Του Γιάννη Μουγγολιά
Eίναι η τελευταία μεγάλη σταρ των ημερών μας, μια από τις πιο ωραίες γυναίκες στον κόσμο, που μέσα από σημαντικές ταινίες που άφησαν έντονο το ίχνος τους.
Ο λόγος για την λαμπερή Μόνικα Μπελούτσι που στο πέρασμά της από τη Θεσσαλονίκη με αφορμή τις εκδηλώσεις που διοργάνωσε το 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (προβολή της ταινίας για τη Μαρία Κάλλας και απονομή του τιμητικού Χρυσού Αλέξανδρου) λειτούργησε σαν μαγνήτης προκαλώντας τις ενθουσιώδεις αντιδράσεις και σκηνές λατρείας του κοινού. Όπως ήταν επόμενο, μια τέτοια σταρ, ένα όνομα τέτοιου βεληνεκούς γέμισε ασφυκτικά το Ολύμπιον και στις δυο εκδηλώσεις-προβολές ταινιών που πρωταγωνιστούσε και παρευρέθηκε.
Το βράδυ της Πέμπτης 9 Νοεμβρίου η Μόνικα Μπελούτσι τιμήθηκε για το σύνολο της προσφοράς της στον κινηματογράφο με τον Χρυσό Αλέξανδρο του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, για το σύνολο της προσφοράς της στο σινεμά.
Τον Χρυσό Αλέξανδρο έδωσε στην Ιταλίδα σταρ ο Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας που την καλωσόρισε στη δική της γλώσσα, τα Ιταλικά. Η Μόνικα Μπελούτσι εμφανώς συγκινημένη ευχαρίστησε με λίγα λόγια όμως στα ελληνικά λέγοντας: «Είναι μεγάλη μου τιμή που έλαβα αυτό το βραβείο, είμαι πολύ ευγνώμων και ιδιαίτερα συγκινημένη. Θέλω να εκφράσω για μια ακόμα φορά την ευγνωμοσύνη μου στη Μαρία Κάλλας για την έμπνευση που μου πρόσφερε». Ευχαρίστησε με το χέρι της στην καρδιά της το κοινό, που την αποθέωσε με θερμό παρατεταμένο χειροκρότημα. Αξίζει να σημειωθούν οι ιδιαίτερα θερμές εκδηλώσεις του κοινού και κατά την είσοδό της στην αίθουσα. Εκτός από όσους βρέθηκαν στην αίθουσα, ένα τεράστιο κοινό είχε σχηματίσει μια τεράστια ουρά και την περίμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην είσοδο του Ολύμπιον στην πλατεία Αριστοτέλους για να την δει καθώς προσερχόταν. Μετά την απονομή του Χρυσού Αλέξανδρου προβλήθηκε η ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε «Μαλένα» (ιταλικής παραγωγής 2000) που πρωταγωνίστησε στα 37 της ερμηνεύοντας ένα δύσκολο και πολυσύνθετο ρόλο αλλά και γεμίζοντας τη μεγάλη οθόνη με την εκρηκτική παρουσία της.
Μια βραδιά πριν, την Τετάρτη 8 Νοεμβρίου η Μόνικα Μπελούτσι παρευρέθηκε και πάλι στο κατάμεστο Ολύμπιον για την προβολή του υβριδικού φιλμ Μαρία Κάλλας: επιστολές και αναμνήσεις των Τομ Βολφ και Γιάννη Δημολίτσα, όπου κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο ερμηνεύοντας την Κάλλας.
Την Ιταλίδα ηθοποιό καλωσόρισε προλογίζοντας ο καλλιτεχνικός διευθυντής του 64ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Ορέστης Ανδρεαδάκης. Από τη σκηνή του Ολύμπιον η Μόνικα Μπελούτσι εξέφρασε τη συγκίνησή της κι ευχαρίστησε για την πρόσκληση τους υπεύθυνους του φεστιβάλ. Χωρίς εξηγήσεις για την ταινία, είπε στο κοινό ότι θα το αφήσει να την ανακαλύψει μόνο του και τόνισε: «Όπως ξέρετε, έχω την Ελλάδα βαθιά μέσα στην καρδιά μου».
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Δημολίτσας υπγράμμισε ότι η ταινία δεν είναι ένα μτοκιμαντέρ για την Μαρία Κάλλας αλλά για την Μόνικα Μπελούτσι που ενσαρκώνει τη Μαρία Κάλλας μέσα από τα γράμματα-επιστολές που η Κάλλας έστελνε. «Κινηματογραφήσαμε με τον πιο απλό και όμορφο τρόπο μια θεατρική παράσταση που άρχισε πριν δυόμισυ χρόνια και έκανε σταθμούς σε όλο τον κόσμο», ανέφερε ο Γιάννης Δημολίτσας.
Όπως είπε ο σκηνοθέτης, η ταινία βασίστηκε στη μελέτη των επιστολών της Μαρίας Κάλλας αλλά και ενός εκτεταμένου αρχειακού υλικού, στο οποίο μια κάμερα ακολουθούσε συνεχώς τη μεγάλη σοπράνο, από απόσταση αναπνοής, σε διάφορα στάδια της ζωής της. λΕτσι υλοποιήθηκε η ιδέα της κάμερας που θα ακολουθούσε τη Μόνικα Μπελούτσι κατά την προετοιμασία της για να υποδυθεί τη Μαρία Κάλλας. Στην ταινία υπάρχουν και δραματοποιημένες σκηνές με τη Μόνικα Μπελούτσι στο σπίτι της Κάλλας. Η επιρροή για αυτό το φιλμ ήρθε και από την ταινία «L’Amore» του Ρομπέρτο Ροσελίνι, όπου στο πρώτο μέρος, πάνω στην «Ανθρώπινη φωνή» του Ζαν Κοκτώ, η Άννα Μανιάνι ενσαρκώνει μια γυναίκα που μιλά στο τηλέφωνο καθόλη τη διάρκεια της ταινίας, με στόχο να σώσει τον έρωτά της.
Το μεσημέρι της Πέμπτης 9 Νοεμβρίου η Μόνικα Μπελούτσι παραχώρησε συνέντευξη τύπου στους δημοσιογράφους. Η εκδήλωση άρχισε με έναν διάλογο ερωτήσεων-απαντήσεων με το στέλεχος και επικεφαλής του προγράμματος του φεστιβάλ Γιώργο Κρασσακόπουλο και επεκτάθηκε σε απαντήσεις της σε ερωτήσεις δημοσιογράφων.
Σχετικά με την ταινία για τη Μαρία Κάλλας η Μόνικα Μπελούτσι είπε: «Σημαίνει πολλά για μένα να βρίσκομαι εδώ, ξέρετε πόσο αγαπώ την Ελλάδα, επισκέπτομαι εξάλλου συνέχεια τη χώρα σας. Νιώθω ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι έχω ερμηνεύσει μια εμβληματική φιγούρα της τέχνης και του πολιτισμού, τη Μαρία Κάλλας. Το σημαντικότερο όμως για μένα είναι ότι μέσα από αυτή την εμπειρία ανακάλυψα τη διττή φύση της Κάλλας. Αφενός, μια αληθινή ντίβα, με θεϊκό χάρισμα και ταλέντο. Αφετέρου, μια γυναίκα με αυθεντικά αισθήματα, αυθορμητισμό και αγνή καρδιά. Τόσο η θεατρική παράσταση όσο και η ταινία εξερευνούν περισσότερο τη Μαρία παρά την Κάλλας, ρίχνοντας φως στις ελπίδες και στα όνειρα μιας νεαρής γυναίκας, αλλά και στην ωριμότητα και στις δυσκολίες που βίωσε ως καταξιωμένη σταρ, καθώς πάλευε να βρει ισορροπία ανάμεσα στην καλλιτεχνική της επιτυχία και την ιδιωτική της ζωή. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ποιες ηθοποιοί και καλλιτέχνιδες έχουν ενσαρκώσει την Κάλλας, από τη Φανί Αρντάν μέχρι τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς, ενώ στο προσεχές μέλλον θα δούμε και την Αντζελίνα Τζολί σε έναν αντίστοιχο ρόλο. Όλα τα παραπάνω συνηγορούν στη διαπίστωση ότι η προσωπικότητα και η ακτινοβολία της Μαρίας Κάλλας εξακολουθούν να εμπνέουν και να συναρπάζουν. Στην ταινία ο στόχος μας ήταν να απεικονίσουμε τη μοναξιά που τη βασάνισε στην προσωπική της ζωή, γι’ αυτό και γυρίσαμε τις σκηνές στο αδειανό της διαμέρισμα στο Παρίσι, για να μεταδώσουμε την αίσθηση της εγκατάλειψης που ένιωθε. Μια σταρ που λατρεύτηκε από το κοινό, στην προσωπική της ζωή ένιωθε στερημένη από αγάπη. Το στοιχείο αυτό με άγγιξε πολύ βαθιά».
Σχετικά με την προσοχή που της δίνουν τα ΜΜΕ στη διεθνή πορεία της υπογράμμισε κάνοντας ευθεία σύνδεση με την ταινία για την Κάλλας: «Η αλήθεια είναι πως δεν νιώθω πως βρίσκομαι πάντα στο προσκήνιο, παρά μόνο όταν είμαι στη διαδικασία προώθησης μιας νέας ταινίας ή ενός νέου πρότζεκτ. Τις υπόλοιπες στιγμές, για να είμαι ειλικρινής, προτιμώ να μένω στις σκιές. Στον συγκεκριμένο τομέα, διδάχτηκα πολλά από την Κάλλας, η οποία δεν ήταν απλώς μια θρυλική σοπράνο, αλλά μια θαρραλέα γυναίκα που βρήκε το θάρρος να ζήσει τη ζωή της σύμφωνα με τις επιθυμίες της, βρίσκοντας το κουράγιο να πάρει διαζύγιο σε μια εποχή που μια τέτοια κίνηση ήταν με κάθε τρόπο απαγορευμένη στην Ιταλία. Η Κάλλας ακολούθησε την καρδιά της έχοντας αρχικά θυσιάσει τα νιάτα της στον βωμό της τέχνης και του ταλέντου της. Σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν γνώρισε τον Ωνάση, ανακάλυψε εκ νέου τη θηλυκότητά της, την οποία θέλησε να ζήσει στο έπακρο. Το κοινό νήμα που ενώνει την ταινία για την Κάλλας και τη ‘Μαλένα”, παρόλο που απέχουν μεταξύ τους περίπου είκοσι χρόνια, είναι ότι έχουν στο επίκεντρό τους δύο γυναίκες που έρχονται αντιμέτωπες με έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Nιώθω τυχερή που ξεκίνησα την καριέρα μου στο σινεμά σε ηλικία 25 ετών και όχι νωρίτερα. Στη Μαλένα υποδύομαι μια γυναίκα στα 27 της, ενώ εκείνη την εποχή ήμουν δέκα χρόνια μεγαλύτερη, σε τελική ανάλυση όμως αυτή είναι και η ομορφιά του σινεμά. Σε εκείνη την ηλικία, ήξερα πώς να προστατεύσω τον εαυτό μου, το ίδιο νιώθω πως ισχύει και για την κόρη μου, η οποία επίσης εργάζεται τόσο ως ηθοποιός όσο και ως μοντέλο».
Σχετικά με το πέρασμα του χρόνου πάνω της ανέφερε: «Είναι μάταιο να αντιμάχεσαι το πέρασμα του χρόνου. «Ειλικρινά δεν με απασχολεί η ηλικία μου, είναι μάταιο να παλεύεις ενάντια στον χρόνο, είναι απολύτως βέβαιο πως θα χάσεις. Όσο και να ακούγεται κοινότυπο, τα πράγματα που με κάνουν να νιώθω ζωντανή και να μη σκέφτομαι τον χρόνο που κυλά είναι η οικογένεια, οι φίλοι μου και το πάθος για τη δουλειά μου. Την ίδια στιγμή, όσο μεγαλώνεις, αντιλαμβάνεσαι πως αυτό που μετρά είναι η αληθινή ζωή. Πιστεύω πως τα όσα περάσαμε με την πανδημία, ανάγκασαν πολλούς από εμάς να αναθεωρήσουμε τη στάση μας και να αποδεχτούμε πως οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ό,τι σημαντικότερο έχουμε».
Σχετικά με τη θέση του σινεμά σήμερα στη βιομηχανία του θεάματος τόνισε: «Υπήρξε πράγματι μια εποχή στην οποία όλοι μας φοβηθήκαμε πως το τέλος του σινεμά είναι κοντά, αλλά ευτυχώς διαψευστήκαμε. Παρόλα αυτά, οφείλω να ομολογήσω πως παρακολουθώντας ορισμένες αξιόλογες ταινίες στο Netflix, αισθάνθηκα πως είναι κρίμα που το κοινό δεν θα τις παρακολουθήσει στη μεγάλη οθόνη, διότι η εμπειρία της σκοτεινής αίθουσας είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Μια αλλαγή που βίωσα η ίδια στην καριέρα μου είναι ότι παλαιότερα, στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, ακόμη και του ’60, το ιταλικό σινεμά αποτελούσε διαβατήριο για μια διεθνή καριέρα. Πολλές διάσημες ιταλίδες ηθοποιοί, όπως η Σιλβάνα Μάνγκανο, η Τζίνα Λολομπρίτζιντα, η Σοφία Λόρεν, η Άννα Μανιάνι, η Μόνικα Βίτι, η Τζουλιέτα Μαζίνα, απέκτησαν διεθνή φήμη μέσα από το ιταλικό σινεμά. Τώρα, φυσικά, οι συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές και η διεθνής καριέρα είναι μια πολύ πιο σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία. Είχα πάντως την τύχη να συνεργαστώ με πολλούς σκηνοθέτες από πολλές διαφορετικές χώρες, αντλώντας στοιχεία και γνώσεις από πολλές διαφορετικές κουλτούρες. Όσο για τα δεδομένα της σύγχρονης εποχής, τολμώ να πω ότι έχω προσαρμοστεί, συμμετέχοντας σε τηλεοπτικές παραγωγές όπως το Mozart in the Jungle και το Call My Agent».
Σχετικά με την ιδιότητα της γυναίκας ηθοποιού αλλά και για τη θέση της γυναίκας ανέφερε: «Από σεβασμό προς τη δουλειά μου, δεν θα τολμούσα να μεταπηδήσω στη σκηνοθεσία. Απολαμβάνω τη δουλειά του ηθοποιού και έχω ακόμη πολλά να μάθω. Συνολικά μιλώντας, είναι υπέροχο να βλέπεις γυναίκες στην εποχή μας να ενσαρκώνουν ρόλους που τις απεικονίζουν ως ολοκληρωμένες και ζωντανές προσωπικότητες, με πάθη και σεξουαλικότητα, και όχι ως χαρακτήρες περιχαρακωμένους σε συμβατικούς ρόλους. Παλαιότερα, ακόμη και μετά τα σαράντα, ήταν δύσκολο να βρεις ενδιαφέροντες ρόλους. Στην εποχή μας, για να μιλήσω για τα όσα ισχύουν στη Γαλλία όπου ζω, παρατηρεί κανείς πως ηθοποιοί όπως η Ναταλί Μπάιγ, η Σάρλοτ Ράμπλινγκ, η Ιζαμπέλ Ιπέρ και η Φανί Αρντάν εξακολουθούν να βρίσκονται στην κορυφογραμμή του σινεμά. Είμαι αισιόδοξη για τα όσα επιφυλάσσει το μέλλον γιατί έχουμε αλλάξει και εμείς ως γυναίκες, έχει αλλάξει η θέση μας στην κοινωνία. Πλέον εισπράττουμε μεγαλύτερο σεβασμό, έχουμε αποκτήσει αυτοσεβασμό, μιλάμε και ακουγόμαστε περισσότερο».
Σχετικά με την πραγματικότητα που βιώνουμε στις μέρες μας στον χώρο του σινεμά, επισήμανε: «Τα πάντα αλλάζουν γύρω μας, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, παράγουμε και καταναλώνουμε εικόνες. Σε κάποιες στιγμές θα πρέπει να αποδεχτούμε πως ο κόσμος μεταβάλλεται και πιθανώς να μην είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τις αλλαγές που μεσολαβούν. Παρόλα αυτά, το δικό μου πάθος για το σινεμά δεν έχει αλλάξει. Με τα χρόνια απέκτησα φυσικά περισσότερη εμπειρία, διαμόρφωσα τη δική μου προσέγγιση και μέθοδο, αλλά κατά βάθος νιώθω πως δεν έχω αλλάξει καθόλου από την εποχή που έβλεπα τρεις ταινίες τη μέρα και ξεφύλλιζα με πάθος τα βιβλία με τις φωτογραφίες του Χέλμουτ Νιούτον. Η κινητήρια δύναμη μέσα μου εξακολουθεί να είναι η ίδια. Όσο για τη σκοτεινή αίθουσα, δεν θα πάψει ποτέ να διαθέτει μια δύναμη μυσταγωγική. Είναι όπως το είχε πει και ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ. Όταν βρισκόμαστε στην αίθουσα, παρακολουθούμε την ταινία με το κεφάλι και το βλέμμα στραμμένο προς τα πάνω. Σαν να αντικρίζουμε κάτι υψηλότερο και ονειρώδες, κάτι που μας υπερβαίνει».
Αναμφίβολα το πέρασμα της Μόνικα Μπελούτσι από τη Θεσσαλονίκη ήταν μια πολύ δυνατή στιγμή του φεστιβάλ που ξεχείλισε ομορφιά και ποιότητα σε έναν σπάνιο αρμονικό συνδυασμό.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr