Από την Ευθυμία Κ. Μυλωνά
Ένα ξεχωριστό ανέκδοτο διήγημα, της εκπαιδευτικού Ευθυμίας Κ. Μυλωνά, δημοσιεύει το thebest.gr. Aφορά την προσέγγιση της συγγραφέως βλέποντας κάποιες παλιές πόρτες σε σπίτια στην Πάτρα.
Κάθε μια και διαφορετική ιστορία με ξεχωριστά συναισθήματα, πλοκή, οπτική γωνία. Εμπνευση της στιγμής, με την πρώτη ματιά, λες και της μιλούσαν.
Επτά «ιστορίες» που κρύβονται πίσω από επτά παλιές πόρτες της Πατρας. Κι είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες.
Η κάθε ιστορία είναι δημιούργημα της φαντασίας της συγγραφέως με πηγή έμπνευσης την στιγμιαία θέαση της κάθε πόρτας.
Η συγγραφέας
Η Ευθυμία Μυλωνά είναι Εκπαιδευτικός Φυσικής Αγωγής στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.
Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας στη Δημιουργική Γραφή. Ασχολείται με τη συγγραφή παιδικών παραμυθιών τα οποία έχουν δημοσιευθεί διαδικτυακά εδώ.
Ανάμεσά τους τα «Ηλιοχώρα», «Μανούλα σου έχω δώρο», «Όλοι μαζί στην Ανάσταση», «Ένα χαμόγελο γλυκό σαν καραμέλα».
Πολλά διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ηλεκτρονικά και έντυπα.
Είναι παντρεμένη με τον επίσης Εκπαιδευτικό Φυσικής Αγωγής Νίκο Γ. Πλέα και έχουν τρία παιδιά τη Φωτεινή, τη Χρυσούλα και τον Γιώργο.
Η Ευθυμία Μυλωνά
MORE SPORTS
Τα 100 σούπερ παιχνίδια του προαυλίου
Τα 100 σούπερ παιχνίδια του προαυλίου
Οδός Άννης
Πόρτα με παράθυρα μάτια, καμπυλωτά και ορθάνοιχτα, παρακολουθούσαν τους περαστικούς που διάβαιναν την οδό των εξοχών, στα τέλη του 19ου αιώνα. Ματιές εξεταστικές, μέσα απ΄τα στρογγυλεμένα κάγκελα των παραθύρων της, παρατηρούσαν τους καθωσπρέπει κυρίους να πηγαινοέρχονται με τα καλογυαλισμένα δερμάτινα παπούτσια τους, τα σκουρόχρωμα φράκα τους, τα ημίψηλα καπέλα τους που ανεβοκατέβαιναν προσκυνητά σα συναντούσαν νεαρές κυρίες με τ΄ανοιχτόχρωμα από ταφτά φορέματά τους. Και ανάμεσα στους ταφτάδες, τις δαντελωτές ομπρέλες και τα ασημοκέφαλα μπαστούνια περιπάτου, σαν χασμωδία σε μουσική σύνθεση, άνθρωποι με σχισμένα και μπαλωμένα ρούχα να τρέχουν να προλάβουν την ευκαιρία για τον επιούσιο άρτο, την ευκαιρία για ζωή.
Μες σ΄αυτό τον κόσμο των αντιθέσεων, η δεκάχρονη Άννα επέμενε να ονειρεύεται. Ήθελε να γίνει δασκάλα. Το μοναχοπαίδι δύο γονιών μουσικών από τη Ζάκυνθο, μεγάλωνε σ΄ένα σπίτι που οι τοίχοι του σαν κρουστά αντανακλούσαν τις μελωδίες του πιάνου και του βιολιού σε κάθε γωνιά του. Και οι μελωδίες ξυπνούσαν τη φαντασία και η φαντασία θέριευε και ονειροπολούσε. Στα ροζ όνειρά της ταξίδευε σε κόσμους ελεύθερους από την ανέχεια όπου ο ένας βοηθούσε τον άλλο και κανείς δεν ένιωθε μόνος.Τα ορφανά και τα φτωχά παιδιά είχαν προτεραιότητα στη σκέψη της. Ήθελε να έχουν ελπίδα. Ελπίδα για ένα καλό σήμερα και ένα καλύτερο αύριο. Έτσι το όνειρό της ντύθηκε στο χρώμα της ευαισθησίας, περιπλανήθηκε στους τοίχους τους σπιτιού της, χάιδεψε τα έπιπλα, σεργιάνισε στο δρόμο, μεγάλωσε και έγινε πραγματικότητα. Δασκάλα πια, έκανε το σπίτι της σχολείο και καταφύγιο μαζί, για γενιές ορφανών και φτωχών παιδιών, που μεγάλωσαν, σπούδασαν και άνοιξαν τα φτερά τους κυνηγώντας με τη σειρά τους τα δικά τους όνειρα. Κι εκείνη εκεί, παρούσα, κάποτε να αποχαιρετά και πάντοτε να υποδέχεται νέες ψυχές που είχαν ανάγκη την βοήθειά της. Σαν μάνα αγκάλιαζε και πρόσφερε σε ανήμπορους μικρούς και μεγάλους την αγάπη της που ξεπερνούσε εμπόδια και κακοτοπιές και δινόταν απλόχερα μέχρι το τέλος της ζωής της.
Σύμφωνα με περιγραφές της εποχής, μιας που δεν βρέθηκε φωτογραφικό υλικό, η Άννα ήταν μετρίου αναστήματος με μαλλιά κίτρινα σαν στάχυα, καλοχτενισμένα σε δύο πλεξούδες φωτοστέφανο τριγύρω απ΄το κεφάλι της, με μάτια γαλανά που αρμένιζαν στο χιονάτο πρόσωπό της, με χείλη ασορτί με το ροζ τουρνούρι της που έκλεινε με κουμπιά στη βάση του κύκνειου λαιμού της. Ένας σταυρός κοσμούσε πάντα το στήθος της και ένα χαμόγελο καλοσύνης το πρόσωπό της.
Το σπίτι της σώζεται. Ο δρόμος μπροστά του μετονομάστηκε σε οδός ονείρων. Αυτά τα όνειρα κυριεύουν ακόμη και σήμερα τους περαστικούς που γνωρίζουν την ιστορία της και τη φαντάζονται να στέκεται μπροστά τους με τα μανίκια της σηκωμένα, τη λευκή ποδιά στη μέση, να χαιρετά και να καλοσωρίζει τα παιδιά, τα παιδιά που τόσο αγάπησε και το ροζ χρώμα στους τοίχους του σπιτιού της, τα καμπυλωτά σαν χαμόγελο παράθυρα στην πόρτα της, έχουν μείνει κι εκείνα ανέγγιχτα από τον χρόνο, για να τη θυμίζουν.
ΕΛΠΙΔΟΣ 17
Πόρτα με παράθυρα σαν μάτια μισόκλειστα, σπασμένα σαν δόντια μετά τον καβγά, ματωμένα, έτοιμα να δείξουν τον πόνο τους ή να κατασπαράξουν αυτόν που τα πόνεσε. Και τα άψυχα καμμιά φορά συμπάσχουν με τον πόνο του ιδιοκτήτη τους.
Νέα κοπέλα δεκαεπτά ετών ήταν η Αγγέλω όταν αγάπησε τον Τάσο. Τον πίστεψε, πως σε λίγους μήνες που θα έβγαζε το χακί θα της έβαζε στεφάνι. Κι εκείνος έπαιρνε άδειες απ΄τη σημαία συχνά πυκνά να τη συναντά κρυφά κι απόμερα μη και τη δει κανά μάτι απ΄τη γειτονιά και την κουτσομπολεύσει.
Ήταν μαέστρος στα γλυκόλογα ο Τάσος. Φαίνεται είχε εξασκηθεί στο να σκορπίζει ψεύτικες υποσχέσεις και ελπίδες στις κοπέλες. Έτσι την πάτησε και η Αγγέλω ένα σούρουπο στη μισογκρεμισμένη αποθήκη του Γέρακα δίπλα στο παλιό λιοτρίβι. Έπρεπε όπως της είπε να του αποδείξει την αγάπη της. Κι έγινε δική του.
Η τιμή τιμή δεν έχει …λέει ο λαός κι η Αγγέλω δεν άκουγε, μόνο είχε την ελπίδα της στην υπόσχεση του Τάσου, «Μόλις απολυθώ, θα σε πάρω», τόσο πολύ τον πίστεψε. Ίσως γιατί είχε την ανάγκη να πιστέψει σε κάποιον.
Μεγάλωσε χωρίς μάνα, μιας που εκείνη πέθανε στη γέννα της. Τον πατέρα της δεν τον θυμόταν. Ήταν μικρή όταν τον σκότωσαν οι αντάρτες. Τη μεγάλωσε ο αδερφός της. Αλλά κι εκείνος τη λόγιαζε για το λάθος που στοίχισε τη ζωή της μάνας του, μιας που εκείνη πέθανε στη γέννα της Αγγέλως, γέννα μιας απρόσμενης εγκυμοσύνης στα σαράντα της χρόνια. Την αγνοούσε σαν να μην υπήρχε. Δεν τη ρώταγε που πήγαινε, δεν τον ενδιέφερε αν και πότε επέστρεφε. Της εξασφάλιζε το φαγητό, όταν βέβαια κατάφερνε να κάνει κανά μεροκάματο στα χωράφια και όταν δεν έπινε όλα του τα λεφτά στην ταβέρνα.
Εκείνο το απόγευμα, περιέργως ο Σταύρος γύρισε σπίτι νωρίς. Η Αγγέλω έλειπε. Μέτραγε τις ώρες σε κάθε γουλιά κρασιού που έπινε. Το μεσημέρι την είχε δει να σιάζεται μπροστά στον μισοσπασμένο καθρέφτη.
Σαν σφαίρες οι σκέψεις διαπερνούσαν το μυαλό του. Να τον είχε εγκαταλείψει; Οι τύψεις για τον τρόπο που της φερόταν τον στοίχειωναν, αλλά πάντα τα ηνία στα χέρια του τα είχε το κρασί. Αυτό όπλιζε πολλές φορές το χέρι του που σαν καταπέλτη το προσγείωνε πάνω στο κεφάλι της, στο σώμα της, όπου έβρισκε, λες και εκείνη ήταν ο εχθρός που ήθελε να κατατροπώσει.
Τον πήρε ο ύπνος. Το κεφάλι ακουμπισμένο στη ράχη του χεριού του πάνω στο τραπέζι και το άλλο χέρι να κρατάει ασφυκτικά το άδειο ποτήρι, λες και εκείνο θα του έδινε τη δύναμη να αντιμετωπίσει την αδερφή του σαν γύρναγε ή την κατάσταση μακριά της, αν δεν γύριζε ποτέ.
Το τρίξιμο της πόρτας τον ξύπνησε. « Που ήσουν;», τη ρώτησε βραχνά χωρίς να την κοιτάξει. Εκείνη δεν μίλησε, μόνο τον κοίταξε λες κι έβλεπε μπροστά της ένα πολυκαιρισμένο σαπισμένο ψοφίμι και κίνησε για την κουζίνα. Εκείνος παραπατώντας την πρόλαβε στην πόρτα. Της έκοψε το δρόμο. «ΠΟΥ ΗΣΟΥΝ;» ξαναρώτησε με φωνή βαριά και έντονη σαν καμπάνα που χτυπά δυνατά και αργόσυρτα προμηνύοντας κάτι δυσάρεστο. Τα χνώτα του στο πρόσωπό της την έκαναν να στρίψει το κεφάλι, «Άσε με ήσυχη» του είπε προσπαθώντας να ελευθερώσει το μπράτσο της από το χέρι του, όμως το σημάδι στο λαιμό της την πρόδωσε. «Βρώμα», παραμίλησε πνιχτά και τη χαστούκισε. Το ένα χαστούκι έφερε τ΄άλλο και εκείνη προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξεφύγει απ΄τις γροθιές και τις κλωτσιές του. Οι τοίχοι γέμισαν τα αίματά της. Κόντεψε να τη σκοτώσει εκείνο το βράδυ. Φαίνεται ο εγωισμός πως κάποιος του είχε φιλήσει την αδερφή στα κρυφά, νίκησε τις τύψεις του για τον τρόπο που εκείνος της φερόταν.
Την άλλη μέρα κάποιος θαμώνας της ταβέρνας τον πληροφόρησε σχετικά… «Πρόσεχε την αδερφή σου, την είδα με κάποιον χτες βράδυ…»
Απ΄το πολύ ξύλο η Αγγέλω, σαν κατάδικη έτοιμη να απολογηθεί, ομολόγησε τον έρωτά της για το Σταύρο. «Ποιος είναι ο άτιμος, θα σε σκοτώσω» την απείλησε κι εκείνη με στόμα πρησμένο και μελανό του αποκάλυψε «είναι φαντάρος…» και λιποθύμησε. Ο Σταύρος έψαξε να τον βρει, αλλά το όνομα του Τάσου δεν υπήρχε στο στρατόπεδο. « Ο φαντάρος σου είναι κάλπικος, σε ξεγέλασε κακομοίρα, σε ξεγέλασε», της είπε χτυπώντας τη γροθιά του στο σαρακοφαγωμένο τραπέζι. «Δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν» ούρλιαξε εκείνη, μόλις κατάλαβε πως πιάστηκε στο θανατηφόρο αγκίστρι ενός ψεύτικου έρωτα.
Από κείνη τη μέρα όλο ουρλιαχτά και κλάματα ακούγονταν απ΄το σπίτι. Ο Σταύρος για ν΄αποφύγει περιέργα μάτια και κουτσομπολιά, την κλειδαμπάρωνε την αδερφή του. Εκείνη φυλακισμένη στο ίδιο της το σπίτι, έπρεπε απ΄τη μία ν΄αντέχει το ξύλο του αδερφού της για την πράξη της που τον ντρόπιασε και απ΄την άλλη να προσπαθεί να ξεπεράσει την απόρριψη και την κοροϊδία του άντρα που αγάπησε και εμπιστεύτηκε.
Πέρασαν τα χρόνια, ο Σταύρος πέθανε κι η Αγγέλω έμεινε μόνη να τριγυρνά αναμαλλιασμένη στους δρόμους, μαυροφορεμένη λες και πενθούσε τη χαμένη της νιότη και τον προδότη έρωτά της. Μια κάλτσα πάνω, μια κάτω και τα παιδιά την κορόϊδευαν «Τρελλαγγέλω» κι εκείνη έπαιρνε ένα ξύλο και τα κυνηγούσε. Κάποτε ένας απ΄την παρέα, της έριξε με δύναμη μια πέτρα και τη βρήκε στο μάτι. Παραμορφώθηκε, αλλά δεν έκανε μήνυση στο παιδί. Ήταν χαμένη στον κόσμο της, σ΄ένα κόσμο διαφορετικό απ΄αυτόν τον ψεύτικο που κοροϊδεύει και προδίδει.
Έβλεπα εφιάλτες στον ύπνο μου για πολύ καιρό, την «Τρελλαγγέλω», τη γριά με το ένα το μάτι, ψηλή, ξερακιανή, μαυροφορεμένη, να τρέχει κυρτή, να σταματά ξαφνικά, να γυρίζει και να με κοιτά.
Πέθανε σ΄ένα νοσοκομείο της Αθήνας, με τη συντροφιά δυο γειτόνων που τη βοηθούσαν στα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Αποφεύγω να περνώ απ΄το σπίτι της, μα όταν περνώ, η πόρτα της με κοιτάζει σαν να με ρωτάει: «Είσαι κι εσύ σαν κι αυτούς;», αλλά κάθε φορά δίνω το λόγο μου κι ελπίζω να με πιστεύει κι εκείνη κι εσείς.
«Δεν είμαι σαν κι αυτούς», αλήθεια σας λέω.
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Κλειδαμπαρωμένη όπως και τότε. Με τρεις κλειδαριές. Ήξερες καλά να κρύβεις τα μυστικά σου. Τα μυστικά μου. Μυστικά αθώα και άλλοτε επικίνδυνα.
Ούτε που το κατάλαβα πως έμπλεξα. Λίγο οι παρέες, λίγο η ανασφάλειά μου, η μοναξιά μου, έμπλεξα. Στην αρχή ξεκίνησα με τσιγάρο. «Έλα μωρέ, μ΄ένα τσιγάρο δεν παθαίνεις τίποτα», σκέφτηκα. «Εγώ είμαι δυνατός, μπορώ να το κόψω», προσπαθούσα να με πείσω καθώς δοκίμαζα ξανά και ξανά. Ένιωθα ωραία στην αρχή, πως είχαν λυθεί λέει με μιας όλα μου τα προβλήματα. Βρισκόμουν σε αφασία. Το ένα τσιγάρο έφερνε τ΄άλλο. Μετά κόλλησα. Άρχισα σιγά σιγά να ψάχνω για κάτι διαφορετικό, πιο έντονο. Έτσι μια νύχτα βρέθηκα σ΄ένα από κείνα τα πάρτυ που γίνονται κεκλεισμένων των θυρών. Ένας τύπος, σαν τον κυνηγό που περιτριγυρίζει το θήραμά του, με πλησίασε. Πιάσαμε κουβέντα και το ένα ποτό έφερε τ΄άλλο. Ξέρεις, το αλκοόλ είναι μεγάλος μαρτυριάρης. Του ανοίχτηκα. Του μίλησα για τη ζωή μου κι εκείνος με κοίταζε όλο αυτιά. « Φίλε, σκληρά σου φέρθηκε η μοίρα», μου είπε κάποια στιγμή σφίγγοντας τον πήχυ μου με τα δάχτυλα του χεριού του. Άρχισα να κλαίω σαν μωρό. Μια στιγμή αδυναμίας που την πλήρωσα ακριβά. Έσκυψε στ΄ αυτί μου και με την παλάμη του να γλυστράει επιδέξια πάνω στο πάσο του μπάρ, κατάφερε να χώσει ένα σακουλάκι στο χέρι μου, την στιγμή που πήγαινα να πιάσω το ποτήρι με το ουΐσκι. «Αυτό θα σε βοηθήσει, θα δεις» ψιθύρισε, συμπληρώνοντας τη φράση του με τις απαραίτητες οδηγίες για τη λήψη της λευκής σκόνης. Αυτό ήταν.
Απ΄την πρώτη κιόλας φορά που δοκίμασα πέταξα στα ουράνια. Όλες οι σκοτούρες μηδενίστηκαν. Δούλευα απ΄το πρωί μέχρι το βράδυ χωρίς να νιώθω κούραση. Δε φοβόμουν κανέναν και τίποτα, ήμουν χαρούμενος σε σημείο να σκάσει η καρδιά μου. Ο «φίλος» του πάρτυ με προμήθευε συνεχώς. Πάντα ευγενικός και χαμογελαστός μοίραζε υποσχέσεις, «Είδες φίλε, τι σου ΄λεγα; Όλα τέλεια». Έτσι νόμιζα κι εγώ στην αρχή, μα σιγά σιγά τίποτα δεν ήταν τέλειο. Έτρεμα όταν δεν έπαιρνα τη δόση, τα γόνατά μου λύγιζαν κι έπεφτα, μόνος στο κρύο τσιμέντο μη μπορώντας ν΄ανοίξω τα μάτια μου. Ο δήθεν «φίλος» τώρα πρόβαλλε δικαιολογίες του τύπου « … είναι δυσεύρετη, θα δω τι μπορώ να κάνω» έναντι μικρής αρχικά και στη συνέχεια μεγάλης αμοιβής. Είχα γίνει πια τοξικομανής. Όταν μ΄έπιανε το στερητικό ξεκίναγε το μαρτύριο. Το αίμα χτυπούσε στα μελίγγια, το κεφάλι βούιζε σα μελίσσι, οι φλέβες μου καίγονταν, κι εγώ, ω Θεέ μου, ένα γουρούνι βουτηγμένο σε ξερατά κι ακαθαρσίες. Στο παραμύθι που μου πούλησε ο «φίλος» απ΄το πάρτυ δεν έβλεπα τώρα λιβάδια και κάστρα αλλά δράκους, φωτιές και νεκρούς. Τα ουράνια στα οποία πέταγα γίνανε σκοτεινές άβυσσοι που με κατάπιναν μέσα τους. Η χαρά έγινε θλίψη και φόβος και η ηδονή…οδύνη. Με «πούλησε» ο «φίλος» τελικά. Κοκκαλωμένο, έτσι με βρήκαν μια μέρα ο Φώτης κι η Ελπίδα απ΄τη δουλειά . Ανησύχησαν γιατί είχαν καιρό να με δουν. Μ΄ένα λοστό χτύπησαν την πόρτα για ν΄ανοίξει. Τι κρίμα τόσα χρόνια περάσανε και τα γδαρσίματα ακόμη φαίνονται.
Με πήγαν άρον άρον στο νοσοκομείο. Λίγο πριν το κοντέρ δείξει the end, οι γιατροί μού έσωσαν τη ζωή. Η μάσκα οξυγόνου είχε γίνει μόνιμο αξεσουάρ μου. Με υπομονή οι νοσηλευτές ανέχονταν τις βρισιές μου και τα ουρλιαχτά μου, απ΄τον πόνο που μου προκαλούσε η στέρηση. Ανέχονταν τις κλοτσιές μου όταν ένιωθα τα κόκκαλά μου να πονούν σαν να τα τρυπά σίδερο. Μ΄ έβαλαν σε μονόκλινο, μα δεν ένιωθα μόνος. Γιατροί, νοσηλευτές, με παρηγορούσαν άλλοτε με ειδικά κοκτέϊλ φαρμάκων και άλλοτε με καμμιά καλή κουβέντα. Περνούσε η δράση των φαρμάκων; Πάλι τα ίδια. Γολγοθάς. Η κατάστασή μου, προχωρημένη. Έπρεπε μόλις βγω απ΄το νοσοκομείο να ενταχθώ στην απεξάρτηση. Το συντομότερο. Τους το υποσχέθηκα.
Οι μέρες περνούσαν και γω ξαπλωμένος μες την γαλήνη των ηρεμιστικών και τη μάσκα οξυγόνου ασπίδα στο θάνατο, αναπολούσα τα περασμένα. Τη ζωή μου απ΄την αρχή. Τα ανέμελα παιδικά χρόνια, την αγκαλιά της μάνας, το χαμόγελο του πατέρα, τη σκανταλιάρα μικρή μου αδερφή και μετά… η χαρά έδωσε τη σκυτάλη στον πόνο, στο βροχερό εκείνο βράδυ που τους έχασα και τους τρεις σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Μετωπική σύγκρουση. Δύο οικογένειες στον τόπο και γω να παλεύω με την απόγνωση, την κατάθλιψη, την μοναξιά. Προσπαθώντας να ορθοποδήσω ξανά, πρόσεξα κι άλλους που πάλευαν να ορθώσουν το ανάστημά τους κόντρα στα προβλήματά τους. Ο Τάκης, ο συμμαθητής μου απ΄το δημοτικό με καρκίνο στον εγκέφαλο. Οχτώ χειρουργεία, τι κι αν ο θάνατος του΄χε στήσει καρτέρι οχτώ φορές, εκείνος παρέμενε πάντα γελαστός, γεμάτος ελπίδα να παλεύει για τη ζωή του. Κι εγώ; Δειλός. Αντί να κοιτάξω τη ζωή κατάματα και να τη ζήσω, με τις χαρές της και τις λύπες της, τι κάνω; Της γυρίζω την πλάτη. Κρύβομαι σαν τη στρουθοκάμηλο μέσα στα ψεύτικα ταξίδια της λευκής σκόνης. Ταξίδια χωρίς επιστροφή. «Καημένε, είσαι για λύπηση», σκέφτηκα φωναχτά τη στιγμή που ένας παπάς μπήκε στο δωμάτιο.
«Πώς είσαι Άλκη παιδί μου;», ρώτησε μ΄ενδιαφέρον. Έγνευσα το κεφάλι προς τα κάτω βαριεστημένα. Θα΄ναι ο παπάς του νοσοκομείου, σκέφτηκα, για να μου τον στέλνουν θα΄μαι στα τελευταία μου. Εκείνος έβγαλε ένα ξύλινο σταυρό και με σταύρωσε. Στη συνέχεια άφησε στο προσκεφάλι μου μια εικόνα της Παναγίας. «Να σε φυλάει» μου είπε ευλογώντας με στο κεφάλι, καθώς οι κόμποι του κομποσχοινιού κυλούσαν διαδοχικά στα δάχτυλά του άλλου χεριού του. Ερχόταν καθημερινά, ρωτούσε πως πάω, συζητούσαμε και έφευγε ευλογώντας με. Άρχισα να αναζητάω την παρέα του. Η κουβέντα μαζί του μου έκανε καλό. Μια μέρα του είπα: Παππούλη εδώ και καιρό απ΄όταν γνωριστήκαμε βλέπω στον ύπνο μου ένα παράξενο όνειρο, πως είμαι λέει σ΄ένα μέρος με πολλά μοναστήρια. Άλλα είναι πάνω στη θάλασσα και άλλα πάνω στα σύννεφα. «Άλκη μου έχεις βρεθεί ποτέ στο περιβόλι της Παναγίας;», μου είπε μ΄ένα πρόσωπο σαν τη ήρεμη θάλασσα. Το μόνο περιβόλι που ήξερα μέχρι τότε ήταν αυτό του όπιου και του «χόρτου». Το περιβόλι της Παναγίας; Πρώτη φορά τ΄ακούω, έκανα απορρημένος. Εκεί βρίσκονται όλα αυτά που μου περιγράφεις, μου απάντησε, ίσως είναι η ώρα να το επισκεφτείς.
Από εκείνη την μέρα δεν τον ξανάδα. Μήπως αρρώστησε; Αναρωτήθηκα. Ρώτησα τις νοσοκόμες αλλά κι εκείνες δεν γνώριζαν κάτι. Έψαξα να τον βρω, μόλις πήρα εξιτήριο. Τι ανοησία τόσο καιρό να μην ρωτήσω το όνομά του. Άρχισα να τον ψάχνω στις εκκλησίες και τα μοναστήρια της περιοχής. Τίποτα. Σε κάποιο μοναστήρι ένας καλόγερος μου είπε πως ίσως ο παράξενος γέροντας να ήταν μοναχός απ΄το περιβόλι της Παναγίας και όπως τον κοιτούσα σα να μην καταλαβαίνω συμπλήρωσε: «Το Άγιον ‘Ορος παιδί μου είναι το περιβόλι της Παναγίας μας». Επισκέπτονται παιδί μου κάποιες φορές οι μοναχοί τα νοσοκομεία όταν βρεθούν στην πόλη, συμπλήρωσε. Έβγαλα απ΄την εσωτερική τσέπη του σακακιού μου την εικόνα που μου είχε δώσει ο παππούλης με τη μακριά γενειάδα και το γαλήνιο πρόσωπο. Εικονιζόταν η Παναγία να στέκει στην σκεπή ενός μοναστηριού που βρίσκονταν στην κορυφή ενός βράχου. Στην πίσω μεριά έγραφε ευλογία από το περιβόλι της Παναγίας. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σε τρελούς ρυθμούς. Θα τον έβρισκα άραγε; Χτύπησα στο πρώτο μοναστήρι που μ΄έβγαλ΄ο δρόμος. Να ρωτήσω, να μάθω. Βρισκόμουν στο αρχονταρίκι της μονής με τον αρχοντάρη να με πληροφορεί σχετικά, όταν είδα εκείνον το γέροντα να εικονίζεται σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, όρθιο, να κρατάει με το αριστερό του χέρι το μακρύ κομποσχοίνι του και με το δεξί του χέρι να ευλογεί, φορώντας τον ίδιο ξύλινο Σταυρό που με ευλόγησε τότε στο δωμάτιο του νοσοκομείου. Αυτός είναι ο παππούλης, έκανα αναπηδώντας. Μπορώ να τον δω; Ρώτησα με μάτια ορθάνοιχτα. Παιδί μου, είπε μ΄ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη του ο αρχοντάρης, αυτός είναι ο γέροντας Ισίδωρος. Έχει κοιμηθεί εδώ και πολλά χρόνια παιδί μου. Αγιασμένο γεροντάκι. Μεγάλη ευλογία που τον είδες. Τα γόνατά μου λύγισαν, τα μάτια μου σαν χαλασμένες κάνουλες δεν έλεγαν να σταματήσουν. Τα χέρια μου τρέμοντας ξεκρέμασαν τη φωτογραφία του. Τα δάκρυά μου θόλωσαν το τσάμι. Δάκρυα ποτάμια. Δάκρυα συγνώμης και ευγνωμοσύνης, δάκρυα λουτρό για τα παλιά μου πάθη.
Αλήθεια, πως πέρασε ο καιρός και τώρα, σε συναντώ ξανά παλιά μου γνώριμη. Παραμένεις κλειδαμπαρωμένη εσύ, ενώ εγώ, ντυμένος στα μαύρα πια σε κοιτώ, μα δε σου μοιάζω, γιατί τα δάκρυά μου, η χάρη της Παναγιάς και η αγάπη του Αγίου γέροντα Ισίδωρου, άνοιξαν την πόρτα της καρδιάς μου σε μια νέα ζωή, αληθινά αγγελική.
ΤΟ ΘΥΜΑ
Εκείνη ήταν η αιτία που έχασα τα πάντα. Η Σουλτάνα Αιχμέογλου από την Πόλη. Απ΄την ώρα που πάτησε το πόδι της στη γειτονιά μας, αναστατώθηκε το σύμπαν. Μας έπαιζε όλους στα δάχτυλά της σαν μαριονέτες. Τις γυναίκες μας, με τους καφέδες της και τους άντρες, με τα πλούσια θέλγητρά της, που δεν παρέλειπε να επιδεικνύει κάθε φορά που περνούσε απ΄την αγορά. Περίπλοκη η ζωή της σαν τα κάγκελα στην πόρτα της, ξύλινη, ευάλωτη στη φωτιά.
Η γκιουζέλ Σουλτάνα εγκαταστάθηκε στη γειτονιά μας λίγο μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Ήρθε σε μια γειτονιά που γνώριζε πως ο παράς και το χρυσάφι έρρεε κανονικά σαν το νερό στο ποτάμι. Σκοπός της; Το χρήμα. Καμουφλαρισμένη πίσω από ένα χαμόγελο και από μια ψεύτικη ευγένεια έπιανε στα δίχτυα της ανυποψίαστες γυναίκες και αφελείς άντρες που πίστευαν στις χαρτομαντείες της. Γυναίκες που κατασκόπευαν τους άντρες τους, νεαρές που έψαχναν ταίρι, άντρες που ανησυχούσαν για τις δουλειές τους, υπήρξαν υποψήφια θύματα στην απάτη της. Εκείνη σαν γεράκι καραδοκούσε αχόρταγα να απολαύσει τη λεία της.
Έτσι βρέθηκα κι εγώ στο κατώφλι της πόρτας της ένα πρωϊνό, φυσικά όχι για να μου πει τον καφέ, αλλά για να της κάνω μήνυση για τα λεφτά που έφαγε απ΄την αφελή γυναίκα μου. Ο αστυνομικός που ήταν μαζί μου χτύπησε το ρόπτρο της πόρτας της. « Έρχομαι αμέσως», ακούστηκε μια βραχνή και θελκτική φωνή. Εγώ κατακόκκινος έτοιμος να εκραγώ ξεφυσούσα με ορμή τον αέρα απ΄τα ρουθούνια μου σαν ταύρος στην αρένα. Η πόρτα άνοιξε και μπροστά μας ξεπρόβαλε μια γυναίκα που έμοιαζε να είναι βγαλμένη απ΄τη φαντασία των περισσότερων αντρών. Φορούσε μια μεταξωτή ρόμπα από πολύχρωμα λαχούρια που έδενε σφιχτά τη λεπτή της μέση και άφηνε ακάλυπτους τους λευκούς μηρούς της. Το στήθος της πλούσιο έσχιζε το ύφασμα όπως οι κορυφές των βουνών τα σύννεφα. Το πρόσωπό της λευκό σαν χιόνι, τα λάγνα μάτια της πρασινωπά με μακριές βλεφαρίδες και τα χείλη της…ω τα χείλη της κατακόκκινα σαν αίμα, έτοιμα να τα ρουφήξεις σαν παραγινωμένα ροδάκινα. Τα μαλλιά της επιμελώς τυλιγμένα σε τουρμπάνι με κάποιες πυρόξανθες τούφες να δραπετεύουν και να πέφτουν βρεγμένες στους γυμνούς της ώμους, φανερώνοντας πως μόλις είχε βγει από τ΄ μπάνιο.
«… άδεια παρακαλώ», ακούστηκε η φωνή του αρχιφύλακα επαναφέροντάς με στην πραγματικότητα. «Φυσικά κ. αστυνόμε μου, μια στιγμή» κι έκανε να πάρει το διπλωμένο χαρτί από το σκαλιστό κουτί που κοσμούσε το μαρμάρινο τραπέζι του χωλ, αφού πρώτα μού ΄ριξε μια ματιά φωτιά που μ΄έκαψε ολόκληρο. Με συνοπτικές διαδικασίες μόλις ο αρχιφύλακας έλεγξε τη νομιμότητα της άδειας προφασιζόμενος πως είχα δουλειά φύγαμε για το τμήμα για τα διαδικαστικά της απόσυρσης της μήνυσης, της οποίας τη θέση είχε πάρει τώρα ο πόθος κι η περιέργεια γι΄αυτή τη γυναίκα.
Άρχισα να ρωτάω τη γυναίκα μου σχετικά με τη Σουλτάνα, τάχα για τις προβλέψεις της ώστε να της ρίξω στάχτη στα μάτια. «Γυναίκα» της είπα μια μέρα, «αν ρωτούσα αυτή τη Σουλτάνα για το μέλλον της δουλειάς μου, θα το΄βλεπε στα χαρτιά;», έκανα δήθεν αδιάφορα. «Οπωσδήποτε», απάντησε εκείνη μ΄ενθουσιασμό που κατά κάποιο τρόπο συνεννούσα στη συνήθειά της, να επισκέπτεται την καφετζού από την Πόλη. «Θα στα βρει όλα, θα ενθουσιαστείς», συμπλήρωσε όλο σιγουριά. Μου κλεισε ραντεβού μαζί της και τώρα βρισκόμουν στο κατώφλι της πόρτας της ξαναμμένος με όλες μου τις αισθήσεις στο κόκκινο.
Βράδυ χειμωνιάτικο με τον αέρα να περονιάζει το κόκκαλο, τον γιακά της καπαρντίνας μου όρθιο και το καβούρι κατεβασμένο στο μέτωπο, χτύπησα την πόρτα της για δεύτερη φορά.
Κοιτώντας δεξιά κι αριστερά για περίεργες ματιές άνοιξε την πόρτα της διάπλατα. «Περάστε» μου είπε και μου έκανε νόημα με το χέρι της να προχωρήσω στο σαλόνι. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό κι απ΄ότι μπορούσα να διακρίνω κάτω απ΄το λιγοστό φως των κεριών, η επίπλωση φαίνονταν ακριβή και ο χώρος διακοσμημένος με γούστο. «Καθίστε παρακαλώ», μου είπε καθώς κίνησε για τη σερβάντα με τα ποτά. «Είστε ο κύριος που την προηγούμενη εβδομάδα είχατε ξανάρθει συνοδευόμενος απ΄έναν αστυνομικό, ή κάνω λάθος;» ρώτησε πειρακτικά καθώς γέμιζε τα ποτήρια με λικέρ. «Ναι… συγνώμη, δεν ήξερα, δεν ήθελα να σας φέρω σε δύσκολη θέση… ήταν λάθος μου» έκανα απολογούμενος σκύβοντας το κεφάλι. « Ελάτε τώρα, σωπάστε, τα λάθη για τους ανθρώπους είναι», έκανε εκείνη προσφέροντας μου το λικέρ με τα περιποιημένα κρινοδάχτυλά της. Ο χώρος μοσχοβολούσε άρωμα τριαντάφυλλο, το λικέρ, η απλή συμπεριφορά της μ΄έκανε να νιώσω αμέσως σαν στο σπίτι μου.Το φως των κεριών έκανε τις σκιές μας στον τοίχο να φαίνονται πιο λεπτές και πιο κοντά η μία στην άλλη. Ένιωσα ένα χτυποκάρδι περίεργο που είχα να αισθανθώ απ΄όταν ήμουν έφηβος.
«Τι θα προτιμούσατε καφέ ή τράπουλα;». «Μίλησέ μου στον ενικό, Αργύρη με λένε, τράπουλα» έκανα τάχα κοφτά, ενώ μέσα μου ήθελα να την αρπάξω να την σφίξω στην αγκαλιά μου, να την κάνω δική μου εδώ και τώρα. Μου΄χε πάρει τα μυαλά απ΄την πρώτη στιγμή που την είδα και τώρα η ατμόσφαιρα, τ΄αρώματα και το ποτό ενίσχυαν αυτή μου την επιθυμία. «Κάθισε» μου είπε δείχνοντας με την ανοιχτή παλάμη της τη θέση μου. Άραγε, αν διάβαζα το χέρι της θα ενώνονταν οι μοίρες μας ποτέ;
«Για τη δουλειά μου ήθελα να μάθω βασικά, αλλά πες μου τι βλέπεις γενικά για την ζωή μου;» ρώτησα τάχα μ΄ενδιαφέρον. Άρχισε ν΄ανακατεύει την τράπουλα με γρήγορες κινήσεις σαν ταχυδακτυλουργός. Μ΄ένα χαμόγελο σιγουριάς για το ταπεραμέντο της και ματιές όλο υποσχέσεις άπλωσε τα χαρτιά στο τραπέζι, έτοιμη να ερμηνεύσει τα σημάδια.
«Λοιπόν οι δουλειές σου βλέπω πηγαίνουν πολύ καλά γενικά. Εσένα όμως, αν και παντρεμένος, βλέπω σε απασχολεί μια άλλη γυναίκα». Με κοίταξε μες τα μάτια και γλίστρησε το πόδι της ανάμεσα στα πόδια μου. Σαν άλογο κούρσας που αντιδρά στο πυροβολισμό εκκίνησης, χύμηξα πάνω της. Σαν άγριο θηρίο δάγκωνα το κάθε σημείο της. Εκείνη παραδωμένη, χόρευε στο ρυθμό μου. Το πάτωμα έτρεμε ρυθμικά και οι καρδιές μας πάλλονταν στον αρχέγονο χορό των σωμάτων μας. Εκείνο το βράδυ η καρδιά μου αιχμαλωτίστηκε στον ιστό της.
Κάθε της επιθυμία ήταν για μένα διαταγή και σαν τζίνι άμεσα την πραγματοποιούσα. Γλέντια ήθελε; Τα είχε. Δώρα, ταξίδια, όλα για κείνη. Μέχρι που έγινα ψεύτης για χάρη της όταν διαβεβαίωνα τη γυναίκα μου πως πούλησα τα δυο μας σπίτια και το ένα μας οικόπεδο για να ξεχρεώσω τα χρέη της επιχείρησης, ενώ στην πραγματικότητα όλα αυτά χαρίστηκαν σε δυο πράσινα μάτια εκλιπαρώντας για τον έρωτά τους.
Μετά από λίγο καιρό η γητεύτρα Σουλτάνα άρχισε να με αποφεύγει, να μου φέρεται απότομα, να μου αντιμιλά. Σταμάτησε να μου ανοίγει την πόρτα της. Βράδια αξημέρωτα πηγαινοερχόμουν έξω απ΄το σπίτι της αναβοσβήνοντας το ένα τσιγάρο πίσω απ΄τ΄άλλο. Έπινα όλο και πιο πολύ μην και την ξεχάσω, μα μες την παραζάλη μου την έβλεπα πάλι και πάλι άυλη μπροστά μου. Ο λαβύρινθος που βρισκόμουν γινόταν ακόμα πιο περίπλοκος και σκοτεινός.
Ένα βράδυ ένας άντρας χτύπησε την πόρτα της κι αυτός δεν ήμουν εγώ. Του άνοιξε και αφού κοίταξε δεξιά κι αριστερά για περίεργα μάτια τον καλοδέχτηκε μ΄ένα παθιασμένο φιλί. Εκείνος πέρασε απότομα το χέρι του στη μέση της και την κόλλησε στο σώμα του. Αγκαλιασμένοι έκλεισαν την πόρτα πίσω τους αφήνοντάς με σαν ένα συντρίμι μετά από καταστροφικό σεισμό. Οι φλέβες χτυπούσαν στα μηνίγγια μου. Αρνιόμουν να πιστέψω τα μάτια μου.
Εκείνο το βράδυ γύρισα σπίτι εξαγριωμένος. Σαν θεριό ανήμερο άρχισα να χτυπάω και να κλωτσάω τη γυναίκα μου. Ξέσπασα πάνω της. Θεωρούσα πως εκείνη ήταν η αιτία που γνώρισα τη δόλια πλανεύτρα της Πόλης. Αιμόφυρτη σύρθηκε στο πάτωμα στριμώχτηκε στη γωνιά του τοίχου του σαλονιού με τα χέρια της ασπίδες πάνω απ΄το κεφάλι της για να αποφύγει το θυμό μου, που δεν μπορούσε η δυστυχής να μαντέψει το λόγο του. Την χτυπούσα καθημερινά. Αλήθεια είναι. Σταμάτησε να βγαίνει. Σταμάτησε να πηγαίνει και στη Σουλτάνα. Άλλωστε το΄βλεπε το μέλλον της μαζί μου, δεν το΄βλεπε;
Εγώ, ναρκομανής του έρωτα της Σουλτάνας αναζητούσα τη δόση μου κάθε βράδυ έξω απ΄το σπίτι της. Ένα της νεύμα, ένα φιλί. Μου είχε καταστρέψει τη ζωή κι εκείνη παρέμενε αδιάφορη. Είχα γίνει μοιχός, μπεκρής, ψεύτης για χάρη της, ένα κουρέλι στα πόδια της που το κλωτσούσε αδιάφορα δεξιά κι αριστερά. Ήθελα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα μεταξύ μας.
Ήπια εκείνο το βράδυ να πάρω θάρρος να αντιμετωπίσω ίσως τους χλευασμούς της, την ειρωνεία της, τους χειρισμούς της. Παραπατώντας έφτασα στο σπίτι της. Απ΄τα άρρυθμα χτυπήματα, μού άνοιξε. «Εσύ;» και πήγε να κλείσει απότομα την πόρτα μα το παπούτσι μου στην άκρη της τη φρέναρε. Με τον ώμο μου έσπρωξα την πόρτα ν΄ανοίξει τη στιγμή που εκείνη πισωπατώντας με πρόσταζε να φύγω. «Τελειώσαμε, δεν το καταλαβαίνεις;» έκανε εκνευρισμένη. Μ΄ένα σάλτο την στρίμωξα στον τοίχο κι έφερα τα χείλη μου στα χείλη της. Εκείνη γύρισε το κεφάλι της μη μπορώντας ν΄αντέξει τα χνώτα μου που βρώμαγαν ποτό και τσιγάρο. Η αηδία που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της μου σκοτείνιασε το μυαλό. Ασυναίσθητα τα δυο μου χέρια βρέθηκαν δαχτυλίδι περασμένο στο λαιμό της. Εκείνη προσπαθούσε με σπαμωδικές κινήσεις χεριών και ποδιών να ξεφύγει. Μάταια όμως, το σώμα μου είχε κολλήσει πάνω της ασφυκτικά, σαν τότε που γινόμασταν ένα, κάτι που εκείνη είχε ξεχάσει με το να ξοδεύεται δεξιά κι αριστερά, ενώ εγώ την ήθελα μόνο δικιά μου. Η πίεση που ασκούσα στο λαιμό της σταδιακά δυνάμωνε σαν την προδοσία της. Ένιωθα την ανάσα της. Προσπαθούσα να την εισπνέω μέχρι που έσβησε. Τα μάτια της γυάλινα κοκκαλωμένα κοιτούσαν τώρα εμένα, μόνο εμένα. Άρχισα να τη φυλάω στο λαιμό, στα χείλη παθιασμένα, να τη σφίγγω στην αγκαλιά μου με μανία. Εκείνη σαν άγαλμα άψυχο στην αγκαλιά μου. Δεν ανταποκρινόταν και κάπου εκεί ξύπνησα σαν από εφιάλτη και άρχισα να φοβάμαι. Την άφησα ασάλευτη στο πάτωμα και σαν δραπέτης έτρεξα να κρυφτώ.
Δεν άργησαν να με πιάσουν. Το καβουράκι και κάποια αποτυπώματά μου με πρόδωσαν. Ο δικαστής καταπέλτης. Ισόβια αντήχησε στην κατάμεστη αίθουσα μέσα από χειροκροτήματα για την ετυμηγορία, γιουχαρίσματα, φλας και αγριεμένες γκριμάτσες απέναντί μου. Θυμωμένο το πλήθος ζητούσε εκδίκηση για το θάνατό της, όπως κι εγώ ζητούσα υποσυνείδητα εκδίκηση για την προδοσία της. Αλήθεια πόσο μοιάζουν οι θυμωμένοι μεταξύ τους. Ζητούν μόνο τη δική τους δικαίωση. Δεκάρα δεν δίνουν για τους άλλους. Τέτοιος ήμουν κι εγώ, ενδιαφερόμουν μόνο για το τομάρι μου.
Απ΄τη γυναίκα πήρα διαζύγιο. Έζησε με μόνη της παρέα τα ψυχοφάρμακα. Έμαθα πως πέθανε σε κάποιο ίδρυμα. Εγώ λόγω καλής διαγωγής βγήκα πιο νωρίς.
Και τώρα βρέθηκα ξανά μπροστά στην πόρτα της, ζητιάνος όπως τότε. Ζητιάνος μιας αγάπης πλανεύτρας που σκότωσα, μα ακόμα αναζητώ. Ζητιάνος της γκιουζέλ Σουλτάνας, καφετζούς από την Πόλη, που τελικά, όσο κι αν την παίνευαν, δεν μπόρεσε να «διαβάσει» τη μοίρα στον δικό της καφέ.
Τα δυο μας χέρια
Έκαναν όνειρα για τη ζωή του, σαν κι εκείνα που κάνουν όλοι οι γονείς, να μεγαλώσει, να σπουδάσει, να παντρευτεί, να κάνει παιδιά. Χάιδευε την κοιλιά της κάθε που ξεχώριζε στο δέρμα της δείγμα χεριού ή ποδιού που κινούνταν σαν να προσπαθούσε να ελευθερωθεί.
Οι μήνες κύλησαν ευχάριστα για το ζευγάρι. Ο πατέρας περήφανος για το πρώτο του παιδί, επέστρεφε απ΄την εργασία του τις τελευταίες μέρες, φορτωμένος καλούδια για το μωρό που ερχόταν. Διευθυντής τραπέζης, αγαπητός στους συναδέλφους του για την τιμιότητα, τη δικαιοσύνη και την καλοσύνη του. Η σύζυγος απόφοιτος της Ακαδημίας, μεγαλωμένη με πιάνο και ξένες γλώσσες. Δεν εξάσκησε το εκπαιδευτικό της λειτούργημα επίσημα, ανεπίσημα όμως φρόντιζε τα φτωχά παιδιά τόσο στα γράμματα όσο και στη διατροφή τους. Δεν ήταν λίγα τα τραπέζια που οργάνωνε σε τακτά χρονικά διαστήματα, «οι αγάπες» όπως τις έλεγε για να παρηγορήσουν την πείνα τους οι αναγκεμένοι της περιοχής. Δεν ήταν λίγες οι νύχτες που ξημεροβραδιάζονταν να πλέκει ζιπουνάκια για τα ιδρύματα.
Σ΄αυτό το ζευγάρι που έμοιαζε η ζωή του να κυλάει ευλογημένα σαν καλοκουρδισμένο ρολόϊ ήρθε το μωρό τους που κρατούσε στην αγκαλιά του για δώρο μια δοκιμασία. Εξαιτίας μιας ανωμαλίας στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το παιδί γεννήθηκε χωρίς το αριστερό του χέρι.
Το αρχικό σοκ διαδέχτηκαν τα λόγια παρηγοριάς τύπου «Για κάποιο λόγο γεννήθηκε έτσι η κόρη μας», του πατέρα καθώς έσφιγγε τη γυναίκα του στην αγκαλιά του. «Φαίνεται έτσι αρέσει στο Θεό η κορούλα μας», συμπλήρωνε η μητέρα θέλοντας να ελαφρύνει αυτό που για πολλούς φαίνονταν αβάστακτο.
Η Ευαγγελία μεγάλωσε με γαλλικά και πιάνο που ήταν και η αδυναμία της. Τα πρώτα ρυθμικά της βήματα τα είχε ξεκινήσει με τη μητέρα της από πολύ νωρίς. Στα δώδεκά της ήταν κιόλας φτασμένη μουσικά. Οι μελωδίες της σε συνδυασμό με την καλληκέλαδη φωνή της γέμιζαν τη γειτονιά σαν αεράκι στο καυτό καλοκαίρι που έσπευαν να δροσιστούν μ΄αυτό παιδιά της αλάνας, κότσυφες και γαρδέλια, στο περβάζι του παραθύρου της, όταν εκείνη έπαιζε. Μέχρι και ο ιβίσκος έξω στο πεζοδρόμιο έστρεφε τα λουλούδια του προς τη μελωδία της.
Το παίξιμό της πήγαινε ασορτί με την λεπτή και ευαίσθητη ψυχή της. Στο ελεύθερο χρόνο της την έβλεπες να πακετάρει με τη μητέρα της δέματα με ρούχα και φαγητά για τους άπορους της περιοχής. Όταν οι άνθρωποι την έβλεπαν χαίρονταν, την αγκάλιαζαν και της φιλούσαν το χέρι, το μοναδικό χέρι, το χρυσό, όπως το έλεγαν. Μ΄αυτό το ένα χέρι, έπαιζε πιάνο, αγκάλιαζε, χάϊδευε, βοηθούσε.
Η φήμη της την προσπέρασε πριν πατήσει το πόδι της γυμνάσιο. Όλοι περίμεναν με περιέργεια να δουν από κοντά το κορίτσι με το χρυσό χέρι. Άρχισε να κάνει νέους φίλους, πως να μην έκανε άλλωστε, μιας που το φωτεινό και γεμάτο αλήθεια χαμόγελό της, τους κέρδιζε όλους.
Όμως και η ζήλεια έχει κάποτε κι αυτή τους ακόλουθούς της. Η Άλκηστη μια συμμαθήτρια μας, μόλις έμαθε πως η Ευαγγελία έπαιζε πιάνο έχασε το χρώμα της. Το χρώμα της μούχλας εισέβαλε στο πρόσωπό της ξαφνικά. Αγωνιούσε μην και της πάρουν τα πρωτεία. Ήθελε τη δόξα μόνο δικιά της. Να μονοπολεί το ενδιαφέρον μας πάντα, μιας που θεωρούσε τον εαυτό της την καλύτερη πιανίστρια. Άρχισε να κοροϊδεύει την Ευαγγελία πίσω απ΄την πλάτη της. Μέχρι και παρατσούκλι της είχε βγάλει όταν περνούσε. «Περνάει η κουλή, σταθείτε προσοχή» χασκογέλαγαν με δυο τρεις άλλες μαζί και στέκονταν προσοχή με την παλάμη στο μέτωπο σαν να χαιρετούν τη σημαία. Η Ευαγγελία στεναχωριόταν μα δε μιλούσε. Πιο πολύ σκεφτόταν την Άλκηστη που υπέφερε απ΄το μικρόβιο της ζήλειας. Περνούσε ο καιρός και η συμπεριφορά της Άλκηστης χειροτέρευε. Μάταια όλα τα κορίτσια προσπαθούσαν να τη συνετίσουν. Σαν γάγγραινα η ζήλεια άρχισε να εξαπλώνεται στην καρδιά της.
Μια μέρα μια εγκύκλιος που έσκασε ως κεραυνός εν αιθρία καλούσε τα σχολεία της χώρας να δηλώσουν συμμετοχή σε διαγωνισμό μουσικής. Οι καλύτεροι μουσικοί θα βραβεύονταν σε ειδική τελετή. Είχαμε δύο πιανίστριες, μία όμως επιτρεπόταν να εκπροσωπήσει το σχολείο μας. Η Άλκηστη είχε αναγκάσει τους γονείς της να βάλουν λυτούς και δεμένους για να συμμετέχει εκείνη στο διαγωνισμό. Αντίθετα οι γονείς της Ευαγγελίας δέχτηκαν την αρνητική απόφαση της κόρης τους που για προσωπικούς της λόγους δε θέλησε να συμμετέχει.
Η βραδιά του διαγωνισμού έφτασε. Η πόλη μας φιλοξένησε μουσικούς απ΄τα περισσότερα σχολεία της χώρας. Το δημοτικό θέατρο γέμισε με τις ρυθμικές μελωδίες της κιθάρας, του φλάουτου και του πιάνου.
Έφτασε και η στιγμή να διαγωνιστεί και η Άλκηστη, εκπροσωπώντας το σχολείο μας. Ανέβηκε στη σκηνή φορώντας ένα γαλάζιο φόρεμα με κοντά φουσκωτά μανίκια, με σούρα στη μέση και δύο μεγάλες τσέπες στο κάτω μέρος του. Υποκλήθηκε σαν παγώνι που ανοίγει τα φτερά του σε κοινό που το θαυμάζει και κάθισε στο βελούδινο σκαμπό. Τέντωσε τα δάχτυλά της και άρχισε να παίζει. Τα μάτια της Ευαγγελίας άνοιξαν απότομα, το ίδιο και το στόμα της. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ξανακούσει την Άλκηστη να παίζει τόσο ωραία. Το κορυφαίο; Έπαιζε το αγαπημένο της κομμάτι, το νυχτερινό του Σοπέν. Η Ευαγγελία έκλεισε τα μάτια και ξάπλωσε αναπαυτικά στη θέση της απολαμβάνοντας τη μελωδία ταξιδεύοντας και σιγομουρμουρίζοντας, όταν μια ξαφνική οχλοβοή του κοινού την επανέφερε στην πραγματικότητα. Η Άλκηστη είχε γυρίσει σαστισμένη και κοιτούσε το κοινό. Με απόγνωση έβλεπε τώρα το δεξί της χέρι να κρέμεται αναίσθητο πλάι στο σώμα της. Με το άλλο της χέρι σκούπιζε τον ιδρώτα στο μέτωπό της και έκανε αέρα να μην λυποθυμήσει απ΄την ντροπή. Η Ευαγγελία σαν άγγελος πέταξε με το λευκό της φόρεμα και βρέθηκε στο σανίδι δίπλα στην Άλκηστη. Μ΄ένα νεύμα της, ο τεχνικός της έφερε ένα σκαμπό. Κάθισε. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Η Ευαγγελία τη χάϊδεψε στον ώμο και έβαλε αργά το χέρι της στη δεξιά τσέπη του φουστανιού της. Τώρα τα σώματά τους θα έρχονταν πιο κοντά, θα γίνονταν ένα σώμα. Πήραν βαθιά ανάσα και ξεκίνησαν να παίζουν. Η Άλκηστη με το αριστερό της χέρι συνόδευε και η Ευαγγελία με το δεξί της χέρι έπαιζε τη μελωδία. Μελωδία που ταξίδεψε το κοινό σε έναστρες νύχτες, τόπους μακρινούς, γαλαζοπράσινα νερά και καθάριους ουρανούς. Ένιωσα την ψυχή μου να αιωρείται, να πετά, να πετά, να φουσκώνει, να ριγεί. Ένιωσα να γίνομαι κι εγώ λίγο καλύτερος άνθρωπος, μέσα απ΄τη μελωδία των συμμαθητριών μου. Παρακαλούσα μέσα μου να μην τελειώσουν, μα το τελευταίο πλήκτρο πατήθηκε και η τελευταία νότα ακούστηκε τη στιγμή που οι ανάσες του κοινού παρέμεναν άπνοες. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα απ΄αυτά που αναρωτιέσαι τι έγινε, άρεσε ή δεν άρεσε η μουσική τους μέχρι που σείστηκε το θέατρο από χειροκροτήματα και επευφημίες. Όρθιο το κοινό έρανε με λουλούδια τις συμμαθήτριες μου. Μπορεί να μη βγήκαμε πρώτο σχολείο στο διαγωνισμό, αλλά το πρώτο βραβείο φιλίας σίγουρα κερδήθηκε εκείνο το βράδυ. Η Ευαγγελία και η Άλκηστη υποκλίθηκαν στο κοινό κρατώντας η μία την άλλη. Η Άλκηστη αγκάλιασε σφιχτά την Ευαγγελία ψιθυρίζοντάς της στ΄αυτί «σ΄ευχαριστώ» όπως φάνηκε απ΄την κίνηση των χειλιών της.
Το χέρι της Άλκηστης επανήλθε απ΄την υπερκόπωση μετά από κάποιες φυσικοθεραπείες στον αυχένα. Συχνά πυκνά πήγαινε τώρα στο σπίτι της Ευαγγελίας και μελετούσαν μουσική μαζί, πλάι πλάι, άλλοτε με τρία και άλλοτε με τα δύο τους χέρια.
Η Άλκηστη έγινε μάνατζερ της Ευαγγελίας και την ακολουθούσε φύλακας άγγελος σε εσωτερικό και εξωτερικό.
Η Ευαγγελία Φωτεινού έγινε διάσημη πιανίστρια και τα έργα της θεωρούνται έως και σήμερα αριστουργήματα.
Η πιανίστρια με το χρυσό χέρι ενέπνεε και εμπνέει μέχρι και σήμερα με τη ζωή της. Η ικανότητά της έρχεται να απαντήσει καταλυτικά στη φράση «Δεν μπορείς». Φτάνει ένα πέρασμα ακόμη και σήμερα έξω απ΄την πόρτα του σπιτιού της, να τη φανταστείς να σε χαιρετάει, να εμπνευστείς και να νιώσεις τις μελωδίες της.
Είναι αργά;
Αγαπημένε μας κύριε Φώτη,
ίσως φανεί παράξενο το ότι σας γράφουμε, τη στιγμή που μπορούσαμε να σας πούμε όλα αυτά που νιώθουμε για σας από κοντά. Δικαιολογήστε μας. Το ξέρετε κι εσείς καλύτερα απ΄ολους πως τα καταφέρνουμε πιο καλά στο γραπτό παρά στον προφορικό λόγο, τουλάχιστον οι δύο από εμάς.
Η Εύη και η Τζουλιάνα τελείωσαν με άριστα το Λύκειο. Τις ακολούθησα κι εγώ μ΄ένα πολύ καλά και με διαγωγή κοσμιωτάτη. Χάρη σ΄εσάς αποκτήσαμε γερές βάσεις.
Αναπολούμε τα περασμένα και δεν ξέρουμε τι να πρωτοθυμηθούμε από εσάς, το χαμόγελό σας, κάτω απ΄το παχύ μουστάκι σας όταν μας πειράζατε; Νεολέρα μας αποκαλούσατε και κουνούσατε το χέρι πάνω κάτω, κοιτώντας πάνω απ΄τα βενιζελικά γυαλιά σας μην τυχόν καμμιά ανάλυση παίζει κρυφτό μαζί σας κάτω απ΄τα θρανία μας.
Πρωτόγνωρα όσα ζήσαμε μαζί σας. Ποτέ άλλοτε φιλόλογος δεν μας έκανε μάθημα στην εξοχή. Είσαστε ο πρώτος που μια μέρα ενθουσιασμένος μας πήρατε και πήγαμε στην παραλία να απαγγείλουμε ποίηση. Το αεράκι δρόσιζε το πρόσωπό μας, έπαιρνε τους στίχους και τους έκανε τραγούδια των ψαράδων λίγο πιο πέρα.
Θυμάστε τότε στο πάρκο την Τζουλιάνα ντυμένη σαν από μηχανής Θεός στο Ιφιγένεια εν αυλίδι στην κορυφή του νεοκλασικού υδροθεραπευτηρίου Ασκληπιός; Σαν άγγελος σταλμένος απ΄τον ουρανό έμοιαζε. Θυμάστε το χειροκρότημα του κόσμου μόλις εμφανίστηκε;
Με νοσταλγία θυμόμαστε τους τακτικούς περιπάτους μας στο δάσος, για να μας μάθετε τις ιδιότητες και τη χρήση των βοτάνων στην αρχαιότητα. Κοντά σ΄εσάς αγαπήσαμε την αρχαία Ελλάδα, την αρχαία ελληνική γλώσσα. Ακόμα θυμάμαι μερικά γνωμικά από εκείνα που μας λέγατε, με κορυφαίο τον ορισμό της αρχαίας τραγωδίας. «Έστιν ουν τραγωδία, μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας…». Τι τραβήξαμε τότε με τα κορίτσια για να τον μάθουμε απ΄έξω! Μέχρι και ρυθμό είχαμε βγάλει, για να τον τραγουδάμε και να τον χορεύουμε.
Τι να πρωτοθυμηθούμε κύριε καθηγητά…Αξέχαστες οι απόκριες εκείνες που όλο το τμήμα ήρθαμε σπίτι σας μασκαρεμένοι και μας αναγνωρίσατε όλους, μα όλους. Μας γνωρίζατε απ΄έξω κι ανακατωτά. Γι΄αυτό κι όταν μας βλέπατε να στεναχωριόμαστε καμμιά φορά, περνούσατε σαν αερικό από κοντά μας λέγοντας «να το παίρνετε το μυαλό σας από εκεί» και ύστερα καθόσασταν στο πεζούλι μαζί μας να λύσουμε το πρόβλημα.
Είσαστε ο πρώτος και ο τελευταίος καθηγητής που ανέδειξε τα ταλέντα μας. Η Τζουλιάνα με την προτροπή σας να γράφει, τι βλέπω να γίνεται μεγάλη και τρανή θεατρική συγγραφέας, ενώ την Εύη μάλλον θα την κερδίσει η ρητορική τέχνη. Όσο για μένα, εμπνεύστηκα τόσο απ΄σας που λέω να γίνω δασκάλα και να σας μοιάσω, στην αγάπη σας, την καλοσύνη σας, τη θυσία σας ή νομίζετε πως ξεχάσαμε αυτό που κάνατε για τον Πέτρο;
Θυμάστε τότε που το νέο έπεσε σαν βόμβα στο σχολείο; Μετά απ΄τις τόσες αιμοκαθάρσεις δεν άντεξε κι έπαθε επιπλοκή κι εκεί που λειτουργούσε καλά το ένα του νεφρό το έχασε κι έμεινε με το άλλο που υπολειτουργούσε, με κίνδυνο να καταστραφεί κι αυτό και να κινδυνεύσει η ζωή του. Πήγατε αθόρυβα τότε στο νοσοκομείο και κάνατε ειδικές εξετάσεις συμβατότητας και βγήκατε συμβατός. Ο Πέτρος σώθηκε. Καταφέρατε να διατηρήσετε την ανωνυμία σας μέχρι που έγινε η μεταμόσχευση. Όμως όπως το κακό μαθαίνεται γρήγορα άλλο τόσο μαθαίνεται και το καλό, άλλωστε σε μικρή κοινωνία ζούμε. Δημοσιογράφοι και κόσμος μαζί, κατέκλεισαν το σπίτι σας. Παρέμεναν για μέρες έξω από την πόρτα σας μέχρι να δουν τον δάσκαλο που δώρισε ζωή με το νεφρό του. Θυμάστε που αργότερα αστιευόσασταν στον Πέτρο «Να μου προσέχεις το νεφρό μου» του λέγατε, εννοώντας να προσέχει την υγεία του.
Κύριε Φώτη όλα για μας, και την υγεία σας και το μισθό σας. Ποτέ σε εκδρομή δε μας αφήνατε άπραγους. Πάντα είχαμε στα χέρια μας εκείνα τα ξύλινα παιχνίδια που μας αγοράζατε για να μην μουχλιάσει το μυαλό όπως μας λέγατε πειρακτικά. Κι εμείς σκεφτόμασταν «θα΄χει πολλά χρήματα ο κύριος, για να μας αγοράζει τόσα πράγματα», κάτι που ανακαλύψαμε πως δεν ήταν αλήθεια μια μέρα που σας φέραμε στο σπίτι τα τετράδιά μας για διόρθωμα. Τότε είδαμε πως η πολυτέλειά σας ήταν ένα ξύλινο οβάλ τραπέζι, ένας καναπές κρεβάτι και ο θησαυρός σας τα πολλά βιβλία σας, η προτομή του Σωκράτη πάνω τους κι ένα Δόξα σοι ο Θεός στα χείλη σας.
Κύριε καθηγητά μας ούτε καταλάβαμε πως χαθήκαμε. Είναι μεγάλη αμαρτία η λήθη. Κι εμείς φεύγοντας απ΄το γυμνάσιο σας ξεχάσαμε. Να΄ταν τα μαθήματα, οι εξωσχολικές ασχολίες μας το πέπλο ομίχλης που σκέπασε τη μνήμη μας;
Είμαστε αδικαιολόγητες και απαρηγόρητες ταυτόχρονα. Απαρηγόρητες γιατί δεν μπορέσαμε κι εμείς να σας βοηθήσουμε όταν χρειαστήκατε τη βοήθειά μας, τότε που πήγατε στο νοσοκομείο. Σίγουρα εσείς θα μας δικαιολογήσετε όπως μας δικαιολογούσατε πάντα στον Δ/ντη όταν κάναμε καμμιά σκανταλιά, «Παιδιά είναι» του λέγατε και το μουστάκι σας μάκραινε με το χαμόγελό σας.
Μάθαμε πως περάσατε πόνους φρικτούς και αδυναμία που έκαναν τους βολβούς των ματιών σας να χάνονται στις κόγχες τους. Μα κάνατε υπομονή. Πάντα μάς λέγατε για τα μάτια, θυμάστε; «Να προσέχετε τα μάτια σας, είναι η είσοδος της ψυχής». Αλλιώτικος ο κόσμος μέσα απ΄τα μάτια σας κ. καθηγητά!
Μάθαμε πως πολλές φορές παραμιλούσατε σαν να βρισκόσαστε στην τάξη μας, άλλες φορές με το βλέμμα σας καρφωμένο στο άπειρο ψελλίζατε «Πέτρο μου, παιδιά μου» και κάνατε το σταυρό σας.
Κι εμείς; Μακριά. Άραγε θα μας συγχωρήσετε ποτέ; Ο κύριος Φώτης έχει αγγέλους δίπλα του και είναι ευτυχισμένος, είπε η κ. Μαρία η θεολόγος μας. Άραγε γι ΄αυτό χαμογελούσατε όταν τελικά καταφέραμε να έρθουμε να σας δούμε; Μήπως μας νιώσατε;
Κύριε Φώτη, αγαπημένε μας, είμαστε τώρα και οι τρεις μπροστά στην πόρτα του σπιτιού σας με τις πλάτες μας φορτωμένες τύψεις, τα μάτια μας υγρά και τα κεφάλια μας κατεβασμένα. Το ρόπτρο της πόρτας σας είναι νεκρό. Τώρα πια θα σας αναζητάμε στις συμβουλές σας, στα τετράδιά μας, στα καλλιγραφικά γράμματά σας, στην ακροθαλασσιά, στο δάσος, στα σύννεφα.
Γλιστράω το γράμμα μας κάτω από την πόρτα σου σεβαστέ μας καθηγητά, αγαπημένε, να σε συντροφεύει στην αιωνιότητα. Σε παρακαλώ, μη μας ξεχάσεις όπως σε ξεχάσαμε εμείς.
Με μια αγάπη που λησμόνησε να προσφερθεί όπως σας έπρεπε…
Έφη, Εύη, Τζουλιάνα
τάξη ΄84-΄86
Η Πριγκίππισα της κατοχής
Μέρα παρά μέρα πότιζε τα λουλούδια της, τα χάϊδευε, τους μιλούσε. Σταματούσαμε για λίγο το παιχνίδι μας και τη χαζεύαμε που κουβέντιαζε με τους βασιλικούς και τα γιασεμιά της. Γελούσαμε με τα πειρακτικά για κείνη αστεία μας που κυκλοφορούσαν απ΄αυτί στ΄αυτί της παρέας.
Φορούσε πάντα κλαρωτές λουλουδάτες φούστες και σοσόνια χειμώνα καλοκαίρι. Τα παπούτσια της καφέ σαν το χώμα έμοιαζαν να φιλοξενούν τις ρίζες των λουλουδιών της φούστας της. Παπούτσια με σόλα καουτσούκ αθόρυβα στο πάτημά τους, μην και ξυπνήσουν τα λουλούδια απ΄τον ύπνο τους, μην προδωθούν τα ίδια απ΄το θόρυβό τους. Την θυμάμαι πάντα μ΄αυτά τα παπούτσια. Αλαφροπατούσα να τελειώνει τις δουλειές της στο άψε σβήσε χωρίς να την παίρνουμε χαμπάρι.
Έτσι τελείωνε τις δουλειές της και στην κατοχή, αθόρυβα. Κρυφακούγοντας τις μανάδες μας στις βραδινές βεγγέρες τους, μάθαμε πως η Αργυρώ Σίμου ήταν μια ηρωίδα πολέμου. Έσωσε πολλά παιδιά από την πείνα στην κατοχή και πολλούς αντιστασιακούς στο υπόγειο του σπιτιού της.
Το ψευδώνυμό της ήταν «πριγκιπέσσα». Το βάδισμά της ήταν απαλό, το παράστημά της στητό, πριγκηπικό και οι κινήσεις της αθόρυβες και αποτελεσματικές.
Ο πατέρας της ήταν ασβεστοποιός. Τον είχαν βασανίσει κι αυτόν μέχρι θανάτου, όταν κάποιος γερμανός μεθυσμένος ένα βράδυ έπεσε στο λάκο με τον ασβέστη και κάηκε. Η μητέρα της ήταν ανελύτρα. Έβγαζε το μετάξι απ΄τα κουκούλια των μεταξοσκώληκων. Μια οκά κουκούλια για μια οκά μετάξι που έδινε στους γερμανούς με αντάλλαγμα φαγητό για τα ορφανά παιδιά της γειτονιάς.
Η Αργυρώ έμεινε μόνη στα δεκαεννιά της, όταν εκτέλεσαν τον πατέρα της και μετά από λίγους μήνες έφυγε και η μητέρα της από μαρασμό.
Τότε ήταν που μπήκε στην Αντίσταση. Μοίραζε απαγορευμένο έντυπο υλικό που τόνωνε τις καρδιές των Ελλήνων για το ξεσκλάβωμα της Πατρίδας απ΄τις δυνάμεις του Άξονα.Τα σχολεία ήταν κλειστά λόγω του πολέμου και μιας που η κυβέρνηση δεν έκανε κάτι γι ΄αυτό, η Αργυρώ με τους άλλους Έλληνες αγωνιστές δίδασκαν τα παιδιά την ένδοξη ιστορία των προγόνων, τόνωναν το πατριωτικό τους αίσθημα για μια Ελλάδα ελεύθερη.
Νεαρή κοπέλα διαθέτοντας ψυχική και σωματική αντοχή, πρόσφερε στον αγώνα απ΄το πρωΐ ως το βράδυ. Το πρωΐ μοίραζε τα συσσίτια στις καραβάνες των υποσιτισμένων παιδιών και το βράδυ ξεχύνονταν στους δρόμους σαν σκιά και έστεινε ενέδρες στους κατακτητές. Ήταν άπιαστη στο χειρισμό του Μάνλιχερ και στο σημάδι άσσος, μέχρι που την έπιασαν.
Βασανίστηκε, μα δεν πρόδωσε. Χτυπήματα στο πρόσωπο, κλωτσιές στην κοιλιά, στο κεφάλι, καψίματα με τσιγάρο σ΄όλο της το σώμα δεν τη λύγισαν. Υπέμενε έξι μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης όπου τα ουρλιαχτά της δεν ακούγονταν και φράσσονταν πίσω απ΄τις βαριές συμπαγείς σιδερένιες και αεροστεγείς πόρτες. Μέρος αφιλόξενο, χωρίς παράθυρα. Ίσως γι΄αυτό αργότερα της άρεσε να κάθεται στον ήλιο. Γι ΄αυτό της άρεσαν τα λουλούδια , γιατί ήλιος και λουλούδια ίσον ζωή. Στο θάλαμο 7 εκεί τη βασάνιζαν, σ΄ένα αντιαεροπορικό καταφύγιο που βάφτισαν φυλακή. Πάλεψε κι άντεξε σαράντα μέρες, με τους αγκυλωτούς σταυρούς να την περιπαίζουν, με τα χείλη της ενωμένα με τους γρατσουνισμένους τοίχους που έγραφαν «νερό». Από θαύμα σώθηκε όταν την αναγνώρισε ένας γείτονας, φίλος του μακαρίτη του πατέρα της, που έκανε το διερμηνέα στους γερμανούς. Νύχτα, ντυμένη σαν γερμανό φαντάρο τη φυγάδευσε με κίνδυνο της ζωής του.
Απ΄τα πολλά χτυπήματα στο κεφάλι άρχισε αργότερα να έχει πονοκεφάλους και να παθαίνει συχνές επιληψίες. Το σώμα της άκαμπτο χτυπιόταν πάνω κάτω στο έδαφος εκεί που έπρεπε να βρίσκεται ο κατακτητής, όχι εκείνη. Πέρασε καιρός μπαινοβγαίνοντας στο νοσοκομείο μέχρι να σταθεροποιηθεί η κατάστασή της.
Μεγαλώνοντας άρχισε να χάνει τη μνήμη της. Τα πολλά χτυπήματα και όσα πέρασε άφησαν τ΄αποτυπώματά τους. Υπήρχαν φορές που έπεφτε στο κρεβάτι ατέλειωτες ώρες ασάλευτη, σαν νεκρή και άλλες που δεν είχε σταματημό απ΄το πρωΐ ως το βράδυ. Ξεχνούσε ονόματα, μέχρι και αυτών που μεγάλωσαν μαζί, των συντρόφων της στην αντίσταση, τα δικά μας.
Εκείνο που δεν ξεχνούσε ποτέ ήταν να ποτίζει τα λουλούδια της και ν΄αφήνει σ΄ένα πιατάκι στο οβάλ τραπεζάκι της έξω απ΄την πόρτα του σπιτιού της, λουκουμάκια τριαντάφυλλο και νερό για εμάς τα διψασμένα απ΄το παιχνίδι.
Κάποιες φορές που είχε τη μνήμη της σταματούσαμε το κυνηγητό και καθόμασταν τριγύρω της στο πεζούλι και μας αφηγούταν ιστορίες της κατοχής. Κι εμείς την ακούγαμε σαν Θεά του πολέμου και προσπαθούσαμε να στριμώξουμε ό,τι μπορούσε να χωρέσει στο μικρό μας μυαλό.
Μας αγαπούσε, πολύ μας αγαπούσε η κυρία Αργυρώ. «Γιατί δεν τα μαλώνεις Αργυρώ; Πάλι σου χάλασαν τα λουλούδια με τη μπάλα τους», της είπε ένα απόγευμα μια γειτόνισσα. «Σους» της έκανε με το δάχτυλο στα δοξασμένα χείλη της « δεν ξέρεις πως τα παιδιά και τα λουλούδια δεν πρέπει να τα μαλώνεις γιατί μαραίνονται;» της απάντησε αποστομώνοντας την.
Της άρεσε να την φωνάζουμε «πριγκιπέσσα», όπως την φώναζαν τότε στην κατοχή και ειδικά όταν ντυνόταν κάθε Κυριακή για να πάει στην εκκλησία. Έβαζε την κλαρωτή λουλουδένια φούστα της με τα σοσόνια και τη γούνα της και καλλώπιζε τα μαζεμένα σε κότσο μαλλιά της με μια ασημένια γεμάτη κρυστάλλους τιάρα. Σε κάποιους φαίνονταν παράξενη η εμφάνιση αυτή μιας γυναίκας εβδομήντα ετών. Εμείς όμως που ξέραμε την ιστορία της είμαστε περήφανοι γι΄αυτή την πριγκιπέσσα που κάποτε έβαλε σε κίνδυνο τη δική της ζωή για να είμαστε σήμερα εμείς, ελεύθεροι.
Τη θυμόμαστε και κάθε τόσο περνάμε έξω απ΄το σπίτι της για να μας φιλέψει το γιασεμί της το άνθος του και με την ευωδιά του να μας μεταφέρει σ΄εκείνα τα χρόνια, τα παλιά, παρέα με την κυρία Αργυρώ, τις ιστορίες της, τα γλυκίσματά της και τους σγουρούς βασιλικούς της.
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr