυτό και δεν ξέρω ούτε καν πως το έκανα. Ήμουν άλλος άνθρωπος, είχα χάσει τα μυαλά μου».

Το ξέρω, αυτή η μη παρουσία του καλλιτέχνη τη στιγμή της δημιουργίας μπορεί εκ πρώτης όψεως να φανεί παράλογη. Αλλά ας σκεφτούμε λίγο. Στην πραγματικότητα, αν ο καλλιτέχνης μπορεί να δημιουργεί, αυτό  είναι εφικτό μόνο σε μια κατάσταση αποστασιοποίησης από τον εαυτό του, σε μια κατάσταση έκστασης – και η ελληνική λέξη έκστασις σημαίνει ακριβώς την «εκτός εαυτού στάση».

Μα τότε που είναι ο καλλιτέχνης, κατά τη διάρκεια αυτών των δημιουργικών στιγμών, εάν βρίσκεται έξω από τον εαυτό του ; Η απάντηση είναι πολύ απλή : βρίσκεται μέσα στο έργο του, στις μελωδίες του, στους ήρωές του, στα οράματά του. καθώς δημιουργεί, ζει – και γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι μάρτυρας – όχι στο δικό μας κόσμο, αλλά στο δικό του κόσμο. ο ποιητής ο οποίος σε μια στιγμή έμπνευσης αναπαριστά από μνήμης ένα τοπίο – ένα λιβάδι, τον ουρανό, ένα δέντρο, κάποιο χωράφι, μια ανοιξιάτικη μέρα – δε βρίσκεται εκείνη τη στιγμή μέσα στο δωμάτιο όπου δουλεύει, μέσα στους τέσσερις τοίχους. Βλέπει τη βλάστηση, αναπνέει τον καθαρό αέρα, ακούει τον άνεμο που χαϊδεύει απαλά το χορτάρι. Τη στιγμή που κάνει τον Οθέλλο του να μιλά, ο Σαίξπηρ, έχει εγκαταλείψει το δικό του σώμα και την ψυχή του, για να μεταφερθεί μέσα στη φλεγόμενη από ζήλεια ψυχή του Οθέλλου.

Κι επειδή κατά τη διάρκεια τούτης της υπέρτατης συγκέντρωσης ο καλλιτέχνης έχει περάσει με όλες του τις αισθήσεις μέσα στον άλλο, στον χαρακτήρα του έργου του, έχει την ανάγκη να κλειδαμπαρωθεί κατά κάποιον τρόπο εκεί για να προστατευθεί από κάθε άλλη επιρροή από τον έξω κόσμο. Για να δώσω πιο παραστατικά αυτή τη στιγμή αυτοσυγκέντρωσης, θα υπενθυμίσω το κλασσικό παράδειγμα που μαθαίναμε στο σχολείο. Κατά την εισβολή των ρωμαϊκών στρατευμάτων στις Συρακούσες, τα τείχη είχαν προ πολλού αλωθεί και οι στρατιώτες λεηλατούσαν  την πόλη, όταν ένας από αυτούς εισβάλλει στο σπίτι του Αρχιμήδη και τον βρίσκει στην αυλή του, να χαράζει στο χώμα γεωμετρικά σχήματα με το ραβδί του. ενώ ο στρατιώτης ορμά πάνω του κραδαίνοντας το σπαθί του, εκείνος, τελείως απορροφημένος και χωρίς να γυρίσει, του λέει : «Μη μου τους κύκλους τάραττε». Το μόνο που βλέπει εκείνη την ευλογημένη στιγμή της αυτοσυγκέντρωσης, είναι  ένα ξένο πόδι που ετοιμάζεται να πατήσει τα σχήματα που είχε χαράξει στο έδαφος.

Δεν ξέρει ότι πρόκειται για το πόδι κάποιου στρατιώτη, δεν ξέρει ότι ο εχθρός έχει μπει στην πόλη, δεν έχει ακούσει τα χτυπήματα από τους πολιορκητικούς κριούς, ούτε τις κραυγές όσων προσπαθούν να διαφύγουν και όσων σκοτώνονται, ούτε τις χαρμόσυνες σάλπιγγες των νικητών. Κείνη ακριβώς τη στιγμή της δημιουργίας, δε βρισκόταν στις Συρακούσες, βρισκόταν στα έργα του. όταν δημιουργεί, ο πραγματικός καλλιτέχνης βρίσκεται βυθισμένος στο δημιούργημά του, όπως ο ευσεβής άνθρωπος στην προσευχή του ή ο ονειροπόλος στο όνειρό του. και αναγκαστικά, καθώς είναι στραμμένος αποκλειστικά προς τον εσωτερικό του κόσμο, δεν έχει σαφή αντίληψη του έξω κόσμου ούτε του εαυτού του. Έτσι οι καλλιτέχνες, οι ποιητές, οι ζωγράφοι, οι μουσικοί, όταν δημιουργούν δεν είναι σε θέση να παρατηρήσουν το πώς δημιουργούν και είναι ακόμη λιγότερο ικανοί να μας το εξηγήσουν κατόπιν. Αποτελούν μέτριους και δίχως πρακτική αξία, μάρτυρες της προσωπικής τους διαδικασίας, δημιουργίας – κι εμείς ως εγκληματολόγοι, θα διαπράτταμε σφάλμα αν αρκούμασταν τυφλά στην μαρτυρία τους. Η δημιουργία βεβαίως είναι  μια αόρατη πράξη, που συντελείται πίσω από τα τείχη του εγκεφάλου, και η αρχαία λέξη για την έμπνευση – inspiration στα Λατινικά – είναι αρκετή για να καταδείξει με εξαιρετική σαφήνεια πως πρόκειται αποκλειστικά για μια «πνοή», επομένως για μια διαδικασία παντελώς άυλη, την οποία ούτε το ανθρώπινο μάτι, ούτε το ανθρώπινο αυτί, ούτε η αφή δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν. Η πιο πάνω ένσταση είναι κατ’ αρχήν δικαιολογημένη. Το πραγματικό δημιουργικό στοιχείο, το στοιχείο του οράματος δηλαδή, η εμπνευσμένη πράξη του καλλιτέχνη, είναι αόρατο.

Ζούμε όμως σ’ ένα γήινο κόσμο, είμαστε ανθρώπινα όντα και δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τα πράγματα παρά μόνο με τις αισθήσεις μας. Για μας, ένα λουλούδι δεν είναι ακόμη λουλούδι όσο βρίσκεται κρυμμένο στο χώμα με τη μορφή σπόρου, πρέπει πρώτα να αποκτήσει τη μορφή και το άρωμα του λουλουδιού, μια πεταλούδα δεν είναι πεταλούδα παρά μόνο αφού υπάρξει κάμπια και χρυσαλλίδα, αφού συντελεστεί το θαύμα και αποκτήσει τα πολύχρωμα φτερά της. Προκειμένου μια μελωδία να είναι για μας μελωδία, δεν φτάνει να υπάρχει μέσα στο κεφάλι του συνθέτη, πρέπει να μπορούμε να την ακούσουμε, ένας πίνακας δεν είναι πίνακας παρά μόνο αν είναι ορατός και ολοκληρωμένος, μια ιδέα δεν είναι ιδέα μέχρι τη στιγμή που έχει διατυπωθεί, ένα γλυπτό δεν είναι γλυπτό παρά μόνο τη στιγμή που εμφανίζεται στην τελική του μορφή.

Για να εγκαταλείψει λοιπόν την ψυχή του καλλιτέχνη και να μπει στη ζωή μας, η έμπνευση πρέπει κάθε φορά να περιβληθεί μια γήινη μορφή, χάρη στην οποία να μπορούμε να την αντιληφθούμε οπτικά ή ακουστικά. Πρέπει απαραιτήτως να διέλθει από ένα υλικό μέσο. ακόμη και το πιο εξαίσιο ποίημα, για να φτάσει σε μας, πρέπει ν' αποτυπωθεί πρώτα σ’ ένα υλικό στοιχείο, να γραφτεί με μελάνι ή με μολύβι σε έναν υλικό φορέα, στο χαρτί εν προκειμένω, ένας πίνακας πρέπει να ζωγραφιστεί στο μουσαμά με χρώματα, ένα γλυπτό πρέπει να πάρει μορφή σε ξύλο ή σε πέτρα. Η διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας – κι εδώ έχουμε κάνει ένα ακόμα βήμα στην έρευνά μας – δεν συνίσταται επομένως καθαρά και μόνο στην έμπνευση, δεν περιορίζεται σε ό, τι διαδραματίζεται πίσω από τα τείχη του μυαλού ή μέσα στον αμφιβληστροειδή του ματιού, αλλά είναι μια πράξη μετάφρασης που επιτρέπει το πέρασμα από τον κόσμο του πνεύματος στον κόσμο των αισθήσεων, από το όραμα στην πραγματικότητα.

 Για τον καλλιτέχνη, το να δημιουργεί σημαίνει πάντοτε να πραγματοποιεί, να επιτρέπει σ’ ένα εσωτερικό όραμα, σε μια εικόνα ονειρική την οποία το πνεύμα του είδε στην τέλεια μορφή της, να περάσει από τον έσω στον έξω κόσμο, να τη μεταφέρει στον κόσμο μας χρησιμοποιώντας ένα απίθανο υλικό, είτε αυτό είναι η γλώσσα, είτε το χρώμα ή ο ήχος. Ο καλλιτέχνης αρχικά ονειρεύεται το όραμά του.  το όραμα αυτό είναι μία παράσταση από την οποία ο καλλιτέχνης αρπάζεται, πασχίζοντας στη συνέχεια να την αποσπάσει, κατά κάποιον τρόπο, από το χώρο του αόρατου και να την προσγειώσει στον κόσμο μας. Το εσωτερικό όμως όνειρο θα πρέπει να το διαδεχθεί η εσωτερική επαγρύπνηση και, κατά μια έννοια, ο καλλιτέχνης θα πρέπει να χρησιμοποιεί την αρχαία μέθοδο που εφάρμοζαν οι Πέρσες πολεμιστές, που κατέστρωναν το σχέδιό τους για τη μάχη το βράδυ, πίνοντας και μεθοκοπώντας, αλλά το επανεξέταζαν την επομένη, με το μυαλό καθαρό.

 

 

Εάν θελήσουμε, στο σημείο τούτο, να συνοψίσουμε σε μια φράση αυτό που πραγματικά συμβαίνει κατά τη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας, δε θα πρέπει να μιλήσουμε για «έμπνευση ή εργασία», αλλά για «έμπνευση και εργασία». Η δημιουργία είναι μια αέναη μάχη ανάμεσα στο ασυνείδητο και το συνειδητό. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καλλιτεχνική πράξη δίχως την παρουσία των δύο αυτών στοιχείων. Τα δύο αυτά θεμελιώδη στοιχεία είναι απαραίτητα, καθώς ο καλλιτέχνης υποτάσσεται στο νόμο της αντίθεσης, της δημιουργικής ισορροπίας μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου. Κι είναι εντός των ορίων του νόμου αυτού, που είναι ελεύθερος. Αυτή την ταυτόχρονη υποταγή κι ελευθερία του, θα μπορούσαμε κάλλιστα να την παρομοιάσουμε με ό, τι συμβαίνει σε μια παρτίδα σκάκι.

Στο σκάκι έχουμε επίσης δυο ομάδες, τα λευκά και τα μαύρα, οι οποίες έρχονται αντιμέτωπες για να πολεμήσουν η μία την άλλη. Όπως η παρτίδα παίζεται σε εξήντα τέσσερα τετράγωνα, έτσι και η καλλιτεχνική δημιουργία εξαρτάται  από τις πενήντα με εκατό χιλιάδες λέξεις της γλώσσας, από τα χρώματα του φάσματος, από τους ήχους της μουσικής. Αλλά και, όπως πάνω στα εξήντα τέσσερα αυτά τετράγωνα υπάρχουν άπειρες πιθανές παραλλαγές στις κινήσεις των λευκών και των μαύρων και καμία παρτίδα δε μοιάζει με τις άλλες από την αρχή ως το τέλος, έτσι και η διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας θα είναι πάντοτε διαφορετική για κάθε καλλιτέχνη. Ίσως να μην έπραξα καλά δίνοντας στη διάλεξή μου αυτή τον τίτλο «Η συμπλήρωση του κενού χώρου».

Το δίχως άλλο, θα ήταν σωστότερο να την ονομάσω «Τα χιλιάδες μυστικά της καλλιτεχνικής δημιουργίας», μιας και εντός των ορίων που χάραξα προηγουμένως, ο κάθε καλλιτέχνης έχει το δικό του μυστικό, κάθε συγκεκριμένο έργο έχει τη δική του ιστορία, και δεν έχουμε άλλη επιλογή, εάν θέλουμε να διεισδύσουμε στο μυστικό της καλλιτεχνικής δημιουργίας, από το να παρατηρήσουμε πολυάριθμους καλλιτέχνες, και όσο το δυνατόν πιο διαφορετικούς. Μόνον η συνισταμένη όλων αυτών των παραλλαγών μπορεί να μας επιτρέψει να σχηματίσουμε μια ιδέα για το νόμο που διέπει τη δημιουργία όλων αυτών των έργων.  Δεν πιστεύω πως κάποιος που μπαίνει για πρώτη φορά σε μια πινακοθήκη, κάποιος που ακούει για πρώτη φορά μια συμφωνία του Μπετόβεν, είναι σε θέση να εκτιμήσει αμέσως την πραγματική αξία ενός αριστουργήματος. Το έργο τέχνης δεν αποκαλύπτεται στον καθένα με την πρώτη ματιά, είναι σαν τη γυναίκα που απαιτεί πρώτα να την πολιορκήσουμε, πριν μας επιτρέψει να την αγαπήσουμε. Εάν θέλουμε πραγματικά να αισθανθούμε, πρέπει πρώτα να νιώσουμε αυτό που αισθάνθηκε ο καλλιτέχνης. Για να καταλάβουμε πραγματικά τις προθέσεις του, πρέπει να ν’ αντιληφθούμε ποια ήταν τα εμπόδια με τα οποία ήρθε αντιμέτωπος καθώς πάσχιζε να τις υλοποιήσει. Πρέπει ν’ ανασυνθέσουμε την ψυχή του στην ψυχή μας – η πραγματική απόλαυση δεν είναι απλή πρόσληψη και μόνο, είναι μια εσωτερική συμμετοχή στο έργο.

Με τις σκέψεις τούτες θέλησα να δείξω πως, εάν καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια, είναι ως ένα βαθμό εφικτό, ακόμη κι αν οι ίδιοι δεν δημιουργούμε, να βρεθούμε στη θέση του καλλιτέχνη την ώρα της δημιουργίας και να μοιραστούμε μαζί του όλες εκείνες τις εντάσεις και τις περιπέτειες που συνοδεύουν ένα έργο από την πρώτη στιγμή της γένεσής του ως την ολοκλήρωσή του.

Ας προσπαθήσουμε, ωστόσο, ν’ αποφύγουμε την παγίδα της επιπολαιότητας γιατί, όταν ο ίδιος ο καλλιτέχνης μοχθούσε και ξαναζούσε τη μάχη του Ιακώβ με τον άγγελο – την αέναη αυτή μάχη του καλλιτέχνη που λέει στον άγγελο της τελειότητας : «δεν πρόκειται να σ’ αφήσω πριν μου δώσεις την ευλογία σου» ! Εμείς  είμαστε απόντες. Ας είμαστε προσεκτικοί κι ας μην παραδινόμαστε ποτέ αμαχητί στην πρώτη εντύπωση, ας μη μένουμε ποτέ ικανοποιημένοι μονομιάς, γιατί ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν στάθηκε ποτέ ικανοποιημένος από το πρώτο προσχέδιο, από την πρώτη άποψη για το έργο. Εάν πάρουμε κάποιο από τα γνωστότερα χαρακτικά του Ρέμπραντ, νομίζουμε πως κρατάμε στα χέρια μας την τελειότητα. Δείτε όμως πως μπορεί να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο ο θαυμασμός μας, καθώς και οι γνώσεις μας σχετικά με τούτη την αλχημεία του φωτός και της σκιάς με τη μαγεία του καλλιτέχνη, αν σε αυτή την τελική μορφή, αντιπαραβάλουμε κάποιο δοκίμιο ή κάποιο αντίτυπο από προγενέστερη πλάκα.

Αντιλαμβανόμαστε ότι ο Ρέμπραντ  αλλού έχει εξαλείψει ένα υπερβολικά έντονο φως, αλλού έχει βαθύνει μια σκιά ή έχει μετακινήσει προς το βάθος ένα πρόσωπο το οποίο βρισκόταν υπερβολικά μπροστά. Αυτές τις στιγμές που η ευαισθησία μας αναβιώνει τα βάσανά του, την ανυπομονησία του, τις προσπάθειές του και την έκσταση της ολοκλήρωσης, μοιραζόμαστε όλα αυτά τα συναισθήματα μαζί του. Έτσι δημιουργήσαμε μαζί του και αυτή η συνενοχή της ευαισθησίας μας μας επιτρέπει να ξαναζήσουμε τη γένεση αυτού του έργου τέχνης.

Προκειμένου να προσφέρουν σε έναν όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων τούτη την υπέρτατη απόλαυση της μέθεξης και της νοερής ανάπλασης, θα ήταν κατά τη γνώμη μου ευκταίο τα μουσεία να μην περιορίζονται στην έκθεση των ολοκληρωμένων έργων, όπως κάνουν σήμερα, αλλά να παρουσιάζουν παράλληλα και όλα τα προηγούμενα στάδια, τα προσχέδια και τις σπουδές που προηγήθηκαν του συγκεκριμένου πίνακα, έτσι ώστε οι άνθρωποι να μην αρκούνται στο να θεωρούν το ολοκληρωμένο έργο δώρο εξ ουρανού, αλλά, αντιθέτως, να συνειδητοποιούν, με το δέοντα σεβασμό, ότι τα θαύματα αυτά δημιουργήθηκαν από υπάρξεις σαν κι εμάς, φτιάχτηκαν χάρη σε ανθρώπινες προσπάθειες, ανθρώπινα βάσανα, ανθρώπινες χαρές, και αποσπάστηκαν από την αδρανή ύλη χάρη στην τελευταία ικμάδα της ψυχής του καλλιτέχνη. Όχι – ούτε η ομορφιά των αστεριών ούτε η η μεγαλοπρέπεια του ουρανού μειώνονται όταν το πνεύμα μας πασχίζει να μελετήσει τους νόμους που διέπουν αυτόν τον απρόσιτο χώρο, όταν πασχίζουμε να μετρήσουμε την απόσταση που μας χωρίζει από τα’ άστρα και να υπολογίσουμε την ταχύτητα του φωτεινού δίσκου, που η αργυρή του λάμψη φτάνει μέχρι τις κόρες των ματιών μας. Τουναντίον, η γνώση δεν περιόρισε ποτέ τον πραγματικό ενθουσιασμό, τον αυξάνει μονάχα και τον ενισχύει. Έτσι, ευελπιστούμε απόψε να προσεγγίσουμε το μυστικό της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τούτης της απερίγραπτης στιγμής, εκεί όπου τελειώνουν τα γήινα όρια που επιβάλλονται σε μας τους θνητούς κι αρχίζει η αιωνιότητα. Ο αγώνας και μόνον προς την κορυφή αρκεί για να γεμίσει την ανθρώπινη καρδιά. Η τέχνη φαντάζεται τον Σίσυφο ευτυχισμένο. Ας αγωνίζεται για την ουτοπία.

 

Με την ευκαιρία της αναγόρευσης του Κ. Σπυρόπουλου σε Επίτιμο Διδάκτορα της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, διοργανώνεται για πρώτη φορά στη Λευκωσία έκθεση μερικών από τα σημαντικότερα, πρόσφατα έργα του καλλιτέχνη με τίτλο «Η πληρότητα του κενού χώρου». Η έκθεση, τα εγκαίνια της οποίας πραγματοποιήθηκαν στην Γκαλερί Γκλόρια την Κυριακή 2 Ιουλίου, θα παραμείνει ανοικτή μέχρι τις 15 Ιουλίου.

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Ειδήσεις