Ακριβά αποθέματα, κέρδη εταιρειών, δομή εγχώριας αγοράς, οι βασικές αιτίες
Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να μειώνεται, αλλά αναμένεται ότι θα παραμείνει πολύ υψηλός για μεγάλο χρονικό διάστημα».
Με αυτή τη διαπίστωση – πρόβλεψη ξεκινάει το τελευταίο οικονομικό ενημερωτικό δελτίο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο δημοσιεύθηκε στις 10 Αυγούστου. Πρόκειται αν μη τι άλλο για μια ανησυχητική πρόβλεψη, ειδικά για την Ελλάδα όπου ύστερα από 9 μήνες καθοδικής πορείας ο πληθωρισμός ανέκαμψε τον Ιούλιο, σε 2,5% από 1,8% τον Ιούνιο.
Οι υψηλές τιμές στα τρόφιμα, τυποποιημένα και νωπά, με τις ανατιμήσεις να μην έχουν σταματήσει, ακόμη και αν είναι μικρότερες σε ένταση και έκταση σε σύγκριση με το 2022, αλλά και η εμφάνιση πλέον υψηλότερων χρεώσεων σε σειρά υπηρεσιών βρίσκονται πίσω από την ανάκαμψη του πληθωρισμού.
«Οι αιτίες του πληθωρισμού αλλάζουν. Οι εξωγενείς παράγοντες υποχωρούν. Αντιθέτως, οι εσωτερικές πιέσεις στις τιμές, πιέσεις οι οποίες προέρχονται μεταξύ άλλων από τις αυξήσεις στους μισθούς και τα ακόμη ισχυρά περιθώρια κέρδους των εταιρειών, εξελίσσονται σε παράγοντα πληθωρισμού αυξανόμενης σημασίας», τονίζει η ΕΚΤ. Βεβαίως στην περίπτωση της Ελλάδας οι μισθοί αυξάνονται με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι τα αγαθά και κυρίως τα τρόφιμα, κάτι που επεσήμανε πρόσφατα και ο Ελληνας κεντρικός τραπεζίτης, ο κ. Γιάννης Στουρνάρας.
Το πρόβλημα δυστυχώς στην Ελλάδα είναι βαθύτερο και σχετίζεται με τη δομή της αγοράς και της παραγωγής με συνέπεια οι τιμές στα τρόφιμα, αλλά και σε άλλα βασικά αγαθά, να είναι εξαιρετικά «ευάλωτες» στους όποιους εξωγενείς παράγοντες.
Από τα στοιχεία της Eurostat για την εξέλιξη του πληθωρισμού των τροφίμων στην Ελλάδα και την Ευρωζώνη από τον Φεβρουάριο του 2022, οπότε ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία μέχρι σήμερα, προκύπτει ότι στη χώρα μας οι τιμές αυξήθηκαν με πολύ υψηλότερο ρυθμό. Τον Φεβρουάριο του 2022 ο πληθωρισμός των τροφίμων στην Ελλάδα ήταν ήδη 7,5% έναντι 4,8% στην Ευρωζώνη και μέχρι τον Αύγουστο του 2022 οι τιμές της εν λόγω κατηγορίας αγαθών αυξάνονταν στην Ελλάδα με υψηλότερο ρυθμό από ό,τι στην Ευρωζώνη. Η εικόνα αυτή αντιστράφηκε τους επόμενους μήνες, αλλά πλέον Ελλάδα και Ευρωζώνη συμβαδίζουν, αν και ενδέχεται πως όταν δημοσιοποιηθούν τα πλήρη στοιχεία της Eurostat για τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή του Ιουλίου, ο πληθωρισμός των τροφίμων στην Ελλάδα να αποκαλυφθεί ότι είναι πάλι υψηλότερος.
Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία της Eurostat για 21 είδη διατροφής προκύπτει ότι οι τιμές σε δέκα εξ αυτών εμφάνιζαν τον Ιούνιο του 2023 μεγαλύτερη ετήσια αύξηση στην Ελλάδα σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Οι μεγαλύτερες αποκλίσεις καταγράφονται στις τιμές των κρεάτων με τις αυξήσεις στην Ελλάδα να είναι σχεδόν διπλάσιες στο μοσχαρίσιο και το χοιρινό κρέας, ενώ μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται ακόμη και στην τιμή του αρνιού και του κατσικιού, είδη στα οποία η χώρα είναι αυτάρκης.
Η κάμψη της κατανάλωσης είναι προς το παρόν περιορισμένη για να ασκήσει πιέσεις και να μειωθούν οι τιμές.
Από τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών αγοράς Circana (πρώην IRI) προκύπτει εξάλλου ότι την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου οι τιμές ανά μονάδα στα συσκευασμένα προϊόντα είχαν αυξηθεί σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο κατά 6% (μεσοσταθμικά) με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να καταγράφονται στα ροφήματα (9%) και στα γαλακτοκομικά (7%). Ας σημειωθεί ότι πέρα από τα τρόφιμα, σημαντικές ανατιμήσεις τους τελευταίους μήνες καταγράφονται και στα είδη άμεσης κατανάλωσης νοικοκυριού (απορρυπαντικά, καθαριστικά, χαρτικά κ.ο.κ.) με τα στοιχεία της Circana να δείχνουν αύξηση κατά 7% της τιμής ανά μονάδα για την εν λόγω κατηγορία προϊόντων.
Ποιες είναι οι αιτίες για τη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα, παρά το γεγονός ότι το ενεργειακό κόστος και το κόστος αρκετών πρώτων και δεύτερων υλών έχει αποκλιμακωθεί, έστω και αν δεν έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2021;
Αποθέματα προϊόντων που έχουν παραχθεί με ακριβές πρώτες ύλες και ακόμη δεν έχουν διατεθεί στη λιανική και συνέχιση της αβεβαιότητας όσο ο πόλεμος στην Ουκρανία διαρκεί είναι δύο βασικές αιτίες. Επίσης, αρκετές εταιρείες που πέρυσι συγκράτησαν τις τιμές τους υπό τον φόβο απώλειας μεριδίων αγοράς, προχωρούν τώρα σε ανατιμήσεις, καθώς δεν επιθυμούν νέες απώλειες στην κερδοφορία τους.
Επιπλέον, παρά τη μεγάλη στροφή των καταναλωτών στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, αυτά ακόμη διατηρούν σχετικά χαμηλά μερίδια (25% στο σύνολο της αγοράς) με συνέπεια να μην είναι ακόμη τόσο μεγάλες οι πιέσεις στα επώνυμα προϊόντα.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί ένας ακόμη παράγοντας: παρά την πίεση που δέχθηκαν τα εισοδήματα, η μείωση της κατανάλωσης δεν ήταν τόσο μεγάλη –μέχρι τουλάχιστον και τις αρχές του καλοκαιριού– έτσι ώστε να οδηγήσει αναγκαστικά την αγορά σε μείωση των τιμών. Με άλλα λόγια, διατηρήθηκε σε σημαντικό βαθμό η ανελαστικότητα της ζήτησης. Μετά το καλοκαίρι ωστόσο και με την ακρίβεια πλέον να συμπληρώνει δύο έτη, καθώς η άνοδος των τιμών ξεκίνησε από το φθινόπωρο του 2021, πολλοί εκτιμούν ότι η κάμψη της κατανάλωσης θα είναι εντονότερη οδηγώντας αναγκαστικά σε μειώσεις τιμών.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr