Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Αμαλιάδα Νάσος Νασόπουλος 15 χρόνια thebest Εκλογές ΗΠΑ 2024
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΒΙΒΛΙΟ

/

23+1 Βιβλία για το 2024

23+1 Βιβλία για το 2024
Γιάννης Μουγγολιάς

Εορταστικές προτάσεις για τους βιβλιόφιλους

Στο μεταίχμιο της αλλαγής της χρονιάς, οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς προσφέρουν μια πρώτης τάξεως αφορμή για διάβασμα, ασχολία που καλό θα ήταν να μας συντροφεύει ανεξαρτήτως χρονικών οροσήμων αλλά οπωσδήποτε που αυτό το διάστημα ενθαρρύνεται λόγω διάθεσης μεγαλύτερου ελεύθερου χρόνου.

Το νέο τοπίο στα βιβλιοπωλεία με τις πολλές εκδόσεις δίνει την ευκαιρία για επιλογές που ταιριάζουν στα ενδιαφέροντα του κάθε αναγνώστη αλλά και πολύ καλές λύσεις για τα δώρα των ημερών.

Παρακάτω παραθέτω τη δική μου λίστα προτιμήσεων με τα πιο αγαπημένα μου βιβλία που κυκλοφόρησαν μέσα στο απερχόμενο 2023, είναι παντός καιρού: χειμώνα-καλοκαίρι, φθινόπωρο-άνοιξη και μου πρόσφεραν απόλαυση και ταυτόχρονα τροφή για σκέψη.

Δεκαεφτά μυθιστορήματα, ένα βιβλίο πεζογραφίας, μια συλλογή διηγημάτων, ένα δοκίμιο, μια μελέτη και τρεις ποιητικές συλλογές, εκ των οποίων τέσσερα ελληνικά και είκοσι ξένα βιβλία μεταφρασμένα, σύνολο 24 βιβλία όσα τα τελευταία ψηφία της χρονιάς που περιμένουμε, όσα τα χρόνια της χιλιετίας μας που σε λίγο θα μπούμε. Μέσα από τις σελίδες των βιβλίων αυτών ήρθα σε επαφή με συγγραφείς και έργα από κάθε άκρη του κόσμου, αφουγκράστηκα τις ανησυχίες τους, αναγνώρισα μέσα από αυτές δικές μου ανησυχίες και ταξίδεψα σε περιοχές οικείες αλλά και πρωτόγνωρες. Σύγχρονοι και παλαιότεροι συγγραφείς μαζί, καθείς με την ιδιοσυγκρασία του, εμμονές του χτες και του σήμερα. Mια λίστα αγαπημένων, που δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως αντιπροσωπευτική της παραγωγής, ούτε ως λίστα των καλύτερων βιβλίων. Από κάθε βιβλίο παραθέτω και δείγμα γραφής γιατί πάνω από την όποια παρουσίαση, μεγαλύτερη αξία έχει ο γνήσιος, ατόφιος λόγος του συγγραφέα. Αυτός άλλωστε είναι ο βασικός πρωταγωνιστής, ο κύριος υπεύθυνος για να αγκαλιάσουμε ή να απορρίψουμε το έργο του.

1.Alain Damasio «Οι Αθέατοι» (μτφρ. Δημήτρης Δημακόπουλος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2023)

Ένα μυθιστόρημα που μοιάζει να μας δείχνει με τον πιο ηχηρό τρόπο πώς θα γράδεται η λογοτεχνία του μέλλοντος. Το βιβλίο που πρωτοεκδόθηκε στη Γαλλία το 2019, έχει ως χρόνο της αφήγησής του το 2040 μ.Χ., είναι δηλαδή ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας που ωστόσο η ιστορία του δεν απέχει και πολύ από την δυστοπική πραγματικότητα που οδηγείται η ανθρωπότητα. Εκτός από τις πρόσφατες ταραχές στη Γαλλία, μέσα στις σελίδες του θα βρείτε πολλά «ανοικτά» θέματα που, όπως φαίνεται, έχουν ήδη αρχίσει να ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα ξεφεύγοντας από τα όρια του εξωπραγματικού. Σε μελλοντικό χρόνο και ένα ζοφερό περιβάλλον με την ιδιωτικοποίηση των πάντων, την οικονομική χρεοκοπία του κράτους, τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, την ψηφιακή επιτήρηση των ανθρώπων και τις κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας να κυριαρχούν, οι οικονομικά ασθενείς κάτοικοι είναι παρίες και πολίτες υποβαθμισμένοι (δεύτερης κατηγορίας) ενώ οι πλούσιοι με τη δυνατότητα των χρημάτων αγοράζουν κοινωνικά προνόμια αποδεχόμενοι ταυτόχρονα την ικανότητα εντοπισμού του οποιουδήποτε πολίτη από το καθεστώς. Ταυτόχρονα δημιουργούνται πυρήνες αντίστασης που με την βοήθεια των «αθέατων» (παράξενο είδος μεταξύ ανθρώπου και ζώου με την ιδιότητα να μη γίνεται ορατό και αντιληπτό) κλιμακώνεται η σύγκρουσή τους με τους εξουσιαστές. Στο πλαίσιο αυτό εξελίσσεται η ιστορία της αναζήτησης ενός ζευγαριού για την χαμένη κόρη τους, που υπάρχει υποψία ότι βρίσκεται με τους αθέατους ή έχει γίνει η ίδια αθέατη. Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα που συνδυάζει επιστημονική φαντασία, εκρηκτική μυθοπλασία, δοκίμιο, φιλοσοφία, ποιητικό λυρισμό, πολιτικά σχόλια, κοινωνικά σχόλια που εκτείνονται σε ένα ευρύτατο φάσμα, το οποίο περιλαμβάνει την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα, τις παρακολουθήσεις, την ανθρώπινη αλληλεγγύη και συνεργασία, τους κοινωνικούς αγώνες, την αμφισβήτηση, την ανυποταξία και την εξέγερση. Ο Damasio ξεδιπλώνει μια ξέφρενη αφήγηση και απελευθερώνει έναν ανεκτίμητο γλωσσικό πλούτο, ενώ προκαλεί γνήσια συγκίνηση χαρίζοντάς μας σελίδες δυνατών συναισθημάτων δοσμένες με απίστευτο ποιητικό οίστρο και σπάνιο λυρισμό όταν μας περιγράφει την αναζήτηση της εξαφανισμένης κόρης από τους γονείς της. Ένα καινοτόμο και απόλυτα σύγχρονο μυθιστόρημα που καθηλώνει ξεπερνώντας κάθε λογοτεχνική σύμβαση με τις εναλλαγές πολλών αφηγητών, την επινόηση νέων, πρωτόγνωρων λέξεων εκτός των γνωστών κανόνων γραμματικής και συντακτικού, τους πολλούς τρόπους τυπογραφικής παρουσίασης. Κατά τη γνώμη μου ό,τι πιο σύγχρονο, ξεχωριστό και σπουδαίο επέδειξε η εκδοτική παραγωγή του 2023, συνοδευόμενο από έναν μεταφραστικό άθλο.

Δείγμα γραφής

Το κρεβάτι της είναι δεξιά μπροστά μου, στον τοίχο. Κοιμάται. Ακούω την ανάσα της, το σιγανό ροχαλητό της, έχει βουλώσει η μύτη της, έτρεχε η μύτη της όταν γύρισε από το σχολείο. Κατέβασα μηχανικά το ρολό για να μην την ξυπνήσει το φως. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Η ίδια χοντρή μοκέτα για να μη χτυπάς όταν πέφτεις, οι ίδιες σχολικές ζωγραφιές καρφωμένες με πινέζες σε μια μακρόστενη σανίδα στον τοίχο στο βάθος, το ίδιο μπλε ξύλινο κρεβάτι και, γύρω του, τα ίδια λούτρινα κουκλάκια. Η Τιτάνια, η Πιρουέτα, ο Φιστίκης, η Χιονιά, η Ροζ Μπονμπόν, ο Χαλικοδόντης, η Άννα Μπαμπούλα, η Σεκόια… Όλα είναι εδώ. Όπου να ΄ναι, θα δει εφιάλτη και θα ξυπνήσει, γιατί ζεσταίνεται λιγάκι. Ή κρυώνει. Θα την πάρω στην αγκαλιά μου, θα καταλάβει ότι είμαι εγώ. Χωρίς να με δει, μόνο από τα χέρια μου, θα γυρίσει από την άλλη μεριά, θα βρει στα τυφλά το κουκλάκι της, θα ξανακοιμηθεί. Αύριο, θα ξαναδώσουμε σποράκια στα σπουργίτια…

Ευχαριστώ.

Ευχαριστώ που μου πρόσφερες αυτή την ευκαιρία να την ξαναβρώ. Ευχαριστώ που την έφερες πίσω, όποιος κι αν είσαι. Νεράιδα, άνθρωπος ή θεός. Ό,τι κι αν είσαι. Βρίσκω το χέρι του Λόρκα, σφίγγει τον ώμο μου. Μπαίνουμε στο δωμάτιο και κάνουμε μερικά βήματα. Κρατιόμαστε τόσο σφιχτά που κοντεύουμε να συνθλίψουμε τα μπράτσα μας. Ο Λόρκα κλαίει. Το ξέρω, μαντεύω σχεδόν τα δάκρυά του που πέφτουν βροχή στη μοκέτα. Σκουπίζει τα μάτια του με το μανίκι του και γονατίζει μπροστά στο κρεβάτι. Θα της χαϊδέψει τα μαλλιά. Θα τη φωνάξει. Κι εκείνη, θα είναι εκεί, θα είναι εκείνη, θα είναι το μουτράκι της, θα πει: «Μαμά…», «ήρθα, μαμά…»

 & 

-Όπως ο ήχος, ο αθέατος δεν βρίσκεται ποτέ σε κατάσταση ακινησίας. Το απρόοπτο είναι στη φύση του. Ο ήχος και οι αθέατοι είναι αέναη μετατροπή, που δεν μπορεί να ανασχεθεί, ούτε να ακινητοποιηθεί. Τελούν υπό διαρκή ανασυγκρότηση, ενσαρκώνουν την αυτοποίηση στην πιο καθαρή έκφρασή της, δηλαδή την ευέλικτη αυτοκατασκευή του εαυτού. Η οποία είναι η κινητήρια δύναμη των έμβιων όντων. Είναι φυσικό να μας τρομάζει αυτή η ζωτικότητα. Προκαλεί ανησυχία. Επειδή ο αθέατος παραμένει πάντοτε απρόβλεπτος κι ανεξέλεγκτος. Γιατί, ακόμα και τη στιγμή της αναγνώρισής του, μετατρέπεται ευθύς σε κάτι διαφορετικό.

2.Μπενχαμίν Λαμπατούτ «Maniac» (μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Δώμα, Αθήνα 2023)

Μετά το θαυμάσιο βιβλίο του «Όταν παύουμε να καταλαβαίνουμε τον κόσμο» (2022) ο 43χρονος Χιλιανός, γεννημένος στο Ρότερνταμ συγγραφέας μας φιλοδωρεί με το ανάλογης θεματικής εντυπωσιακό «Maniac», ένα εκπληκτικό λογοτεχνικό υβρίδιο μυθοπλασίας και δοκιμίου που πραγματεύεται με έναν μοναδικό και αιχμηρό τρόπο τις καταστροφικές συνέπειες της επιστήμης στη ζωή των ανθρώπων και την τραγική εξέλιξη των καταστάσεων όταν η ανθρώπινη ευφυϊα υπερβαίνει τα όρια. Στο επίκεντρο του στοχασμού και της προσοχής του Λαμπατούτ βρίσκεται ο Τζον φον Νόυμαν, ασύλληπτη μεγαλοφυϊα του 20ού αιώνα που στην ενασχόλησή του με τα μαθηματικά, τη φυσική, τα οικονομικά, τη βιολογία, την επιστήμη των υπολογιστών ξεπέρασε το μέτρο, διέπραξε ύβρη και προσπάθησε να δημιουργήσει ένα καταστροφικό όπλο που θα απαλείψει τη ζωή από τον πλανήτη, καθώς και να εφεύρει ένα νέο είδος ζωής. Ο υπολογιστή του, ο Maniac ήταν υπεύθυνος το 1952 για τη βόμβα υδρογόνου, ενώ το νέο είδος ζωής θα ήταν τεχνητό και νοήμον. Ο Λαμπατούτ θέτοντας πολλά πρόσωπα να μιλούν για τον Νόυμαν προσεγγίζοντας διάφορες παραμέτρους του αλλά και τις εφιαλτικές διαστάσεις της επιστήμης, φτάνει μέχρι την οριακή στιγμή του σήμερα όπου τα σχέδια και τα πλάνα του από τη θεωρητική βάση και τον σχεδιασμό τους έφτασαν στην εξέλιξή τους να απειλούν την υπόσταση του ίδιου του ανθρώπου επιδιώκοντας να τον αντικαταστήσουν. Το νέο είδος ζωής που έπλασε ο άνθρωπος λοιπόν αντί της υπάρχουσας ζωής, του ίδιου του ανθρώπου. Ένα σκοτεινό, συγκλονιστικό βιβλίο, με την ανάσα του τόσο ζεστή δίπλα μας.

 

Δείγμα γραφής

Όσο εγώ απεχθανόμουν την Αμερική, τόσο ο Τζώννυ τη λάτρευε. Αυτή η χώρα κάτι του έκανε. Όλη αυτή η παραληρηματική, αστόχαστη αισιοδοξία, όλη αυτή η χαρωπή αφέλεια, που από κάτω της έκρυβαν οι άνθρωποι τη σκληρότητά τους, όλα αυτά τού έβγαζαν τον χειρότερό του εαυτό. Έναν κοιμισμένο δαίμονα, μια μυστική επιθυμία υπαγορευμένη από έναν εφιάλτη που δεν εννοούσε να τον ομολογήσει σε κανέναν. Δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος που ήταν στην Ευρώπη. Δεν ήταν ο άντρας που ερωτεύτηκα. Η Αμερική κάτι άλλαξε μέσα του, άλλαξε τη χημική ή την ηλεκτρική διάταξη του εγκεφάλου του, και για μένα, που τον είχα ερωτευτεί κυρίως λόγω της εξαιρετικής ποιότητας αυτού του οργάνου –ίσως και αποκλειστικά λόγω αυτού, θα έλεγα, διότι είχε και πολλές άλλες χάρες- ήταν μια τραγωδία και η απαρχή των χειρότερων χρόνων της ζωής μου. Και των καλύτερων. Δύσκολο να τα ξεχωρίσεις. Ανατρέχοντας στο παρελθόν, δεν μπορώ να διακρίνω καθαρά το καλό από το κακό, δεν μπορώ να ξεχάσω τον πόνο μου που έφυγα από τη Βουδαπέστη, ή τη νοσταλγία για τον κόσμο που χάσαμε στον πόλεμο, δεν μπορώ να μην ακούω τον μακρινό απόηχο του πλήθους που φώναζε το όνομά μου όταν περνούσα από μπροστά τους με τα παγοπέδιλα, έφηβη, με ένα γούνινο παλτό και μποά, με χρυσά μετάλλια στο στήθος, ή με τον αέρα στα μαλλιά μου καθώς πήγαινα με ανοιχτή άμαξα σε κάποια από εκείνες τις φοβερές γιορτές που διοργάνωνε ο πατέρας μου στο σπίτι μας, με ένα συγκρότημα αληθινών Τσιγγάνων που μπορούσαν να παίζουν επί ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο χωρίς σταματημό, ενώ θείοι, ξαδέλφια και φίλοι της ευρύτερης οικογένειας ξεφύτρωναν από του πουθενά για να μετακινήσουν τα πιάνα και να αναδιατάξουν τα έπιπλα ώστε να μπορέσουμε να χορέψουμε όλοι μέχρι τελικής πτώσης –όλες αυτές οι χαρούμενες αναμνήσεις γίνονται ένα με τον εφιάλτη που ξεκίνησε όταν διέσχισα τον Ατλαντικό για να συναντηθώ με τον Τζώννυ και να ξεκινήσω το δεύτερο μισό της άθλιας ζωής μου. Αυτές οι παλιές χαρές έχουν τώρα αμαυρωθεί από την επώδυνη ηδονή των πρώτων μου μηνών με τον Τζώννυ, από την έξαψη που νιώθεις όταν ένα χέρι σε πιάνει και σε παίρνει μακριά ακριβώς τη στιγμή που ξαμολιούνται τα σκυλιά του πολέμου και σώζεσαι στο παρά τρίχα, όταν βρέθηκα σε έναν ξένο τόπο, επιτέλους ελεύθερη από τον μπουμπούνα τον δεύτερο σύζυγό μου, τον βαρετό τραπεζίτη που ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερός μου και θα μπορούσε να είναι και μπαμπάς μου, τον οποίο χώρισα για να παντρευτώ αυτή τη μοναδική ευφυϊα που είχα δει για πρώτη φορά στο Μόντε Κάρλο, μουτρωμένο μπροστά σε ένα μικρό σωρό μάρκες, σαν να είχε μόλις χάσει όλη του την περιουσία, ενώ όπως αποδείχτηκε το μόνο που είχε να χάσει ήταν η παιδαριώδης πεποίθηση ότι με κάποιο τρόπο μπορούσε να βρει μια λογική βάση για τον κόσμο. Μέσα στα επόμενα χρόνια ο πόνος και η ηδονή έγιναν ένα κουβάρι, τα απαίσια χρόνια του γάμου με εκείνον τον απαίσιο άνθρωπο που ποτέ δεν με αγάπησε έτσι όπως είχα ανάγκη να με αγαπήσει, αλλά που με έκανε να τον ερωτευτώ και μετά αρνιόταν να περάσει τις μέρες του μαζί μου, γιατί πάντα, πάντα είχε κάτι σημαντικότερο να κάνει, κάποιον να συναντήσει, κάτι να σκεφτεί, όλες αυτές τις αναθεματισμένες σκέψεις που έκανε∙ είναι θαύμα που ένας άνθρωπος τόσο ηλίθιος μπορούσε να είναι τόσο έξυπνος. Δεν ήταν ο άντρας που ερωτεύτηκα.

3.Robert Penn Warren «Αγριότοπος» (μτφρ. Άννα Μαραγκάκη, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2023)

Μετά το εμβληματικό μυθιστόρημα του Αμερικανού ποιητή, μυθιστοριογράφου, δολιμιογράφου και κριτικού λογοτεχνίας «Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά» (βραβείο Pulitzer 1946) που κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις Πόλις, ένα ακόμα εκπληκτικό έργο του συγγραφέα, γραμμένο το 1961, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, αυτή τη φορά για την εποχή του Αμερικανικού Εμφυλίου (1861-1865) και για τον τρόπο που τέθηκαν οι βάσεις για τη διατήρηση της Ομοσπονδίας. Ο «Αγριότοπος» του τίτλου είναι ο τόπος της διεξαγωγής των δυο σημαντικότερων μαχών του πολέμου αλλά ουσιαστικά σε αυτή τη μοναδική, αριστοτεχνική αφήγηση είναι ο άγριος τόπος του πολέμου. Η ιστορία που ξετυλίγεται παρακολουθεί τον Εβραίο νεαρό Άνταμ που, έχοντας ως παρακαταθήκη τις ηθικές αξίες και τις ιδέες του πατέρα του, φεύγει από ένα γκέτο της Βαυαρίας για να ενταχθεί στην πλευρά των Βορείων στην Αμερική και να πολεμήσει για την ελευθερία και τη χειραφέτηση των μαύρων σκλάβων, όπως αφελώς πιστεύει. Αφού ξεφύγει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του από την προσοχή που δίνουν στο παραμορφωμένο πόδι του και τον κίνδυνο να μην τον δεχτούν και να τον στείλουν πάλι στην Ευρώπη, ο Άνταμ στη Νέα Υόρκη βρίσκεται ενώπιον των βίαιων ταραχών λόγω της υποχρεωτικής στρατολόγησης. Όλα πλέον σιγά σιγά του αποκαλύπτονται στις πραγματικές διαστάσεις, ο πόλεμος, ο κόσμος, ακόμα και ο ίδιος του ο εαυτός και τα πραγματικά του όρια, μέσω των συναντήσεών του με ένα ζευγάρι χωρικών, έναν ευεργέτη, έναν πρώην σκλάβο κ.α. Η πραγματικότητα δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι είχε φανταστεί στην εθελοντική εκκίνησή του. Ο Robert Penn Warren γράφει ένα μοναδικό πολιτικό έργο, σπάνιας στοχαστικής δύναμης για την σύγκρουση ιδεαλισμού και πραγματικότητας, για τις βαθιές αιτίες και την παράνοια του πολέμου, διατυπώνοντας τις ιδεολογικές σκέψεις του και προσεγγίζοντας τα γεγονότα από διαφορετικές εκδοχές. Και το κάνει με τον μοναδικό, ιδιοσυγκρασιακό του τρόπο, αυτή τη σπάνια γλώσσα του που στέκεται ως καταλύτης ανάμεσα στο ρεαλιστικό και στο ποιητικό στοιχείο, στη δύναμη του συνειρμού και στη σφραγίδα της φιλοσοφικής-ιδεολογικού στοχασμού. Η πολύπλευρη εξέταση της ανθρώπινης συμπεριφοράς που αντικατοπτρίζεται στην ποικιλία των οπτικών γωνιών και της εκφραστικής δεινότητας του συγγραφέα, αποδίδεται έξοχα στην άρτια, ρέουσα και πολυεπίπεδη μετάφραση της Άννας Μαραγκάκη που αποδεικνύεται ισχυρό πλεονέκτημα του βιβλίου.

 

Δείγμα γραφής

«Βλασφημία είναι να ποθείς τη δικαιοσύνη;» ρώτησε ο Άνταμ. Του ΄ρχόταν να βάλει τα κλάματα.

«Δικαιοσύνη υπάρχει μόνο στον Θεό»

«Δικαιοσύνη μπορεί να υπάρχει στον Θεό», αναφώνησε ο Άνταμ, «μα δεν υπάρχει καθόλου στη Βαυαρία. Εσύ είσαι ικανός να μείνεις για πάντα σε τούτο τ΄ αχούρι και να…»

Ο θείος έφτυσε καταγής. «Η Βαυαρία είναι η μάνα των πορνών», είπε απρόθυμα, λες και δεν το πίστευε στ΄ αλήθεια.

«Ναι, κι εσύ κάθεσαι δω πέρα και γρυλίζεις σαν τα γουρούνια του χερ Ζέλερτ. Μα εγώ δεν θα κάτσω σε τούτο το μέρος, όπου δεν έχω κανένα δικαίωμα σαν άνθρωπος. Όπου σήμερα, που κήδεψα τον πατέρα μου, ο φοροεισπράκτορας έστεκε πάνω από τον τάφο μ΄ απλωμένο το χέρι, γιατί πρέπει κανείς να πληρώσει για να θαφτεί ένας Εβραίος στη βαυαρική γη. Κι όπου μήτε να παντρευτώ δεν μπορώ, αν δεν μου δώσουν την άδεια να κάνω οικογένεια. Γεννιούνται, βλέπεις, πάρα πολλά βρομοεβραιόπουλα, και πρέπει να περιμένω τη σειρά μου για ν΄ αποκτήσω κι εγώ μερικά…»

Ο θείος είχε στυλώσει το βλέμμα του στο αριστερό πόδι του Άνταμ.

Ο Άνταμ ένιωσε την ανάγκη να το τραβήξει και να το κρύψει. Ύστερα τούτη η παλιά αισχύνη ξεπλύθηκε από μια καινούργια, οργισμένη ντροπή, που τον πλημμύρισε μόνο και μόνο επειδή ξανααισθάνθηκε την παλιά.

«Ναι, κοίτα το πόδι μου! Το κάνεις για να μου δείξεις πως καμιά γυναίκα δεν θα με θέλει; Δεν με θεωρείς άντρα εξαιτίας αυτού του παιδιού; Ε λοιπόν, δες!» Ίσιωσε τη ράχη, έριξε πίσω τους ώμους και σήκωσε το κεφάλι. «Μπορεί και τούτο το πόδι να με κρατήσει ορθό», είπε.

Ο θείος τον κοίταξε λυπημένα, κουνώντας το κεφάλι.

«Η Αμερική θα με θέλει», είπε ο Άνταμ.

«Ανόητος είσαι», είπε ο γέρος, που η λύπη του γινόταν λύπηση τώρα.

«Ανόητος ή όχι», δήλωσε ο Άνταμ, «τώρα μπορώ να παρελάσω» Έκανε ένα βήμα και κάρφωσε τη φτέρνα του αριστερού του ποδιού στην παγωμένη λάσπη. «Και μπορώ να μάθω να κρατάω τουφέκι. Μπορώ να μάθω να…»

 & 

Όταν ξύπνησε, είχε ξημερώσει για τα καλά κι η καλύβα ήταν άδεια. Δίχως να σηκωθεί απ΄ την κουβέρτα του, ο Άνταμ κοίταξε γύρω του στο δωμάτιο και είδε τη σβηστή παραστιά καλυμμένη με στάχτη και καρβουνιασμένα κούτσουρα, το σανιδένιο τραπέζι καταμεσής στο σανιδένιο πάτωμα, τα από καιρό ασκούπιστα σανίδια – η ξεραμένη λάσπη έδειχνε να έχει γίνει ένα με το ξύλο, και μερικά κιτρινισμένα φύλλα ήταν στοιβαγμένα σε μια γωνιά, φερμένα θαρρείς εκεί από κάποιο ξαφνικό αεράκι. Το λιγοστό φως στο δωμάτιο τρύπωνε απ΄ τη μισάνοιχτη πόρτα. Θα πρέπει να ΄ταν λαμπερό το πρωινό έξω, μάντευε ο Άνταμ, αλλά εκείνο το μέρος θύμιζε σπήλαιο μάλλον, η φωλιά αγριμιού, παρά κατοικία χτισμένη από άνθρωπο. Μα και τα αντικείμενα που ήταν φτιαγμένα από ανθρώπινο χέρι δεν έφεραν τη σφραγίδα του: με ανείπωτη θαρρείς περιφρόνηση για την ανθρώπινη ανάγκη που επέβαλε την κατασκευή του ενός ή του άλλου αντικειμένου, το χέρι που τα ΄χε φτιάξει δεν είχε αφήσει παρά ένα αδιόρατο ίχνος της ανθρωπινότητάς του.

4.Enrique Vila-Matas  «Μοντεβιδέο» (μτφρ. Νάννα Παπανικολάου, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2023)

Το μυθιστόρημα του Ισπανού συγγραφέα  σε συμπαρασύρει σε ένα μοναδικό ταξίδι μεταξύ μύθου και αυτοβιογραφιακών στοιχείων του αφηγητή-συγγραφέα αλλά και σε δεύτερο επίπεδο σε ένα συναρπαστικό ταξίδι σε «ηχηρούς» γεωγραφικούς τόπους για την πορεία της λογοτεχνίας: Παρίσι, Κασκάις, Μοντεβιδέο, Ρέικιαβικ, Σαν Γκάλεν, Μπογκοτά και πάλι Παρίσι μέσα από αποστάγματα  λογοτεχνικών σελίδων κορυφαίων συγγραφέων όπως των Χούλιο Κορτάσαρ, Ρομπέρτο Μπολάνιο, Αρτούρο Ρεμπώ, Αντόνιο Ταμπούκι, Βάλτερ Μπένγιαμιν. Μέσα σε έναν κόσμο που η ασάφεια δεσπόζει στον κόσμο τις μέρες μας και εκεί που όλα μοιάζουν να έχουν ειπωθεί και περιγραφεί χίλιες δυο φορές, ο Enrique Vila-Matas επανεκκινεί τα πράγματα και το κάνει με εξαιρετική ευφυία, νεωτερισμό, χιούμορ και διαρκώς απρόβλεπτες και απροσδόκητες προοπτικές.

 Δείγμα γραφής

Κάποια βαρκελωνέζικη νύχτα, περπατούσα πολύ αργά σ΄ έναν δρόμο και σκεφτόμουν ότι υπάρχουν μέρη στον κόσμο, όπως ο Πανοραμικός Πύργος, όπου έγιναν σπουδαία πράγματα, αλλά κανείς δεν το καταλαβαίνει σήμερα, μέρη που δεν δείχνουν πόσο σημαντικά ήταν σε μια άλλη εποχή. Μέρη στα οποία συνέβησαν ουσιαστικές αλλαγές για τον κόσμο και σήμερα ο κόσμος τα βλέπει και δεν μπορεί καν να φανταστεί ότι κάποτε υπήρξαν υπέρτατοι ναοί των ιερών. Ο πύργος είναι πια ένα εγκαταλελειμμένο δωματιάκι.

Περπατούσα πολύ αργά σ΄ εκείνον τον δρόμο της Βαρκελώνης. Και μια ήπια κρίση τρέλας, δηλαδή μια κρίση πλήρως ελεγχόμενη, με έχει κάνει να πιστέψω πως είμαι φάντασμα. Περπατούσα λοξά. Γύρω μου δεν υπήρχε κανείς, πράγμα που διευκόλυνε ακόμα περισσότερο τα λοξά μου βήματα. Και αίφνης χτύπησε το κινητό μου και μ΄ έφερε πίσω στον κόσμο, έδωσε τέλος στη ζωή μου ως φάντασμα. Μου μιλούσε μια βραχνή φωνή απ΄ το Μοντεβιδέο για να μου θυμίσει ότι με είχαν προσκαλέσει να ταξιδέψω σ΄ αυτή την πόλη και ήθελαν να επιβεβαιώσουν ότι, όπως τους είχα ήδη πει, σκόπευα να πάω….

…Είπε πως είχε διαβάσει διεξοδικά τον Ταμπούκι και πως ήθελε να με συλλυπηθεί. Είχε διαβάσει και πολύ Κορτάσαρ. Ύστερα απ΄ αυτό το τελευταίο, έκανε μια παύση, σαν να περίμενε να του απαντήσω κάτι. Έχω διαβάσει πολύ Κορτάσαρ, επανέλαβε. Συγγνώμη, του είπα, αλλά γιατί επιμένετε; Δεν επέμεινα ποτέ για τίποτα, όπως και δεν θέλησα ποτέ να ζήσω στις ανατολικές ερήμους, είπε ο Νικτ. Φυσικά, αυτά τα λόγια με αποσυντόνισαν τελείως. Δεν είχα ξανά την ευκαιρία να εμβαθύνω στην προσωπικότητά του, διότι λίγο αργότερα, λες και είχε ενοχληθεί, ο Αουγκούστο Κανένας εξαφανίστηκε και δεν το ξανάδα σ΄ όλο το ταξίδι, εκτός από μια περίσταση που τον είδα φευγαλέα όταν έφευγα από το Μοντεβιδέο και, για να πω την αλήθεια, ήταν πια πολύ αργά για οτιδήποτε.

&

Τον τελευταίο καιρό έχεις γίνει συγγραφέας στον οποίο τα πράγματα του συμβαίνουν στ΄ αλήθεια. Μακάρι να καταλάβεις ότι η μοίρα σου είναι η μοίρα ενός ανθρώπου που θα έπρεπε πια να θέλει ν΄ ανυψωθεί, ν΄ αναγεννηθεί, να ξαναϋπάρξει. Σου επαναλαμβάνω: ν΄ ανυψωθεί. Η μοίρα σου βρίσκεται στα χέρια σου, είναι το κλειδί του νέου δωματίου.

 

5.Άννα Μαρία Ορτέζε «Η θάλασσα δεν βρέχει τη Νάπολη» (μτφρ. Μαρία Φραγκούλη, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2023)

Κορυφαία μορφή της ιταλικής λογοτεχνίας η Άννα Μαρία Ορτέζε (1914-1998) στην υπέροχη αυτή συλλογή έξι διηγημάτων της, βραβευμένη με ειδική διάκριση στην κατηγορία πεζογραφίας του Βραβείου Viareggio, αφήνει ανεξίτηλο ίχνος με την χειρουργικά λεπτομερή και ακριβή γραφή της και με την υποβλητική ατμόσφαιρά της μας προσφέρει ένα εξέχον δείγμα μαγικού ρεαλισμού όπως εκδηλώθηκε στην Ιταλία καταθέτοντας ένα μοναδικό πυρετικό και παραισθησιογόνο λογοτεχνικό ύφος. Η συλλογή διηγημάτων πρωτοπαρουσιάστηκε το 1953, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και απηχούσε την έξοδο της θρυμματισμένης χώρας από αυτόν και το κλίμα αισιοδοξίας που δημιουργούσε φέρνοντας ανάταση. Το γεγονός ότι το βιβλίο χαρακτηρίστηκε ότι ήταν «κατά της Νάπολης» οδήγησε στον οριστικό αποχαιρετισμό της συγγραφέως με την πόλη που έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μέσα στα διηγήματα αποτυπώνεται η μεταφυσική νεύρωση της Ορτέζε που δεν μπορούσε να δεχτεί και να διαχειριστεί τη φρίκη και τη λειτουργία του αδηφάγου χρόνου που καταπίνει τα πάντα, καθώς και μια αλλόκοτη γοητεία, μια μαγεία που αναδεικνύεται μέσα από το σκοτάδι που υπήρχε στην πόλη, που υπάρχει στον κόσμο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι η Άννα Μαρία Ορτέζε εκτός από το διήγημα είχε σπουδαίο έργο στο μυθιστόρημα, στην ποίηση, στο δοκίμιο, στο ταξιδιωτικό κείμενο και στο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ.

Δείγμα γραφής

Η Εουτζένια, κρατώντας διαρκώς τα γυαλιά με τα χέρια, πήγε ως την εξώπορτα για να κοιτάξει έξω, στο δρομάκι Κούπα. Τα πόδια της έτρεμαν, ζαλιζόταν και δεν ένιωθε καμιά χαρά. Με τα άσπρα χείλη ήθελε να χαμογελάσει, μα το χαμόγελο γινόταν ένας ηλίθιος μορφασμός. Ξαφνικά τα μπαλκόνια άρχισαν να γίνονται πολλά, δύο χιλιάδες, εκατό χιλιάδες∙ τα μικρά κάρα με τα λαχανικά γκρεμίζονταν πάνω της∙ οι φωνές που γέμιζαν την ατμόσφαιρα, τα καλέσματα, οι καμουτσικιές, όλα χτυπούσαν το κεφάλι της σαν να ήταν άρρωστη∙ παραπατώντας στράφηκε προς την αυλή, κι εκείνη η τρομερή εντύπωση επιτάθηκε. Η αυλή ήταν σαν γλοιώδες χωνί, με την άκρη προς τον ουρανό και τους σκασμένους τοίχους γεμάτους πανάθλια μπαλκόνια∙ οι μαύρες καμάρες των ισογείων, με τα καντήλια να λάμπουν κυκλικά γύρω από την Τεθλιμμένη∙ το πλακόστρωτο άσπρο από τα σαπουνόνερα, τα λαχανόφυλλα, τα κομμάτια χαρτιού, τα σκουπίδια και, στη μέση της αυλής, το πλήθος από κουρελήδες και παραμορφωμένους χριστιανούς, με πρόσωπα βλογιοκομμένα από τη μιζέρια και την παραίτηση, που την κοιτούσαν στοργικά. Άρχισαν να συστρέφονται, να μπερδεύονται, να γιγαντώνονται. Έπεφταν όλοι πάνω της, με κραυγές, μες στα μαγεμένα κυκλάκια των γυαλιών. Ήταν η Μαριούτσα που πρώτη αντιλήφθηκε ότι το κοριτσάκι δεν αισθανόταν καλά, και της τράβηξε βιαστικά τα γυαλιά, γιατί η Εουτζένια είχε διπλωθεί στα δύο, στενάζοντας, κι έκανε εμετό.

«Της πείραξαν το στομάχι!» φώναζε η Μαριούτσα, βαστώντας της το μέτωπο. «Φέρτε λίγους κόκκους καφέ, Νουντσιάτα!»

«Οκτώ χιλιάδες λιρέτες, ζεστές ζεστές!» φώναζε έξω φρενών η θεια-Νούντσια, τρέχοντας στο ισόγειο για να βρει λίγους κόκκους καφέ στο τενεκεδάκι της σερβάντας∙ και σήκωνε ψηλά τα καινούργια γυαλιά, σαν να ήθελε να ζητήσει εξήγηση από τον Θεό. «Τώρα είναι λάθος κι από πάνω!»

6.Ζαν Ντε Λα Βιλ Ντε Μιρμόντ «Οι Κυριακές του Ζαν Ντεζέρ» (μτφρ. Μαρτίνα Ασκητοπούλου, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2023)

Ένα σπουδαίο βιβλίο με ήρωα τον Ζαν Ντεζέρ, μια κωμικοτραγική φιγούρα που ζει στο προπολεμικό Παρίσι με τον πιο αθόρυβο και ταυτόχρονα εσωτερικά εκκωφαντικό τρόπο και που ουσιαστικά ταυτίζεται με τον κοινωνικό τύπο που παρουσιάστηκε σε πολλά κορυφαία δείγματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκι, Φλωμπέρ, Μέλβιλ κ.α.). Ένα μυθιστόρημα με σαφείς αυτοβιογραφικές νύξεις, αφού ο συγγραφέας του υπήρξε μοναχικός, καταθλιπτικός, με απόπειρα αυτοκτονίας, δημόσιος υπάλληλος με μια ζωή παρατημένη, αδιάφορη, με ιώβεια υπομονή αλλά χωρίς επιμονή, χωρίς προσδοκίες, φιλοδοξία και φαντασία, μια ζωή που τελικά θα τελειώσει πολύ νωρίς, στις 28 Νοεμβρίου 1914 όταν ο 28χρονος συγγραφέας θα βρει τον θάνατο στο μέτωπο του πολέμου. Αυτή η ζωή που αντανακλάται στον κεντρικό ήρωα, τον Ζαν Ντεζέρ, ξεδιπλώνεται με ρεαλισμό, στο υπέροχο αυτό βιβλίο, ένα πραγματικό κομψοτέχνημα γραφής αντισυμβατικής και μοντέρνας, μπολιασμένης με αδυσώπητη άγρια ειρωνεία που δεν κραυγάζει αλλά αφήνει το καταλυτικό ίχνος της να διακωμωδήσει τη ζωή, τον έρωτα και την πορεία προς τον θάνατο της ψυχής. «Οι Κυριακές του Ζαν Ντεζέρ» παρά τον συναρπαστικό τρόπο που είναι γραμμένες, είναι ένα βιβλίο που σε παγώνει. Ακόμα και ο έρωτας που περνά ως μοναδική ηλιαχτίδα σε αυτή τη φαινομενικά τακτοποιημένη ζωή, στερεύει πριν ακόμη δροσίσει. «Οι Κυριακές του Ζαν Ντεζέρ» ακροβατούν περίτεχνα μεταξύ τρυφερότητας και απελπισίας αυτοσαρκάζοντας διαρκώς την ίδια την υπόστασή τους, την ώρα του διαλείμματος, της διακοπής, της περιπλάνησης που τόσο επιδίωκε ο Ντεζέρ («Για τον Ντεζέρ, η Κυριακή είναι όλη του η ζωή»). Είναι αυτές οι μικρές παύσεις και ταυτόχρονα οι σύνδεσμοι για να δεθεί και να συνεχιστεί -όσο συνεχιστεί- μια γκρίζα ζωή, τόσο άχρωμη όσο και τα ρούχα που είναι ντυμένος ο ήρωάς μας στην πόλη του φωτός, στο Παρίσι, που φαντάζει σαν καρυωτακική Πρέβεζα.

Δείγμα γραφής

Τον νεαρό αυτόν, ας τον ονομάσουμε Ζαν Ντεζέρ.

Εκτός κι αν πέσετε πάνω του τυχαία σε κάποια στοά, δύσκολα θα τον ξεχωρίσετε μέσα στο πλήθος, τόσο άχρωμα είναι ντυμένος. Φοράει έναν υπερβολικά φαρδύ κουμπωτό γιακά και μια αδιάφορη γραβάτα. Τα μπατζάκια του παντελονιού του, όπως και τα μανίκια του σακακιού του, τσαλακώνονται αυτοβούλως στα γόνατα και στους αγκώνες. Τα πόδια του βουλιάζουν αναπαυτικά μέσα στα φθαρμένα του παπούτσια.

Τι άλλο θα μπορούσε να αναφέρει κανείς για να τον περιγράψει, αφού στο μακρόστενο πρόσωπό του και τα επιμελώς ξυρισμένα μάγουλα, μόνο το παχύ μουστάκι θα μπορούσε να προκαλέσει το θαυμασμό; Δύσκολα θα μπορούσαμε να επιφορτίσουμε αυτό το χαρακτηριστικό με κάποιο ρόλο, πόσο μάλλον να του αποδώσουμε μια χρησιμότητα, όταν κοσμεί μια τόσο συνηθισμένη φυσιογνωμία.

Το αδύνατο σώμα του Ζαν Ντεζέρ δείχνει ότι δεν έχει υπηρετήσει την πατρίδα του. Κάνει άλλωστε ελάχιστη γυμναστική, καθώς είναι υπάλληλος στο Υπουργείο Ευεξίας (Διεύθυνση Εξοπλισμού)…

…Η φαντασία του παίρνει μπρος εκτός ωρών γραφείου και κυρίως την Κυριακή. Για τον Ζαν Ντεζέρ, η Κυριακή είναι όλη του η ζωή. Εκτιμάει βαθιά αυτή τη μέρα που τόσο λίγοι άνθρωποι κατανοούν πραγματικά. Δεν κουράζεται στιγμή να περιφέρεται και να περιπλανιέται στις μεγάλες λεωφόρους. Αν ήταν παντρεμένος, θα έσπρωχνε μπροστά του ένα καροτσάκι μ΄ ένα μωρό, όπως όλοι οι άλλοι…

… Ο Ζαν Ντεζέρ δεν μιλά ποτέ για την οικογένειά του. Ξέρω ότι αντίκρισε τον κόσμο πρώτη φορά σε μια μεγάλη πόλη της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Ο πατέρας του εργαζόταν ως υποδιευθυντής σε ένα εργοστάσιο φωταερίου. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, υπήρχε ένα προτεσταντικό κοιμητήριο. Έβρεχε στάχτη σε ολόκληρη την παιδική του ηλικία, που τον ορίζοντά της τον έκλειναν από παντού τα κυπαρίσσια. Αυτή η πληροφορία θα μπορούσε να μας φανεί πολύτιμη στη μελέτη του χαρακτήρα του Ζαν Ντεζέρ. Τουλάχιστον, θα μας βοηθούσε να κατανοήσουμε την υπομονή και την παραίτηση της ψυχής του, τη σεμνότητα των επιθυμιών του και τη λυπηρή οκνηρία της φαντασίας του. Γιατί, και καταλάβετέ το καλά, ο Ζαν Ντεζέρ δεν έχει ταξιδέψει ποτέ στα όνειρά του. Να φαντάζεται, άραγε, ότι κάπου λάμπει κάποιο αστέρι όπου η αγάπη είναι παντοτινή;

Τα μάτια του δεν εγκαταλείπουν τη γη, το βλέμμα του δεν υψώνεται πάνω από αυτόν τον κόσμο, όπου, αν κάποιοι είναι ηθοποιοί κι άλλοι θεατές, εκείνος δεν είναι παρά ένας κομπάρσος. Αχ, δεν θα τον πείραζε καθόλου να είναι μεταμφιεσμένος σε Ελβετό χωρικό, Ουγενότο άρχοντα ή Αιγύπτιο πολεμιστή! Αλήθεια, μοιάζει με κείνους τους χορωδούς της όπερας, οι οποίοι, ενώ σκέφτονται τις προσωπικές τους υποθέσεις, ανοιγοκλείνουν το στόμα τους ταυτόχρονα με τους υπόλοιπους, για να δίνουν την εντύπωση ότι τραγουδούν κι εκείνοι. Εκτελεί όλες τις απαραίτητες κινήσεις και δεν διστάζει ποτέ να συμβιβαστεί…

… Αλλά, πάνω απ΄ όλα, ο Ζαν Ντεζέρ έχει κατακτήσει μια μεγάλη αρετή: ξέρει να περιμένει. Όλη την εβδομάδα, περιμένει την Κυριακή. Στο Υπουργείο του περιμένει την προαγωγή, ενόσω περιμένει τη σύνταξη. Μόλις συνταξιοδοτηθεί, θα περιμένει το θάνατο. Για κείνον, η ζωή είναι μια αίθουσα αναμονής για ταξιδιώτες τρίτης θέσης. Αφού έχει εξασφαλίσει το εισιτήριό του, δεν του μένει πια τίποτα άλλο, παρά μόνο να κοιτάζει, χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση, τους υπαλλήλους του σταθμού να πηγαινοέρχονται στην αποβάθρα. Ένας από αυτούς θα τον ειδοποιήσει όταν η αμαξοστοιχία θα είναι έτοιμη προς αναχώρηση∙ αλλά εκείνος δεν ξέρει ακόμη ποιος είναι ο προορισμός.

7.Laszlo Krasznahorkai  «Herst 07769-Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ» (μτφρ από τα Ουγγρικά: Μανουέλα Μπέρκι, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2023)

Να διαβάζεις το αριστουργηματικό βιβλίο του κορυφαίου Ούγγρου συγγραφέα που εκτείνεται σε 410 σελίδες χωρίς τελεία και να σε πλημμυρίζει αυτός ο ποταμός της αφήγησης που δεν αναχαιτίζεται. Να είναι πολύ δύσκολο μέσα σε αυτό το non stop της αφήγησης, της λογοτεχνικής δεξιοτεχνίας, του στοχασμού, της πολιτικής και οικολογικής ματιάς στον πλανήτη μας, να απομονώσεις κάποιο απόσπασμα από αυτό το υπέροχο, συναρπαστικό, απόλυτα σύγχρονο στη μορφή, αλλά κυρίως συγκλονιστικό βιβλίο. Και αυτό το βιβλίο βάρυνε καίρια στην επιλογή του εκδότη για να γίνει το 1000ό που έχουν κυκλοφορήσει οι εκδόσεις «Πόλις» προσφέροντάς μας έναν ανεκτίμητο πλούτο αναγνώσεων. Δεν είναι καθόλου λίγο.

Αλλά τι είναι το «Χερστ 07769» που είναι ο τίτλος του βιβλίου; Είναι το «όνομα» του συγγραφέα των επιστολών που στέλνει προς την Άνγκελα Μέρκελ, καθαριστή τοίχων στο επάγγελμα, ο οποίος ζει σε μια μικρή πόλη της Θουριγγίας στην Ανατολική Γερμανία, εκεί που ο Μπαχ εμπνεύστηκε τα ανεπανάληπτα μουσικά έργα του, τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα. Ο Krasznahorkai ξεδιπλώνει με μοναδική διαύγεια, εφιαλτικούς τόνους, αποκαλυπτική, σχεδόν μυσταγωγική διάθεση την τάση του σύγχρονου κόσμου προς την αυτοκαταστροφή. Ισορροπώντας περίτεχνα ανάμεσα στη βία, την αγριότητα αλλά και την ομορφιά, ανάμεσα στο κακό και στο καλό και στη σύγκρουσή τους, ο καλοκάγαθος και άμαθος με τις γυναίκες ήρωας του βιβλίου Φλόριαν Χερστ αντιλαμβάνεται τον ερχομό της απόλυτης καταστροφής και προσπαθεί να προλάβει το κακό γράφοντας απανωτές επιστολές στη Γερμανίδα καγκελάριο. Παράξενα γκράφιτι με λύκους αποτυπωμένα στους τόπους προσκυνήματος του Μπαχ, εκεί όπου ο μουσουργός έδρασε, περίεργες εξαφανίσεις κατοίκων, αναφλέξεις σε βενζινάδικο, ο «τρομοσύλλογος»-συμμορία νεοναζί Μπαχ του Μπόση που συνδέεται με μια μπάντα που δεν μπορεί να παίξει σωστά το παραμικρό γύρω από τον Μπαχ, γίνονται σταθμοί της πορείας προς την καταστροφή του ίδιου του ήρωα και της φανταστικής πόλης «Κάνα» (ακριβώς δίπλα από τη γενέτειρα του Μπαχ).

Ο László Krasznahorkai, όπως έκανε και στα σπουδαία προηγούμενα βιβλία του αλλά και όπως τον «είδαμε» στις ταινίες του συντρόφου του σκηνοθέτη Bella Tarr που έδωσε πνοή σε βιβλία του και σενάριά του, έτσι και εδώ συνδυάζει γεγονότα με απίθανες ιστορίες και καταστάσεις καθαρά σουρεαλιστικού τύπου, καθηλώνοντας τον αναγνώστη και καταθέτοντας με μοναδικό τρόπο τη δική του ματιά, σαφώς διατυπωμένη με σαφείς πειραματικές διαστάσεις και υπόγεια ειρωνεία. Κάθε φορά αφήνοντας το σύμβολο και την πολιτική αλληγορία να αναδεικνύονται ακέραια και πεντακάθαρα μέσα από τα κατακλυσμιαία κείμενά του. Εν τέλει το ««Herscht 07769: Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ» είναι ένα μυθιστόρημα που βουτά στο άβατο της ανθρώπινης ψυχής, μάρτυρας και προφήτης ολέθρου σε οικολογικό και κοινωνικό επίπεδο, με έντονο πολιτικό χαρακτήρα και φιλοσοφικό υπόβαθρο που αφήνει τις όποιες λιγοστές ακτίνες φωτός να προέρχονται από την Τέχνη και να υπονομεύουν το απόλυτο σκοτάδι.

Δείγμα γραφής

Προς την κυρία Άνγκελα Μέρκελ, καγκελάριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, οδός Βίλι Μπραντ 1, 10557 Βερολίνο, έγραψε στη θέση του παραλήπτη, κι έπειτα, στο προοριζόμενο για τον αποστολέα αριστερό πάνω μέρος, μονάχα Χερστ 07769, αυτό μόνο, τίποτε άλλο, δηλώνοντας έτσι τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της υπόθεσης, εξάλλου πίστευε ότι δεν άξιζε να χαλαλίσει πολλά λόγια για τον ακριβή προσδιορισμό του ίδιου στον φάκελο, αφού βάσει του ταχυδρομικού κώδικα το σύστημα θα προωθύσε την απάντηση κατευθείαν στην Κάνα, κι εδώ, στην Κάνα, θα τον έβρισκαν και μόνο βάσει του ονόματός του, κι όσο για την ουσία του πράγματος, στο επιστολόχαρτο που άφησε να γλιστρήσει στη θέση του, διπλωμένο με μεγάλη επιμέλεια στα τέσσερα, ήταν όλα εκεί, με τα δικά του λόγια, όλα, αρχής γενομένης από το ότι η κυρία καγκελάριος, ως επαϊουσα των φυσικών επιστημών, προφανώς δεν θα καταλάβαινε αμέσως τι σκεφτόταν εκείνος εδώ, στην Κάνα της Θουριγγίας, προσπαθώντας να επιστήσει την προσοχή της στο ότι μια προσωπικότητα σαν εκείνη , παράλληλα με την καθημερινές έγνοιες της χώρας, θα έπρεπε ν΄ ασχολείται πού και πού και μ΄ αυτές τις φαινομενικά άσχετες με την καθημερινότητα έγνοιες, ιδίως όταν αυτές αντιμάχονται με την πλέον καταστροφική δύναμή τους την ίδια την καθημερινότητα, εντούτοις εδώ πρόκειται για πολιορκία, πρόκειται για ένα γεγονός που απειλεί την ύπαρξη της χώρας, κατά τη δική του μάλιστα άποψη όλης της ανθρωπότητας, που τραντάζει επίσης συθέμελα την κοινωνική οργάνωση, γεγονός που καταδεικνύεται συγχρόνως από πολλές πλευρές, από τις οποίες όμως εκείνος θα πρέπει εδώ να τονίσει τη σημαντικότερη μόνο, το σήμα κινδύνου που εκπέμπεται από τη φιλοσοφία των φυσικών επιστημών και εμπεριέχεται στις φαινομενικά ανεξήγητες περιγραφές διεργασιών που προέκυψαν κατά τη διάρκεια πειραμάτων σε κενό χώρο, καθώς αποκαλύφθηκε πολύ καιρό πριν, απλά δεν είχε ακόμα φτάσει στα δικά του αυτιά, ότι στο ερμηνευόμενο κατά την κοινή αντίληψη ως απόλυτο κοινό διαδραματίζονται γεγονότα, πράγμα που και από μόνο του θα αρκούσε ως αφορμή για να προτάξει η αρχηγός της χώρας και η προσωπικότητα με το μεγαλύτερο κύρος σε όλο τον κόσμο, αυτό και μόνο αυτό το θέμα, να συγκαλέσει το λιγότερο το Συμβούλιο Ασφαλείας, διότι εδώ δεν πρόκειται απλά για ένα πολιτικό θέμα, αλλά για ζήτημα ζωής και θανάτου, και περιέγραφε ακροθιγώς τις λεπτομέρειες…

 

8.Jason Mott «Το φοβερό βιβλίο» (μτφρ. Δέσποινα Κανελλοπούλου, εκδ. Διόπτρα, Αθήνα 2023)

Ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που εξετάζει τον ρατσισμό, τη δόξα και την αγάπη, την διαμόρφωση ταυτότητας του κάθε ανθρώπου σύμφωνα με αυτό που θέλει ο καθένας να είναι, την τέχνη, τα χρήματα, είναι το εξαιρετικό στο ρυθμό του και άκρως θελκτικό μέσα στη λογοτεχνικότητά του βιβλίο, που απέσπασε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ.

Mια εκπληκτική αφήγηση που κινείται εναλλάξ σε δυο φαινομενικά παράλληλες ιστορίες που δεν σχετζίζονται και αφορούν έναν επιτυχημένο συγγραφέα best seller o οποίος ακολουθεί τις ασφαλείς επιταγές του μάρκετινγκ και τον Μουτζούρη, έναν μικρό νέγρο που οι γονείς του προστατεύουν μαθαίνοντάς τον να μη φαίνεται πουθενά στη σύγχρονη ζωή και στις υπάρχουσες καταστάσεις. Η αφήγηση καθηλωτική και καταιγιστική και ο στοχασμός καίριος και αποκαλυπτικός με έντονη κοινωνική στόχευση, κινούνται επιδέξια μεταξύ του θεατού και του αθέατου, της συμμετοχής στη ζωή και της αδιαφορίας και της απόσυρσης. Ο Mott έγραψε ένα σπουδαίο βιβλίο μπολιασμένο με έντονο χιούμορ και σουρεαλιστικά στοιχεία, που εισάγει στην πορεία μια ακόμη καταλυτική μορφή ήρωα, τον Μικρό που επικοινωνεί με τον συγγραφέα των best seller. Παράλληλα ο φόνος ενός μαύρου από τις αστυνομικές δυνάμεις καταστολής φορτίζει την αφήγηση αλλά και την κατάσταση στη χώρα. Ένα τολμηρό βιβλίο εξαιρετικής διεισδυτικότητας και σπάνιας αριστοτεχνικής αρχιτεκτονικής, ιδιαίτερα πρωτότυπο που δεν απεμπολεί στιγμή την ακαταμάχητη συναισθηματική του δύναμη συγκινώντας τον αναγνώστη κάνοντάς τον να το παρακολουθήσει με αμείωτη ένταση και μεγάλο ενδιαφέρον. Πάνω από όλα βιβλίο πολιτικό, όπως αρμόζει στην κοινωνική διάσταση με την οποία αντιμετωπίζει την πραγματικότητα, ακόμα και μέσα από εξωπραγματικά ευρήματα.

Δείγμα γραφής

«Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να μάθεις», είπε η μητέρα, «και ορισμένα από αυτά πρέπει να σου διδάξω εγώ. Λυπάμαι».

Στεκόταν στην πόρτα, κρατώντας την παλιά δερμάτινη ζώνη, που κρεμόταν από το χέρι της σαν ψόφιο φίδι. Αναστέναξε.

Ο Μουτζούρης δεν φοβόταν τη μητέρα του, αλλά φοβόταν την τιμωρία της. Φοβόταν τα χτυπήματα της δερμάτινης λουρίδας και το τσούξιμο της αγκράφας. Φοβόταν τον σιγανό ήχο που έβγαζε η ζώνη καθώς έσκιζε τον αέρα πριν χτυπήσει τη σάρκα του.

Αλλά ποτέ δεν φοβήθηκε τη μητέρα του.

Ο Μουτζούρης δεν μπορούσε να θυμηθεί για ποιον ακριβώς λόγο είχε νιώσει την ανάγκη να κλέψει το περιοδικό με τα κόμικς ενός άλλου παιδιού. Δεν ήταν δα και σπουδαίο πράγμα∙ νόμιζε πως θα περνούσε τελείως απαρατήρητο. Εξάλλου, το συγκεκριμένο παιδί είχε ολόκληρη στοίβα από τέτοια περιοδικά: Captain America, Iron Man, The Hulk. Αλλά αυτό που τράβηξε την προσοχή του Μουτζούρη ήταν το τεύχος του Silver Surfer. O Siilver Surfer ήταν ανέκαθεν ο αγαπημένος του υπερήρωας, επειδή το δέρμα του δεν ήταν ούτε μαύρο ούτε λευκό, αλλά κάτι άλλο. Ένα ακατέργαστο, πανέμορφο ασημί. Διέφερε σε όλα τα χαρακτηριστικά που ο Μουτζούρης μισούσε στον εαυτό του. Το δέρμα του άστραφτε, ενώ του Μουτζούρη έμοιαζε να καταπίνει το φως. Επίσης, ο Silver Surfer μπορούσε να πετάξει όποτε το επιθυμούσε. Περνούσε τον περισσότερο χρόνο του μακριά από τους ανθρώπους, ανάμεσα στ΄ αστέρια, σ΄ ένα μέρος παρόμοιο με αυτό όπου ζούσε ο Αθέατος.

Πώς ήταν δυνατόν να μη λατρεύει αυτόν τον ήρωα;

Έτσι, όταν εντόπισε το συγκεκριμένο τεύχος μέσα στη στοίβα των περιοδικών που κουβαλούσε ο συμμαθητής του, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό.

Και παραλίγο να τη γλιτώσει. Παρά τρίχα.

9.Yves Bonnefoy  «Σε αναζήτηση τοπίου» (μτφρ. Θανάσης Χατζόπουλος, εκδ. Στερέωμα, Αθήνα 2023)

«Αυτή η ποίηση είναι μια από τις λιγότερο ναρκισσιστικές που υπάρχουν. Είναι πλήρως στραμμένη προς το εξωτερικό αντικείμενο που της είναι σημαντικό, και του οποίου η μοναδικότητα, ο μοναδικός χαρακτήρας του, συνεπάγονται πάντα τη δυνατότητα ενός μοιράσματος». Mε αυτά τα λόγια ο Ελβετός κριτικός λογοτεχνίας Jean Starobinski δίνει την ουσία της ποίησης του κορυφαίου Γάλλου ποιητή της μεταπολεμικής περιόδου, κριτικού τέχνης και μεταφραστή (1923-2016). Ποίηση αιχμής που συνδυάζει σε μια εξαιρετική δοσολογία το κλασικό με το μοντέρνο, το αδιαμόρφωτο και το υπό διαμόρφωση, το αισθητηριακό και συναισθηματικό με το νοητικό, το φαινόμενο και το βίωμα της ζωής και του κόσμου. Συχνότατα τα ποιήματα (δοσμένα στο πρωτότυπο γαλλικό κείμενο και στη μετάφραση) αντανακλούν τον διάλογο της ποιητικής τέχνης του Bonnefoy με το έργο εμβληματικών μορφών της παγκόσμιας ποίησης: Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Πιέρ Ζαν Ζουβ, Γέητς, Σαίξπηρ αλλά και με εξωποιητικές περιοχές όπως αυτές της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της μουσικής, της φιλοσοφίας. Το εξαιρετικό αυτό βιβλίο αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη και συγκροτημένη απόπειρα πάνω στο ποιητικό έργο του Yves Bonnefoy αφού περιλαμβάνει έξοχα αντιπροσωπευτικά ποιητικά του δείγματα από διάφορες σημαντικές ποιητικές του συλλογές: «Για την κίνηση και την ακινησία της Ντουβ» (1953), «Χθες βασιλευούσης της ερήμου» (1958), «Γραμμένη πέτρα» (1965), «Παγιδευμένοι στο κατώφλι» (1975), «Ό,τι υπήρξε δίχως φως» (1987), «Αρχή και τέλος του χιονιού» (1991), «Οι κυρτές σανίδες» (2001), διατρέχοντας το σύνολο του έργου του και καταγράφοντας την ποιητική του πορεία σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Σημαντικό πλεονέκτημα της έκδοσης η εξαιρετική μετάφραση του Θανάση Χατζόπουλου, καθώς και δυο τεκμηριωμένα κείμενα του ίδιου, η εισαγωγή «Από μια μεταφυσική ποιητική σε μια ποιητική οντολογία» και το επίμετρο «Υβ Μπονφουά, Όψεις ενός ποιητή (Σχεδίασμα εργο-βιογραφίας)» που μαζί με το χρονολόγιο του ποιητή αποτελούν μια πρώτης τάξεως προσέγγιση στην κατανόηση του τεράστιου αυτού μεγέθους της γαλλικής ποίησης.

Δείγμα γραφής

Το πουλί των ερειπίων

Το πουλί των ερειπίων ελευθερώνεται απ᾿ τον θάνατο,

Φτιάχνει τη φωλιά του στην γκρίζα πέτρα στον ήλιο,

Ξεπέρασε κάθε οδύνη, κάθε μνήμη,

Δεν ξέρει πια τι είναι το αύριο μέσα στο αιώνιο.

 &

Εδώ, πάντοτε εδώ 

Εδώ, στον καθαρό τόπο. Η αυγή έσϐησε πια,

Ξημέρωσε κιόλας η μέρα με ρητές επιθυμίες.

Μένει μόνο αυτό το σπινθήρισμα πέτρας μελλοντικής

Απ᾿ τις αντανακλάσεις ενός τραγουδιού στο όνειρό σου.

Εδώ, και ως το βράδυ. Το ρόδο των σκιών

Θα περιστραφεί πάνω στους τοίχους. Το ρόδο των ωρών

Θα φυλλορροήσει αθόρυϐα. Οι καθαρές πλάκες

θα οδηγήσουν

Κατά βούληση αυτά τα βήματα κυριευμένα από τη μέρα.

Εδώ, πάντοτε εδώ. Πέτρα πάνω στην πέτρα

Χτίστηκε η χώρα σύμφωνα με τα λόγια της ανάμνησης.

Ο ήχος των απλών καρπών στην πτώση τους μόλις

Που αναζωπυρώνει ακόμη μέσα σου τον θεράποντα χρόνο.

 &

Μια πέτρα

 Οι σκιές μας προπομποί, στο μονοπάτι,

Χρωματιστές, χάρη στο χορτάρι,

Αναπηδούσαν, πάνω στις πέτρες.

 Και τις άγγιζαν σκιές πουλιών κραυγάζοντας

Ή πάλι αργοπορούσαν, εκεί που τα μέτωπά μας

Έσκυβαν το ένα προς το άλλο, αγγίζοντας σχεδόν

Το ένα το άλλο με λέξεις που θέλαμε να πούμε.

 

10.Deniz Ohde «Διάχυτο φως» (μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης-Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2023)

Εντυπωσιακή η παρθενική αυτή απόπειρα στη λογοτεχνία της 35χρονης Γερμανίδας συγγραφέας, γίνεται τεκμήριο μιας ώριμης γραφής και μιας μαρτυρίας με αυτοβιογραφικά στοιχεία που συνδέεται κυρίως με τη μνήμη και τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, οι οποίες περιστρέφονται από τη ζωή της ηρωίδας με τον αλκοολικό πατέρα και τον παππού. Αφορμή για τη βαθιά αυτή ματιά στο παρελθόν, είναι το ταξίδι επιστροφής στη γενέτειρα και στην εργατική συνοικία που πέρασε τα παιδικά της χρόνια, λόγω του γάμου δύο φίλων της από το χθες. Πατέρας και παππούς, δυο Γερμανοί εργάτες που μάχονται κάθε αλλαγή και είναι εξαιρετικά ανασφαλείς στο άγνωστο, ριζωμένοι στο πεπρωμένο και στην άθλια καθημερινότητά τους. Και μαζί μια μητέρα που μετανάστευσε στη Γερμνία από την Τουρκία για να βρει περισσότερο φως, για να έχει περισσότερες ευκαιρίες αλλά παγιδεύτηκε στο σπίτι της σιωπής, εκεί που τίποτα δεν προμήνυε διάχυτο φως ή έστω κάποιο φως. Στην επώδυνη αυτή επιστροφή οι μνήμες της παιδικής ηλικίας την κατακλύζουν. Έτσι μεγάλο μερίδιο για κάθε παιδί, άρα και για την ηρωίδα-αφηγήτρια σε πρώτο πρόσωπο, έχει το σχολείο και η ανάγκη που της υπαγόρευσε την αλλαγή του σχολείου της. Ο φόβος, οι αγωνίες, η ντροπή που ένιωσε ως παιδί έρχονται και πάλι στο προσκήνιο σαν φαντάσματα μιας άλλης παιδικότητας, όχι σαν αυτή που θα ήθελε. Φαντάσματα και συναισθήματα που ωστόσο αποτίναξε γυρίζοντας σελίδα και αρχίζοντας μια νέα ζωή. Σπίτι και σχολείο λοιπόν στάθηκαν οι άξονες της δυσάρεστης ζωής της μικρής ηλικίας και είναι οι ίδιοι άξονες που κινητοποιούν τη μνήμη μαζί με τη συνάντηση των οικείων προσώπων. Η Deniz Ohde με σπάνια αμεσότητα και μια εξαιρετικά συναισθηματική γραφή δημιουργεί ένα αλησμόνητο οδοιπορικό στον χρόνο κοιτώντας πίσω και συλλογίζεται την επίδραση του περιβάλλοντος στη ζωή του ανθρώπου. Το παγερό βιομηχανικό, μολυσμένο τοπίο, οι ψυχροί, ακλόνητοι άνθρωποι της νιότης και το περίκλειστο σχολείο στάθηκαν κεντρικοί πυρήνες διαμόρφωσής της και ταυτόχρονα εστίες συντήρησης και στραγγαλισμού κάθε ελπίδας διαφυγής. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ανάγκη για επιβίωση πρέπει να είναι επιτακτική και άμεσα δραστική. Αλλά σε κάθε περίπτωση η μνήμη επανέρχεται και θυμίζει…

Δείγμα γραφής

Τις ιδιαιτερότητες αυτού του τόπου δεν τις είχα προσέξει όσο ζούσα σ΄ αυτόν. Τους σωλήνες και τους αγωγούς και τα καλώδια, το σκουροπράσινο νερό, τον Όμιλο Κωπηλασίας, που αποκτά νέα μέλη μόνο όταν κάποιος φέρνει και γράφει τον γιο του ή την κόρη του. Στην τοπική εφημερίδα που έχω μπροστά μου στο τραπέζι υπάρχει μια μακροσκελής περιγραφή για το πώς είκοσι μέλη του Ομίλου πέρασαν κολυμπώντας το ποτάμι, στην προσπάθεια αναβίωσης ενός παλιού εθίμου. Από τον καιρό ακόμα που το ποτάμι δεν είχε κανάλι για τα πλοία, δεν το είχαν ισιώσει, δεν ήταν ακόμα τόσο ρηχό που να μπορείς να το περάσεις περπατώντας. Τώρα μια ατμάκατος των Εθελοντών Πυροσβεστών είχε συνοδέψει τα μέλη του Ομίλου Κωπηλασίας. Οι κολυμβητές είχαν χρωματιστές σανίδες και πλαστικά σωσίβια και λαστιχένια φουσκωτά παπάκια, που τα σήκωσαν έξω από το νερό για τη φωτογραφία της εφημερίδας, τα βρεγμένα τους μαλλιά κολλημένα στο μέτωπο, και πίσω τους η άδεια γέφυρα, οι σωροί του κάρβουνου, το κανάλι για τα φορτηγά πλοία, ούτε αυτοί τ΄ αντιλαμβάνονται, είναι κομμάτι συνηθισμένο του τοπίου τους, σαν τους θάμνους της περίφραξης γύρω από την ανοιχτή πισίνα.

Ξέρω το πρόσωπο του μπαμπά μου, στην αρχή αρχή, όταν ακόμα θέλει να το κρύψει. Ξέρω τα ανασηκωμένα του φρύδια, που δεν δείχνουν ούτε συγκίνηση ούτε ταραχή, δείχνουν μόνο ότι είναι διαρκώς σε επιφυλακή, λες και πρέπει να συγκεντρώνει την προσοχή του για να παρατηρεί τα πάντα γύρω του. Αυτό το ύφος παίρνει όταν το μεθύσι είναι ακόμα στην αρχή του, όταν το νιώθει σαν την πρώτη μπίρα ενός πάρτι της νιότης του, όπου τα χρώματα γίνονται ξαφνικά ωραιότερα και οι γωνίες των πραγμάτων πιο μαλακές∙ όταν πίνει για να είναι μέσα στον κόσμο, όχι για να βρεθεί έξω απ΄ αυτόν∙ όταν πιστεύει ότι κανείς γύρω του δεν τον προσέχει. Πριν τα παρατήσει και κρυφτεί πίσω πίσω από την κλειστή πόρτα του σαλονιού, όταν τίποτα πια δεν μαλακώνει, όλα γίνονται πιο σκληρά κι ακόμα πιο σκληρά, και του ανεβαίνει η ξινίλα στο λαρύγγι∙ πριν αρχίσει χωρίς ντροπή να σκουντουφλάει στους τοίχους, στα μπουκάλια τα πεταμένα στο πάτωμα∙ πριν σταματήσει να πλένεται και πριν αρχίσει να βράζει στις κατσαρόλες κόκκινο κρασί αντί για πατάτες. Όλα αρχίζουν με αυτό το βλέμμα. Έμαθα να το καταλαβαίνω από νωρίς, το περιέλαβα στο σύστημα των σημείων μου, έμαθα να το λαβαίνω υπόψη μου, ν΄ αλλάζω ανάλογα το βήμα μου, να ζητάω συχνότερα συγγνώμη, να κινούμαι πιο αθόρυβα, τόσο αθόρυβα που να μην ακούγομαι καν. «Εμφανίζεσαι εντελώς από το πουθενά», μου έλεγε η Σοφία, κι εγώ χαμογελούσα, λες κι αυτό το αθόρυβο ήταν κάτι χαριτωμένο κι όχι μια στρατηγική επιβίωσης.

11.Fleure Jaeggy «Τα αγάλματα του νερού» (μτφρ. Σταύρος Παπασταύρου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2023)

Η Ελβετή με έδρα το Μιλάνο συγγραφέας των μυθιστορημάτων «Τα μακάρια χρόνια της τιμωρίας», «Προλετέρκα», «Είμαι ο αδελφός της ΧΧ» σε μια ακόμα σπουδαία και ιδιόμορφη νουβέλα της που γράφτηκε το 1980, πριν τα προαναφερόμενα αλλά κυκλοφόρησε στα ελληνικά μόλις τώρα. Πρόκειται για το πιο περίπλοκο βιβλίο της το οποίο αφιερώθηκε από τη συγγραφέα στην Αυστριακή ποιήτρια και συγγραφέα Ingeborg Bachmann που η συναρπαστική ιστορία του παρακολουθεί συγγενείς, υπηρέτες και φίλους ενός πλούσιου ερημίτη, του Μπήκλαμ σε ένα αρχοντικό σπίτι στο υπόγειο του οποίου κυριαρχούν τα αγάλματα του νερού, ακίνητες μορφές σε έναν πλημμυρισμένο χώρο. Οι «άνθρωποι του Μπήκλαμ» που ακροβατούν ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, έχουν διάλογο με τα μαρμάρινα αυτά αγάλματα, τεκμήρια της ολικής παρακμής του οικογενειακού βίου. Η Jaeggy δημιουργεί μια μοναδική υποβλητική ατμόσφαιρα με νύξεις παγερής, υπόγειας βίας και αγριότητας ξεδιπλώνοντας την εξαιρετικά ιδιαίτερη ματιά της πάνω στην αντικοινωνική και πρωτόγονη ζωή της οικογένειας και το κάνει με ένα συγκλονιστικά λιτό, λακωνικό, αντισυμβατικό και ειρωνικό γλωσσικό ύφος της που οδηγεί τον αναγνώστη σε μοναδικές αποκαλύψεις, αποκαλύψεις πλήρους αποσύνθεσης και διάβρωσης όπου τα φαντάσματα έχουν τον πρώτο ρόλο.

 Δείγμα γραφής

ΚΑΤΡΙΝ: Δεν είχαν περάσει πέντε λεπτά από τη στιγμή που είδα μια καρακάξα να ξεπροβάλλει ανάμεσα απ΄ τα δέντρα και τον ουρανό – και μετά από μια σύντομη ενθουσιώδη πτήση να προχωράει κουτσά και γρήγορα προς το μέρος μου. Θα έχετε δει κι εσείς τους αετούς να περπατάνε μέσα στα κλουβιά, ο βηματισμός τους μοιάζει με μεγαλόπρεπη αγωνία και τα μάτια γυαλίζουν από μίσος, λαχταρώντας την αποφυλάκιση. Εγώ δεν ένιωθα εκείνη τη στιγμή την πουριτανική τάση να μετατρέψω ένα άκακο θέαμα σε παραμύθι, βλέποντας όμως την καρακάξα να χρονοτριβεί, να στέκει ακίνητη, μ΄ ένα είδος πεισμωμένης προσμονής, σαν να ακολουθούσε κάποια σκέψη της, σχεδόν πνευματική θα έλεγα, σαν να ήταν έτοιμη να μου πει κάτι, ίσως να μου συστήσει να σκεφτώ το νερό – ή να την ακολουθήσω, δεν ήξερα, προσπαθούσα να καταλάβω κοιτάζοντάς τη κατάματα, μα τα μάτια της καρακάξας ήταν στραμμένα αλλού, αντέτασσαν στο βλέμμα μου δύο μικροσκοπικά κομμάτια από βελούδο. Έκανα να την αγγίξω, μα αυτή απομακρύνθηκε, χωρίς να πετάει έφυγε μακριά περπατώντας, με ηρεμία. Ακολούθησα λοιπόν, σχεδόν ασυναίσθητα, εκείνο το μολυβί αδέξιο κουβάρι, που προχωρούσε με σύνεση προς τα βράχια. Εκεί πάνω, τα ασβεστολιθικά εξογκώματα κατεβαίνουν προς το νερό, τελετουργικά και ληθαργικά, εκείνη την ώρα τα βράχια έχουν ένα άρρωστο πράσινο χρώμα, εισχωρούν στο νερό με βαλτώδεις ανταύγειες. Ήταν λες και η καρακάξα οσμιζόταν τα χαμένα από καιρό καράβια, περιεργάστηκε τ΄ αστέρια και τις σκιές, μα δεν κατάλαβε πόσο μακριά ήταν. Στο μεταξύ ο φτερωτός της διάκοσμος διαλυόταν, οι στέκες των φτερών της άρχιζαν να λυγίζουν. Απροειδοποίητα άγγιξα απαλά τον αγκώνα της, είχε αγκώνες σαν τους δικούς μου και το ίδιο ύψος. Μου χαμογέλασε αδιόρατα, σαν να ένιωθε μια μυστηριώδη και συγκρατημένη χαρά βλέποντας πόσο μοιάζαμε, πόσο με είχε αντιγράψει.

12. Patrick Mondiano  «Chevreuse» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2023)

Ένα μυθιστόρημα σπουδαίο και ταυτόχρονα γοητευτικό, που αποπνέει την αύρα της υψηλής λογοτεχνίας, είναι το «Chevreuse» του 78χρονου νομπελίστα συγγραφέα Πατρίκ Μοντιανό, σε μια υποδειγματική μετάφραση που αναδεικνύει την ιδιαίτερη γλώσσα και τον εσωτερικό στοχασμό του σπουδαίου συγγραφέα. Ένα βιβλίο δαιδαλώδες όχι με την έννοια του δυσνόητου, αλλά με την έννοια της πολυδιάστατης προσέγγισης που επιχειρεί στη ζωή, στον χρόνο που περνά, στη μνήμη και στη λήθη. Ένα βιβλίο ατμοσφαιρικό, σχεδόν μυσταγωγικό που σε βυθίζει σε όλες εκείνες τις λεπτές περιοχές μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, μεταξύ ανάμνησης του παρελθόντος και συνθηκών που έθεσαν τον ήρωα-συγγραφέα να γράψει το βιβλίο του σηματοδοτώντας ένα έργο που πρόκειται να γεννηθεί.

Ο Ζαν Μποσμάν, ο ήρωας του βιβλίου «συνομιλεί» με τα φαντάσματα των αναμνήσεων και των ονείρων για να βγάλει μια άκρη για το αν στο σπίτι της παιδικής του ηλικίας «κρύβονται» απλά οι παιδικές μνήμες ή και η άκρη της κλωστής για ένα μυστήριο, για ένα έγκλημα που ανεξιχνίαστο «χάνεται» στο παρελθόν. Η κατάδυση στο χθες επαναπροσδιορίζει τα δεδομένα περιπλέκοντας τις διαχωριστικές γραμμές, δημιουργώντας διαρκώς αμφιβολίες, ωθώντας σε αβέβαια επιχειρήματα, φυσικούς συνειρμούς, ποικίλες ερμηνείες και εκδοχές.

Το μυστήριο του ανθρώπου αναδεικνύεται με μοναδικό τρόπο στο κατά βάση αστυνομικό αυτό μυθιστόρημα, που ωστόσο είναι κάτι πολύ περισσότερο από πλοκή και αγωνία, αγγίζοντας πλείστα θέματα όπως τους λόγους και τα μυστικά για τους οποίους γράφει.

Το μυθιστόρημα αναδεικνύεται υποδειγματικά και γίνεται ουσιαστικά κατανοητό διαβάζοντας παράλληλα το εξαιρετικά συγκροτημένο λεξικό ονομάτων, τοπωνυμίων και τίτλων έργων που παραθέτει ο Αχιλλέας Κυριακίδης στο τέλος του βιβλίου. Άλλωστε οι τόποι και τα ονόματα έχουν το δικό τους βαρύνοντα ρόλο στο «Chevreuse» και στους λαβυρίνθους της μνήμης και της λήθης.

 Δείγμα γραφής

Ένα αυγουστιάτικο απογευματάκι που ΄χε περισσότερη δροσιά από την προηγούμενη και τόσο λίγη κίνηση στους δρόμους ώστε ακουγόταν το θρόισμα των φύλλων, περπατούσε μπροστά στη φοιτητική εστία. Οι φοιτητές είχαν σίγουρα πάει διακοπές, τα κτίρια και το γρασίδι λιάζονταν έρημα. Έκανε μεταβολή και πήρε την οδό Γκαζάν.

Το κιόσκι της λίμνης ήταν ανοιχτό, και κάθισε σ΄ ένα υπαίθριο τραπεζάκι. Ήταν ο μοναδικός πελάτης. Από μιαν αλέα του Πάρκου Μονσουρί, πιο χαμηλά, έφταναν μέχρι πάνω τσιρίδες και ξεφωνητά παιδιών. Τα πρόσωπα που ΄χε συναντήσει το χειμώνα και την άνοιξη εκείνης της χρονιάς φαίνονταν πια τόσο μακρινά, σαν σκιές που χάνονταν στον ορίζοντα… Με εξαίρεση τα δύο απογεύματα που ΄χε χτυπήσει την πόρτα του διαμερίσματος του Οτέιγι και που του ΄χε ανοίξει η Κιμ, οι δρόμοι του Παρισιού εκείνους τους μήνες θα παρέμεναν γι΄ αυτόν γκρίζοι και μαύροι, εξαιτίας του βιβλίου του, για χάρη του οποίου είχε εμπνευστεί αυτά τα πρόσωπα. Τους είχε κλέψει τη ζωή, ακόμα και τα ονόματά τους, και τώρα πια θα υπήρχαν μόνο στις σελίδες του βιβλίου του. Στην πραγματικότητα και στα πεζοδρόμια του Παρισιού δεν υπήρχε πια η παραμικρή πιθανότητα να τα συναντήσει κανείς. Και μετά είχε έρθει το καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι που όμοιό του δεν είχε ξαναζήσει ποτέ, ένα καλοκαίρι με φως τόσο διαυγές και τόσο καυτό, που έκανε εκείνα τα φαντάσματα να εξατμιστούν.

&

Όσο βάδιζε στο δρόμο, τόσο του εντεινόταν η εντύπωση ότι είχε επιστρέψει στην καρδιά αυτών των ατελείωτων καλοκαιρινών απογευμάτων των παιδικών του χρόνων όπου ο χρόνος δεν έμενε απλώς μετέωρος αλλά ήταν τελείως ακίνητος, κι όπου μπορούσε κανείς να παρατηρεί επί ώρες το μυρμήγκι να περπατάει σπασμωδικά στο τέλος του πηγαδιού.

13.Dennis Johnson  «Όνειρα τραίνων» (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2023)

Στις αρχές του 20ού αιώνα, τότε που «χτίζονταν» οι αμερικανικοί σιδηρόδρομοι και οι γέφυρες διέλευσης των τραίνων και θεμελιωνόταν το αμερικανικό όνειρο με φρενήρεις ρυθμούς στον Αμερικάνικο Νότο, μας μεταφέρει η έξοχη αυτή νουβέλα. Είναι το δεύτερο βιβλίο του σημαντικού αυτού συγγραφέα που διάβασα μετά τη συλλογή διηγημάτων του «Η γενναιοδωρία της γοργόνας» που με έφερε κοντά στον ρεαλιστικό και συνάμα βαθιά ποιητικό κόσμο του.

Με βασικό πρωταγωνιστή έναν εργάτη στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας και ξυλοκόπο που κόβει δέντρα για να ανοιχτούν οι δρόμοι των τραίνων, τον τριανταπεντάχρονο Ρόμπερτ Γκρέινιερ, ο Ντένις Τζόνσον μας αποκαλύπτει στιγμιότυπα της ζωής του με έναν λιτό, ρεαλιστικό, απογυμνωμένο από καλλωπισμούς, αφαιρετικό γραπτό λόγο που είναι απόλυτα ταιριαστός να περιγράψει, να εισχωρήσει και να σχολιάσει την ιδιοσυγκρασία του ήρωα, έναν «μικρό», καθημερινό, απλό, αδιάφορο, σχεδόν ανώνυμο τύπο που εκτελεί εντολές χωρίς να γνωρίζει, που εξοικονομεί χρήματα επιβίωσης συμβάλλοντας  στο «γενικό» όνειρο, έναν άνθρωπο που κανείς δεν αξίζει να ασχοληθεί μαζί του αλλά ο ίδιος περνά τα δικά του μαρτύρια. Μέχρις ενός σημείου στην καθημερινή του ζωή έχει δυο λόγους να μαλακώνει, να «ξεφεύγει» και να παρηγορείται,  τη γυναίκα του και τη νεογέννητη κόρη τους. Όμως μια πυρκαγιά, αποτέλεσμα της καταστροφικής οργής της φύσης και της αλαζονικής ανθρώπινης συμπεριφοράς που υπέταξε τον γεωγραφικό τόπο και τη φύση, έρχεται να του αφαιρέσει τις «ευτυχισμένες μέρες» και να τον βυθίσει βίαια στον εαυτό του σε μια εσωτερική βουτιά μοναξιάς, σε μια ανεξέλεγκτη πτώση εντός. Και βέβαια μέσα από αυτή την προσωπική πτώση του ήρωα, ο Τζόνσον αντανακλά θαυμάσια το προσωπικό στο συλλογικό και με την αναγωγή αυτή κάνει φύλλα και φτερά το αμερικάνικο όνειρο.

Ο Τζόνσον δημιουργεί μια αφήγηση δοσμένη με ρεαλισμό, χιούμορ, αδυσώπητη ειρωνεία που δεν κραυγάζει αλλά αναδύεται υπόκωφα κάτω από το έδαφος, εκεί που ο Γκρέινιερ απλώνει τις ράγες του σιδηροδρομικού δικτύου που θα μεταμορφώσει τη χώρα. Ο συγγραφέας ισορροπεί υποδειγματικά μεταξύ καυστικής γραφής και σπάνιας αβίαστης τρυφερότητας. Ο ήρωάς όλη τη δύναμη που αντλούσε πριν το περιστατικό της φωτιάς, τη χάνει μετά από αυτό και οδηγείται σε μια ελεύθερη πτώση, χάνοντας την όποια πυξίδα, κάθε προορισμό. Σε μια πένθιμη πλέον ελεγεία έρχεται αντιμέτωπος με τα χνάρια των απωλειών του, με τις μνήμες του, απομονωμένος, με μόνη συντροφιά τα ζώα και την άγρια επιβλητική φύση που αποκτά μια μυσταγωγική διάσταση, κενός και αβοήθητος όπως οι καιροί που πέρασαν ανεπιστρεπτί, όπως η παλαιά εποχή που αποχώρησε οριστικά.

 Δείγμα γραφής

Ο Γκρέινιερ φιλοξενήθηκε στο σπίτι της ξαδέρφης του για μερικές εβδομάδες, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά, διαλυμένος προφανώς από το πένθος του και σαστισμένος με το κακό που τον είχε βρει. Συνειδητοποιούσε ότι είχε χάσει τη γυναίκα και το κοριτσάκι του, αλλά υπήρχαν φορές που τον κατέκλυζε η πεποίθηση, κατέκλυζε ολόκληρη τη σκέψη του σαν αδυσώπητη στρατιά, ότι η Γκλάντυς και η Κέιτ είχαν ξεφύγει απ΄ τη φωτιά και ότι έπρεπε να κινήσει γη και ουρανό μέχρι να τις βρει. Δεν περνούσε νύχτα που να μην τον ξυπνήσουν εφιάλτες: η Γκλάντυς ξεπρόβαλλε μέσα από το μαύρο τοπίο εκεί που μέχρι πρότινος στεκόταν το σπιτικό της, τυλιγμένη σε κουρέλια που κάπνιζαν ακόμη, με την κορούλα τους στην αγκαλιά της, και δεν έβρισκε τίποτα εκεί, και απέμενε έτσι να κλαίει μέσα στην καταστροφή.

Τον Σεπτέμβριο, τριάντα μέρες μετά την πυρκαγιά, ο Γκρέινιερ νοίκιασε δυο άλογα και φόρτωσε προμήθειες σ΄ ένα κάρο, και πήρε το δρόμο για το ποτάμι, με σκοπό να στήσει ένα αντίσκηνο στο οικόπεδό του και να περιμένει ολόκληρο τον χειμώνα μήπως και επιστρέψει η οικογένειά του. Θα ΄λεγε κανείς ότι δεν ήταν και το πιο συνετό σχέδιο, όμως τελικά το πείραμα τον βοήθησε να συνέλθει κάπως. Τη στιγμή που μπήκε σ΄ ό,τι είχε απομείνει απ΄ την κοιλάδα, ένιωσε τη θλίψη της καρδιάς του να γίνεται ένα ανόθευτο μαύρο, λες κι ήταν όντως ένα κομμάτι ύλης από το οποίο κάθε τρελή ελπίδα τώρα είχε καεί κι είχε γίνει καπνός. Το κάρο κυλούσε πάνω σ΄ ένα στρώμα στάχτης σε μερικά σημεία τόσο βαθύ που δεν διακρινόταν ο δρόμος, λες και περνούσε μέσα από στρωμένο χιόνι. Μόνο τα ζώα που μπορούσαν να τρέξουν ή να πετάξουν είχαν ξεφύγει απ΄ την αδηφάγα φωτιά.

Λίγο μετά, αφού είχε προχωρήσει για αρκετά χιλιόμετρα μέσα στον ερημότοπο, με την αναπνοή του να κόβεται από την οσμή του καμένου, παραιτήθηκε από την προσπάθεια και γύρισε να συνεχίσει τη ζωή του στην πόλη…

… Ανέβηκε μέχρι εκεί που ήταν η καλύβα τους και βρήκε το μέρος άδειο, χωρίς ούτε ένα ίχνος από την προηγούμενη ζωή του, πέρα από ένα σκούρο κομμάτι γης ανάμεσα στα μαύρα δόρατα των δέντρων, Η καλύβα είχε γίνει κάρβουνο, είχε καεί ολόκληρη και οι στάχτες είχαν ανακατευτεί με το χώμα εκεί γύρω και μετά είχαν πατικωθεί από τα χιόνια κι όταν αυτά έλιωσαν τις πήραν μαζί τους.

14.Νίκος Σκαλκώτας  «Νεανικές επιστολές» (εκδ. Loggia, Δεκέμβριος 2022)

Ουσιαστικά κυκλοφόρησε στην αρχή του 2023 και ήρθε να ρίξει φως τόσο στην τέχνη όσο και στην καθημερινή ζωή του σημαντικότερου Έλληνα συνθέτη μέσα από δικές του επιστολές που έστειλε όταν ήταν νεαρός στη φίλη του Νέλλη Ασκητοπούλου την περίοδο 1921-1928, μέσα από τη συστηματική δουλειά σε έρευνα και συνοδευτικά κείμενα του μουσικολόγου Κωστή Δεμερτζή, που αναπλάθουν με μοναδικό τρόπο τα πρόσωπα, την εποχή, το έργο και τον χαρακτήρα του Νίκου Σκαλκώτα. Μέσα από το αρχείο των 32 επιστολών του Σκαλκώτα προς τη Νέλλη, αναδύονται το ερωτικό στοιχείο και η τρυφερότητα που χαρακτήρισαν τη σχέση των δύο νέων, και η οποία μετεξελίχτηκε αργότερα σε μια βαθιά, ουσιαστική φιλία που στο πέρασμα του χρόνου περιελάμβανε και τον μελλοντικό σύζυγο της Νέλλης, τον γνωστό πολιτικό και λογοτέχνη Χρυσό Ευελπίδη, μετέπειτα φίλο και του Σκαλκώτα. Διαβάζοντας τις επιστολές αντλούμε ανεκτίμητες πληροφορίες για τις μουσικές τάσεις και την πρωτοπορία της εποχής, για την ατμόσφαιρα του κοσμοπολίτικου μεσοπολεμικού Βερολίνου την ίδια ώρα που τα πράγματα στην Αθήνα ήταν εντελώς διαφορετικά, για τις ανησυχίες και την αγωνία του νεαρού Νίκου που επιχειρεί να απλωθεί στη νέα διεθνή πραγματικότητα, τις προσπάθειές του να επιβιώσει παίζοντας μουσική σε σχήματα και ορχήστρες κατά τη διάρκεια προβολών του βωβού σινεμά σε κινηματογραφικές αίθουσες. Η διάθεση του Σκαλκώτα μέσα από τις επιστολές φανερώνεται ιδιαίτερα μελαγχολική και με εξαιρετικά συναισθηματικά χάσματα εξαιτίας των εσωτερικών συγκρούσεων που αντιμετώπιζε ανάμεσα στο όραμα και τη θέλησή του να συνεχίσει την καριέρα του στο εξωτερικό και στην πίεση της αδελφής του να επιστρέψει στην Ελλάδα για να την αποκαταστήσει. Μια επιστροφή στην Ελλάδα που θα σηματοδοτούσε το οριστικό τέλος της σπουδαίας πορείας του. Όπως γράφει ο Κωστής Δεμερτζής, «Στην περίπτωση του Σκαλκώτα, αυτή η αλληλογραφία του είναι ο χώρος όπου “σκύβει κάποιος να δει έναν συνθέτη και βρίσκει έναν άνθρωπο”». Και βέβαια ταυτόχρονα είναι ένα πολύ σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του και της πορείας του αφού μέσα από την επιστολογραφία βλέπουμε τον μεγαλύτερο Έλληνα συνθέτη τον καιρό που ουσιαστικά διαμορφωνόταν.

 Δείγμα γραφής

Μου γράφεις καλό μου παιδί, κουράγιο, ναι, μα αυτό δεν μου ΄χε λείψει έως τα σήμερα κ΄ ελπίζω να μην το χάσω και στο μέλλον. Κι αν τώρα κλονίσθηκα και κλονίζομαι είναι που μου έπεσαν όλα μαζύ, είναι τα φριχτά και αποκρουστικά γράμματα που παίρνω από την αδελφή μου, (σ΄ ένα τελευταίο της μου γράφει ότι τον τελευταίο καιρό τής έχει γίνει συνήθεια και αχώριστη σκέψη η ιδέα της αυτοκτονίας!) είναι η φευγιά μου απ΄ τις Βρυξέλλαις, όλα μαζύ και με τις συχνές μου απογοητεύσεις. Μα πόσες φορές δεν προσπάθησα να τους εξηγήσω ότι θα είτανε αδικία να γύριζα από τώρα στην Ελλάδα. Ότι μια εξέλιξη για μένα μόνο στα μουσικά κέντρα της Ευρώπης είναι δυνατή. Κάθε φορά έπαιρνα απαντήσεις με αμέτρητες μορφές ότι όλα αυτά είναι φαντασίες και ότι έχουνε κάθε λόγο να ξέρουνε τι με κρατάει μακριά τους…

Σ΄ αυτά συνέτεινε και το τελευταίο μου ταξείδι να της δώσει περισσότερα θέματα και φανταστικές ιδέες – δηλ. ότι είμαι παντρεμένος και άλλες αφέλειες, που μόνο η αδελφή μου μπορεί να διανοηθή.-

Και συλλογίζομαι: τι θα μου γράφανε αν πραγματικά είμουνα τέτοιος, αν όλα αυτά ήταν αληθινά. Συλλογίζομαι: πώς ζούνε άλλοι νέοι στα χρόνια μου! Σε διαβεβαιώ καλό μου παιδί, πως άλλο απ΄ τη δουλειά μου, απ΄ τη Μουσική μου, τα βιβλία μου και τη σκέψη μου δεν μ΄ ενδιαφέρει. Ποτέ δεν ζήλεψα τις συντροφιές, τους περιπάτους, όλ΄ αυτά τέλος πάντων που λέγονταν με μια λέξι: χαμένος καιρός! Δεν ξέρω τι ρεύμα μ΄ έσπρωξε τόσο μακριά απ΄ τον κόσμο και τι ορμή με σπρώχνει ακόμα, μα πάντως έτσι που έχτισα τη Ζωή μου μου είναι αδύνατη μια αλλαγή!-

 

15.Francois-Henri Deserable  «Αφέντρα και κυρά μου» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Όπερα, Αθήνα 2023)

Εντγκάρ: υπάλληλος στο Υπουργείο Οικονομικών

Τίνα: πανέμορφη, σαγηνευτική, ανυπότακτη, ερωτικός πειρασμός, έχει δυο δίδυμα παιδιά με τον άντρα της Εντγκάρ

Βασκό: διανοούμενος βιβλιοθηκάριος που ερωτεύεται σφόδρα και παρανοεί για την Τίνα με την οποία κάνει μαγεμένο, άγριο έρωτα πάνω σε ένα τραπέζι που εκτίθενται τα διορθωμένα χειρόγραφα από τα «Άνθη του κακού» του Μποντλέρ και η πιο σπάνια έκδοση της πρώτης Βίβλου του Γουτεμβέργιου

Αυτά είναι τα τρία πρόσωπα του ερωτικού τριγώνου που σχηματίζεται στο υπέροχο μυθιστόρημα του 36χρονου Γάλλου συγγραφέα, που τιμήθηκε με το μεγάλο βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας το 2023.

Βιβλίο με ξέφρενο αφηγηματικό ρυθμό, ανατροπές, σουρεαλιστική ιστορία, πολύ χιούμορ και πάθος, πάθος που καίει. Ακριβώς όπως αυτό που φουντώνει ανάμεσα στους ήρωες, κυρίως την Τίνα και τον Βασκό. Πάθος που ταιριάζει στον παράδοξο, παράφορο έρωτα που απειλεί την τακτοποιημένη, «κανονική» συζυγική ζωή και την ασφάλεια Τίνας και Εντγκάρ.

Η αφήγηση ολοζώντανη και δυναμική εκφράζεται με μια εξαιρετικά ρέουσα και φυσική γλώσσα, η οποία ποικίλλει, μεταμορφώνεται, αλλάζει ύφος και ρυθμό ανάλογα με το ποιο από τα τρία πρόσωπα κοιτά. Παντού ωστόσο ελλοχεύει αυτή η μοναδική αίσθηση του ανατρεπτικού, του αβέβαιου, του απατηλού, του προσωρινού, του αδιευκρίνιστου, του απειλητικού που αναδύεται υπόγεια και μας πλημμυρίζει κατά την ανάγνωση, αλλά και καλύπτει με αγωνία και νέφη την τελική έκβαση του ερωτικού τριγώνου. Ορμητικά ερωτικά ξεσπάσματα, εκρήξεις πάθους, αμφιβολίες, δισταγμοί, πισωγυρίσματα, τολμηρές, φορτισμένες επιλογές και τελικές αποφάσεις υπό το κράτος της λογικής και της ασφάλειας, διλήμματα σιγυρισμένης οικογενειακής ζωής και «πραγματικού» θυελλώδους έρωτα, αποπλανήσεις, «κλοπές» και αρπαγές μπλέκονται γοητευτικά στο απολαυστικό αυτό μυθιστόρημα και δίνονται με απίστευτα ποιητικό τρόπο, απολύτως ταιριαστό με τη φυσιογνωμία και την ατμόσφαιρα των συναισθημάτων στην σπουδαία ερωτική και όχι μόνο γαλλική ποίηση των μεγάλων εκπροσώπων της Μποντλέρ, Ρεμπώ, Βερλέν, την οποία αγαπούν από κοινού η Τίνα και ο Βασκό.

 Δείγμα γραφής

Τα βράδια του Εντγκάρ ήταν τόσο αθλητικά όσο μελαγχολικά και μονότονα ήταν τα πρωινά του∙ μέσα στην απροσμέτρητη πλήξη υποδεέστερων καθηκόντων, ξεπατωνόταν για τα προς το ζην του, πιέζοντας τον εαυτό του να ξεχάσει ότι έτσι κι αλλιώς αυτό το ζην θα το ΄χανε κάποτε: έφυγε νωρίς το πρωί, μοιραζόταν μια κούρσα Uber κι ένα γραφείο στο Υπουργείο Οικονομικών, τον περισσότερο καιρό ανάμεσα σε συλλυπητήρια μέιλ σε διευθύνσεις en.gouv.fr και σημειώσεις ή αναφορές που συνέτασσε με την ελπίδα ότι κάποιος σύμβουλος του υπουργού θα τις διάβαζε, ή θα καταδεχόταν να τις διαβάσει ή, έστω, να τους ρίξει μια ματιά, γιατί η Τίνα είχε σταματήσει πια να μετράει τις φορές που ο Εντγκάρ γύριζε σπίτι συντετριμμένος, γκρινιάζοντας τρεις βδομάδες, αγάπη μου, πάνε τώρα τρεις βδομάδες που πηδιέμαι μ΄ αυτές τις σαράντα σελίδες, κι είναι ζήτημα αν αυτός ο μαλάκας τούς έχει ρίξει μια ματιά. Κατά τα λοιπά, δεν είχε παράπονο: δικαιούνταν έξι εβδομάδες πληρωμένες διακοπές, δέκατο τρίτο μισθό και κουπόνια εστιατορίων.

Επειδή η δουλειά του τον άγχωνε, τη νύχτα έτριζε τα δόντια του. Του ΄χαν γράψει ένα ειδικό μασελάκι να το βάζει όταν έπεφτε για ύπνο∙ όταν το ΄χε στο στόμα, ψεύδιζε. Ήταν η καθημερινή του τελετουργία: πριν σβήσει το φως, φορούσε το μασελάκι του, φιλούσε τη «νεράιδα» του στο λαιμό κι αποκοιμιόταν. Η Τίνα είχε προσαρμοστεί. Η τρυφερότητα, η αγάπη που του είχε, κάλυπταν την ηδονή που δεν ένιωθε πια μαζί του – που δεν είχε νιώσει ποτέ μαζί του, πήγαινα να γράψω, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος -, κι όταν ο πόθος ήταν τόσο δυνατός που έπρεπε να τον κορέσει – κι αυτό το ΄ξερα, μου το ΄χε εκμυστηρευτεί-, σηκωνόταν, ξάπλωνε στον καναπέ της, άναβε το πισί της, πήγαινε στο YouPorn, έφτανε γρήγορα σε οργασμό, και μετά γύριζε στο κρεβάτι∙ ο Εντγκάρ ροχάλιζε.

16. Γιάννης Στίγκας  «Sonderkommando» (εκδ. Άγρα, Αθήνα 2023)

Για να κατανοήσουμε την όγδοη ποιητίκή συλλογή του Γιάννη Στίγκα είναι προαπαιτούμενο να μάθουμε τι σημαίνει ο τίτλος της. Αντιγράφω από το βιβλίο: «Sonderkommando: Ειδικές μονάδες εργασίας στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης. Αποτελούνταν από νεαρούς άνδρες, συνήθως εβραϊκής καταγωγής. Υπό την απειλή της εκτέλεσης, εξαναγκάζονταν να συμμετάσχουν στη θηριωδία των ναζί. Στα αποτρόπαια καθήκοντά τους συγκαταλέγονταν η εισαγωγή των θυμάτων στους θαλάμους αερίων, η εξαγωγή των πτωμάτων από τους θαλάμους, η καύση των νεκρών στα κρεματόρια και στους λάκκους αποτέφρωσης, η κοπή των γυναικείων μαλλιών, η εξόρυξη των χρυσών δοντιών, η σύνθλιψη των οστών, το σκόρπισμα της τέφρας. Ηταν η μοναδική ομάδα αιχμαλώτων στην ιστορία των λάγκερ του Αουσβιτς που εξεγέρθηκε, ανατινάσσοντας μάλιστα το κρεματόριο IV. Η διάρκεια ζωής των Sondekommando ήταν τρεις με τέσσερις μήνες, μια και ως φορείς του «μυστικού» της Τελικής Λύσης εξοντώνονταν από τα Ες Ες. Η επόμενη ομάδα Sonderkommando αναλάμβανε την καύση των προκατόχων της. Λιγότεροι από εκατό επιβίωσαν Λιγότεροι από είκοσι θέλησαν / μπόρεσαν να μιλήσουν για την κόλαση που έζησαν».

Μια από τις κορυφαίες στιγμές της ελληνικής ποίησης ξεδιπλώνεται εδώ παρουσιάζοντάς μας με συγκλονιστικό όσο και τραγικά ειρωνικό τρόπο 19 μοναδικά ποιήματα που δομούν αριστοτεχνικά την συνταρακτική αυτή κατάδυσή του στην κόλαση. Με ακέραιο δαντικό ύφος ο Στίγκας, στην εξέχουσα αυτή στιγμή του, μαγνητίζει αφήνοντας πίσω κάθετί που γνωρίζαμε στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Αιχμηρός και ελλειπτικός ποιητικός λόγος που παρακολουθεί το Ολοκαύτωμα, τη Γενοκτονία, την τρομακτική όψη του Κακού και γνωρίζει να στέκεται με τόλμη και να ισορροπεί μεταξύ τραγωδίας και κωμωδίας αφού το μαύρο χιούμορ του εμποτίζει με θαυμαστή ενέργεια τα άκρως δομημένα και συγκροτημένα ποιήματά του. Από το πρώτο ποίημα «Ποια φιλότης; Το νείκος, το νείκος» μέχρι το τελευταίο «Η Φιλότης, η φιλότης, ποιο νείκος;» με ένα νέο «Sonderkommando» να φυτρώνει ποίημα παρά ποίημα, ο Στίγκας μας ξεναγεί σε έναν κόσμο που ο ίδιος μας συστήνει: «αυτός ο Κόσμος / ψέλλισα / είναι φτυστός η αμηχανία μου».

 Δείγμα γραφής

SONDERKOMMANDO

 Κατά τ’ άλλα βαριόμαστε

εδώ κάτω

ο Χρόνος είναι χειροκίνητος

γυρνάμε τον τροχό για τον Τροχό

και συνθλίβουμε

τούτη την Άνοιξη

κλείνοντας το μάτι στην επόμενη

 κατά τ’ άλλα

η εργασία απελευθερώνει

(μισή αλήθεια που σκουριάζει - την ίδια ώρα

που οι ολόκληρες γίνονται λίπασμα)

Ύστερα πέφτει μια ψιλή βροχούλα

και ιδού

ο ασφόδελος Μιχαήλ

ιδού

η λυγαριά Μαρία

με τα μακριά ικετευτικά κλαριά

Αααχ

αγαπήσαμε τή φύση

για τους λάθος λόγους

στις τρεις διδαχές

οι δύο είναι κάτεργο

-αδυνατώ να το εξηγήσω αυτό-

Αλλά

για να δύει ο ήλιος

κάτι θα ξέρει.

 &

 SONDERKOMMANDO

Παλιά οι νύχτες παίζαν τον γιατρό

και τώρα τον χασάπη

 θέλω να πω

μην ξεγελιέσαι

και μ΄ ένα στομωμένο πια γιατί

μπορείς να σκίσεις άσχημα τα φρύδια σου

σ΄ τα λέω εγώ αυτά

που κατεβάζω όλο και πιο χαμηλά το κασκέτο μου

τόσο

που βλέπω τις ραφές του σκοταδιού

τύψη--- δειλία --- τύψη---

αχρείες οι βελονιές

 κλωστίτσα το αχ που εκκρεμεί

17.Maggie Nelson  «Σπουδή στο μπλε» (μτφρ. Κρυστάλλη Γλυναδάκη, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2023)

Ένα ξεχωριστό και ασυνήθιστο δοκίμιο εμποτισμένο από τη λυρική και δυναμική ενέργεια της σπουδαίας 50χρονης Αμερικανίδας συγγραφέας που μας εντυπωσίασε με τους «Αργοναύτες» της έρχεται εδώ να καταθέσει τη μεγάλη της αγάπη στο μπλε χρώμα και τους αντικατοπτρισμούς του στην ψυχή, τη συναισθηματική ανθρώπινη κατάσταση, τη φθορά, την απώλεια του ερωτικού σώματος ή του νεανικού σώματος που διαδέχεται από ένα γερασμένο, στον έρωτα, την επιθυμία, τον χωρισμό, τον πόνο, τη θλίψη, τη μελαγχολία. Πώς εμπλέκονται αντικείμενα, διαθέσεις, αποχρώσεις, αναμνήσεις, συναισθήματα και διαμορφώνουν το μπλε ως σύνολο όλων αυτών; η Μάγκι Νέλσον με θάρρος, τόλμη, ποιητικό στοχασμό και πολλή αγάπη καταθέτει έναν ανεκτίμητο πλούτο πληροφοριών και γνώσεων εμποτισμένο από τη διεισδυτική ματιά της από μια εκπληκτική αντίληψη της σύνδεσης του χρώματος με το σώμα και το πνεύμα. Το βιβλίο αποτελείται από 240 σύντομα κείμενα που συνολικά συνθέτουν έναν ύμνο στην ομορφιά-παρηγοριά και απάγκιο στις μέρες της μοναξιάς, της λύπης, της απώλειας. Είναι δοκίμιο, είναι φιλοσοφικός στοχασμός, είναι δάνεια από τον λόγο, τη σκέψη, την τέχνη των Γκαίτε,  Βιττγκενστάιν, Μπαρτ, Μαλαρμέ, Απολινέρ, Σεζάν, Νεύτωνα, Ντα Βίντσι, Γερτρούδης Στάιν, Σιμόν Βέιλ, Μπάιρον, Ντεριντά και τόσων άλλων,  είναι διεξοδική αναζήτηση σε προφανείς αλλά κυρίως δυσπρόσιτες πηγές όπου ιριδίζουν μπλε ιριδίσματα σε αυτόν το σύμπαν, ακόμα και σε ταινίες. Μην παραξενευτείτε όμως αν διαβάζοντας αυτό το υπέροχο βιβλίο νιώσετε την πλημμυρίδα της ποίησης να σας παρασέρνει. Η Μάγκι Νέλσον έχει τον τρόπο. Και είναι μοναδικός.

 Δείγμα γραφής

91

Blue-eye (παλαιότερη σημασία): «μπλε ή μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια, λόγω κλάματος ή κάποιας άλλης αιτίας».

92

Εντέλει εξομολογούμαι σε μια φίλη λεπτομέρειες για το κλάμα μου –την ένταση, τη συχνότητα. Εκείνη λέει (τρυφερά) ότι μερικές φορές πιστεύει πως κλαίμε μπροστά στον καθρέφτη όχι για να υποδαυλίσουμε την αυτολύπησή μας, αλλά επειδή χρειαζόμαστε έναν μάρτυρα της απελπισίας μας. (Μπορεί το είδωλό μας στον καθρέφτη να είναι μάρτυρας; Μπορείς να ποτίσεις τον εαυτό σου ξίδι απ΄ το σφουγγάρι που είναι καρφωμένο πάνω στο καλάμι;)

93

«Εκ πρώτης όψεως μοιάζει περίεργο που μια αβλαβής και έμφυτη συμπεριφορά, όπως το κλάμα, θεωρείται δυσλειτουργία ή σύμπτωμα», γράφει κάποιος κλινικός ψυχολόγος. Ωστόσο, επιμένει, πρέπει να αποδεχτούμε ότι ορισμένες φορές το κλάμα είναι απλώς «ένδειξη δυσπροσαρμοστικότητας, δυσλειτουργίας ή και ανωριμότητας».

94

-Καλώς λοιπόν, ας είναι όπως θες. Τώρα μιλάει η δυσλειτουργία μου. Τώρα μιλάει η αρρώστια μου. Τόσο πολύ μου λείπει να σ΄ ακούω να μιλάς. Αυτό είναι το πιο βαθύ μπλε, να μιλάω, να μιλάω, να μιλάω πάντα σε σένα.

134

Με ηρεμεί να σκέφτομαι το μπλε ως το χρώμα του θανάτου. Χρόνια φαντάζομαι την έλευση του θανάτου σαν ένα κύμα που φουσκώνει – σαν έναν πανύψηλο μπλε τοίχο. Θα πνιγείς, μου λέει ο κόσμος, ανέκαθεν μου το έλεγε. Θα εισέλθεις σ΄ έναν μπλε κάτω κόσμο, μπλε από τα πεινασμένα φαντάσματα, στο μπλε του Κρίσνα, με τα μπλε πρόσωπα όσων αγάπησες. Κι αυτοί πνίγηκαν, όλοι. Μια ανάσα γεμάτη νερό: σε πανικοβάλλει ή σ΄ ενθουσιάζει αυτή η σκέψη; Αν είσαι ερωτευμένος με το κόκκινο, τότε κόβεις ή πυροβολείς. Αν είσαι ερωτευμένος με το μπλε, γεμίζεις τις τσέπες σου με πετραδάκια και μπαίνεις στο ποτάμι. Οποιοδήποτε ποτάμι.

 

18.David Diop  «Η πύλη του ταξιδιού χωρίς επιστροφή» (μτφρ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2023)

Η ανάγνωση του σπουδαίου βιβλίου του 58χρονου συγγραφέα Ντέιβιντ Ντιόπ, σενεγαλέζικης καταγωγής, γεννημένου στο Παρίσι, ήρθε τέσσερα χρόνια μετά την ανάγνωση ενός άλλου θαυμάσιου βιβλίου του ίδιου συγγραφέα με τίτλο «Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα», που μου τον σύστηνε για πρώτη φορά συγκλονίζοντάς με μέ την ωμότητα, τη δύναμη και ταυτόχρονα την ποιητικότητά του.

Η ιστορία του νέου βιβλίου διαδραματίζεται στον αιώνα του Διαφωτισμού, γύρω στο 1750 με έναν Γάλλο φυσιοδίφη, τον Μισέλ Αντανσόν να ταξιδεύει στη Σενεγάλη για να συλλέξει πληροφορίες και να ερευνήσει τη χλωρίδα της χώρας προκειμένου να γράψει μια επιστημονική μελέτη που θα τον καταξιώσει συγγραφικά. Η αρχική πρόθεσή του όμως θα μετατοπιστεί αφού η γοητεία που θα ασκήσουν πάνω του η χλωρίδα, η πανίδα και οι κάτοικοι της Σενεγάλης θα είναι τέτοια που θα αλλάξουν τα σχέδιά του. Η επαφή με την πραγματικότητα της Σενεγάλης ως αποικιοκρατίας των Γάλλων και το δουλεμπόριο που κυριαρχεί αφήνοντας τις συγκλονιστικές συνέπειες της εκμετάλλευσης στις ζωές των ντόπιων από τους λευκούς Γάλλους αξιωματούχους, αλλά και ο σφοδρός, παθιασμένος έρωτας με τον οποίο θα αγαπήσει τη μυστηριώδη, παραμυθένια, αερική Μαράμ, θα είναι οι άξονες γύρω από τους οποίους θα ξετυλιχτεί η αφήγηση της ιστορίας. Ένας έρωτας που θα έχει τραγικό τέλος, συγγενές με αυτό του μύθου του Ορφέα και της Ευριδίκης, στον οποίο ο Ντιόπ αφιερώνει κάποιες σελίδες μέσα στο βιβλίο του.

Ο Ντιόπ χωρίς να παγιδεύεται από δόσεις νοσταλγίας και καλλωπισμού της Ιστορίας, κατορθώνει να δημιουργήσει ένα έργο που αποκαθηλώνει την έννοια της ανωτερότητας του λευκού ανθρώπου.

Το μυθιστόρημα δονείται από μια συνταρακτική αντίθεση. Από τη μια ένας κόσμος γεμάτος βία, εξουσιαστικό τρόμο, ανθρώπινη εκμετάλλευση, ζοφερό σκοτάδι και από την άλλη μια γλώσσα που στον ρεαλισμό της αναδεικνύεται με ποίηση, λυρισμό, γεμάτη συναισθήματα και ευαισθησία, συμβολισμούς, ελεγειακή, σχεδόν σπαρακτική όσο και καθηλωτική ομορφιά.

 Δείγμα γραφής

Στο τέλος της ζωής του, ο πατέρας της έδειξε να έχει παραιτηθεί από το κυνήγι της δόξας που πάντα απομακρυνόταν όταν την πλησίαζε, σαν ελαφίνα που μυρίζεται στον αέρα την παρουσία του σαρκοφάγου…

… Του είχε μιλήσει για την αγωνία που είχε νιώσει, όταν βρισκόταν μαζί του, πολύ μικρό κορίτσι τότε, μπροστά στην εικόνα της απεραντοσύνης του Σύμπαντος. Ίσως να το θυμόταν κι εκείνος… Την είχε πάει, ένα βράδυ του καλοκαιριού, σ΄ ένα αστεροσκοπείο στο Σαιν-Μωρ, στις πύλες του Παρισιού. Μέσα από το τηλεσκόπιο, το βλέμμα της οδηγήθηκε στην ανυπαρξία και, καθώς το φως των αστεριών της φάνηκε παγερό, έκανε τη σκέψη – σκληρή σκέψη για εκείνη που ήταν πιστή δίχως να προβληματίζεται – ότι ο παράδεισος δεν μπορούσε να βρίσκεται στον ουρανό. Η Γη δεν ήταν παρά μια μικρή κουκκίδα σ΄ ένα απέραντο διάστημα, αν ο Θεός λοιπόν ήθελε να δώσει έναν παράδεισο και μια κόλαση στους ανθρώπους, γιατί θα ήταν κάπου αλλού και όχι εκεί όπου ήδη βρίσκονταν;

«Αντιλαμβάνεσαι τα σχέδια του Θεού στο επίπεδο των δικών σου ανησυχιών, της απάντησε ο πατέρας της. Ίσως τοποθετείς τον παράδεισο στον ορατό κόσμο επειδή θεωρείς αδύνατο να είναι κάποιος ευτυχισμένος μακριά από το σπίτι του. Οσο για μένα, εγώ νομίζω πως ο παράδεισος και η κόλαση βρίσκονται μέσα μας».

Καθώς ψιθύριζε αυτά τα τελευταία λόγια, της φάνηκε ότι διέκρινε στα μάτια του πατέρα της έναν δισταγμό, την ανάδυση μιας εικόνας, ένα πρόσκαιρο σταμάτημα του μυαλού του σε μια μακρινή ανάμνηση. Όμως, αυτή τη φορά, δεν της φάνηκε ότι η προσοχή του ήταν στραμμένη στην εμμονή του με την εγκυκλοπαίδεια. Ήταν ένα σχέδιο άλλης φύσης, που πρέπει να είχε συλλάβει εκείνη τη στιγμή και το είχε ζωντανέψει η δύναμη μιας ξαφνικής απόφασης. Στην Αγκλαέ άρεσε αυτή η στιγμή που χαράχτηκε στη μνήμη της, αλλά δεν είχε μπορέσει να της δώσει νόημα. Όσο εκείνος συνέχιζε να σκαλίζει το χώμα για να ετοιμάσει τα φυτά της, περιστοιχισμένος από τους τρεις «ευγενείς βατράχους» του, και πάντα καθισμένος στις φτέρνες σαν τους νέγρους της Σενεγάλης, της φάνηκε ότι διερευνούσε τον εαυτό του, σαν να τον παρατηρούσε με το τηλεσκόπιο.

&

Παρ΄ όλα τα τεχνάσματα που είχα επινοήσει για να την εξαφανίσω, η οδύνη που είχα νιώσει στην αποβάθρα της Γκορέ, όταν η Μαράμ κι εγώ ξεφύγαμε για λίγο πέρα από την πύλη του ταξιδιού χωρίς επιστροφή, επανερχόταν ακέραιη. Κατάλαβα τότε ότι η ζωγραφική και η μουσική έχουν τη δύναμη να μας αποκαλύπτουν τον κρυμμένο εαυτό μας. Χάρη στην τέχνη, κατορθώνουμε κάποιες φορές να μισανοίξουμε μια μυστική πόρτα που οδηγεί στην πιο σκοτεινή πλευρά της ύπαρξής μας, που είναι πιο μαύρη κι απ΄ το πιο βαθύ μπουντρούμι. Και, όταν αυτή η πόρτα μείνει ορθάνοιχτη, τα μύχια της ψυχής μας φωτίζονται τόσο καθαρά από το φως που αφήνει να περνάει, ώστε κανένα ψέμα για μας τους ίδιους να μη βρίσκει πια την παραμικρή σκιά για να καταφύγει, όπως όταν λάμπει ο ήλιος της Αφρικής στο ζενίθ του.

19.Guido Morselli  «Dissipatio H.G.» (μτφρ. Μαρία Φραγκούλη, εκδ. Loggia, Αθήνα 2023)

Διαβάζοντας το ιδιαίτερο αυτό βιβλίο, βουτάς όλο και πιο βαθιά στη συναρπαστική γραφή του, την πρωτοτυπία της έκφρασης και την προσωπική, ιδιοσυγκρασιακή του γλώσσα που ξετυλίγεται γύρω από το έτσι κι αλλιώς σκοτεινό θέμα της αυτοκτονίας και των προ αυτής.

Ο συγγραφέας (μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος με πολυσχιδή συγγραφική δραστηριότητα που περιελάμβανε διηγήματα, θεατρικά, άρθρα σε εφημερίδες αλλά και σενάριο κινηματογραφικής ταινίας) αυτοκτόνησε στα 61 του, ενώ το έργο του συνάντησε την απροθυμία και μεθοδευμένη, πεισματική άρνηση των εκδοτικών οίκων να το εκδώσουν. Στο βιβλίο αυτό γραμμένο λίγο πριν την αυτοκτονία του, θέτει στο επίκεντρο σαν πρωταγωνιστή τον εαυτό του κατά κάποιο τρόπο αφού ο ήρωας εδώ κάνει μια αποκαλυπτική εξομολόγηση και έναν παραληρηματικό μονόλογο-αποχαιρετισμό στη ζωή λίγο πριν υλοποιήσει την απόφασή του να πνιγεί στη λίμνη στη σπηλιά ενός βουνού. Με όλα τα χαρακτηριστικά του ιδιότροπου, μοναχικού, αντικοινωνικού άντρα, ο ήρωας φτάνει στο οριακό σημείο της αυτοκτονίας αλλά τελευταία στιγμή αλλάζει την απόφασή του και τελικά είναι αυτός ο αναχωρητής από τη ζωή που θα εκπροσωπήσει την ανθρωπότητα εν ζωή αφού το ανθρώπινο είδος (όλοι οι υπόλοιποι δηλαδή συνάνθρωποι του αντικοινωνικού) έχει εξατμιστεί. Στους δρόμους της Χρυσούπολης, μιας πόλης που δεν προσδιορίζεται με πραγματικούς όρους και σε χρόνο ακαθόριστο ο μοναχικός ήρωας περιπλανάται ελλείψει ανθρώπων και αναζητά κάποιον άλλον που έχει σωθεί και επιζήσει.

Το μυθιστόρημα μεταφέρει την απόγνωση σελίδα σελίδα και ο Μορσέλι μεταδίδει με έναν ευρωπαϊκό αέρα στη γραφή του, με γερές δόσεις ειρωνείας και ψυχρότητας αλλά και με μια αφοπλιστική σκιαγράφηση του χαρακτήρα ως μιας περήφανης προσωπικότητας.

Λίγο μετά από τη στιγμή που έγραψε τις τελευταίες αράδες αυτού του μυθιστορήματος: «Από το παγκάκι μιας λεωφόρου στέκομαι και κοιτάω τη ζωή που προετοιμάζεται μπροστά μου γι΄ αυτή την παράξενη αιωνιότητα. Η ατμόσφαιρα είναι διαυγής, με μια συμπαγή υγρασία. Ρυάκια όμβριου νερού (πρέπει να χάλασαν οι αγωγοί στο πάνω μέρος της πόλης) συρρέουν στη λεωφόρο, απλώνοντας στην άσφαλτο, μέρα με τη μέρα, ένα λεπτό στρώμα κοπριάς. Σχεδόν σαν μεμβράνη, κι όμως κάτι πρασινίζει και μεγαλώνει, όχι το συνηθισμένο χορταράκι του Δήμου∙ είναι άγρια, μικρά φυτά. Η Αγορά των Αγορών θα μεταβληθεί σε εξοχή. Με νεραγκούλες, ανθισμένα ραδίκια.

Στην τσέπη φυλάω γι΄ αυτόν ένα πακέτο Gauloises.» ο Μορσέλι τη νύχτα της 31ης Ιουλίου 1973 στο μπάνιο της βίλας στο Βαρέζε αυτοκτόνησε χρησιμοποιώντας το αγαπημένο του περίστροφο Browning 7.65, την «κοπέλα με το μαύρο μάτι».

 Δείγμα γραφής

Ο τόπος απέκτησε περισσότερη τραχύτητα, είναι ανέπαφος, όπως στις απαρχές του χρόνου. Η αντικειμενική ομορφιά του αναμφίβολα αυξάνει. Αντιθέτως, συνειδητοποιώ ότι εγώ είμαι αδρανής. Αμέτοχος. Καταγράφω χωρίς συγκινήσεις. Με κυριεύει η υποψία του ανέφελου. (Προς τι δυο ώρες πορεία, για να δω, να ακούσω και να μη νιώσω;) Η απειλή του ουρανού, που είναι τόσο κοντινός και βαρύς, είναι αληθινή. Όταν ο άνεμος κατεβαίνει ανά διαστήματα, φέρνει όντως τη μυρωδιά του παγετώνα (εκείνη την υαλώδη μυρωδιά σπηλιάς και αβύσσου) και στα διαλείμματα η σιωπή είναι πράγματι αρχέγονη∙ ο τοίχος που πέφτει κάθετα εκατό βήματα μακριά από μένα είναι έρημος και αμείλικτος, κλείνει τον κόσμο. Κι όμως, ο pavor montium περιορίζεται στην αίσθηση του κρύου, του σωματικού κρύου. Επιθυμία για καυτό καφέ και μάλλινο πουλόβερ. Για να βιώσω ποιητικά τη φύση, χρειαζόμουν κάποιον από τον οποίο θα τη διεκδικούσα, κάποιον που θα έπρεπε να απομακρύνω από αυτήν;

Αποθαρρυντικό: Η φύση ήταν όμορφη και τρομερή, αλλά σε α-κοινωνική λειτουργία. Προϋπέθετε, αρνητικά, τον άνθρωπο. Εγώ την ήθελα απαραβίαστη, όμως παραβιάσιμη.

Αναρωτιέμαι: Για να την απολαύσω, χρειάζονταν οι πινακίδες «Απαγορεύεται η είσοδος»;

 

20.George Orwell  «Ας σηκώσουμε ψηλά την ασπιδίστρα» (μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, εκδ. Αίολος, Αθήνα 2023)

Η αξία του George Orwell ως μυθιστοριογράφος και η ένταξή του στο τοπίο της παγκόσμιας λογοτεχνίας ως μια σπάνια αυτόνομη φωνή και ταυτόχρονα ως επιδραστική περίπτωση στην εξέλιξή της, είναι αναμφισβήτητες διαπιστώσεις και βέβαια δεν αποτελούν ζητούμενα απόδειξης και τεκμηρίωσης από το βιβλίο του αυτό.

Ας αρχίσουμε με τις άγνωστες λέξεις. Τουλάχιστον για μένα ήταν εντελώς άγνωστη η λέξη «ασπιδίστρα» μέχρι που τη διάβασα στον τίτλο αυτό του υπέροχου βιβλίου. Πληροφορήθηκα λοιπόν ότι είναι φυτό εσωτερικού χώρου, κάτι σαν γλάστρα που χωρίς ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα μπορεί να ευδοκιμήσει και ήταν εξαιρετικά αγαπητή στη βικτωριανή Αγγλία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα όπου αποτελούσε αναπόσπαστο «διακοσμητικό» στοιχείο όλων των σπιτιών των μεσοαστών. Και γιατί άραγε δεν έλειπε από τα σπίτια αυτά; Μα γιατί ήταν ένδειξη, συμβολικό σημάδι του καθωσπρεπισμού και της «ασφαλούς» ζωής των Εγγλέζων, κυρίαρχων και πρωτευόντων χαρακτηριστικών της επιθυμητής ζωής τους. Ο ήρωάς του Orwell και με πολλές αυτοβιογραφικές αναφορές, ο Γκόρντον Κάμστακ σιχαίνεται τις ασπιδίστρες και κατ΄ επέκταση τον συμβολικό χαρακτήρα τους και όλα όσα αυτές παραπέμπουν, αλλά κυρίως σιχαίνεται το χρήμα, τον κινητήριο μοχλό, το καύσιμο της ζωής των άλλων που τους θέτει σε ρυθμό, τους δίνει υπόσταση και ουσιαστικά χωρίς αυτό είναι αδύνατον να κάνουν το παραμικρό βήμα. Το χρήμα είναι ο Θεός τους, που λατρεύουν όλοι πλην του Γκόρντον. Αυτός βηματιζει όμως σε άλλους ρυθμούς, βηματίζει χωρίς Θεό, αφού έχει επιλέξει μια ελάχιστα αμειβόμενη δουλειά και μια ζωή όχι μόνο χωρίς απολαύσεις και προοπτικές, αλλά κυρίως βουτηγμένη στην εξαθλίωση και στο τέλμα. Αυτό το τέλμα είναι που βαλτώνει τις σχέσεις του με τους άλλους, με τις γυναίκες ακόμα και με τη γυναίκα που είναι κοντά του, τη Ρόζμαρι, αλλά που ο ίδιος βλέπει διαρκώς μακριά του νιώθοντας μειονεκτικά λόγω της έλλειψης χρημάτων. Όμως η άθλια οικονομική ζωή που ζει είναι και αυτή που αφυδατώνει την ποιητική δημιουργία και φαντασία που θεωρεί ότι έχει.

Ο Orwell βάζει στο στόχαστρο την οικονομική και πολιτική κατάσταση την περίοδο του Μεσοπολέμου και αρθρώνει με τόλμη την κοινωνική του κριτική συμπαρασύροντας τα πάντα. Άλλωστε αυτό δεν έκανε πάντα; Ποτέ δεν μασούσε τα λόγια του, ποτέ δεν μετρούσε την ματιά του αυτός ο σπουδαίος συγγραφέας. Σήκωνε πάντα το πρόσωπο με αξιοπρέπεια και χωρίς περιορισμούς και κοιτούσε κατάματα τους γύρω του και τον εαυτό του. Μέχρι εκεί που χάνεται ο ορίζοντας.

Στο θαυμάσιο αυτό βιβλίο με τον καταιγιστικό ρυθμό που σε κάνει να μην θέλεις να το αφήσεις, ένα βιβλίο όχι τόσο γνωστό από την εργογραφία του, ο George Orwell όπως προείπαμε θέτει στο επίκεντρο της κοινωνικής κριτικής του το χρήμα, αιτία πολλών δεινών. Στην πρώτη ήδη σελίδα του βιβλίου του, αντικαθιστώντας τη λέξη «αγάπη» με τη λέξη «χρήμα» παραθέτει διασκευασμένο και προσαρμοσμένο απόσπασμα της γνωστής επιστολής του Αποστόλου Παύλου «Προς Κορινθίους Επιστολή Α, 13» συμπυκνώνοντας και συνοψίζοντας καθαρά και με την ανεπανάληπτη ειρωνεία του τον στοχασμό του. Πριν ακόμα μπούμε στο ψητό:

«Εάν μιλώ με ανθρώπων γλώσσα, καθώς και με των αγγέλων, αλλά δεν έχω χρήμα, είμαι χάλκινος ήχος και κύμβαλο αλαλάζον. Και αν διαθέτω τη δύναμη της προφητείας και κατανοώ όλα τα μυστήρια και κατέχω όλη τη γνώση, και όλη την πίστη αν έχω ώστε να κινώ βουνά, αλλά δεν έχω χρήμα, κανένα δεν θα είναι το όφελός μου. Το χρήμα είναι μακρόθυμο και γεμάτο καλοσύνη∙ το χρήμα δεν είναι ζηλότυπο∙ το χρήμα δεν επιδεικνύεται και δεν μεγαλοπιάνεται∙ δεν ασχημονεί, δεν είναι εγωιστικό, δεν προκαλείται εύκολα, ούτε είναι κακόβουλο∙ δεν είναι χαιρέκακο, αλλά χαίρεται με την αλήθεια∙ υπομένει τα πάντα, πιστεύει τα πάντα, ελπίζει για τα πάντα … και στην παρούσα ζωή αυτά τα τρία απομένουν, η πίστη, η ελπίδα και το χρήμα∙ σπουδαιότερο όλων το χρήμα».

 Δείγμα γραφής

… Στο γραφείο δεν τα πήγαινε και τόσο άσχημα. Οι συνεργάτες του έλεγαν ότι άξιζε τον μισθό του, αλλά δεν τον έβλεπαν να κάνει καριέρα. Κατά κάποιο τρόπο, η απόλυτη περιφρόνησή του για τη δουλειά του ήταν που έκανε τα πράγματα πιο εύκολα. Μπορούσε να αντεπεξέρχεται στις ανούσιες υποχρεώσεις του διότι δεν τις έβλεπε ως κάτι μόνιμο. Κάποτε, ένα Θεός ξέρει πότε και πώς, θα ελευθερωνόταν από αυτήν τη δουλειά. Στο κάτω-κάτω υπήρχε πάντα και το «γράψιμο». Κάποια μέρα ίσως να ήταν σε θέση να ζει από το «γράψιμο»∙ άσε που θα ένιωθε απελευθερωμένος από το βρομοχρήμα αν γινόταν συγγραφέας, έτσι δεν είναι; Oι τύποι που έβλεπε γύρω του, ιδίως οι ηλικιωμένοι, τον έκαναν να φτύνει στον κόρφο του. Ιδού τι σημαίνει να λατρεύεις το χρήμα σαν Θεό. Να τακτοποιηθείς, να γίνεις Επιτυχημένος, να πουλήσεις την ψυχή σου για μια βίλα και μια ασπιδίστρα! Να γίνεις ο τυπικός, κουστουμαρισμένος και με καπέλο, μικρός ρουφιάνος – ο ανθρωπάκος του Στρούμπι* -, ένας αστούλης που γυρίζει σπίτι στις έξι και τέταρτο για να φάει κρεατόπιτα και αχλάδια κομπόστα, να ακούσει για κάνα μισάωρο στο BBC τη Συμφωνική Ορχήστρα, και κατόπιν συνεύρεση, κανονικά και με τον νόμο, με τη σύζυγό του, αν βέβαια «έχει διάθεση» κι εκείνη. Τι ζωή κι αυτή! ‘Όχι, δεν είναι ωραίο να ζεις έτσι. Πρέπει να ξεφύγεις από αυτό, να ξεφύγεις από το βρομοχρήμα. Αυτό τον ταλάνιζε συνεχώς.. Σαν να είχε αφιερωθεί στον πόλεμο εναντίον του χρήματος. Και το έκανε ακόμη μυστικά. Οι συνάδελφοί του στο γραφείο δεν πήραν ποτέ είδηση τις ανορθόδοξες ιδέες του. Ούτε ότι γράφει ποίηση ανακάλυψαν, αν και δεν ήταν πολλά αυτά που μπορούσαν να ανακαλύψουν – είκοσι ποιήματα όλα κι όλα είχαν δημοσιευτεί σε περιοδικά τα τελευταία έξι χρόνια. Τον κοίταζες και έβλεπες έναν συνηθισμένο υπαλληλάκο – έναν στρατιωτάκο που βαστιέται από το χερούλι της οροφής και κατευθύνεται ανατολικά κάθε πρωί και δυτικά κάθε βράδυ με τα βαγόνια του υπόγειου σιδηρόδρομου.

*Ο Σίντεϊ Στρούμπι (Sydney Strube, 1891-1956) ήταν βρετανός κομίστας. Ο βασικός του ήρωας ήταν ο ανθρωπάκος (Little Man) της καθημερινότητας. Φορούσε καπέλο μπόουλερ και κρατούσε ομπρέλα. Ο τυπικός καταπιεσμένος πολίτης που ανέδειξε η μεσοπολεμική περίοδος.

21.Μάρω Δούκα «Φελιτσιτά» (εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2023)

Η συγγραφέας της «Αρχαίας Σκουριάς» και της «Πλωτής Πόλης», μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας αφήνει το χαρακτηριστικό της αποτύπωμα με ένα εξομολογητικό, γλυκόπικρο, τρυφερό μυθιστόρημα, του οποίου οι 250 σελίδες διαβάζονται με αμείωτο ενδιαφέρον ταξιδεύοντας τον αναγνώστη στην ιστορία του Κωνσταντίνου Καβουράκη και τις διαφορετικές οπτικές των μελών της οικογένειάς του για το χθες, το σήμερα και το αύριο που με τον τρόπο αυτό καθένα λέει τη δική του ιστορία, εμποτισμένη με τα προσωπικά προβλήματα, τις ανησυχίες και τις έγνοιες του, αλλά και προσθέτει μια νέα ματιά στο μυθιστόρημα της οικογενειακής ζωής. Καθένα από τα μέλη της πενταμελούς οικογένειας βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους της οικογένειας με διαφορετικό τρόπο με αφορμή την ίδια κοινή οικογενειακή εμπειρία. Η Μάρω Δούκα συνθέτει υποδειγματικά τα στοιχεία αυτή μέσα στην ξέφρενη αφήγησή της που δεν αφήνει τον αναγνώστη να πάρει ανάσα γεννώντας συνεχώς συναισθήματα και απαλές αισθήσεις φλερτάροντας με μια άκρως συγκινητική γραφή που ωστόσο υπονομεύεται διαρκώς από την ίδια τη συγγραφέα με έναν αφοπλιστικό τρόπο. Ο Κώστας Καβουράκης που ήθελε να γίνει αστυνομικός και ονειρευόταν μια ήσυχη και αγαπημένη οικογενειακή ζωή, σε μια βίαιη έκρηξή του που χτυπά τη γυναίκα του Ελένη, βρίσκει αντιμέτωπο τον ένα γιο του που τον δέρνει. Πλέον ο Κώστας δεν χωρά στο σπίτι, εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία και γίνεται άστεγος στην περιοχή της Αγίας Ειρήνης στο κέντρο της Αθήνας… Η «Φελιτσιτά» του τίτλου δεν είναι άλλη από μια γάτα της περιοχής που έχει στέγη αλλά τον ζεσταίνει με το χάδι της και το νιαούρισμά της δίνοντας με τη δική της «φωνή» μια ερμηνεία του περιεχομένου της ευτυχίας. Ένα μυθιστόρημα τόσο γήινο, στην αιχμή της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας και ταυτόχρονα μια από τις πιο ώριμες δημιουργικές στιγμές της μεγάλης συγγραφέως.

 Δείγμα γραφής

Όπως είχε εγκατασταθεί δίπλα του, αθόρυβα, έτσι και εξαφανίστηκε, έκλεισε κάποια στιγμή τα μάτια του και η Όλγα, όταν τα ξανάνοιξε, ήταν φευγάτη, ίσως και να είχε πάει πίσω από την εκκλησία για την ανάγκη της, περνούσε όμως η ώρα, άρχιζε να φέγγει, κι αυτή, σαν να μην υπήρξε ποτέ, πρόσεξε ότι του είχε πάρει και το μαξιλάρι, χαλάλι της, σκέφτηκε, προσπαθούσε να καταλάβει πώς έγινε, χωρίς να τον ενημερώσει, να τον αφήσει έτσι ξεκρέμαστο, ένιωσε να τον τυλίγει, να τον σφίγγει κάτι σαν φίδι στον λαιμό, λίγο ακόμη και θα τον έπνιγε, πώς είναι δυνατόν, δεν μπορούσε να το εξηγήσει, μόλις πριν από λίγες ώρες μιλούσαν, την είχε κιόλας φιλήσει στο μάγουλο, του είχε χαμογελάσει και δεν τον είχε ενοχλήσει το φαφούτικο στόμα της, ανακάθισε, ένιωσε τα γόνατά του να τρέμουν, τι ήθελε και άνοιξε τα μάτια του, καλύτερα να έμενε ακίνητος, μισοκοιμισμένος, ναρκωμένος, ανίκανος ακόμη και να λυπηθεί τη μοίρα του, πώς είχε αφεθεί έτσι στα χέρια της άγνωστης, πώς την εμπιστεύτηκε και της έδωσε το τιμόνι, απορούσε με τον εαυτό του, ούτε την Ελένη, τη μάνα των παιδιών του, δεν είχε τόσο εμπιστευτεί, αυτή ήταν λοιπόν η τιμωρία του, τη μάνα των παιδιών του ποτέ δεν την υπολόγισε όπως έπρεπε και ιδού τώρα τα αποτελέσματα, έγινε το κοροϊδάκι μιας άγνωστης, προσπάθησε και στάθηκε όρθιος, αδύνατον όμως να σύρει τα πόδια του, σαν να είχε παραλύσει όρθιος, κι έπειτα έγινε το θαύμα και συνήλθε, όσο πάει κι εξαντλούνται οι αντοχές του, όσο πάει και καταρέει, λοιπόν, τι πρέπει να κάνει, πρέπει το συντομότερο να βρει μια λύση, θα πρέπει σεμνά και ταπεινά να γυρίσει στο σπίτι του, ποιος ήταν αυτός που τη συνήθιζε αυτή την έκφραση, σεμνά και ταπεινά, ποιος έχασε όμως την ταπεινότητα και τη σεμνότητά του για να τις βρει αυτός, αυτός το μόνο που μπορούσε ήταν να μείνει εδώ και να περιμένει μήπως φανεί κανείς από τους γιους του να τον μαζέψει, έλα, Βαγγέλη, έλα, Στέλιο, εδώ είναι ο πατέρας σας, έρμαιο της ξεροκεφαλιάς του και της ατυχίας του, ελάτε να με πάρετε από εδώ, να με σώσετε, να με πάτε στο σπίτι, κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς, ένας περαστικός σταμάτησε και του έδωσε ένα εικοσάευρο, έτσι, τόσο απλόχερα, δεν πρόλαβε να πει ευχαριστώ, κράτησε το χαρτονόμισμα στο χέρι του, προσπάθησε να το χώσει στην τσέπη του λιγδιασμένου παντελονιού του, άρχισε αμέσως να γελά, αναρουφώντας τη μύτη του, να είχε κι ένα χαρτομάντιλο, σκέφτηκε φωναχτά, ένιωσε την ουρά της Φελιτσιτά στη γάμπα του, την καλωσόρισε, κι εκεί που έστεκε με φόβο μήπως και ξαπλωθεί στις πλάκες, του φάνηκε πως είδε τον Βαγγέλη του, σαν θαύμα, απίστευτο, πώς είναι δυνατόν, οπτασία, παραλογίζεται,[…] κι έτσι καθώς προχωρούσαν σαν να παραμιλούσαν, να μπορούσαν να καθίσουν στην καφετέρια να πάρουν το πρωινό τους, είπε η Όλγα, και δεν κάθονται, κοίτα, κι έβγαλε από την τσέπη το εικοσάρι, διατροφή και νερό, χαθήκανε αν γίνουν δέσμιοι των επιθυμιών τους, ένας εσπρέσο εδώ το ξέρει πόσο κοστίζει;, το ξέρει, επομένως ώρα να ψάξουν για τη γωνιά τους, να καθίσουν κι αυτοί σαν τουρίστες στο μπεντένι κοντά σ΄ αυτή την καφετέρια, του έδειξε, να κοιτάζουν τον κόσμο, πέρα δώθε, να προσέξουν αν κάποιος αφήσει μισοπιωμένο τον καφέ ή το αναψυκτικό του, θέλει μεγάλη τέχνη, μαεστρία, να ζεις σαν τα πετεινά του ουρανού.

22.Laura Battiferra  «Σονέτα της Τοσκάνης» (μτφρ. Άννα Γρίβα, εκδ. Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη 2023)

Ένα θησαύρισμα από την ιταλική ποίηση του 16ου αιώνα είναι τα επιλεγμένα ποιήματα από την ποιητική συλλογή που γράφτηκε το 1560 από την χαρακτηριζόμενη ως «νέα Σαπφώ», σημαντική ποιήτρια της Αναγέννησης, νόθα κόρη πλούσιου ιερέα του περιβάλλοντος του Πάπα και συζύγου του γλύπτη Bartolomeo Ammannati, η οποία από μικρή έλαβε σημαντική παιδεία. Ποίηση που χαρακτηρίζεται από την λατρεία στην ομορφιά και το μέτρο με αναβαθμισμένη και κυρίαρχη την ένδειξη του σεβασμού και του δέους προς τη θηλυκή υπόσταση, αλλά και την αδιαίρετη συνύπαρξη του θεϊκού με το ανθρώπινο στοιχείο, πάντα με σημείο αναφοράς την αγάπη στη γυναίκα αφού οι θεοί εξανθρωπίζονται και οι θνητοί θεώνονται μέσω της ύπαρξής της. Σαφείς οι αναφορές των ποιημάτων της στην ελληνική μυθολογία που αναδύεται ακέραιη μετά από την ασφυκτική δεσποτεία του χριστιανικού σκοταδισμού και της καταπίεσης που αυτός επέβαλλε στις ζωές των ανθρώπων. Παράλληλα τα ποιήματά της εστιάζουν στην εσωτερική φύση του ανθρώπου, την ψυχή του και την πορεία της πάντα με αρχαιοελληνική και όχι χριστιανική εκκίνηση. Στην υπέροχη αυτή έκδοση σε κάθε ποίημα υπάρχει σχετικός σχολιασμός της μεταφράστριας όπου πραγματολογικά στοιχεία φωτίζουν αθέατες πλευρές και διευκολύνουν την ανάγνωση και την κατανόησή του αφού ο χρόνος γραφής του είναι τόσο μακρινός. Τέλος υπάρχει διαφωτιστική εισαγωγή της Άννας Γρίβα καθώς και ένα πολύ ενδιαφέρον επίμετρο με τίτλο «Οι ιδέες της Laura Battiferra μέσα από την ποίησή της» γραμμένο από τον Μάρκο Δενδρινό.

 

Δείγμα γραφής

Στη Δούκισσα της Φλωρεντίας και της Σιένας

 

Σ΄ εσάς, βασιλική γυναίκα, αφιερώνω και δωρίζω,

αν και μικρή ανταμοιβή στην υψηλή αξία σας,

αυτό το χέρι, αυτή την πένα και τούτο το μελάνι

κι αν ήμουνα ποτέ, θα είμαι ή είμαι κάτι,

ο ήχος της Μούσας μου αν ταίριαζε

στη σκέψη μου για εσάς, σκέψη που για άλλον άνθρωπο δεν έχω,

πως είστε του αιώνα μας η δόξα κι η τιμή,

θα έλεγα εκείνο που μες στην καρδιά μου συλλογίζομαι.

Και ίσως δίπλα σ΄ εκείνον που στον Σοργκ

με το τραγούδι του ύψωσε την όμορφη δάφνη όλο τιμή,

θα πήγαινα κι εγώ, πετώντας σε κάθε τόπο δίχως τέλος,

κι εσείς σαν ήλιος, που στον τυφλό τον κόσμο μας δίνει

το φως του, με τη γλυκιά θαυμάσια λάμψη σας

θα κάνατε ολοφώτεινα τα σκοτεινά χαρτιά μου.

 

23.Χρήστος Οικονόμου «Πες της» (εκδ. Πόλις, Αθήνα 2023)

Η εξαιρετική νουβέλα  σου επιβάλλεται μέσω μιας αριστοτεχνικής αφήγησης που συμπυκνώνει το ένα μετά το άλλο πολλά στιγμιότυπα-σκηνές ζωής όπου η κεντρική ηρωίδα, μια γυναίκα εργαζόμενη ως κούριερ εισπράττει από τις διαδοχικές συναντήσεις της στις περιοχές του Πειραιά και των Χανίων όπου εργάζεται παραδίδοντας φακέλους και δέματα. Μέσα από το ξεχωριστό αυτό εύρημα η πρωταγωνίστρια ουσιαστικά ξεκλειδώνει τις ζωές των ανθρώπων – απλών, καθημερινών ή με κάποιο στοιχείο υπερβολής -, ζωές που μένουν ερμητικά κλειστές πίσω από σφαλισμένες πόρτες. Πόρτες όμως που έχουν ανάγκη να ανοίξουν, άνθρωποι που έχουν ανάγκη να επικοινωνήσουν, ζωές που επιζητούν να εκτεθούν έστω και για λίγο μέσα από τη συνάντηση με ένα άγνωστο πρόσωπο, αυτό της κούριερ στην περίπτωσή μας. Μέσα από τις αλλεπάλληλες αυτές συναντήσεις ξεδιπλώνεται ένα μωσαϊκό ποικίλων χαρακτήρων αλλά και κοινωνικών ρόλων. Δομικό στοιχείο αυτού του οδοιπορικού στις περιοχές των ανθρώπινων ψυχών γίνεται ο διάλογος και η συνομιλία της κούριερ με την επιστήθια φίλη της Λένα. Δεν θα αποκαλύψω το σπουδαίο φινάλε αυτού του βιβλίου που λειτουργεί αποκαλυπτικά και διαφωτιστικά και για την ερμηνεία του τίτλου του «Πες της». Θα το βρείτε μόνοι σας φτάνοντας στις τελευταίες σελίδες αφού πρώτα θα έχετε διατρέξει με τον φρενήρη ρυθμό του Χρήστου Οικονόμου τις συναντήσεις και τα σύντομα επιτόπια περιστατικά της κούριερ. Ένα απόλυτα φρέσκο βιβλίο που σε καθηλώνει, από τα ωραιότερα της πρόσφατης εγχώριας λογοτεχνικής σοδειάς.

 Δείγμα γραφής

Καμιά φορά, όταν το φως χαμηλώνει και μεγαλώνουν οι σκιές, μου φαίνεται ότι κυκλοφορώ σ΄ αυτούς τους δρόμους χρόνια και χρόνια ατέλειωτα, ολόκληρο αιώνα, ότι ξέρω πια κάθε δέντρο, κάθε λακκούβα, κάθε σπίτι, πηγαίνω πια με τα μάτια κλειστά, είμαι πια δρόμος κι εγώ, πότε άδειος πότε γεμάτος, πότε με φως πότε σκοτεινός, για να βρεις τον δρόμο πρέπει να γίνεις δρόμος, ναι, αλλά ο δρόμος είναι δρόμος αν δεν τον περπατήσεις, η λαμπάδα είναι λαμπάδα αν δεν ανάψει, το μαχαίρι είναι μαχαίρι αν δεν κόψει; - κι ύστερα είναι και το κέντρο, είπε ο τρελοκαπελάς στη Φιλοκτήτου, τι γίνεται αν το κέντρο δεν είναι τόπος αλλά χρόνος, τι γίνεται αν το κέντρο δεν είναι ούτε τόπος ούτε χρόνος αλλά δύναμη, το κέντρο είναι κέντρο αν δεν κεντρίσει, και τι γίνεται μ΄ αυτούς που θέλουν να μην είναι το κέντρο του σύμπαντος αλλά να είναι το σύμπαν το δικό τους κέντρο; Και πώς γίνεται η βόμβα να είναι βόμβα αν δεν εκραγεί, ο αντάρτης να ΄ναι αντάρτης αν δεν σκοτωθεί, ο άνθρωπος να είναι άνθρωπος αν δεν είναι αντίφαση; Και τι γίνεται αν ο θάνατος είναι η αρχή όχι το τέλος, το άλφα όχι το ωμέγα, αν ο θάνατος σπέρνει δεν θερίζει. Και γιατί άραγε, είπε ο τρελοκαπελάς, η δική μου ελευθερία είναι πιο σημαντική από την ελευθερία του σύμπαντος; Αν το σύμπαν δεν έχει όρια, γιατί πρέπει να μην έχω ούτε εγώ; Δεν υπάρχει κάτι βαθιά τραγικό στον άνθρωπο που θέλει να γίνει το σύμπαν; Κι υπάρχει άραγε καμιά τραγωδία με καλό τέλος; Αλλά πάλι τι καλό θα γεννηθεί ποτέ αν δίνεις μόνο ό,τι σου ζητήσουν, αν δίνεις μονάχα το πουκάμισο όχι το πανωφόρι, αν πηγαίνεις μονάχα ένα μίλι όχι δύο; Θέλουμε να είμαστε ασφαλείς και ελεύθεροι, αλλά είμαστε αυτό που είμαστε επειδή δεν είμαστε τίποτα απ΄ τα δύο, κι αν το κακό είναι ελευθερία, το καλό τι είναι, δουλεία, υποταγή, σε ποιόν, σε τι; Και γιατί να μην μπορείς να πιστεύεις στην ερώτηση όχι στην απάντηση, στο αίνιγμα όχι στη λύση, στον χρησμό όχι στην ερμηνεία. Βαρούμ, περκέ, πουρκουά. Και μήπως όλες οι συμφορές σ΄ αυτό τον κόσμο συμβαίνουν επειδή οι άνθρωποι δεν έχουν φαντασία. Να διεκδικήσεις το παρελθόν με δύναμη, χωρίς νοσταλγία, χωρίς ντροπή, να το διεκδικήσεις για να το ελευθερώσεις, να κάνεις το παρελθόν όχι χρόνο αλλά χώρο, μια χώρα πιο πλούσια, πιο παράξενη, πιο ξένη. Αλλά εδώ χρειάζεται η σιωπή, είπε ο τρελοκαπελάς, η σιωπή που δεν είναι δειλία αλλά προετοιμασία. Να κουβαλήσεις τη γλώσσα της σιωπής, που όλο σκοντάφτει, πέφτει και ξανασηκώνεται, τη γλώσσα που πηγαίνει αργά κάπου, όχι γρήγορα πουθενά. Πώς θ΄ αλλάξεις το μέλλον αν δεν αλλάξεις πρώτα το παρελθόν. Πώς θα δημιουργήσεις αυτό που θες να δεις αν δεν δημιουργήσεις αυτό που ήδη είδες. Πώς θα πας εκεί έξω αν δεν πας πρώτα εδώ έξω;

24. Ray Blandbury  «Το κρασί του θέρους» (μτφρ. Βασίλης Δουβίτσας, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2023)

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα το οποίο αποτελεί μια από τις πιο προσωπικές καταθέσεις, εντελώς διαφορετικό από τα υπόλοιπα του εξέχοντα συγγραφέα που έχει καταξιωθεί στο ύφος της επιστημονικής φαντασίας. Βαθιά ποιητικό, ξετυλίγεται ως μέρη αποσπασματικής μνήμης που ανακαλεί τις γλυκές στιγμές της παιδικής ηλικίας ένα καλοκαίρι ιδιαίτερο, εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενα αφού είναι το καλοκαίρι της ενηλικίωσης του βασικού ήρωα Ντάγλας Σπώλντινγκ. Στο πρόσωπο του ήρωα αυτού καθρεφτίζεται άλλωστε ο συγγραφέας του βιβλίου και υπό αυτή την έννοια πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με αυτοβιογραφική χροιά. Το κρασί του θέρους, ο τίτλος του βιβλίου δηλαδή είναι το κρασί από πικραλίδα που ο ήρωας εμφιάλωνε κάθε καλοκαίρι με τον παππού του. Σαν το παλαιό καλό κρασί λοιπόν ξυπνούν οι αναμνήσεις ενός σπάνιου μακρινού καλοκαιριού, στο μεταίχμιο της παιδικότητας-αθωότητας και της εφηβείας όπου η μαγεία, η συγχώρεση, η φαντασία, η λαμπερή φύση έχουν τον δικό τους πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ζάλη του κρασιού είναι που και αυτή μεταμορφώνει μαγικά τους ανθρώπους, τα όντα, τα πράγματα, τις καταστάσεις δίνοντάς τους μια αλλιώτικη μαγική, συχνά ειδυλλιακή εικόνα. Οι αισθήσεις, οι διαθέσεις, τα συναισθήματα είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές, οι κύριοι σταθμοί ενός συναρπαστικού ταξιδιού που μας πηγαίνει στην ομορφιά του κόσμου, στο όνειρο, στο τυχαίο και απρόσμενο της ζωής, στην απώλεια και στον θάνατο ως αναπόφευκτη εξέλιξη. Ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα που στηρίζεται σε ψήγματα αναμνήσεων, χωρίς να πατά σε συγκεκριμένη πλοκή αλλά που με τον εντυπωσιακό εκφραστικό πληθωρισμό και την ποιητικότητά του δημιουργεί πραγματικά τοπία απίστευτης ομορφιάς και εικαστικής δύναμης. Λέξεις-ψηφίδες για τους «πίνακες ζωγραφικής» του Blandbury που ανακαλύπτεις στις 330 σελίδες αυτού του λογοτεχνικού κομψοτεχνήματος.

 Δείγμα γραφής

Ό,τι συζητούσαν όλο το βράδυ δεν το θυμόταν κανείς την επόμενη μέρα. Δεν είχε καμία σημασία το τι συζητούσαν οι μεγάλοι∙ σημασία είχε μονάχα ότι πηγαινοέρχονταν ήχοι πάνω από τις ντελικάτες φτέρες που οριοθετούσαν τη βεράντα στις τρεις πλευρές της∙ σημασία είχε μονάχα ότι το σκοτάδι γέμιζε την πόλη σαν μαύρο νερό που χύνεται πάνω από τα σπίτια και ότι τα πούρα έφεγγαν και ότι οι κουβέντες συνεχίζονταν ατέλειωτα. Το θηλυκό κουβεντολόι ξεχυνόταν ενοχλώντας τα πρώτα κουνούπια που χόρευαν μανιασμένα στον αέρα. Οι ανδρικές φωνές εισέβαλλαν στα παλιά δοκάρια του σπιτιού∙ αν έκλεινες τα μάτια σου και έβαζες το κεφάλι σου κάτω στις σανίδες του δαπέδου, μπορούσες να ακούσεις τις φωνές των αντρών να βουίζουν σαν μακρινός πολιτικός αναβρασμός, με υψωμένη ή χαμηλωμένη την ένταση.

Ο Ντάγκλας ξάπλωσε ανάσκελα στις στεγνές σανίδες της βεράντας, απόλυτα ικανοποιημένος και καθησυχασμένος από αυτές τις φωνές, που θα μπορούσαν να μιλούν ως την αιωνιότητα, να κυλούν ως χείμαρρος μουρμουρητού πάνω στο σώμα του, πάνω στα κλειστά του βλέφαρα, μέσα στα νυσταλέα αυτιά του, για πάντα. Οι κουνιστές καρέκλες ακούγονταν σαν τριζόνια, τα τριζόνια ακούγονταν σαν κουνιστές καρέκλες, και το καλυμμένο με βρύα βαρέλι με το νερό της βροχής δίπλα στο παράθυρο της τραπεζαρίας παρήγε άλλη μια γενιά κουνουπιών, προσφέροντας ένα θέμα συζήτησης για τα ατέλειωτα επερχόμενα καλοκαίρια…

…Αχ, τί πολυτέλεια να ξαπλώνεις στις νυχτερινές φτέρες και στο νυχτερινό γρασίδι και στη νύχτα των απαλών, νυσταγμένων φωνών που συνυφαίνουν το σκοτάδι. Οι μεγάλοι είχαν ξεχάσει ότι ο Ντάγκλας ήταν εκεί, έτσι ακίνητος και ήσυχος που παρέμενε, σημειώνοντας τα σχέδια που έκαναν για το δικό του και τα δικά τους μέλλοντα. Και οι φωνές έψελναν, παρασέρνονταν μέσα σε φεγγαρόλουστα σύννεφα καπνού από τσιγάρα, ενώ οι νυχτοπεταλούδες, σαν όψιμα ανθισμένες μηλιές που ζωντάνεψαν, πετούσαν αχνά γύρω από τα φώτα του δρόμου πέρα μακριά, και οι φωνές συνεχίζονταν στα επερχόμενα χρόνια…

 

 

 

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Culture