Διαχρονικά πολλοί αρνήθηκαν να μπουν στου Κόττα, αλλά τελικά έγιναν θαμώνες. Η ατάκα «άμα δεν σ’ αρέσει, θα φύγεις» έχει γίνει ανέκδοτο μεταξύ τους
Πλακάκι με όψη μωσαϊκού. Σε έναν χώρο 40 τετραγωνικών, γεμάτο ετερόκλητα αντικείμενα στους τοίχους, ο Γιάννης από την παρέα μας κοιτάει μόνο κάτω και ρωτά επίμονα «από πότε είναι αυτό εκεί;».
Η αλήθεια είναι ότι στο δάπεδο του καφενείου του Κόττα, στη γειτονιά των Γύφτικων, γράφονται εδώ και 64 χρόνια αμέτρητες χορευτικές ιστορίες. «Το πλακάκι το έβαλα τη δεκαετία του 1980, όπως και την οροφή. Έως τότε, είχε χάρμποτ και το δάπεδο ήταν όλο χώμα – όταν έβρεχε, γινόσουν όλος λάσπη. Έριχνα πριονίδι, όμως, και έτσι γινόσουν όλος πριονίδι. Πήγαιναν μετά στα μπουζούκια οι άνθρωποι και από το πριονίδι στα παπούτσια καταλάβαιναν όλοι ότι είχαν περάσει πριν από εδώ», λέει ο 80χρονος ιδιοκτήτης Γιώργος Κόττας.
Δηλωτικό της διασκέδασης το πριονίδι, σε ένα μαγαζί όμως όπου πολλοί έρχονταν για να κρυφτούν ή έστω να αποφύγουν συναντήσεις. Στις δερμάτινες κόκκινες καρέκλες που θυμίζουν παλιά αθηναϊκή πίστα, συναντιούνταν (και συναντιούνται) διαφορετικές γενιές, φυλές και τάξεις. Εργάτες και αστοί, φοιτητές, επώνυμοι Αθηναίοι, ομοφυλόφιλοι και βέβαια απόγονοι Τσιγγάνων και προσφύγων από τις δύο όμορες συνοικίες. Η συμπερίληψη ήταν ανέκαθεν εδώ κανόνας απαράβατος.
«Απαγορεύεται το σπάσιμο αυστηρώς», λέει η επιγραφή πάνω από την είσοδο, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που οι ίδιοι οι φίλοι του Κόττα τα έχουν κάνει… λαμπόγυαλο.
Το μαγαζί του Γιώργου Κόττα, που λέγεται Κολωνάκι, αλλά δεν έχει καν πινακίδα ούτε πινέζα στο GPS, λειτουργεί από το 1932. Το δούλευε ο παππούς του, μετά η γιαγιά του, κατόπιν ο θείος του, ως μπακαλοκαφενείο.
«Ποτάδικο» το έκανε εκείνος το 1960, εποχή που η γειτονιά είχε καμιά δεκαριά ακόμη τέτοια μαγαζιά – το Μικρό Παρίσι, του Μπάμπα και του Σπάθακα, το πιο θρυλικό. «Τότε τα μαγαζιά εδώ ήταν σκληρά, γινόταν χοντρό παιχνίδι. Κυρίως μεταξύ ομοφυλόφιλων.
Οι περισσότεροι έκαναν ένα είδος κονσομασιόν, γίνονταν συνέχεια τσαμπουκάδες διεκδίκησης, αλλά έρχονταν και αξιοπρεπή ομοφυλόφιλα ζευγάρια από την Αθήνα», μου εξηγεί ο Δημήτρης Δημησιάνος, γνωστός και ως Τζίμης ο κουρέας, θαμώνας του μαγαζιού, κολλητός του Κόττα και ιδιοκτήτης της θρυλικής Ανδρομέδας, της πρώτης μουσικής σκηνής της Πάτρας που διοργάνωνε κοινές βραδιές Καραγκιόζη – ρεμπέτικου.
Τα Γύφτικα έχουν τον δικό τους ιδιαίτερο χαρακτήρα
Το τελευταίο έχει τη δική του ιστορία στην Πάτρα, η οποία εντούτοις αποκαλείται λανθασμένα «πόλη του ρεμπέτικου», αφού δεν είχε ποτέ πρωτογενή παραγωγή. «Το ρεμπέτικο ήρθε με τις προσφυγικές κομπανίες, γνώρισε όμως μεγάλη αποδοχή. Όλες οι φίρμες κατέβαιναν εδώ συνέχεια από την Αθήνα», λέει η Πατρινιά ερμηνεύτρια Ακριβή Αποστολάτου και εξηγεί: «Ο τόπος κυρίως συντέλεσε σοβαρά στην αναβίωση του είδους, τη δεκαετία του 1970, από τότε φοιτητές όπως ο Κώστας Καλαφάτης και ο Γιώργος Ζορμπάς. Και βέβαια από τον σπουδαίο Μπάμπη Γκολέ». Στο άκουσμα του ονόματος του Γκολέ ο Κόττας θα σκιρτήσει, θα θυμηθεί ιστορίες και θα μου πει: «Όλα τα τραγούδια τα έπαιζε καλύτερα από όλους. Ο μεγαλύτερος καημός του, όμως, ήταν που δεν μπορούσε να πει το Μπαμ του Μητσάκη, τον ζόριζε πολύ. Του το έβαζα στο μαγαζί και τον εβασάνιζα, γιατί ήταν το μόνο που χόρευε, αλλά όποτε το άκουγε, θυμόταν πως δεν το βγάζει».
Βινύλια και χασάπικο
Ο Τζίμης λέει στη σύντροφό του κάθε Σάββατο: «Πάω να του πω ότι δεν θα πάω, θα ανησυχεί». Και φυσικά κάθεται.
Τα ρεμπέτικα έφτασαν στην Πάτρα με τους πρόσφυγες, όταν 12.000 άνθρωποι ήρθαν σταδιακά από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο και μετά το 1925 εγκαταστάθηκαν στη γειτονιά Προσφυγικά. Στα Γύφτικα, που έμειναν να λέγονται έτσι παρότι επίσημα η συνοικία ονομάζεται Αγία Αικατερίνη, εγκατέστησαν οι Βενετοί τον 13ο αιώνα Τσιγγάνους από την Ινδία. Οι δύο πληθυσμιακές ομάδες, ως περιθωριακές κάποτε, ήρθαν κοντά, οι απόγονοί τους αναμείχθηκαν. Στα χρόνια μάλιστα που τα Γύφτικα θεωρούνταν γκέτο, μόνο οι κάτοικοι των Προσφυγικών τολμούσαν να μπουν στη γειτονιά και στα μαγαζιά της.
Στον Κόττα, από τα 70 ετών ηχεία, που έχουν κλαπεί από κάποιο καράβι, δεν ακούς απλώς ρεμπέτικα. Λάτρης του είδους ο ίδιος, είναι σοβαρός συλλέκτης βινυλίων με 150 παμπάλαια δισκάκια 78 στροφών, 7.000 45άρια και αναρίθμητα 33άρια. Ο σπουδαίος δημοσιογράφος Πάνος Γεραμάνης ερχόταν εδώ για να αγοράσει σπάνιους δίσκους, ενώ ο ίδιος ο Μάρκος Βαμβακάρης έβαλε στοίχημα με έναν φίλο για το αν είχε πει το Φεγγάρι αν είσαι λαμπερό, δεν το θυμόταν. Ο φίλος του τον έφερε στον Κόττα και το σπάνιο 45άρι ήταν εδώ, προς έκπληξη του Βαμβακάρη. Ο Τσαουσάκης ερχόταν επίσης συνέχεια στο μαγαζί, αλλά εκτός από τους μεγάλους ρεμπέτες έβρισκες, μεταξύ άλλων, τον Στράτο Διονυσίου, τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Αλέξανδρο Ιόλα – η γνησιότητα και η ανωνυμία φαίνεται ότι τους γοήτευαν.
Σήμερα ο Κόττας παίζει κυρίως από CD και παροτρύνει τους θαμώνες να φέρνουν όργανα για live. Το Κολωνάκι του παραμένει αφτεράδικο, δουλεύει Παρασκευή και Σάββατο, και στις 12.30 δεν βρίσκεις να καθίσεις. Ο χώρος ζεσταίνεται από τα σώματα. Οι πάντες χορεύουν ασταμάτητα ώσπου να ξημερώσει: «Θέλεις δεν θέλεις, χορεύεις εδώ, σου βγαίνει», λέει ο ίδιος, που δεν βάζει στο μαγαζί του «δίσκο που δεν χορεύεται». Καταπληκτικός χορευτής και εκείνος, φημίζεται για το χασάπικό του με τις ιδιαίτερες φιγούρες, που πλέον χορεύει πολύ σπάνια και μόνο με τον Τζίμη. Ένα ταμπαχανιώτικο χασάπικο, που έφεραν επίσης οι πρόσφυγες, έμαθαν ο Κόττας και ο Τζίμης κοιτώντας παλιούς θαμώνες του μαγαζιού και το μετέφεραν σε νέους.
Καζαντζίδης και Τσαρούχης
Johnny κόκκινο, Vat 69 και Haig: αυτές είναι οι επιλογές – το Campari και το τζιν απλώς υπάρχουν στο ράφι, ο Κόττας δεν χαίρεται όταν τα ζητάνε. Μελετάει πολύ την ποιότητα και αλλάζει κάβες αν παρατηρήσει κάτι ύποπτο: «Γι’ αυτό μου έχουν εμπιστοσύνη, τους προσέχω. Όσοι το ζητάνε με κοκα-κόλα φέρνω ολόκληρο μπουκάλι να τη βάλουν, να ξέρουν τι έχει μέσα».
Ένας γνήσιος, παλαιάς κοπής μαγαζάτορας που «έχει μάτια και στην πλάτη και προλαβαίνει το κακό και τα πειράγματα». Γενικώς όμως υπήρχε και υπάρχει σεβασμός. Τον επιβάλλουν η φυσιογνωμία του Κόττα, οι ηλικιωμένοι που έρχονται τα σαββατόβραδα καλοντυμένοι με τα κοστούμια τους όπως παλιά, η ιστορία του χώρου, η κουλτούρα που μεταφέρει, η οποία σε κάνει να σιγοτραγουδάς, να μη μιλάς απαραίτητα, να χορεύεις κι ας μην το συνηθίζεις. Παλιοί θαμώνες αλλά και φοιτητές που «δεν ενοχλούν, νιώθουν που είναι εδώ», σε αντίθεση με εκείνους που «έρχονται για να κουνάνε τη σπάλα τους και να βγάζουν φωτογραφίες χωρίς να ξέρουν καν τι ακούν».
Όλα αυτά ανάμεσα σε φορτωμένους τοίχους: Το μπουζούκι που «άφησε αμανάτι ο Μιχάλης», η κομπανία του Γκολέ, ο Καζαντζίδης, φωτογραφίες από γλέντια πλάι στην αυτοπροσωπογραφία του Βαν Γκογκ και στον χορευτή ζεϊμπέκικου του Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν. Ο μπάρμπας του, που σκοτώθηκε στον Γράμμο στα 19 του, η αφίσα του Ολυμπιακού του 1972 και σύγχρονες αστείες πινακίδες σαν την «οδό Καψούρας». Άλλοτε κακοτυπωμένα, άλλοτε χειροποίητα σκίτσα, αφίσες σε παλιές περίτεχνες κορνίζες, σε κιτς κάδρα ή και χύμα, κιτρινισμένα από τα χρόνια και την υγρασία. Καθένα έχει μια ιστορία για το πώς βρέθηκε εδώ, είναι δώρα – όποιος θέλει, φέρνει κάτι για τον τοίχο, όπου η συμπερίληψη συνεχίζεται. Τον Ναύτη που διαβάζει του τον χάρισε ο ίδιος ο Γιάννης Τσαρούχης, όμως, θαμώνας του μαγαζιού: «Πάρε να το έχεις», του είπε, και εκείνος, μη γνωρίζοντας τι αξία έχει να σου δίνει ο Τσαρούχης πίνακά του, τον είχε στο πίσω δωμάτιο για χρόνια.
Αυτός είναι ο Γιώργος Κόττας με το ζεστό βλέμμα και το αγνό χαμόγελο, από μάνα ντόπια και πατέρα πρόσφυγα της Σμύρνης, που δεν θυμάται γιατί δεν παντρεύτηκε, που ήταν παράλληλα και σιδεράς τις μέρες που είχε κέφια και που, παρότι έχει πάρει σύνταξη και έχει παραχωρήσει το μαγαζί στον ανιψιό του, δεν μπορεί να φύγει από εκεί. Κάθεται παρέα με τον κολλητό του, γελάνε με την ψυχή τους και θυμούνται άλλες εποχές: Το πίσω δωμάτιο που ήταν γεμάτο κρεβάτια για να κοιμούνται τα παιδιά των θαμώνων και που τα ξημερώματα, μέσα στο μεθύσι τους, τα μπέρδευαν μεταξύ τους. Τη λεκάνη με το τζατζίκι και τις κούτες με γλυκά που φύλαγαν πάντα για να στανιάρουν από το ποτό. Και κυρίως τις θείες-μπράβους του Κόττα που «κάθονταν στο πίσω δωμάτιο, δεν τις έβλεπες ποτέ, αλλά αν δεν έκλεινε το μαγαζί, δεν πήγαιναν για ύπνο. Τέσσερις νταρντανογυναίκες που τα έβαζαν με σωρό άντρες αν πείραζαν τον Γιώργο».
Ούτε πινακίδα ούτε πινέζα στο GPS. Για να έρθεις στου Κόττα, πρέπει να σε φέρουν.
Από τότε μέχρι σήμερα, πάντως, που η έννοια της νύχτας έχει αλλάξει άρδην, στου Κόττα φαίνεται ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να απελευθερώνονται. Σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, όπου κανείς δεν κρίνεται και όλοι είναι ίσοι, σε μια χειροποίητη διασκέδαση, ιεροτελεστία για κάποιους και όχι insta story.
Μέσα στη δυνατή μουσική, που αφήνει με φυσικότητα κενά μεταξύ των τραγουδιών σαν να είσαι στο σπίτι με φίλους, μέσα στα γέλια, στο ουίσκι και στην κάπνα, νιώθω ότι από την κουρτίνα που κρύβει το πίσω δωμάτιο θα εμφανιστεί ο Γιώργος Αρμένης και, αφού χορέψει ένα βαρύ ζεϊμπέκικο, θα φωνάξει: «Ηλία, ρίχ’ το!». Ίσως φταίει για τον συνειρμό με την ταινία του Βούλγαρη και η ιστορία που μου λέει ο Τζίμης: «Μια φορά που είχαμε κάνει λαμπόγυαλο το μαγαζί με μια παρέα φίλων και μας κατσάδιαζε ο Γιώργος, για να σταματήσει του είπαμε ότι μας χτίκιασε τόσα χρόνια και ότι το οίκημα είναι αυθαίρετο και θα φέρουμε επιτόπου μπουλντόζα να το γκρεμίσουμε. Άρχισε να φωνάζει ότι θέλει τρία χρόνια ακόμη για τη σύνταξη και να του αφήσουμε τουλάχιστον το πάσο του μπαρ!» περιγράφει και ξεκαρδίζονται και οι δύο στα γέλια.
*Αναδημοσίευση από kathimerini.gr/ κειμενο: Όλγα Χαραμή, Φωτογραφίες: Δημήτρης Τοσίδης
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr