Το παράξενο και δολοφονικό δίδυμο παππού και εγγονής που οδήγησαν στον θάνατο δύο ανθρώπους και παρ’ ολίγον άλλον έναν
Από τα πιο προβεβλημένα εγκλήματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, που διαδόθηκε σε όλη την επικράτεια και ακόμα και σήμερα συζητιέται στην Ζάκυνθο (εξ ου και η αποφυγή του πλήρους ονόματος θυμάτων και θυτών για να μη θιγούν μέλη της οικογένειας που ζουν σήμερα).
Ένα παράξενο και δολοφονικό δίδυμο παππού και εγγονής που οδήγησαν στον θάνατο δύο ανθρώπους και παρ’ ολίγον άλλον έναν προτού τελικά σταματήσει η δράση τους και οδηγηθούν με ισόβια κάθειρξη στις φυλακές.
Η ιστορία αυτή εκτυλίχθηκε σε ένα χωριό στα βόρεια της Ζακύνθου. Εκεί η γιαγιά της μικρής Μαρίας, έχοντας χάσει τον σύζυγό της ξαναπαντρεύεται, και εγκαθίσταται με τον νέο της σύζυγο κοντά στο σπίτι όπου ζουν τα παιδιά και τα εγγόνια της. Ο παππούς από την αρχή έδειξε μεγάλη συμπάθεια προς τη Μαρία, της οποίας έκανε όλα τα χατίρια, αγοράζοντάς της γλυκά και ό,τι άλλο ήθελε. Με το αζημίωτο βέβαια, καθώς, όπως μαθεύτηκε αργότερα στις απολογίες του, από 13 χρονών ασελγούσε πάνω στο μικρό κορίτσι και το εκμεταλλευόταν σεξουαλικά.
Ο 73χρονος παππούς θέλει πάση θυσία να εξουσιάζει τη Μαρία και να την έχει του χεριού του, όμως φοβάται ότι αν μαθευτεί η σχέση τους ο πατέρας της θα τον σκοτώσει. Ήδη στο χωριό έχουν αρχίσει οι πρώτοι ψίθυροι για την ανοίκεια σχέση παππού και εγγονής, οπότε αποφασίζει να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο του σχεδίου του. Με τον κατάλληλο τρόπο πείθει τη Μαρία ότι θα πρέπει να βγάλει από τη μέση την οικογένειά της, κι αυτός θα την παντρέψει με ένα καλό παιδί και θα της αφήσει όλη του την περιουσία. Η Μαρία δεν φέρνει αντίσταση και έτσι ξεκινά μια δολοφονική δράση που θα κρατήσει για δύο χρόνια, με εγκέφαλο τον παππού και εκτελεστικό όργανο τη μικρή Μαρία.
Πρώτο θύμα επιλέχτηκε να είναι και αυτός που θα προκαλούσε τα περισσότερα προβλήματα, ο πατέρας της Μαρίας. Σε συνεργασία με τον παππού της βρήκε αρσενικό το οποίο και έριξε στο φαγητό του πατέρα της. Εκείνος αισθάνθηκε μεγάλη αδιαθεσία, όμως τελικά κατάφερε να αποφύγει το μοιραίο. Ο παππούς έπεισε τη Μαρία ότι η ποσότητα του δηλητηρίου που έριξε στο φαγητό ήταν λίγη. Τη δεύτερη φορά ο 45χρονος πατέρας δεν είχε την ίδια τύχη, με αποτέλεσμα να ξεψυχήσει μέσα σε αφόρητους πόνους στις 8 Ιουνίου του 1957. Οι συγγενείς δεν υποψιάστηκαν ότι κάτι πήγαινε στραβά αλλά και οι γιατροί με τα μέσα της εποχής δεν είχαν την δυνατότητα να βρουν την αιτία, αποδίδοντας τον θάνατο σε οξεία δηλητηρίαση.
Το δεύτερο θύμα ήταν ο 17χρονος αδελφός της Μαρίας. Το έγκλημα έγινε ανήμερα του Αγίου Διονυσίου, στις 17 Δεκεμβρίου του 1957, και πάλι με την ίδια μέθοδο, με μεγάλη ποσότητα αρσενικού στο φαγητό. Το νεαρό παιδί υπέφερε για ημέρες από τρομακτικούς πόνους και όταν αποφασίστηκε να μεταφερθεί στην Πάτρα, ξεψύχησε πάνω στο πλοίο. Το τρίτο χτύπημα έγινε στις 6 Μαρτίου του 1958. Αυτή τη φορά στόχος ήταν η μητέρα της Μαρίας, το τελευταίο εμπόδιο του σατανικού ζευγαριού να απολαύσει τον «έρωτά» του.
Όμως εδώ τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα υπολόγιζαν. Και η γυναίκα, έπειτα από μακρά νοσηλεία στο Νοσοκομείο Πατρών, κατάφερε να αναρρώσει. Εκεί πλέον έχουν αρχίσει να κινούνται υποψίες από την πλευρά των συγγενών της μητέρας. Και μετά την πίεση του αδελφού της, η Μαρία αποκαλύπτει όλα όσα γίνονταν αυτά τα χρόνια, ρίχνοντας την ευθύνη στον παππού της.
Ο σάλος που ξέσπασε στο νησί ήταν άνευ προηγουμένου και η δίκη που επακολούθησε στην Πάτρα προσπάθησε να ρίξει φως σε ένα πλέγμα σχέσεων που ήταν πρωτάκουστο για τη μεταπολεμική Ελλάδα. Οι εφημερίδες της εποχής είχαν συνεχείς ανταποκρίσεις από τη δίκη για την υπόθεση που «συνετάραξε το πανελλήνιο». Οι μαρτυρίες των δύο ενόχων ήταν συνταρακτικές, με την «αδίστακτη εγκληματία,» όπως την αναφέρουν οι ανταποκριτές, να παραδέχεται όλα όσα είχε κάνει, λέγοντας όμως ότι εκτελούσε εντολές του παππού της ο οποίος ήταν πάντα παρών σε όλα τα περιστατικά για να την εμψυχώνει.
Εκείνος όμως δεν παραδέχθηκε τίποτα απ’ όσα του καταλογούσαν, ούτε τη συμμετοχή του στις δηλητηριάσεις ούτε τις ερωτικές του σχέσεις με την εγγονή του. Οι εφημερίδες, πάντως, σε μια πρώιμη έκφραση των πολύ μεταγενέστερων tabloid, φαίνεται ότι έτρεφαν μια συμπάθεια για την «Ωραία Μαρία,» όπως την ονόμαζαν, δίνοντας χώρο να δημοσιευτούν επιστολές που έστελνε στη μητέρα της γεμάτες συναισθηματισμό και ανάγκη για συγχώρεση: «Πάνω σε αυτό το χαρτί με τρεμάμενο χέρι θέλω να σου γράψω αυτά που αισθάνομαι.
Μητέρα, έρχομαι κι εγώ να σου ζητήσω να με συγχωρέσεις δι’ όλα τα σφάλματά μου. Ερχομαι σαν ένα έρημο πουλί που δεν ευρίσκει να ακουμπήσει, έτσι κι εγώ βρέθηκα ολομόναχη στον κόσμο, δίχως κανένα στήριγμα και όλα αυτά τα οφείλω στην παιδική μου αφέλεια και πίστεψα αυτόν που τόσα χρόνια είχαμε στο σπίτι μας. Κανονικά αυτός είναι ο καταστροφέας του σπιτιού μας και όχι εγώ που είμαι κομμάτι από τον εαυτόν σου, από την ίδια ψυχή». Αντίστοιχες επιστολές έστελνε και στον θείο της γράφοντας «Θείε, θέλω να με συγχωρήσετε. Το σφάλμα μου είναι βαρύ και ασυγχώρητον. Υπό την προσταγή του γέρου διαμέλισα την οικογένειά μου. Ας είναι η μητέρα μου στη ζωή και αυτό μου δίνει κουράγιον. Αυτός ο φονέας ήταν ο γέρος».
Παρά τις ενδείξεις της μεταμέλειάς της, η αγόρευση του εισαγγελέα ήταν καταπέλτης, καθώς υποστήριξε ότι επρόκειτο για ένα από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η χώρα μας και πρότεινε δις ισόβια και για τους δύο. Τελικά, στις 15 Ιουνίου του 1959, το δικαστήριο, παρά το γενικό κλίμα δυσφορίας που είχε διαμορφωθεί στο νησί, καταδίκασε και τους δύο σε ισόβια, γλιτώνοντάς τους από το εκτελεστικό απόσπασμα.
*Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα»
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr