Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Αμαλιάδα Νάσος Νασόπουλος Πατρινό Καρναβάλι 2025
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΒΙΒΛΙΟ

/

Η νέα σειρά της Ευθυμία Μυλωνά: Τα επτά θανάσιμα διηγήματα

Η νέα σειρά της Ευθυμία Μυλωνά: Τα επτά ...

Όσα και τα θανάσιμα αμαρτήματα

Αυτή είναι η νέα σειρά 7 διηγημάτων με τίτλο "ΤΑ ΕΠΤΑ ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ" της Ευθυμίας Μυλωνά, που δημοσιεύονται για πρώτη φορά στο thebest.

Κάθε διήγημα αντιστοιχεί σ΄ένα από τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα.

 

Η ΘΕΣΗ

-Κάτι θα βρεθεί, μην ανησυχείς.

-Τι να βρεθεί; Έχω πάει παντού. Λιώσανε οι σόλες μου, τόσες μέρες. Όλες οι θέσεις κλεισμένες, μου είπαν. 

-Μίλησα κι εγώ με τον Διευθυντή μου, μού είπε πως αν αδειάσει τίποτα, θα με ειδοποιήσει. Μη στεναχωριέσαι, κάτι θα γίνει. Κάποια λύση θα βρεθεί.

-Τι λύση θα βρεθεί; Φαντάσου, με τόσα προσόντα κι όμως δεν μπορώ να βρω δουλειά.

-Το μεταπτυχιακό σου εννοείς;

- Μόνο το μεταπτυχιακό; Εδώ και λίγο καιρό είχα ξεκινήσει και το διδακτορικό μου, αλλά το παράτησα…

-Γιατί; 

-Τι γιατί; Γιατί ψάχνω για δουλειά.

- Πάντως μου κάνει εντύπωση που δεν βρίσκεις κάτι.

-Τι εννοείς, κάτι. Σερβιτόρος να πούμε;

- Οτιδήποτε ρε συ. Αρκεί να βγάζεις χαρτζιλίκι. Έτσι ξεκίνησα κι εγώ, μέχρι να πιάσω δουλειά στην εταιρεία, έκανα χίλιες δυο δουλειές, από σερβιτόρος μέχρι φυλλάδια στα φανάρια.

-Σώπα ρε συ που θα πάω στα φανάρια. Δεν το ξερα να σπουδάζω τόσα χρόνια για τέτοιες δουλειές.

-Δεν είπα να κάνεις ό,τι έκανα εγώ, απλά αυτό που θέλω να πω είναι, πως η δουλειά δεν είναι ντροπή. Στην ανάγκη…

-Δεν είμαι εγώ για άλλες δουλειές. Διοίκηση τελείωσα, σ΄αυτό θα δουλέψω.

-Ρίξε λίγο νερό στο κρασί σου κι εσύ…

-Έριξα ποτέ για να το κάνω και τώρα;

- Η αλήθεια είναι πως ό,τι έβαζες στόχο από μικρός, το κατάφερνες.

-Πρώτος σε όλα, παραδέχεσαι;

-Όχι ακριβώς.

-Τι εννοείς;

-Τίποτα, δεν είναι του παρόντος. 

-Τι θες να πεις;

-Λουκά, είμαστε μαζί από τότε που θυμάμαι τη ζωή μου. Απ΄το δημοτικό μέχρι που τελειώσαμε το σχολείο, μαζί. Είσαι πολύ ανταγωνιστικός ρε φίλε, τόσο που για να καταφέρεις το σκοπό σου, κάνεις τα πάντα. 

-Για πόσα χρόνια θα μου το χτυπάς;

-Για όσο χρειαστεί μέχρι να βάλεις μυαλό και να καταλάβεις πως πέρα απ΄τις πρωτιές υπάρχουν κι άλλα αξιόλογα στη ζωή.

-Και τι, να άφηνα τον Γιώργο να πάρει εκείνος το βραβείο για την καλύτερη έκθεση;

- Ναι ρε Λουκά να τον άφηνες. Έτσι κι αλλιώς η δική του έκθεση ήταν καλύτερη.

-Μα αυτός είχε βγει δεύτερος.

-Δεύτερος, γιατί έκλεψες εσύ. Αντέγραψες από βοήθημα, θυμάσαι;

-Πάνε αυτά, ξέχνα τα.

-Εκείνα τα χρήματα του βραβείου θα ήταν μια βοήθεια για την οικογένεια του Γιώργου, αφού ήξερες, πως ο πατέρας του ήταν άνεργος και η μάνα του  κατάκοιτη. Αλλά εσύ, μην χάσεις την πρωτιά. Όλα για την πρωτιά.

-Έλα τώρα, αυτά θα θυμόμαστε. Περασμένα, ξεχασμένα. Τι θα κάνεις θα με βοηθήσεις τελικά;

-Σου είπα και πριν, μόλις έχω νέα απ΄τον διευθυντή μου, θα σε πάρω τηλέφωνο. Εν τω μεταξύ, κοίτα κι αλλού για δουλειά.

-Καλά, θα δω.

 Άδειασε μια θέση στο γραφείο και ο Θέμης βρήκε την ευκαιρία να ενοχλήσει ξανά τον Διευθυντή της εταιρείας και να του προτείνει τον Λουκά για την θέση αυτή.


-Σας εγγυώμαι εγώ, κ. Διευθυντά.

- Μα είναι τόσο καλός;

-Μόνο καλός; Έχει μεταπτυχιακό στη Διοίκηση και τώρα προχωράει και σε διδακτορική έρευνα.

-Με τέτοια προσόντα και δεν έχει βρει εργασία σε κάποια εταιρεία; Παράξενο μού ακούγεται.

-Ήταν άτυχος. Έλειπε και χρόνια στο εξωτερικό και όσο να΄ναι χάθηκε απ΄το χώρο…

-Ας είναι λοιπόν. Πες του να μου στείλει το βιογραφικό του και θα το περάσω στο συμβούλιο.

-Σας ευχαριστώ πολύ εκ μέρους του.

- Για σένα το κάνω, γιατί σε εκτιμώ.

Το συμβούλιο, αφού παρέκαμψε αρκετά βιογραφικά, αποφάσισε να προσλάβει τον Λουκά και έτσι ο Λουκάς εγκαταστάθηκε μόνιμα στη νέα του θέση, πλάι στον Θέμη, βοηθός του. 

-Κύριε Λουκά, τι ωραία που έχετε τακτοποιημένο το γραφείο σας. Φαίνεται πως σας αρέσει η  οργάνωση και η τάξη.

-Η αλήθεια είναι Μαργαρίτα, πως μου αρέσουν  όλα στο χώρο μου να είναι τακτοποιημένα. 

-Φαίνεται, φαίνεται, δηλαδή απ΄ότι καταλαβαίνω, όλα τα θέλετε στην εντέλεια.

-Ακριβώς.

-Πάντως σας παρατηρώ εδώ και τόσο καιρό, πώς πετάγεστε όταν χρειάζεται κάτι ο διευθυντής ή ο κύριος Θέμης. Ελατήριο γίνεστε. Ούτε που προλαβαίνει να σηκωθεί απ΄το γραφείο του ο κ. Θέμης κι εσείς τσουπ, να του  φέρετε ό,τι ζητήσει. Το ίδιο και στον διευθυντή. 

-Αυτό δεν πρέπει να κάνει κάθε σωστός υπάλληλος;

-Υποθέτω…

-Να μην υποθέτεις, να είσαι σίγουρη.

-Πως είστε τόσο σίγουρος;

-Πάντα είμαι σίγουρος γι΄αυτά που λέω.

-Μαργαρίτα πήγαινε στο γραφείο σου σε παρακαλώ.

-Μαλιστα κ. Θέμη.

-Καλώς τον. Τι έγινε και ξεφυσάς;

-Άστα.

-Λέγε ρε συ…

-Έκανα μια βλακεία που θα μου στοιχίσει…

-Τη θέση του προϊσταμένου;

-Εμ, τι άλλο.

-Για λέγε, κάτι θα σκεφτούμε να το διορθώσουμε.

-Θυμάσαι τότε που πήγα στη συνάντηση με τους Ιάπωνες;

-Για να κλείσεις τιμή για τα ανταλλακτικά;

-Ναι γι΄αυτό.

-Λοιπόν;

- Ξέχασα τον χαρτοφύλακα, κάποιος τον πήρε και κάπως μαθεύτηκε η τιμή που κλείστηκε η συμφωνία.

-Θυμάμαι, μου χες πει, και τώρα;

-Τώρα οι ανταγωνιστές μας, θα κλείσουν συμφωνία με χαμηλότερη τιμή.

-Με ποιους;

-Με τους Κινέζους λογικά.

-Εντάξει, δεν είναι η ίδια ποιότητα, έτσι δεν είναι;

-Στο εμπόριο το δικό μας μετράει η τιμή. Η ποιότητα είναι παραπλήσια. Οπότε, καταλαβαίνεις τι πρόκειται να συμβεί μόλις το μάθει ο διευθυντής. Πρέπει να του πω όλη την αλήθεια και σύντομα.

-Σώπα ρε συ, μην πεις τίποτα ακόμη, κάτι θα σκεφτούμε, έχε μου εμπιστοσύνη.

 (Ο διευθυντής καλεί όλο το προσωπικό και παρουσιάζει τον νέο προϊστάμενο της εταιρείας)

-Πως; Εσύ; Πως, πότε έγινε αυτό;

-Κύριε Θέμη απολύεστε.

-Μα κύριε Λουκά, ο κύριος Θέμης εδώ και χρόνια…

-Πάψε Μαργαρίτα, γιατί θα τον ακολουθήσεις κι εσύ στην έξοδο, κουμάντο εδώ κάνω εγώ και θα κάνετε ακριβώς ό,τι σας λέω. Αν δεν ήμουν εγώ να κλείσουμε την αγορά των ανταλλακτικών με χαμηλότερη τιμή απ΄ την Κίνα, τώρα θα κλαίγαμε, θα προλάβαιναν οι ανταγωνιστές. Και ποιος έφταιξε για τη διαρροή των σχεδίων μας με τους Ιάπωνες, αυτός που μόλις τώρα υποστηρίζετε. Θέμη, μη μου γυρνάς την πλάτη εμένα. Ξέρεις ποιος είμαι γω; ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩΩΩ;

Ο Θέμης κοντοστέκεται με σκυμμένο κεφάλι και πλάτη κυρτή, ψιθυρίζοντας πάνω απ΄τον ώμο του,

Δυστυχώς, δεν σε ξέρω!

 

ΤΟ ΜΕΤΡΗΜΑ


Μου κίνησε την περιέργεια απ΄την πρώτη στιγμή που τον είδα, άλλοτε να κοιτάζει μαρμαρωμένος το άπειρο και άλλοτε να μετράει με τα δάχτυλά του. Όλο να μετράει. Ρώτησα κι έμαθα γι ΄αυτόν. 


Ήταν ο τρίτος στη σειρά από τ΄ αδέρφια. Μάνα δεν γνώρισε. Ξεψύχησε στην γέννα του. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το ΄40, ο Αργύρης ήταν μόλις εννέα ετών.  Ο μεγαλύτερος αδερφός του ο Διονύσης, ήταν δεκαεννιά τότε και μαζί με τον πατέρα τους, έφυγαν για το μέτωπο. Ο πατέρας τους δεν επέστρεψε, άφησε την τελευταία του πνοή στα χαρακώματα,  έτσι ο Διονύσης έγινε ο προστάτης της οικογένειας. Μαζί με τη θεία του, την αδερφή του πατέρα του, προσπαθούσαν να κρατήσουν την οικογένεια ζωντανή, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η θεία του ξενόπλενε σε σπίτια και ο Διονύσης έπιασε δουλειά σε γερμανοιταλικά έργα, να εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές συσσίτιο για τ΄αδέρφια του. Η πείνα όμως με το δρεπάνι της θέριζε αδιάκοπα. Σκελετωμένα πτώματα, άλλα διάσπαρτα στο δρόμο και άλλα σωριασμένα σε κάρα, ήταν το θέαμα που αντίκρυζε καθημερινά ο μικρός Αργύρης καθώς διέσχιζε την πλατεία Συντάγματος μέχρι να φτάσει στην Πλάκα, στο ξυλουργείο του μαστρο Παναγιώτη για να εξασφαλίσει την καθημερινή μπομπότα. Ξυπόλητος και με λιωμένα ρούχα αποτελούσε το φάντασμα μιας ζωής που απεύχονταν  οι καλοντυμένοι κύριοι της στοάς Αρσάκη. Το προσεγμένο ντύσιμό τους, με τα σκουρόχρωμα κοστούμια τους, τα ασορτί φεδόρα τους και τα κομψά γιλέκα τους, με τη χρυσή αλυσίδα του ρολογιού να κρέμεται, φάνταζαν στα μάτια του Αργύρη. Μια μέρα ονειρευόταν να γίνει σαν κι αυτούς. 


Άρχισε να κάνει και δεύτερη δουλειά. Το πρωΐ τοιχοποιός και απ΄το μεσημέρι έως τις επτά στο ξυλουργείο, μια που στις οχτώ το βράδυ έπρεπε όλοι να βρίσκονται στα σπίτια τους. Μεγαλώνοντας απέκτησε το δικό του συνεργείο κι ανέλαβε εργολαβίες. Έφτασε απ΄τα μπαλωμένα παντελόνια, να δανείζει λίρες με τόκο και όταν του επιστρέφονταν να κάθεται με τις ώρες να τις μετράει.  Ήταν η αγαπημένη του συνήθεια, να τις μετράει μία μία.

 Ανάμεσα σε δουλειές και συμφωνίες βρήκε χρόνο και παντρεύτηκε. Χρυσό τον είχε κάνει η γυναίκα του να κάνουν ένα παιδί, εκείνος όμως έβλεπε για παιδιά του μόνο τις λίρες. «Έχουν έξοδα τα παιδιά», της έκοβε την κουβέντα. «Έτσι θα μείνουμε, μαγκούφηδες;» ήταν η μόνιμη ερώτησή της την ώρα του φαγητού. Εκείνος  συγκεντρωμένος στη μπουκιά του, πάντα σιωπούσε. 


Μια μέρα την περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Ο Αργύρης μπήκε στο σπίτι κρατώντας ένα χαρτόκουτο στην αγκαλιά του. «Κοίτα δω τι σου΄χω», της έκανε μ΄ένα πλατύ χαμόγελο, ίσα να της ανάψει την περιέργεια. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε χαρούμενο, τόσα χρόνια μαζί του κι ένιωθε να είναι για εκείνον βάρος. Ίσως γιατί, αν εξαιρέσουμε τους πρώτους μήνες του γάμου τους, τους υπόλοιπους τούς περνούσε μόνη σε τέσσερις τοίχους, χωρίς την παρουσία του ή ένα καλό του λόγο. Πάντα γκρίνια. «Σου ΄χω πει χίλιες φορές, να μην παίρνεις παραπάνω κρέας από δυο μερίδες, δυο άνθρωποι είμαστε, μην είσαι σπάταλη», της έλεγε όταν μια φορά την εβδομάδα μαγείρευε γιουβέτσι  στο φούρνο που του άρεσε. «Όταν έχει προσφορές, τότε ψωνίζουν οι νοικοκυρεμένες γυναίκες», της απαντούσε όταν καμμιά φορά στον απογευματινό τους περίπατο τής άρεσε κάποιο φόρεμα στις βιτρίνες. Για όλα είχε μια απάντηση και μια άρνηση. Μα εκείνη η μέρα έμοιαζε διαφορετική, σαν κάτι να είχε αλλάξει πάνω του, σαν να είχε γίνει περισσότερο, άνθρωπος.


Άνοιξε το κουτί ανασηκώνοντας τα φρύδια της γι ΄αυτό το ανέλπιστο δώρο και ξεπετάχτηκε στην αγκαλιά της ένα κουταβάκι. Εκείνο άρχισε να κουνάει την ουρά του και να τη γλείφει στο πρόσωπο εκφράζοντας την αγάπη του. « Το βρήκα παρατημένο στο δρόμο και το πήρα. Για να΄χεις παρέα», δικαιολόγησε την απρόβλεπτη κίνησή του. Εκείνη συμβιβάστηκε με το δώρο του, αλλά η στέρηση απόκτησης ενός παιδιού ήταν αγκάθι στην καρδιά της που την πλήγωνε καθημερινά.

Μια Κυριακή μεσημέρι που ο Αργύρης είχε κατέβει στον Πειραιά για δουλειές, ο Διονύσης τον επισκέφτηκε. Η επίσκεψη ήταν ξαφνική, μιας που το πρόβλημα που αντιμετώπιζε δε σήκωνε αναβολή και έπρεπε επειγόντως να μιλήσει με τον αδερφό του. Όπως ήταν φυσικό η νύφη του τους καλοδέχθηκε εκείνον και τη γυναίκα του, άλλωστε ήταν απ΄τις λιγοστές φορές που κάποιος τους επισκέπτονταν, μιας που  στον άντρα της δεν άρεσαν οι κοινωνικές επαφές και οι επισκέψεις. «Καλησπέρα Ελένη μου, είναι εδώ ο αδερφός μου;», ρώτησε ο Διονύσης τσαλακώνοντας το καπέλο στα χέρια του. «Βρε καλώς τους. Πόσο καιρό έχω να σας δω, περάστε. Έχει πάει σε κάτι δουλειές, ώρα του είναι. Θα καθίσετε να φάμε και εν τω μεταξύ θα΄ρθει κι εκείνος», τον καθησύχασε κι έστρωσε το τραπέζι σερβίροντας τη σπεσιαλιτέ της. Ο Διονύσης αν και στεναχωρημένος τίμησε το γιουβέτσι της νύφης του. «Γεια στα χέρια σου Ελένη μου, τυχερός ο αδερφός μου», την παίνεψε. «Τι κάνει το παιδί Άννα μου;», ρώτησε μ΄ενδιαφέρον τη συνυφάδα της. «Διακοπές, τώρα που τελείωσε το γυμνάσιο όλη την ώρα έξω με τις φιλενάδες, βόλτες με τα ποδήλατα.», απάντησε εκείνη, κάνοντας νόημα στον άντρα της ώστε να μπει στο θέμα. «Τι συμβαίνει και είστε αναστατωμένοι», ρώτησε η Ελένη που κατάλαβε την ανησυχία της Άννας. « Οι δουλειές του Στέλιου δεν πήγαν καλά. Επέσε έξω και τώρα κινδυνεύει να χάσει το σπίτι. Η Ζωή δεν ξέρει τίποτα. Βγαίνει αύριο σε πλειστηριασμό. Γι΄αυτό ήρθαμε με την Άννα σήμερα. Έχουμε μαζέψει κάποια χρήματα, μα δεν είναι αρκετά για να ξεχρεωθεί ο Στέλιος και σκεφτήκαμε να βοηθήσει και ο Διονύσης για να συμπληρωθεί το ποσό. Ελένη, αν χάσει το σπίτι ο αδερφός μας, θα τρελαθεί». «Κάτι θα γίνει, μην ανησυχείτε. Ας έρθει κι ο Αργύρης και βλέπουμε», απάντησε η Ελένη περιεργάζοντας με τα δάχτυλά της το σταυρό που φορούσε. Η ώρα περνούσε μα ο Αργύρης δεν ερχόταν κι έτσι ο Διονύσης με την Άννα, αφού αποχαιρέτησαν την Ελένη, έφυγαν. 

 Άργησες, που ήσουν τόση ώρα;», τον ρώτησε η Ελένη την ώρα που του έφερνε την ρόμπα. «Έμπλεξα μ΄έναν συνάδελφο, κάλεσε και κάτι άλλους και μας έκανε το τραπέζι. Εκεί να δεις σπατάλη, τόσα φαγητά για πέταμα. Εκείνη η γυναίκα του, πολυλογού και σπάταλη κι όλο χαχαχα και μου μου μου με όλους μας», είπε σκύβοντας να τη φιλήσει. «Μα καλά οικοδέσποινα είναι, προσπαθούσε να σας περιποιηθεί και να είναι ευχάριστη», την δικαιολόγησε. «Μωρέ δεν πάνε να κάνουν ό,τι θέλουν. Εμένα η γυναίκα μου είναι οικονόμα, δεν είναι σπάταλη σε τραπεζώματα και σε διάφορα», συμπλήρωσε κατευθυνόμενος προς την κουζίνα. «Ελένη τι πιάτα είναι αυτά;» «Να, σε περίμενα, είδα που άργησες και είπα να φάω», του απάντησε κατεβάζοντας το βλέμμα της. «Ελένη, σαν να μην μου τα λες καλά. Εσύ άλλες φορές τρως σαν σπουργίτι και τώρα έφαγες σχεδόν ένα ολόκληρο ταψί;», την ρώτησε αδυνατώντας να την πιστέψει. «Έφαγε κι ο σκύλος», του απάντησε κορδώνοντας  την πλάτη της. «Τιιι; Ο σκύλος; Ο σκύλος πάντα ό,τι περισσεύει τρώει», «Είπα σήμερα που άργησες, να μου κάνει παρέα». «Σαν να μην μου τα λες καλά Ελενίτσα, που είναι η ζυγαριά;», τη ρώτησε ψάχνοντας τα ντουλάπια. «Τι την θες τη ζυγαριά;»,  «Φέρε τον σκύλο εδώ», «Τι κάνεις;», «Φέρε το σκύλο εδώ, δεν γεννήθηκε άνθρωπος να με γελάσει εμένα», «Δεν είμαστε καλά, θα ζυγίσεις το σκύλο;», «Ναι θα τον ζυγίσω», «Σταμάτα πια. Άστο το σκύλο κάτω. Ο Διονύσης με την Άννα ήρθαν. Φάγαμε μαζί. Υπάρχει πρόβλημα με τον άλλο σας  αδερφό», «Τον Στέλιο;», «Έχετε κι άλλο αδερφό;», «Ωχ βρε Ελένη παίζεις μαζί μου τώρα; Είμαι ζαλισμένος απ΄το πρωΐ. Λέγε παρακάτω», «Δεν έχει παρακάτω, αν δεν συμπληρωθεί το ποσό που χρωστάει ο Στέλιος μέχρι αύριο, του παίρνουν το σπίτι και η Ζωή δεν έχει ιδέα. Ο Διονύσης έχει μαζέψει ένα ποσό και ήρθε να παρακαλέσει κι εσένα να συμπληρώσεις κι εσύ  για να γλιτώσει ο Στέλιος το σπίτι του απ΄τον πλειστηριασμό», «Για πότε είναι;», ρώτησε ο Αργύρης τρίβοντας τον αυχένα του. «Μεθαύριο, απ΄ότι μου είπαν». Μετά από μερικά λεπτά σιωπής σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε, «Κάτι θα κάνω», «Αγάπη μου, το΄ξερα πως κατά βάθος είσαι διαμάντι», χίμηξε πάνω του, γεμίζοντάς τον φιλιά.

 Το κλειδί άνοιξε αργά την πόρτα, τα βήματα του Αργύρη σβαρνώντας τον οδήγησαν στην τραπεζαρία. «Τι έγινε τακτοποιήθηκε το θέμα του Στέλιου;», ρώτησε η Ελένη με τις παλάμες της αυθόρμητα να μπλέκονται μπρος στο στήθος της. Ο Αργύρης έβγαλε αργά τις λίρες απ΄τις τσέπες του, τις ξέχυσε πάνω στο τραπέζι, κάθισε και άρχισε να τις μετρά μία μία. Η Ελένη τον πλησίασε, τον χάιδεψε στους ώμους, «τι έγινε;», ξαναρώτησε. «Χτύπησα στον πλειστηριασμό το σπίτι»,είπε κοφτά κοιτάζοντας τις λίρες. Η Ελένη συνέχισε να μην καταλαβαίνει «Δηλαδή, δεν κινδυνεύει πια το σπίτι του Στέλιου;» ρώτησε πιέζοντας τ΄ ακροδάχτυλά της στο δέρμα του. «Το πούλησα. Ας έκανε καλό κουμάντο» και συνέχισε να πηγαινοφέρνει βόλτες τις λίρες στα δάχτυλά του. «Σκοπεύεις δηλαδή να του δώσεις τα χρήματα απ΄την πώληση του σπιτιού του; αυτό μου λες;». «Εσύ το λες».

Εκείνη την στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Διονύσης. «Ο Στέλιος έχασε την ισορροπία του, έπεσε στο κενό». Τα γόνατα της Ελένης λύγισαν. Τα μάτια της γυάλινα κοίταζαν τον Αργύρη σαν να μην τον έβλεπαν, σαν να τον διαπερνούσαν. Από κείνη την ημέρα δεν του ξαναμίλησε ποτέ. Μόλις έσβησε η τετράποδη μοναδική συντροφιά της, μετά από λίγο καιρό έσβησε κι εκείνη.

-Κύριε Αργύρη, κύριε Αργύρη ελάτε, σταματήστε για λίγο το μέτρημα, είναι ώρα για φαγητό.

Ο Αργύρης  κοίταξε σαν να μην  έβλεπε και συνέχισε το μέτρημα με τα δάχτυλά του, όπως κάνει κάθε μέρα εδώ και τόσα χρόνια.

-Ένα ανθρωπάκι, δύο ανθρωπάκια, τρία ανθρωπάκια…

  

«Η ΚΑΛΗ ΖΩΗ»

Μόλις γύρισα από φαντάρος, μου το αποκάλυψαν. Ζούσα σ΄ένα ψέμα είκοσι ολόκληρα χρόνια, έτσι νόμιζα. Μηνών ήμουν όταν με υιοθέτησαν οι δικοί μου με συνοπτικές διαδικασίες από ένα υποτυπώδες καταφύγιο βρεφών της εποχής. Απ΄ την ώρα όμως που το’  μαθα, δεν μπορούσα να ησυχάσω. Το μυαλό μου ήταν μονίμως ζαλισμένο από σκέψεις και από χιλιάδες γιατί, το στήθος βαρύ, λες και το πλάκωνε πέτρα τόνων και η καρδιά μου τρελή σε ρυθμούς μίσους, περιέργειας και αδημονίας. Ήταν πλέον ανάγκη και εμμονή να ψάξω για τους βιολογικούς μου γονείς. 


Μη φανταστείς πως τότε τα ιδρύματα διατηρούσαν και κανα αρχείο της προκοπής. Ένα δυο χαρτιά και κανά δυο υπογραφές και η υιοθεσία γινόταν. Ευτυχώς για μένα,  εκεί εργαζόταν  τότε μια κυρία που συνδυάζοντας την ηλικία μου και το πλήθος των βρεφών  εκείνης της χρονιάς, θυμήθηκε μια περίπτωση και από αυτή ξεκινήσαμε. Θυμήθηκε μία κοπέλα, καμμιά εικοσιπενταριά χρονών, να παραδίδει ένα βρέφος. Θυμήθηκε, πως της είχε κάνει εντύπωση η ηλικία της κοπέλας, μια  ηλικία που κάθε γυναίκα θα παρακαλούσε να αποκτήσει ένα παιδί. Αντίθετα όμως, η συγκεκριμένη κοπέλα σαν να της ήταν βάρος το παιδί, το εγκατέλειψε. Επίσης, απ΄ότι μου είπε η γυναίκα εκείνη, της είχε κάνει εντύπωση και το ότι όταν η κοπέλα παρέδωσε το μωρό της, ήταν ασυνόδευτη. «Αγόρι μου, ας ξεκινήσουμε απ΄εδώ και βλέπουμε. Εδώ βλέπω μια υπογραφή. Βλάχου Μ., δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία. Δεν έχω τι άλλο να σου πω, ίσως τώρα που έχεις ένα επίθετο να ζητήσεις πληροφορίες και απ΄την αστυνομία».

 Έχεις δει ποτέ θάλασσα γαλήνια; Τότε τα νερά και ο βυθός της φαίνονται πεντακάθαρα. Όταν περάσει όμως κανένα πλοίο, αναστατώνεται ο βυθός και όλος του ο βούρκος και οι βρωμιές του, βγαίνουν στην επιφάνεια. Έτσι έπαθα κι εγώ καθώς τα σκάλιζα. Ήρθαν στην επιφάνεια αλήθειες που βρωμούσαν. Η μάνα μου ήταν πόρνη και πατέρας μου αστυνομικός. Την γνώρισε όταν πήγε για έλεγχο σ΄ένα σπίτι στην οδό Νοταρά. Μπλέχτηκε στα δίχτυα της, εκείνος εικοσιενός κι εκείνη κοντά στα εισοσιπέντε. Εκείνος άβγαλτος κι εκείνη με εμπειρία στον έρωτα. Ήταν η πρώτη του φορά και την έπαθε για τα καλά. Ξημεροβραδιάζονταν έξω απ΄την πόρτα της. Έβλεπε να μπαινοβγαίνουν κάθε λογής αποβράσματα της περιοχής κι εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. «Έτσι με γνώρισες αγοράκι, αν θες κάτσε, αν θες φύγε, εγώ δεν αλλάζω την ζωή μου για κανέναν», του ΄λεγε όσες φορές την είχε παρακαλέσει ν΄αφήσει τη δουλειά αυτή, να παντρευτούν και να κάνουν μια νέα αρχή μακριά απ΄όλους και από όλα. Μάταια οι φίλοι του απ΄την υπηρεσία, μαζί και ο υπαστυνόμος που μου έδωσε τις πληροφορίες, προσπαθούσαν να του αλλάξουν μυαλά. «Δεν άλλαζε ζωή η Μαργαρίτα, δυστυχώς και για εκείνη και για τον πατέρα σου», είπε επιστρέφοντάς μου το κιτρινισμένο χαρτί της υιοθεσίας με το επώνυμό της πάνω. Ο βιολογικός μου πατέρας είχε πέσει θύμα της. Ίσως και να την είχε αγαπήσει πραγματικά. Δεν ξέρω. Εκεί που τον έφτυνε, εκεί έγλειφε, τρέχοντας σαν σκυλάκι πίσω της. Είχε φτάσει σε σημείο να δέχεται βρισιές, υποτιμητικά βλέμματα, όχι μόνο απ΄τους θαμώνες του σπιτιού αλλά και απ΄τον νταβατζή της. Όλα της τά΄δινε για ένα της νεύμα, για ένα της χάδι, για ένα κρεβάτι που τον έκλεισε στα κάγκελα της φυλακής για πέντε χρόνια, όταν ένα βράδυ μαχαίρωσε τον νταβατζή της βαθιά στον ώμο. Πέντε χρόνια για χάρη της, αλλά δεν τον πείραξε. Ήξερε πως σύμφωνα με το νόμο της εποχής, αν κάποιος έμπαινε φυλακή για μία πόρνη, είχε την υποχρέωση μόλις έβγαινε να την παντρευτεί. Εκείνη όμως, όλα τα χρόνια  άφαντη. Ποτέ δεν τον επισκέφτηκε στη φυλακή, ποτέ δεν του΄στειλε ένα γράμμα. Άλλαξε σπίτι και γειτονιά για να μην την βρει. Ούτε που την ξανάδε, αλλά ούτε  έμαθε και για μένα ποτέ. Η υπηρεσία τον έβγαλε σε διαθεσιμότητα κι έτσι έφυγε για την Αμερική, όπου και πέθανε από πνευμονία όπως έμαθα αργότερα.

 

Την μάνα μου όταν τη συνάντησα για πρώτη φορά ήμουν στα είκοσι, κοντά στην ηλικία του πατέρα μου όταν την γνώρισε κι εκείνη κοντά στα πενήντα. Γύρισα όλη την Τρούμπα και ρωτώντας δεξιά κι αριστερά βρέθηκα σ΄ένα νεοκλασικό σπίτι στου Ψυρρή, όπου τα μαυρισμένα μάρμαρα και οι διαβρωμένες κολώνες του, θύμιζαν το μεγαλείο του παρελθόντος του. Οδός Σαρρή. Έκατσα σ΄ένα καφενείο, φάτσα στο σπίτι και περίμενα. Περίμενα σαν το παιδί που λαχταρά τη μητρική αγκαλιά, σαν τον κατάδικο τον δήμιό του. Διχασμένο το μυαλό, η καρδιά μου, όλο μου το είναι. Πως θα΄ναι στην όψη, πως θα νιώσω μόλις την δω, πως θα την πλησιάσω, σκέψεις που σαν αρπαχτοπούλια, λεηλατούσαν το μυαλό μου. Δυο μελαχρινές κοπέλες με μακριά μαλλιά και μέχρι το βρακί φούστες, έντονα βαμμένες, άνοιξαν με τα κλειδιά τους και μπήκαν στο κτίριο. Άρχισε να σουρουπώνει όταν ανθρώπινες σκιές γλιστρούσαν διαδοχικά στο σπίτι. «Είναι πολύ νέες για να είναι κάποια απ΄αυτές», σκεφτόμουν σβήνοντας στο τασάκι το τελευταίο μου τσιγάρο. Σε μια στιγμή άνοιξε η πόρτα, κάτω απ΄την κόκκινη λάμπα της εξώπορτας μια γυναίκα με μια ρόμπα ξεκούμπωτη, τυλιγμένη πρόχειρα στη μέση με μια ζώνη καληνύχτιζε μ΄ένα παθιασμένο φιλί έναν τύπο ψηλό με καβουράκι. Τα μαλλιά της περιποιημένα πιασμένα μισά πάνω, μισά κάτω, έμοιαζαν να χρυσίζουν στους ώμους της. Νόμιζα πως άκουγα τους χτύπους της καρδιάς μου. «Αυτή είναι», είπα μέσα μου και καθώς έκλεινε την πόρτα προσπαθούσα να σκεφτώ την πρόφαση για να την πλησιάσω. Ξέρεις όμως, όταν αναλαμβάνει η καρδιά, η λογική πάει περίπατο. Έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτώ βρέθηκα στο κατώφλι της πόρτας να χτυπάω αμήχανα το ρόπτρο. Μου άνοιξε η ίδια. Ένα χαμόγελο που μου έμοιαζε, ένα σώμα πλούσιο σε κάλλη και ένα πρόσωπο κουρασμένο απ΄τη ζωή. «Καλώς το παλικάρι, πέρασε, κάθισε. Σε λίγο θα περάσουν από μπροστά σου δυο κοπέλες, να διαλέξεις», μου είπε δείχνοντάς μου τον καναπέ. Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε τέτοιο μέρος και η στάση του σώματός μου με τα γόνατα μου κολλημένα μεταξύ τους και τα χέρια μου σταυρωμένα πάνω τους, με πρόδωσαν. «Πρώτη φορά σε βλέπω εδώ», μου είπε προσφέροντάς μου ένα ποτό για να χαλαρώσω». «Ναι, πρώτη φορά έρχομαι», της απάντησα περιεργαζόμενος το χώρο. «Θα μείνεις ευχαριστημένος εδώ και θα μας ξανάρθεις, απλά να ξέρεις πως το δεκάλεπτο στοιχίζει πεννήντα δραχμές και όσο περνάει η ώρα διπλασιάζεται», με κατατόπισε σχετικά. «Θα πληρώσω όσο χρειαστεί», της απάντησα αποφασισμένος. «Πολύ καλά, ας περάσουν τότε τα κορίτσια»,» «Όχι, όχι δεν… εσένα θέλω» εξέφρασα την επιθυμία μου κοιτώντας το πάτωμα. Με πέρασε ακτινογραφία με τα μάτια της από πάνω μέχρι κάτω «έλα μαζί μου», μου είπε και με οδήγησε σ΄ένα δωμάτιο στον πάνω όροφο. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό μ΄ένα κόκκινο φωτισμό που αλλοίωνε, πρόσωπα και συνειδήσεις. Τα έκανε όλα ευκολότερα. «Απ΄ότι καταλαβαίνω έτσι απ΄όπως στέκεσαι σαν κολώνα, πρέπει να είναι η πρώτη σου φορά ε αγοράκι;», ψέλλισε με το τσιγάρο στο στόμα, αναζητώντας φωτιά. Την πλησίασα και έφερα τον αναπτήρα μου στο πρόσωπό της. Η φλόγα του, μού φανέρωσε τα χαρακτηριστικά της. Δεν υπήρχε ούτε μία αμφιβολία, ήταν εκείνη. Εκείνη που πριν από είκοσι ακριβώς χρόνια με παράτησε σαν απόβλητο σ΄ένα ίδρυμα. Ρούφηξε μια τζούρα και οι ρυτίδες γύρω από το στόμα της, μου θύμισαν τα πόσα έχει να μου πει για τη ζωή της. Άφησε το τσιγάρο στο τασάκι του κομοδίνου, κάθισε στο κρεβάτι και με την παλάμη της να ακουμπάει το στρώμα με κάλεσε να καθίσω δίπλα της. Κάθισα κοντά της, κοιτώντας το πάτωμα σιωπηλός. Εκείνη, άρχισε με το ένα της χέρι να μου χαϊδεύει την πλάτη και με το άλλο της χέρι να με κατευθύνει να ξαπλώσω. Της έπιασα τον καρπό. «Θέλω να μιλήσουμε», την έκοψα. «Τι βίτσιο είναι αυτό αγοράκι, στο κουβεντιαστό θα το κάνουμε;», με ρώτησε πιάνοντας το τσιγάρο απ΄το τασάκι. Σηκώθηκα και κάθισα στην καρέκλα, δίπλα στο κομοδίνο, απέναντί της. «Λοιπόν;», «Τι λοιπόν, εσύ πληρώνεις, εσύ αποφασίζεις», μου είπε σκεπάζοντας με την ρόμπα τις γάμπες της. «Θέλω να μάθω αν ερωτεύτηκες ποτέ σ΄αυτή τη δουλειά;», «Στη δουλειά μας αγοράκι, δεν υπάρχουν έρωτες, υπάρχουν μόνο τα λεφτά. Αυτά είναι για μας το αφεντικό. Γι΄αυτά ξημεροβραδιαζόμαστε στα βίτσια του καθενός», «και καλά, εσύ ποτέ δεν αγάπησες;», «ποτέ», «ούτε σ΄ερωτεύτηκε κανείς;», έσβησε με μανία το τσιγάρο και σηκώθηκε ν΄ανάψει το φως. Όρθια με κοίταξε μες στα μάτια σαν κάτι να έψαχνε. «Ποιος  σ΄έστειλε απόψε εδώ;», «Μόνος μου ήρθα και ήρθα να πληρώσω για να μάθω πως σκέφτεται μια γυναίκα σαν εσένα, πες το βίτσιο, πες το όπως θες, αλλά όπως είπες, εγώ πληρώνω και θα πληρώσω όσο όσο μέχρι να πάρω απαντήσεις στις ερωτήσεις μου», Έκανε δυο τρία βήματα στο χώρο, «Κάποιος με είχε ερωτευτεί κάποτε, ήθελε να με παντρευτεί», «και γιατί δεν προχώρησε», «Γιατί ήθελε να αλλάξω τη ζωή μου, αυτή είναι η ζωή μου, μού άρεσε και μου αρέσει ακόμα. Μ΄αρέσει να με θαυμάζουν και να πληρώνουν γι΄αυτό, παθιάζομαι να  κυλιούνται στα πόδια μου, γελάω που τους χωρίζω απ΄τις γυναίκες τους, που σέρνονται ακόμα και σήμερα πίσω μου για ένα μου χάδι, για το καυτό μου κρεβάτι», «Αυτό σε κάνει ευτυχισμένη;», «Σου είπα αγοράκι, τα πάντα για μένα είναι τα λεφτά, τα πλούτη, η καλή ζωή», «Ένα παιδί δεν θα σ΄έκανε ευτυχισμένη;». Σαν να την χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε κατά πάνω μου. Μ΄έπιασε απ΄το μπράτσο και με σήκωσε απ΄την καρέκλα. « Έξω από δω, έξω από δω που ήρθες να μου κάνεις χρηστομάθεια. Εγώ ρε είμαι απ΄τα δεκαπέντε μου στο πεζοδρόμιο κι ήρθες εσύ να μου το παίξεις τι; Σωτήρας; Έξω και μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ, να πας στις μυξοπαρθένες εκεί έξω που περιμένουν κάποιον σαν κι εσένα, εδώ είναι για άντρες με βαριά περπατησιά και γεμάτα πορτοφόλια. Έβγαλα απ΄την τσέπη μου πεντακόσιες δραχμές και τις πέταξα στο κρεβάτι. Έκλεισε την πόρτα πίσω μου με δύναμη. Ο κρότος, παρά τη έντασή του, δεν κάλυψε τις βρισιές που με στόλιζαν πισώπλατα.

 Πέρασαν δέκα χρόνια από τότε μέχρι σήμερα. Σύφιλη είπαν οι γιατροί. Τελευταίο στάδιο. Η μάσκα οξυγόνου προσπαθεί να παρηγορήσει την ισχνή αναπνοή της, οι αλοιφές τα εξανθήματα στο πρόσωπο και το σώμα της, οι κλειστές κουρτίνες τα μάτια της κι εγώ πλάι της ό,τι δεν της πρόσφεραν τα χρήματα σε όλη της την ζωή. Μια συντροφιά για το τέλος. Της έπιασα το χέρι, το έκλεισα στην παλάμη μου, τόσο λεπτό, τόσο αδύναμο, άνοιξε με δυσκολία τα μάτια της. «Μάνα» βγήκε από μέσα μου με λυγμό, δαχτυλοπατώντας έψαξε τα χέρια μου, τα έκλεισε στις παλάμες της, τα έσφιξε μ΄όση δύναμη της είχε απομείνει. «Συγχώρα με» ακούστηκε απ΄τη μάσκα σαν βραχνάδα, τη στιγμή που το βλέμμα της πέτρωσε στα μάτια μου.

  

 ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ
-Τι έγινε τελικά; Τι σου πε ο γιατρός;

-Τι να μου πει ο γιατρός, όλοι τα ίδια λένε…

-Δηλαδή;

-Να μπω σε πρόγραμμα διατροφής.Έχω ξεφύγει κατά πολύ, λέει.

-Οι εξετάσεις;

-Χάλια, χοληστερίνη, τριγλυκερίδια στο φουλ.

-Ρε φίλε, κάτι πρέπει να κάνεις, να βάλεις μια αρχή, για την υγεία σου.

-Μια κουβέντα είναι. Έτσι κι αλλιώς η μόνη μου ευχαρίστηση είναι το φαγητό πλέον.

-Κοίτα, ούτε ο πρώτος είσαι, ούτε ο τελευταίος που τον εγκατέλειψε η γυναίκα του κι εδώ που τα λέμε δεν ξέρω αν φταίει μόνο η Λένα που έφυγε.

-Ναι καλά…

-Τι ναι καλά ρε Τάκη, αφού μια ζωή ποτέ δεν την άκουσες, πάντα έκανες του κεφαλιού σου. Πάντα ό, τι θες εσύ γίνεται. Τις προάλες βγήκαμε, να σου θυμίσω πως έφυγα πιο νωρίς κι εσύ έμεινες πίσω παρέα με τα παϊδάκια και τις μπύρες σου. Και μετά δεν έφτανε αυτό, συνέχισες με τον Πάρη τα ποτάκια στα μπαράκια. Έχουμε και γυναίκες σου είπα, πρέπει να γυρίσουμε. Μ΄έγραψες κανονικά. Σε παράτησα κι έφυγα.  Πήρε τηλέφωνο η Λένα στο σπίτι, το σήκωσε η Αλίκη, μου το δωσε και προσπάθησα να την καθυσηχάσω την κοπέλα. Κι αυτό να γίνεται για χρόνια. Πόσο θ΄αντέξει μαζί σου ρε συ; Νέα κοπέλα είναι κι αυτή, δεν θέλει να βγει λίγο να ξεσκάσει; Πέντε χρόνια παντρεμένοι η ίδια δουλειά γίνεται. 

-Εγώ είμαι άντρας και μπορώ να βγαίνω όποτε θέλω.

-Ώπα ρε συ κι αυτή να σου θυμήσω είναι γυναίκα σου και θέλει κι αυτή να ξεσκάσει. Τουλάχιστον να ΄χατε ένα παιδί. Ούτε εκεί προσπαθείς, δεν είναι ώρα ακόμα της λες.

-Ωχ, παράτα με  πια, σαν την Λένα κάνεις.

-Γι αυτό σε παράτησε. Μην κοιτάς εμένα, εμείς μεγαλώσαμε μαζί, στην ίδια γειτονιά, σε ξέρω με τα καλά σου και τ΄άσχημά σου και σε ανέχομαι, εκείνη προσπαθεί να σε πλησιάσει κι όλο την αποφεύγεις. Μία γυρνάς με την μια παρέα, μία με την άλλη, ήθελα να΄ξερα γιατί παντρεύτηκες. Η Λένα είναι καλό κορίτσι, πιστεύω πως έφυγε για να σε συνετίσει, αν δει κάποια προσπάθεια κι απ΄τη δική σου πλευρά, να βάλεις τη ζωή σου σε τάξη δηλαδή, θα γυρίσει.

-Άστη την Λένα, τώρα τι κάνουμε.

-Τι εννοείς, θα μπεις σε πρόγραμμα διατροφής, αυτό θα κάνεις, θα πάμε και σ΄ένα γυμναστήριο να γραφτείς.

-Σώπα ρε συ που θα πάω και σε γυμναστήριο, εγώ δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου.

-Σιγά σιγά στην αρχή, περπατηματάκι σε διάδρομο, καμμιά ασκησούλα στα όργανα, τέτοια πράγματα, αλλιώς σε βλεπω τουμπανιασμένο κανα πρωϊνό.

-Φάε τη γλώσσα σου. Μια χαρά δουλεύει η καρδιά μου.

-Φιλαράκι, με τόσο πάχος, η καρδιά σου είναι περικυκλωμένη από λίπος.

-Ντάξει, τα παραλές τώρα.

-Καθόλου δεν τα παραλέω, θυμάσαι το Σπύρο; Έτσι έσκασε κι εκείνος. Έτρωγε όλη την ώρα, προσπαθούσε η γυναίκα του να του μαγειρεύει υγιεινά, ελάχιστο κρέας, δυο φορές την εβδομάδα λαδερά, νηστίσιμα στις σαρακοστές κι εκείνος έτρωγε όχι μόνο αυτά, αλλά μετά, κρυφά, έτρεχε για γουρουνόπουλα και προβατίνες και να το αποτέλεσμα, τα ραδίκια ανάποδα, γι΄αυτό πρόσεχε μην πάθεις κι εσύ το ίδιο.

-Λες;

-Όχι λέω, είμαι σίγουρος.Λοιπόν;

-Τι λοιπόν;

-Θα ξεκινήσεις;

-Άντε να ξεκινήσω.

-Μου δίνεις το λόγο σου;

-Χμ, εντάξει, τον έχεις.

-Όχι όπως τις άλλες φορές, τώρα να το εννοείς.

-Μέσα.

-Χέρια.

-Χέρια.

-Πάρε τώρα τηλέφωνο τη Λένα, ότι θα πας να την πάρεις.

-Κι άμα μου κλείσει το τηλέφωνο;

-Δεν θα στο κλείσει, σ΄αγαπάει ρε χαζέ, δεν θα στο κλείσει, αλλά πρόσεχε αν τα σκατώσεις κι αυτή τη φορά πάει το πουλάκι θα πετάξει.

-Εντάξει, θα την πάρω μετά. Τι λες πάμε για κανα μεζεδάκι;

-Πάλι τα ίδια;

-Άνοιξε ένα καινούργιο ουζερί εδώ πιο κάτω, να μην το εγκαινιάσουμε;

- Άντε πάμε για τελευταία φορά.

(Μετά από λίγη ώρα…)

-Ωχ, έφαγα του σκασμού.

- Σου ΄πα κόψε λίγο, το πηρούνι σου όμως πήγαινε σαν κομπρεσέρ.

-Τελος, από αύριο δεν ξανατρώω, πρόγραμμα.

-Άντε να σε δω.

-Θα με δεις και δεν θα το πιστεύεις.

-Άντε να δούμε, τα ίδια έλεγες και τις άλλες φορές.

-Τώρα θα είναι η τελευταία.

- Άντε να σε δω.

-Πω, τι είναι αυτή η μυρωδιά;

-Κοντοσούφλι από δίπλα.

-Δεν πάμε να δοκιμάσουμε για τελευταία φορά;

-Αφού είσαι τίγκα ρε συ, θα σκάσεις.

-Χωράει λίγο ακόμα, χωράει λίγο ακόμα.

-Κοίτα ρε, τρέχουν τα σάλια του, τι να σου πω, τι να σου πω, ο λόγος σου κρατάει για δευτερόλεπτα;

-Θά ρθεις τώρα να πάμε ή θα πάω μόνος μου;

-Όχι, να πας μόνος σου, εγώ φεύγω, τσάμπα σπατάλησα το σάλιο μου τόση ώρα.

-Πάω, πάω.

-Σιγά μην τρέχεις, δεν φεύγει από κει το μαγαζί. Α ρε, για το κοντοσούφλι τρέχεις…

-Να προλάβωωω, μην τελειώσειιιι…

- Τρέχα κατακαημένε, τρέχα, το εισιτήριο για την άλλη ζωή το έχεις στο στομάχι σου, τρέχα να προλάβεις…

  

ΕΣΥ;
Όταν παντρεύτηκε ήταν μόλις δεκαοχτώ. Με το που τέλειωσε το σχολείο θέλησε να πιάσει δουλειά. Δε συνηθιζόταν τα κορίτσια τότε να δουλεύουν, αλλά εκείνη ήθελε να ΄χει το δικό της πορτοφόλι, να μην έχει ανάγκη κανέναν, να είναι ανεξάρτητη. Έπιασε δουλειά σ΄ένα παραδοσιακό γαλακτοπωλείο που είχαν δυο φίλοι. Δυο φίλοι αχώριστοι από μικρά παιδιά. Στο σχολείο μαζί, παντού μαζί. Μπορεί να μην τά ΄παιρναν τα γράμματα, αλλά στην ζαχαροπλαστική ήταν άφθαστοι. 

Ο ένας, ο Γιώργος, έφτιαχνε τέλειο παραδοσιακό γιαούρτι με πέτσα παχιά, βάλσαμο για το στομάχι. Αράδιαζε τις τσανάκες του στα ξύλινα τελάρα και μ΄ένα τρίκυκλο έκανε διανομή από σπίτι σε σπίτι. Μαζί με το παγωτό φιστίκι του συνεταίρου του  Τάσου, έπαιρναν σβάρνα τις γειτονιές και μάζευαν  τριγύρω τους πλήθος κοριτσιών και  αλάνια αναψοκοκκινισμένα απ΄την μπάλα.

 Ο Γιώργος την γλυκοκοίταζε την Ειρήνη, μα δεν την πλησίαζε γιατί τότε ήταν ανήλικη κι η Ειρήνη όμως έδειχνε ένα ενδιαφέρον για τον Γιώργο. Καθώς περνούσε με το τρίκυκλό του απ΄το σπίτι, πού την έχανες πού την έβρισκες πίσω από μια κουρτίνα, να τον κρυφοκοιτάζει. Έτσι, όταν άνοιξε το μαγαζί, ενήλικη πια, πήγε να του ζητήσει εργασία. Οι δυο συνέταιροι χρειάζονταν προσωπικό μιας που το μαγαζί πήγαινε καλά κι έτσι την προσέλαβαν. Κυλούσε ο καιρός και η Ειρήνη πρόσχαρη μάθαινε κοντά τους τα κόλπα της δουλειάς και τα μυστικά της. Ο Τάσος παρότρυνε τον Γιώργο να πάει να τη ζητήσει. Έβλεπε τον φίλο του να μαραζώνει κάθε βράδυ που έφευγε η Ειρήνη μόλις τέλειωνε τη βάρδια της  και για να τον δει ευτυχισμένο τον παρότρυνε να της την κάνει την πρόταση. «Είναι καλό κορίτσι η Ειρήνη, θα σε κάνει ευτυχισμένο», του έλεγε συνεχώς, ώσπου ένα απόγευμα τον συνόδευσε  σπίτι της  να την ζητήσει. Χαρές η Ειρήνη που θα γινόταν σύζυγος του Γιώργου. Φαινόταν καλός και ήταν και επιχειρηματίας, άλλωστε είχε κι εκείνη μετά από τόσο καιρό κοντά του τόσες ιδέες για την επιχείρηση και τώρα ήταν η ευκαιρία της να τις υλοποιήσει. Ο Γιώργος ευτυχισμένος, καμάρωνε πλάι της όταν έβγαιναν βόλτα τις Κυριακές. Καμάρωνε που είχε δίπλα του μια γυναίκα νέα, έξυπνη και καπάτσα, όπως έλεγε, που κράταγε στα χέρια της ολόκληρο μαγαζί. 

 Υποχρεωμένος κι ο Τάσος για το φιλότιμο της Ειρήνης και την εργατικότητα του φίλου του, εμπλούτισε την γκάμα των γλυκών του. Έρχονταν κι από τα γύρω χωριά να γευθούν όχι μόνο το παραδοσιακό γιαούρτι τους με το μέλι και τα καρύδια, αλλά και το παγωτό φιστίκι, το γλασερό ρυζόγαλο και το γαλακτομπούρεκο που η βουτυρένια γεύση του και το λεμονάτο άρωμά του, το έκαναν ανάρπαστο. «Γεια στα χέρια σου, μωρέ Τάσο», ακούγονταν απ΄τους πελάτες γλείφοντας πολλές φορές απ΄τα δάχτυλά τους, το σιρόπι που έτρεχε απ΄τα χείλη τους. Κόσμος πολύς, ανάμεσά τους κοπέλες σαν τα κρύα νερά, έρχονταν να γνωρίσουν από κοντά τον ζαχαροπλάστη με τα μαγικά χέρια. Κι όπως ήταν επόμενο κάποια στιγμή δύο πράσινα μάτια σαΐτεψαν τον Τάσο και τον βρήκαν στην καρδιά. Ο Τάσος παντρεύτηκε τη Μαρίνα, μια κοπέλα, ήρεμη δύναμη όπως την έλεγε, που ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του. Η Μαρίνα είχε τελειώσει αρχιτεκτονική στην Αθήνα και μιας που δεν εργαζόταν κάπου μόνιμα, έβαλε όλη της την τέχνη στη διακόσμηση του γαλακτοπωλείου. Με τις οδηγίες της, η Ειρήνη, ο Γιώργος και ο Τάσος έστησαν ένα μαγαζί που ήταν το πρώτο σε όλα τα χωριά. Η ζήλεια όμως βρήκε πόρτα ανοιχτή και σαν την υγρασία πότισε την καρδιά της Ειρήνης.

Ένα βράδυ που ο Γιώργος πήγαινε μια παραγγελία στο διπλανό χωριό, η Ειρήνη έμεινε μόνη με το Τάσο που απ΄το πρωί δεν είχε βγει απ΄το εργαστήριο. Τη στιγμή που εκείνη έκανε ταμείο, βλέπει απ΄την μισάνοιχτη πόρτα τον Τάσο να βγάζει το πουκάμισο της δουλειάς και να το κρεμάει. Το αμυδρό φως του εργαστηρίου χάϊδευε με τη σκιά του τους μύες της πλάτης του, που έμοιαζαν για την Ειρήνη ανεξερεύνητα και επικίνδυνα μονοπάτια. «Γιατί η Μαρίνα και όχι εγώ» σκέφτηκε χωρίς ντροπή και γλίστρησε πίσω του χωρίς να το καταλάβει. Άπλωσε τα χέρια της ν΄ακουμπήσει τη φωτιά. Ήθελε να κάψει κι εκείνον μαζί της. Άρχισε να τον χαϊδεύει με χέρια που έτρεμαν και να τον φυλάει τρυφερά σαν να΄τανε δική του. Μύριζε το άρωμά του και γινόταν ένα με τον ιδρώτα του. Εκείνος, έπιασε το χέρι της και το έφερε στο στόμα του. Το φίλησε και το έφερε στο μάγουλό του τη στιγμή που γύριζε να την αγκαλιάσει. Τινάχτηκε μερικά μέτρα μακριά της σαν να έκαψαν το σώμα του φλόγες, «ΕΣΥ;», της είπε ψάχνοντας να ρίξει πρόχειρα κάτι πάνω του. «Δεν θα το μάθει κανείς», έκανε κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της. «Είσαι τρελή; Δε σκέφτεσαι το Γιώργο, την Μαρίνα;», την τράνταξε πιάνοντάς την απ΄ τους καρπούς. «Αυτή τη στιγμή σκέφτομαι μόνο εσένα, εδώ, τώρα», απάντησε ξεμυαλισμένα προσπαθώντας να τον αγκαλιάσει την στιγμή που εκείνος ανεβοκατέβαζε συνεχόμενα το πόμολο της πόρτας. «Εδώ είναι αυτό που ψάχνεις», του είπε προβάλοντας το στήθος της, όπου είχε κρύψει το κλειδί. «Είσαι τρελή, δεν είναι δυνατόν να το ζω αυτό», «Θα είναι το μυστικό μας», τον διαβεβαίωσε. Εκείνος, ταρακουνώντας την πόρτα, την έσπασε και πετάχτηκε έξω σαν το θήραμα που θέλει να ξεφύγει απ΄τον θηρευτή του.

Οι μέρες περνούσαν και ο Τάσος απέφευγε να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με την Ειρήνη. Στα ξαφνικά μετά από λίγο καιρό, με πρόφαση πως ήθελε να ανοίξει το δικό του ζαχαροπλαστείο, ο Τάσος πούλησε το μερίδιό του στον Γιώργο με την συμφωνία να συνεχίσει να τον τροφοδοτεί με τα προϊόντα του. Ο Γιώργος ήταν στεναχωρημένος γι΄αυτό το χωρισμό και ο Τάσος, σφραγισμένος τάφος, κουβέντα δεν του΄παιρνες για το λόγο που έφυγε. Η απάντησή του ίδια «Αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να κάνουμε κάτι δικό μας». Ο Τάσος συνέχισε να τροφοδοτεί τον Γιώργο με το ανάρπαστο παγωτό και το γλασερό ρυζόγαλό του. Η συμφωνία, συμφωνία. Τα καλύτερα προϊόντα για το φίλο του, μέχρι τη μέρα που βρέθηκε στο παγωτό μία λιωμένη μύγα. Ευτυχώς την είδε ο Γιώργος τη στιγμή που πήγε να σερβίρει, το θεώρησε όμως τυχαίο γεγονός. Αυτό δυστυχώς επαναλήφθηκε. «Είδες, τώρα που χωρίσατε προσπαθεί να σε σαμποτάρει, σκάρτο το φιστίκι που σου δωσε», τον μπρίζωνε η Ειρήνη. Όταν όμως κάποια παλιά, ευτυχώς για καλή του τύχη, πελάτισσα του μαγαζιού, βρήκε μια τρίχα μες το γαλακτομπούρεκο, η σταγόνα του ποτηριού ξεχείλισε. Πήγε και βρήκε τον Τάσο, τού έκανε παράπονα τη στιγμή που εκείνος τον κοίταζε αποσβολωμένος. «Είναι ποτέ δυνατόν να σκέφτηκες ότι θα σου έκανα κακό;», τον ρώτησε έκπληκτος ο Τάσος. «Εμείς είμαστε φίλοι» συμπλήρωσε, «Τότε γιατί έφυγες;», «Έπρεπε», του απάντησε κοφτά γυρίζοντάς του την πλάτη. «Γιατί;», «Για το καλό όλων μας, γι ΄αυτό», «Δε σε καταλαβαίνω», «Δεν χρειάζεται να καταλάβεις», «Λοιπόν, θα σου αντικαταστήσω το παγωτό και το γλυκό, αλλά να ξέρεις πως τα προϊόντα έφυγαν πεντακάθαρα από μένα». 

 

Η Ειρήνη επισκέφτηκε δήθεν τυχαία την Μαρίνα και άφησε να εννοηθεί, μέσες άκρες, πως ο Τάσος ετοιμαζόταν να την απατήσει μαζί της. Την έπεισε,  πως ο Τάσος αναγκάστηκε, σαν αντίδραση, να ανοίξει καινούργιο μαγαζί μακριά της, γιατί εκείνη δεν ενέδωσε στις προθέσεις του. Η Μαρίνα δυστυχώς πίστεψε την Ειρήνη και όχι τον άντρα της που  έδινε το λόγο του πως ήταν αθώος. Είχε δηλητηριαστεί η καρδιά της από ψέμα και ανασφάλεια. Θεωρούσε πως τις ώρες που εκείνος έμενε πίσω στο μαγαζί, τις περνούσε πολιορκώντας την Ειρήνη. Χώρισαν. Η Μαρίνα διορίστηκε στη Χαλκιδική και έφυγε και απ΄το χωριό. «Φαινόταν το πράγμα πως θα χώριζαν, από μακριά, άλλος τύπος γυναίκας έκανε για τον Τάσο», σχολίαζε το χωρισμό τους στον άντρα της. «Τι λες, μια χαρά κοπέλα ήταν η Μαρίνα, απορώ πως χώρισαν, τόσο αγαπημένο ζευγάρι», προβληματιζόταν ο Γιώργος. Κάποια νέα έντομα στο παγωτό ήταν η αιτία ο Γιώργος να ζητήσει ξανά το λόγο απ΄τον Τάσο. «Ως εδώ και μη παρέκει, φέρτα εδώ, δεν σου ξαναδίνω τίποτα, αλλά να ξέρεις πως δεν είμαι εγώ υπεύθυνος για όλα αυτά», «Και ποιος είναι», «Να ψάξεις να τον βρεις». Ψύλλοι στ΄αυτιά του Γιώργου τον οδήγησαν να παραφυλάει βράδια ολόκληρα σε μια εσοχή μεταξύ τοίχου και πήχτρας λίγο παραπέρα από τον καταψύκτη. Ένα βράδυ, μια σκια στο σκοτάδι άνοιξε το καπάκι του καταψύκτη και όταν το κατέβασε ήρθε αντιμέτωπη με το Γιώργο «ΕΣΥ;», «Δεν …», «Πάψε τα παραμύθια», την έκοψε, χτυπώντας με δύναμη το καπάκι. «ΝΑΙ ΕΓΩ, επιτέλους, δεν άντεχα να σας βλέπω όλους ευτυχισμένους, δυο φίλοι απ΄τα παλιά, ας γελάσω, κι εκείνος να γίνεται κάθε μέρα και πιο δυνατός από σένα κι εσύ να μην παίρνεις χαμπάρι, και να χαίρεσαι με την προοδό του, εσύ με οδήγησες στην αγκαλιά του, όλη την ώρα τον παίνευες, τον πρόσεξα, τον λαχτάρησα, του ρίχτηκα, ναι του ρίχτηκα κι εκείνος με απαρνήθηκε γι΄αυτή την ηλίθια, γι΄αυτή την αριστούχο της αρχιτεκτονικής, που πίστεψε εμένα και όχι τον άντρα της», «Τώρα εξηγούνται όλα, η σπασμένη πόρτα, το φευγιό του απ΄την επιχείρηση, όλα.  Εσύ φταις. Εσύ τους χώρισες, βρώμα» τη χαστούκισε με όλη του τη δύναμη. Ξέσπασε πάνω της όλα τα γιατί και τις εξηγήσεις τους. Παραπατώντας εκείνη, λες και είχε καταληφθεί από μανία άρχισε να γελάει, να γελάει, να λύνονται τα γόνατά της, να κάθεται στο έδαφος και να συνεχίζει να γελάει, προβάλοντας τον δείκτη του χεριού της προς το πρόσωπό του. Ο άντρας της  έστεκε από πάνω της, κοκκαλωμένος και ανέκφραστος, με τα χέρια λυμένα να την κοιτάζει.

 Με πήρε τηλέφωνο, μεσάνυχτα, μου είπε να έρθω να την μαζέψω. Τα πόδια μου έγιναν φτερά στις πλάτες μου μέχρι να βρεθώ κοντά της. Τώρα είμαι κάθε μέρα πλάι της, απ΄το πρωϊ ως το βράδυ και ελπίζω να γρήγορα γίνει καλά. Θα γίνει; Μάνα είμαι κι ανησυχώ.

  

ΤΟ ΘΕΡΙΟ

Όταν στεκόταν στην πόρτα του καφενείου, ο ίσκιος του σκίαζε τα πρόσωπα όσων βρίσκονταν εκεί. Τα ατίθασα μέχρι τους ώμους μαλλιά του, οι ξέσκεποι γυμνασμένοι ώμοι του και το ευθυτενές παράστημά του, δεν θύμιζαν άντρα εβδομήντα πέντε ετών. Ήταν αθλητής στα νιάτα του. Είχε περάσει από ποδόσφαιρο, στίβο, πάλη και κολύμπι. Κάθε μέρα, ειδικά από τότε που έχασε τη γυναίκα του, απ΄το πρωί ως το βράδυ προπόνηση και κολύμπι η ζωή του.  Τρεις προπονήσεις την ημέρα, μια ζωή σε πρόγραμμα. Τις ώρες που δεν αθλούταν τις περνούσε στο καφενείο ή στο χωράφι του με τις ελιές του, τα ζαρζαβατικά του και τις κότες του. Σε συνδυασμό με τη λιτή διατροφή του, όποιος τον έβλεπε θεωρούσε, πως είχε να κάνει μ΄έναν άνθρωπο μετρημένο και πειθαρχημένο.

Θεωρητικά έτσι έδειχνε, πρακτικά όμως ήταν η μέρα με τη νύχτα. Στεκόταν πάντα στην πόρτα του καφενείου με τα πόδια παράλληλα σαν τους καουμπόϊδες πριν τη μάχη. Έλεγχε πρόσωπα και νεύματα και καθόταν πάντα σε συγκεκριμένο τραπέζι, το τραπέζι του, στο βάθος του καφενείου για να κόβει κίνηση, πάντα με την πλάτη στον τοίχο,. Αν ήμουν μαζί του, όλο και γλιτώναμε κανένα καυγά. Εκτελούσα χρέη πυροσβέστη. Τον δικαιολογούσα και τα συμβίβαζα τα πράγματα. Αν  έλειπα σε καμμιά δουλειά, όλο και κάποια μύτη άνοιγε, όλο και κανένα μπουκάλι έσπαζε σε κάποιο κεφάλι που έτρεχε για ράμματα στο ιατρικό κέντρο. Για την αστυνομία το καφενείο ήταν άβατο. Λύναμε μόνοι τις υποθέσεις μας. Έτσι κι άλλιως εκείνοι έτρεχαν να πιάσουν κλέφτες κι εγκληματίες, με μας τα παππούδια θα ασχολούνταν όλη την ώρα. Δεν προλάβαιναν. Έτσι ο Άρης όποτε του καθόταν καμμιά ευκαιρία, έκανε καμμιά λαβή κι έσπαζε καμμιά μύτη. 

Παρεξηγούταν με το παραμικρό. Δεν ήταν να υποστηρίξει κάποιος αντίθετη ομάδα απ΄τη δική του, τον πέταγε έξω απ΄το καφενείο σηκωτό. Μια μέρα, μια κουβέντα πήγε να πει και ο καφετζής και παραλίγο κι αυτός να φάει χώμα. Έκανε πίσω, ζήτησε συγνώμη, έβαλα κι εγώ όλη μου τη διπλωματία και ηρέμησε κι ο Άρης. 

Στις προεκλογικές εκστρατείες να δείτε τι γινόταν. Κανείς δε δήλωνε φανερά την υποστήριξή του σε κόμμα αντίθετο απ΄του Άρη. Πρηζόταν το κεφάλι του, διογκώνονταν οι φλέβες στο λαιμό του κι έβγαζε κάτι τραχιές κραυγές που τάραζαν τα σωθικά όλων. Όταν τον έβλεπαν κάποιοι έτοιμο να εκραγεί, πλήρωναν άρον άρον αφήνοντας τον καφέ τους στο φλιτζάνι και γίνονταν καπνός.

Οι ιδέες του, τις περισσότερες φορές, παράλογες και είχε και την απαίτηση να συμφωνούν όλοι μ΄αυτές. Η γυναίκα γι ΄αυτόν, ήταν ένα είδος δούλας, νοικοκυρά και έγκλειστη στο σπίτι, να ικανοποιεί το κάθε του καπρίτσιο. Γι ΄αυτό  μαράζωσε και η γυναίκα του. Έσκασε απ΄τον καημό της. Εκείνος, δεν χάλαγε τη ζαχαρένια του, όλο και κάποια σπίτωνε σε καμμιά γκαρσονιέρα ανα τακτά χρονικά διαστήματα. «Κι αυτή την είχα, κι αυτή», καμάρωνε και κορδωνόταν στην παρέα σαν πέρναγε καμμιά γυναίκα μπροστά απ΄το καφενείο. Τα ΄κανε αυτά, αλλά τα παραφούσκωνε κιόλας. 

Για παιδιά ούτε λόγος. Τα θεωρούσε βάρος και αιτία σκλαβιάς. Γι ΄αυτό και δεν έκανε παιδιά.  Αναρωτιόταν πολλοί, πώς και τον πήρε  εκείνη η ευλογημένη. Φτωχή κοπέλα από το διπλανό χωριό,  αγνή και όμορφη στην όψη, τού την προξένεψαν. Εκείνη θαμπώθηκε από την ομορφιά του, είπε το ναι και το πλήρωσε ακριβά, με την ζωή της.

Σαν μπαρούτι άναβε συνεχώς κι μάλιστα από μηδαμινές αφορμές. Τις προάλλες απ΄τις λιγοστές φορές που πήγαινε στην εκκλησία παραλίγο να πιάσει τον παπα Θόδωρο απ΄τα γένια για το λιβάνι που άναβε. «Μας ντούχνιασες εδώ μέσα, θα λυποθυμήσουμε», του΄πε μια Κυριακή γυρίζοντάς του την πλάτη κατευθυνόμενος στην εξώπορτα. Που να ξερε πως ο παπα Θόδωρος τον λιβάνιζε μπας κι έβγαινε από μέσα του το θεριό που τον βασάνιζε και του κατέτρωγε τα σωθικά. 

Την μεγαλύτερη τρέλα όμως την είχε με το χωράφι του. Έτσι κι έπεφτε νερό απ΄τον γείτονα και λίμναζαν τα παρτέρια του, το πρόσωπό του φούσκωνε, τα μάτια του κινούνταν άτακτα, η αναπνοή του γίνονταν γρήγορη και η γλώσσα του τσάκιζε κόκκαλα. Εκείνος ο γείτονας, τόσα χρόνια γείτονες, από συγνώμη σε συγνώμη τον πήγαινε για να αποφύγει το ξέσπασμά του. Μετά, όταν ηρεμούσε μετάνιωνε, αλλά τι να το κάνεις, άντε να μαζέψει όλα τα λόγια που είχε πει. Μεγαλώσαμε μαζί, από μικρός ήταν έτσι, μια μέρα στα καλά καθούμενα, μια γάτα έκανε το λάθος να μπει στο δωμάτιό του, αποτέλεσμα, να την κάψει ζωντανή. Δεν χαριζόταν ούτε σε ανθρώπους, ούτε σε ζώα, μόνο τις κότες του είχε καμάρι. Αυτές και το χωράφι του ήταν όλη του η ζωή. Αυτές και κανένα άλλο ζώο, ούτε καν τα αρνάκια του γείτονα, που μια μέρα βρήκαν ένα άνοιγμα στο φράχτη και πέρασαν στο χωράφι του να βοσκήσουν. Έγινε χαμός. Άρχισε να πετάει στο γείτονά του κάτι τενεκέδες που βρήκε μπροστά του, παραλίγο ο ένας απ΄αυτούς να τον πετύχει στο κεφάλι. Χίλιες συγνώμες ζήτησε ο άνθρωπος, αλλά, έπρεπε να μπω στη μέση για να ηρεμήσω τον Άρη μην και τον έπιανε στα χέρια του. 

Με τα πολλά και τα λίγα, τόσα χρόνια δεν άντεξε άλλο ο γείτονας και αποφάσισε κάποια στιγμή να χτίσει μια μάντρα ψηλή για να μην τον βλέπει. Το τσιμέντο όμως το έριξε κολλητά στο φράχτη του Άρη. Είχε το δικαίωμα βάσει νόμου, αλλά θα μπορούσε πάλι βάσει νόμου να αφήσει δυο μέτρα πρασιά, για αέρα. Δεν το έκανε. «Πρέπει ν΄αφήσεις πρασιά», του είπε ο Άρης μια μέρα όταν το πήρε χαμπάρι, υψώνοντας τη φωνή του. «Χωράφι μου είναι, θα κάνω ό,τι θέλω», του απάντησε κι εκείνος αγανακτισμένος με την όλη τη συμπεριφορά του Άρη. «Τ΄ακούς τι σου λέω, θ΄αφήσεις πρασιά», του ξανάπε ο Άρης, έτοιμος να εκραγεί. «Βρε άι παράτα με», έκανε ο γείτονας γυρίζοντάς του την πλάτη. Το μυαλό του θόλωσε σαν να το΄χε περικυκλώσει ομίχλη, η λογική του κλείδωσε και η οργή  όπλισε το χέρι του, πέρασε μέσα απ΄το φτυάρι που κρατούσε και έπεσε στο κεφάλι του γείτονα. Έπεσε κάτω, με το αίμα να ΄χει σχηματίσει λίμνη γύρω του. Ο Άρης έστεκε από πάνω του και τον κοίταζε με φρύδια συμπτυγμένα και χείλη σφιχτά. Στηριζόμενος στο φτυάρι με το ένα του χέρι, έτριψε τον αυχένα του με το άλλο. Κοιτάζοντας τριγύρω, έπιασε τον γείτονά του απ΄τα μπατζάκια και τον έσυρε στο πίσω μέρος του κοτετσιού. Έσκαψε ένα λάκο και τον έθαψε. Το αίμα το σκέπασε με χώμα και κάλεσε την αστυνομία να δηλώσει την εξαφάνιση του γείτονα. «Έχω μέρες να τον δω και ανησυχώ», προφασίστηκε. Μόνος στη ζωή ο γείτονας, ποιος να νοιαστεί και ποιος να τον ψάξει, ο Άρης μόνο, ο γείτονάς του, ποιος άλλος. Κυκλοφόρησε το νέο από στόμα σε στόμα και πολλοί τότε αναθεώρησαν τα συναισθήματά τους για τον χαρακτήρα του Άρη, μέχρι την ημέρα που κάποιος πραματευτής, που πουλούσε κοτοπουλάκια, πέρασε έξω απ΄το χωράφι του Άρη. Τού έκανε εντύπωση που όλες οι κότες αντί να βόσκουν ανεξάρτητα η μία απ΄την άλλη ή να σιτίζονται μέσα στο κοτέτσι, εκείνες ήταν μαζεμένες όλες μαζί και σκάλιζαν με τα πόδια τους και τα ράμφη τους το χώμα σ΄ένα συγκεκριμένο σημείο. Ήξερε ο έμπορος πότε οι κότες αντιδρούσαν κατ΄αυτόν τον τρόπο. Αυτό συνέβαινε  μόνο όταν με τους ειδικούς αισθητήρες που υπάρχουν στα ράμφη τους εντόπιζαν αναπτυγμένα βακτήρια σε σαπισμένο σώμα. Οι αγαπημένες του κότες, τον πρόδωσαν. 

Η αστυνομία ήρθε στο καφενείο. Του πέρασαν χειροπέδες. Τα πόδια του τώρα σέρνονταν, γύρισε με κοίταξε και κατέβασε το κεφάλι.

 

 

ΞΥΠΝΑ

-Τώρα σοβαρά; Αυτό θα γίνεται κάθε φορά;

-Πιο σιγά, το κεφάλι μου πάει να σπάσει.

-Αφού δεν αφήσατε σφηνάκι για σφηνάκι,  χθες.

-Στα πρόλαβαν;

-Αυτό σε νοιάζει; Το ότι κάθε φορά μόνο εγώ έρχομαι και σε μαζεύω, δε σε νοιάζει;

-Έτσι κάνουν οι καλοί φίλοι.

- Οι καλοί φίλοι ακούνε και σκέφτονται και το φίλο τους όμως. Αφού δεν το σηκώνεις το ποτό, τι θες και πίνεις; Τι θα πω πάλι στους γονείς σου; Οι άνθρωποι σ΄έστειλαν για να σπουδάσεις και όχι να τους πεθάνεις.

-Έλα μωρέ τώρα, το κάνεις θέμα.

-Το κάνω θέμα, γιατί πάλι δεν σ΄έβρισκε το πρωί η μάνα σου και πήρε εμένα. Τι να της έλεγα, είναι το νοσοκομείο και είναι καλά;

-Εντάξει τώρα, να έβρισκες καμμιά δικαιολογία. 

- Πόσες δικαιολογίες, τις έχω εξαντλήσει όλες.

-Σου έχω εμπιστοσύνη.

-Κάνουμε και πλακίτσα;

-Έλα ρε συ, έχω τον πόνο μου έχω κι εσένα.

- Πάρη, σοβαρέψου επιτέλους. Δεν μπορούμε να τρέχουμε όλοι πίσω σου. Τους καταλαβαίνω, έναν σε έχουν και δεν σου χαλάνε κανένα χατήρι. Τι θέλει ο Πάρης, αυτοκίνητο; Αυτοκίνητο τελευταίας τεχνολογίας, τι θέλει ο Πάρης σπίτι, διαμέρισμα με όλα τα κομφόρ. Ρε φίλε δε σέβεσαι τίποτα. Κοιτάζουν οι άνθρωποι να σου παρέχουν τα πάντα κι εσύ δεν εκτιμάς τίποτα.

-Ξέρεις πως με τη φλυαρία σου, με πονάει το στομάχι;

-Το στομάχι σε πονάει απ΄τα ποτάκια που κατεβάσατε χθες, όχι απ΄τη φλυαρία μου. 

-Θα σταματήσεις τώρα; Τι θες ν΄ακούσεις ότι έχεις δίκιο, αυτό;

-Θέλω να μου υποσχεθείς πως θα βάλεις μυαλό.

-Έχω μυαλό.

-Α ναι,  βάζω στοίχημα λοιπόν πως χθες δεν ξέρεις που ξημερώθηκες ή ξέρεις;

- Πως δεν ξέρω, ξημερώθηκα εκεί που ήρθες και με πήρες.

-Κατάλαβα, αν δεν μ΄είχες πρώτο στις επαφές, θα πέθαινες κακομοίρη μου εκεί που σε άφησαν. Σε μια γκαρσονιέρα ήρθα και σε μάζεψα, μισόγυμνο ανάμεσα σε μπουκάλια και εσώρουχα. Τι έγινε ρε φίλε χθες βράδυ;

- Ούτε που θυμάμαι.

-Δεν ξέρω Πάρη, ανησυχώ για σένα. Πίνεις και δεν ξέρεις τι κάνεις. Παίρνεις κι εκείνα τα χάπια. Το ξέρεις πως δεν πρέπει να πίνεις άμα παίρνεις φαρμακευτική αγωγή;

-Αυτά θα λέμε τώρα;

-Αυτά και ακόμα δεν άρχισα.

-Για το άγχος είναι τα χάπια.

-Ναι έχεις άγχος εσύ; Τι άγχος έχεις ρε φίλε; Που έχεις στρωμένη δουλειά; Που δόξα το Θεό ό, τι θες το έχεις;

- Ε, έχω άγχος, δεν μπορώ να κοιμηθώ, δεν θέλω να κάνω τίποτα, δεν έχω όρεξη για τίποτα…Αν δεν πιω δεν φτιάχνει η διάθεσή μου…

-Ωραία, θα πέσουμε τώρα και στην κατάθλιψη, αυτό μας έλειπε, αν και πολύ φοβάμαι πως με τόσο οινόπνευμα μέσα σου, δεν θ΄αργήσει να γίνει κι αυτό.

-Τι εννοείς;

-Τι εννοώ ρε φίλε, το οινόπνευμα θα σε καταστρέψει, από συκώτι και καρδιά μέχρι ψυχιατρείο μπορεί  σε στείλει.

- Κάτσε να βγω από δω μέσα και θα δούμε.

- Όχι θα δούμε, αυτή τη φορά τα μέτρα θα είναι δραστικά.

-Τι εννοείς;

- Θα σου πω, αλλά να ξέρεις, αυτή η φορά, τελεσίγραφο.

-Με απειλείς;

-Πάρτο όπως θες. 

-Για λέγε, αλλά πιο σιγά γιατί τ΄αυτιά μου βουίζουν.

-Με το που βγαίνεις, έρχεσαι μαζί μου για δουλειά.

-Τιιι; Εγώ δεν έχω δουλέψει ποτέ στη ζωή μου.

-Ακριβώς, καιρός σου είναι. Για να μπορείς αύριο μεθαύριο να διευθύνεις την επιχείρηση του πατέρα σου, μην την πας για φούντο.

-Πόσες ώρες;

-Κανονικά οχτάωρο σπαστό, σε εστιατόριο.

-Καλά θα δούμε, δεν είμαι εγώ για τέτοια…

-Για τι είσαι συ, για άλλα; Λοιπόν ξέχνα τα άλλα. Όλα με μέτρο από δω και πέρα. Και κοίτα, τα βράδια μετά τη δουλειά, θα΄ρχεσαι μαζί μου. Μοιράζουμε τα φαγητά που έχουν ξεμείνει σε άστεγους της περιοχής. Το αφεντικό θέλει να μας πληρώσει, αλλά όλο το προσωπικό το κάνουμε εθελοντικά. Το αξίζει τ΄αφεντικό μας, τ΄αξίζουν κι άνθρωποι αυτοί. Να δεις με πόση ευγνωμοσύνη μας κοιτούν και πόσες ευχές μας δίνουν για ένα πιάτο φαΐ. Γεμίζει η καρδιά σου  φίλε, γεμίζει η καρδιά σου τόσο, που δεν υπάρχει χώρος για χάπια και οινόπνευμα, κατάλαβες;

-Θα δούμε…

-Ακριβώς, θα δεις και θα δω …γιατί η αναισθησία φίλε μου και η τεμπελιά, μ΄ εμένα δεν ταιριάζουν.

 ΤΕΛΟΣ

 

 

 Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Η Ευθυμία Κ.  Μυλωνά είναι Εκπαιδευτικός Φυσικής Αγωγής στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.

Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας στη Δημιουργική Γραφή. Ασχολείται με την συγγραφή παιδικών παραμυθιών τα οποία έχουν δημοσιευθεί διαδικτυακά στον σύνδεσμο:

https://www.youtube.com/@paramythiameeythymia/videos?view=0&sort=dd&shelf_id=1

Πολλά διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ηλεκτρονικά και έντυπα.

Είναι παντρεμένη με τον επίσης Εκπαιδευτικό Φυσικής Αγωγής Νίκο Γ. Πλέα και έχουν τρία παιδιά, την Φωτεινή, την Χρυσούλα και τον Γιώργο. 

Η Ευθυμία Μυλωνά με τις δύο κούκλες που ...

Η Ευθυμία Μυλωνά με τις δύο κούκλες που τις έφτιαξε η ίδια. Είναι ο Γανέλος και ο Αυτίλας, οι ήρωες που είχε δημιουργήσει και ονομάσει με τον αδερφό της, όταν ήταν παιδιά (δημοτικού)

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Culture