Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ελεύθερος Τύπος" σε αφιέρωμα για τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων
(«Μια φορά κι ένα καιρό σε πολιτείες άλλες, σ’ άλλους καιρούς, τα βράδια του καλοκαιριού ήταν ατέλειωτα κι οι άνθρωποι καθισμένοι έξω απ’ τις πόρτες των σπιτιών ξομπλιάζανε τις ιστορίες τής γειτονιάς που φτιάχναν τότε την ιστορία τού κόσμου. Το χώμα στις αυλές, ποτισμένο κι υγρό, μύριζε ζέστα κι ένας αέρας έτρεφε τα πνευμόνια τους μπολιασμένος μυρωδιά από τους πράσινους κήπους. Τα παιδιά δίχως έγνοια κι αδέσποτα, τα ’βρισκε αργά το βράδυ στα παγκάκια της πλατείας να τραγουδάνε το ‘τραγούδι απ’ τ’ Αλγέρι’, τη ‘Φαράχ’ και τη θλιμμένη ‘Σοράγια’, αφού δεν είχαν κανένα δικό τους καημό»).
Ποτέ τα καλοκαίρια μου δεν ήταν πιο μαγευτικά από ’κείνα της μακρινής μου εφηβείας, περισσότερο πολύχρωμα και φωτεινά. Ο χρόνος απλωνόταν ρέμπελα σαν τα χυμένα ρολόγια του Νταλί, οι ώρες μάκραιναν ατέλειωτες κι οι μέρες κύλαγαν νωχελικά· τόσο αργά, που νόμιζες ότι το φως τους δεν πρόκειται ποτέ να λιγοστέψει.
Όλα χωράγαν στους ευφρόσυνους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο κι Αύγουστο, ακόμα κι η κατοπινή ζωή μου χτίστηκε στις ανέμελες εκείνες μέρες της πρώτης εφηβείας. Σε όσα είδα κι όσα άκουσα, σε όσα κράτησα στη μνήμη ή τ’ απαρνήθηκα.
Έχω ακόμα στα ρουθούνια μου τη μυρωδιά φρέσκιας ντομάτας τού μπαξέ, γεύση στον ουρανίσκο από καρπούζι δαγκωμένο ως τη φλούδα, και στ’ αυτιά καμπανιστές φωνές μανάβηδων που πέρναγαν, πρωί πρωί, από τις γειτονιές με τα φρούτα τους και τα ζαρζαβατικά κομμένα μόλις απ’ τα μποστάνια τους. Με τη δροσιά της νύχτας πάνω στα φύλλα τους ακόμα.
Τις εποχές που ζήσαμε, προτού τον Υπολογιστή, δίχως τα τάμπλετ και τα κινητά, οι μέρες μας δεν είχαν τελειωμό.
Τα πρωινά λυσσομανάγαμε στις θάλασσες. Παίρναμε τους δρόμους με τα πόδια και κατεβαίναμε στις κοντινές μας παραλίες. ( Ούτε δραχμή στην τσέπη–και τα λεωφορεία, αραιά και πού).
Ξέραμε την κάθε ακρογιαλιά και τα βραχάκια της, κάθε κολπίσκο και κάθε αμμουδιά· απ’ το παλιό Τελωνείο ως την περιοχή του αγίου Διονυσίου κι ως την Τερψιθέα - όλες οι θάλασσες ήταν τότε καθαρές· κι από τις δυο προβλήτες, τής Γούναρη και της αγίου Νικολάου ως τον κυματοθραύστη, όπου φτάναμε κολυμπώντας στα βαθιά. («Εκεί στην Ψιλή , δίπλα στις τράτες που αράζανε πιο πέρα, στους ταρσανάδες και στα βράχια, τα παιδιά μάθαιναν ν’ αγαπάνε τη θάλασσα και να γεύονται την αρμύρα της· γλυκός ο κόσμος και τα καλοκαίρια καίγανε . Κι ύστερα από χρόνια πολλά θ’ αναζητήσουν τη μυρωδιά από τα σάπια φύκια του γιαλού και τη δροσιά κορμιού που πάνω του κυλάνε ακόμα σταλαγματιές της θάλασσας»).
Η ώρα μία, με τον ήλιο ντάβανο, γυρίζαμε στο σπίτι πεινασμένοι σαν τους λύκους. Το μαγιό βρεγμένο στο κουρεμένο μας κεφάλι να μας προστατεύει από τη λάβρα του μεσημεριού.
Τ’ απογεύματα , παίρναν φωτιά οι έρωτες. Εξ αποστάσεως. Άρχιζε το σεργιάνι μας στους δρόμους, στις πλατείες, στα στενοσόκακα της γειτονιάς και καταλήγαμε στον διπλανό προσφυγικό συνοικισμό. Ζούσαμε με τη λαχτάρα της συνάντησης. Με μια Μαρία, μια Ευγενία, κάποια Άννα. Οι μικρότεροι αρκούμασταν σε βλέμματα συνωμοτικά, νοήματα, κρυφά χαμόγελα. Ζούσαμε τον έρωτα στη φαντασία μας όχι στην πραγματικότητα. Έρωτες εφήμεροι. Τα φτιάχναμε τη μία μέρα, τα χαλάγαμε την άλλη.
Οι πιο τολμηροί γράφαμε ραβασάκια με λόγια ξεπατικωμένα από τα περιοδικά της εποχής, τη «Βεντέτα» και το «Καρδιοχτύπι», ή παρμένα από ταινίες τού ελληνικού κινηματογράφου.
Κάποιοι μεγαλύτεροι ξεσκολισμένοι – κορίτσια και αγόρια– πιο μπασμένοι στους ερωτικούς νταλκάδες εξαφανίζονταν μέσα σε γιαπιά ή πίσω από τις καλαμιές του ‘Διακονιάρη’ για να ανταλλάξουν όρκους «αιώνιας πίστης» και τολμηρά φιλιά.
Από το σούρουπο και ύστερα πιάναμε ‘στασίδι’, μικροί μεγάλοι, στο
‘Σινέ -Κατερίνα’ – κάθε βράδυ άλλο έργο, δράματα και κωμωδίες εναλλάξ. Μπροστά η πιτσιρικαρία, πίσω οι μεγάλοι. Στα όρια ακριβώς του Προσφυγικού συνοικισμού και στις Εργατικές Κατοικίες ο κινηματογράφος ‘Κατερίνα’ ήταν πνιγμένος γύρω γύρω στα βασιλικά και τ’ αγιοκλήματα, το χώμα του στρωμένο με χοντρό γαρμπίλι κι από πάνω ανοιχτός ο ουρανός με τα άστρα.
Στο πανί οι ήρωες και οι μοιραίες ηρωίδες (η Γκέλλυ Μαυροπούλου, η Χριστίνα Σύλβα , ο Ξανθόπουλος, η Μάρθα Βούρτση). Ματαιωμένοι έρωτες , πονεμένες ιστορίες, φτώχεια και καημοί, ξεριζωμένοι πρόσφυγες ή μετανάστες που όμως όλο κάτι γινότανε στο τέλος και, ξαφνικά, από το κλάμα και το δάκρυ ερχόταν η δικαίωση, η ευτυχία κι η χαρά.
Οι θαμώνες, άνθρωποι μεροκαματιάρηδες της γειτονιάς, εργάτες στα εργοστάσια της Πειραϊκής Πατραϊκής ή του Λαδόπουλου, χτίστες κι οικοδόμοι έμοιαζε να παρακολουθούν την ιστορία της ζωής τους στο πανί που όμως έβλεπαν να αλλάζει μόνο στο happy end της κινηματογραφικής της εκδοχής. Όταν τέλειωνε η ταινία και ανάβανε τα φώτα, όλοι αυτοί ξαναγύριζαν στη μίζερη δική τους.
Δεν έλειπαν οι ζωντανές παρεμβάσεις, η προτροπή στη δράση τών κινηματογραφικών ηρώων. Πολλές φορές ενθουσιασμένοι από την έκβαση ξεσπάγαμε σε ‘ζήτω’ και χειροκροτήματα.
Κι ένα βράδυ , σε κάποιο δράμα οικογενειακό ( ήταν «Η Εκδίκηση» με τον Σπύρο Καλογήρου, τη Ζέτα Αποστόλου και τον Κώστα Κακκαβά ) ο Καλογήρου έπιασε τη γυναίκα του με τον Κακκαβά, βούτηξε το μαχαίρι της κουζίνας κι όρμησε πάνω της να τη σκοτώσει. Τυφλός από μανία και κρατώντας το τραπεζομάχαιρο αλλά αναποφάσιστος ακόμα - η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει απ’ την αγωνία- ακούστηκε ένα σούσουρο στα πισινά καθίσματα, κάτι σαν αναμπουμπούλα και μια φωνή στριγκιά διέσχισε το πηχτό σκοτάδι
~«Σκότωσέ τη, την π@@@να ! μη τη λυπάσαι» ούρλιαξε
Ξεσηκώθηκε η πλατεία, άναψε τα φώτα ο προβολατζής, πάγωσε η εικόνα στην οθόνη ενώ μια γυναίκα ηλικιωμένη πετώντας πέτρες και χαλίκια στο πανί έσουρνε στην πρωταγωνίστρια τα εξ αμάξης.
Ήταν η κυρά Τασία του Ανέστη ( πρόσφατα η νύφη της το ’χε σκάσει με τον εραστή αφήνοντας τον άντρα της στα κρύα του λουτρού και τώρα η πεθερά έβγαζε το άχτι της).
~«Μην τη λυπάσαι την παλιοβρόμα, σκότωσέ τη» έβριζε και τα λόγια της χάνονταν κάτω απ’ τις ζητωκραυγές και τις ιαχές των πιτσιρικάδων.
Δεν θυμάμαι πώς τέλειωσε εκείνη η τραγωδία στο πανί, αν ο Καλογήρου σκότωσε την Αποστόλου ή τη συγχώρησε και ξανασμίξανε. Δεν ξέρω. Κι άλλωστε, δεν είμαι σίγουρος αν όλα αυτά τα είδα με τα μάτια μου ή είναι κυήματα τής φαντασίας. Όσο περνούν τα χρόνια όλο και περισσότερο αμφιβάλλω αν όλοι αυτοί υπήρξανε στ’ αλήθεια ή είναι πλάσματα που ζωντανεύουν μόνο στα χαρτιά μου.
Κώστας Λογαράς
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr