Η πόλη μετετράπη σε αθλητικό εργοτάξιο!
Κατά γενική ομολογία, οι Α' Διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, το 1896 στο Καλλιμάρμαρο Παναθηναϊκό Στάδιο, στέφθηκαν από πλήρη επιτυχία, αν και δεν έλειψαν τα αρνητικά σχόλια.
Η απήχηση των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν τεράστια, όπως σωστά περιέγραψε ο τότε πρόεδρος του «Πανελληνίου Γ.Σ.» Σπυρ. Λάμπρος τις εκδηλώσεις του κόσμου μετά την λήξη των αγώνων: «...Και ολίγας μόνον ημέρας μετά το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων η απήχησις αυτών ήτο αισθητή ου μόνον εν τοις γυμναστηρίοις, άτινα έβριθον ανδρών και παίδων γυμναζομένων, αλλά και εν αυταίς ταις αγυιαίς των Αθηνών, αυταίς ταις ρύμαις των χωρίων, όπου απανταχού πάντες μετεβάλλοντο αυτοσχεδίως και εναλλάξ εις προχείρους αθλητάς και θεατάς Ολυμπιακών Αγώνων εν μικρογραφία.
Οι πλατείες και οι δρόμοι των πόλεων, ακόμα και τα σοκάκια ή τα πλατώματα των χωριών, αμέσως μετά το τέλος της Ολυμπιάδας, μετατράπηκαν σε «στάδια» με αυτοσχέδιους αθλητές και ειδικότερα με επίδοξους Μαραθωνοδρόμους. Η περίφημη νίκη του Σπύρου Λούη είχε εξάψει τη φαντασία εκατοντάδων νέων, που, ονειρευόμενοι τη δόξα του, αναζητούσαν ευκαιρίες για την κατάκτηση της. Την επικρατούσα κατάσταση δεν μπορούσε παρά να σατιρίσει ο Γ. Σουρής, ο οποίος, λίγες ημέρες αργότερα, έγραφε:
«Κοιτάζω κορδωμένο, με
τρόπαια στους ώμους, κάθε
κατσικοκλέφτη. Βλέπω τον
έναν και τον άλλον να
πηλαλά στους δρόμους, σαν
να ' χη πίσω νέφτι.
Τρέχω κι εγώ μαζί των, με
στήθος μόλις πνέον και μια
φωνή μου λέει: Μούρλια και
των γονέων...»
Για την ραγδαία εξάπλωση του αθλητικού πνεύματος, ως συνέπεια της απήχησης της Α' Ολυμπιάδας, αλλά και για τα προσδοκώμενα από αυτή την αυθόρμητη αθλητική έκρηξη, περιέγραψε με πληρότητα ο Γ. Βώκος: «...Αι αμέσως μετά τους αγώνας ημέραι επαρουσίασαν το φαινόμενον όλης της ελληνικής νεολαίας γυμναζομένης. Η αρχαία παράδοσις δεν ανέζησεν εκζητηθείσα, αλλ' αυτομάτως θα έλεγε κανείς. Δεν ήτο καν ανάγκη να επικαλεσθώμεν την επιφοίτησιν του αρχαίου πνεύματος, το οποίον μετά τόσης ποιητικής εξάρσεως επεκαλέσθη ο ποιητής (σ.σ. Κωστής Παλαμάς). Μόνον επέπνευσε και ανερρίπισε και εξυγίανε τα τέλματα της χώρας.
Τα γυμναστήρια τα τέως ερημωμένα επληρώθησαν αθλητών. Νέα τοιαύτα ιδρύονται πανταχού του κράτους. Απόστολοι φεύγουν εντεύθεν προς την υπόδουλον χώραν ν' ανεγείρουν και εκεί παρόμοια τεμένη αθλητισμού. Η νεολαία των σχολείων εύρε μίαν ευγενεστέραν απασχόλησιν και η μεταβολή του εκπαιδευτικού συστήματος θα επέλθη ούτως αφ' εαυτής. Τα παιδιά των δρόμων εσυστηματοποίησαν τας αθλητικάς παιδιάς. Αγώνες ανεπίσημοι καθ' εκάστην διοργανούνται. Τους αυτοσχεδίους τούτους δρομείς και τους άλτας και τους σφαιροβόλους νέα Γυμνάσια θα περιμαζεύσουν αύριον και ο αθλητισμός θα προσλάβη βαθμηδόν την τελείαν, την ιδεώδη μορφήν του...».
Πιο παραστατικά και με χιουμοριστική διάθεση, ο αθηναϊκός Τύπος της εποχής έγραφε : «...Οριστικώς, χωρίς φόβον να διαψευσθή, δύναται τις να είπη τας Αθήνας μας εν μέγα Στάδιον από των ημερών των Ολυμπιακών Αγώνων. Στίβος είναι αι μεγάλαι και μικραί οδοί της. Κερκίδες αι διάφοροι συνοικίαι της. θεαταί οι κάτοικοι της. Ελλανοδίκαι οι διοριζόμενοι υπό των αυτοσχεδίων αθλητών. Αθληταί δε όσοι θέλετε εις την Πλάκα, εις την Νεάπολιν, εις του Ψυρρή, εις την οδόν Ερμού, εις την Ομόνοιαν, εις το Σύνταγμα, εις το Ζάππειον, εις τας εξοχάς... Αστείον είναι το θέαμα, όταν ως διάττοντες οι δρομείς διασχίζουν ταύτην ή εκείνην την οδόν. Οι περίεργοι συνάζονται δια να τους ίδουν, ενώ αυτοί χάνονται τρέχοντες. Πόθεν εκκινούν και που πηγαίνουν συνήθως παραμένει άγνωστον...».
Εκτός, όμως, των διθυραμβικών και σατιρικών σχολίων, υπήρξαν και νηφάλιες φωνές, που προέτρεπαν σε αυτοσυγκράτηση του ενθουσιασμού, για να μην παραποιηθεί το αθλητικό ιδεώδες. Μία από αυτές τις φωνές ήταν του Χ. Τσούντα, ο οποίος, μεταξύ άλλων, έγραφε:
«...Προς τούτοις ας ευχηθώμεν όπως το πνεύμα τούτο, το οποίον αρέσκεται εις σώματα όσον το δυνατόν τελειότερα, προφυλάσση ημάς από υπερβολών και παρεκτροπών και από της θεοποιήσεως τούτου ή εκείνου του αγωνίσματος προς ζημίαν των άλλων, διότι ούτω σκάπτομεν τον λάκκον της ευγενούς αθλητικής και παρασκευάζομεν δια το μέλλον αθλητάς κατ' επάγγελμα...».
Εξεταζόμενη, ωστόσο η Α' Ολυμπιάδα από αγωνιστικής απόψεως, η επιτυχία της ήταν κατώτερη των προσδοκιών, γιατί «...είναι αλήθεια πως δεν ήταν εντυπωσιακές οι επιδόσεις που επιτεύχθηκαν στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι παγκόσμιες επιδόσεις της εποχής εκείνης ήταν πολύ καλύτερες...», όπως αναφέρει ο Οτο Σίμιτσεκ.
Πριν, όμως, εξαχθούν συμπεράσματα, «...είναι ανάγκη να τονιστή ότι το σχήμα του αρχαίου σταδίου δεν βοηθούσε στην επίτευξη επιδόσεων, κυρίως στους δρόμους, εξαιτίας της πολύ περιορισμένης καμπής και της κατά 1,90μ. υψομετρικής διαφοράς του στίβου μεταξύ των προπυλαίων και της σφενδόνης. Επιπλέον, μόλις είχε διαμορφωθή ο στίβος και το έδαφος δεν ήταν ακόμη αρκετά στερεό, ώστε να επιτύχουν οι δρομείς τη μεγίστη απόδοση τους. Η κατασκευή όμως του αρχαίου σταδίου (σ.σ. Παναθηναϊκό) με περιορισμένες καμπύλες ήταν σκόπιμη. Οι αρχαίοι δεν ενδιαφέρονταν για τις επιδόσεις, αλλά γι' αυτό καθαυτό τον έντονο ανταγωνισμό. Οι περιορισμένες λοιπόν καμπύλες έδιναν την ευκαιρία στους θεατές να βρίσκωνται κοντά στους αγωνιζόμενους αθλητές, να αισθάνωνται την προσπάθεια τους, να συμπάσχουν μαζί τους...».
Παρ' όλα αυτά, οι επιδόσεις των Ολυμπιονικών «...σε μερικά αγωνίσματα πλησίασαν τα αναγνωρισμένα παγκόσμια ρεκόρ, ενώ στη δισκοβολία ο Γκάρετ με ρίψη 29.15μ. ξεπέρασε το Παγκόσμιο ρεκόρ κατά 20 εκατοστά του μέτρου...». Επίσης, μεγάλη επιτυχία της Α' Ολυμπιάδας, ως καθοριστικής σημασίας καινοτομία της, ήταν η διεξαγωγή - κατά πρώτη φορά - του Μαραθώνιου Δρόμου, μετά από πρόταση του Γάλλου λόγιου και φιλέλληνα Michel Breal, που πρόσφερε και το ειδικό γι' αυτό το αγώνισμα έπαθλο.
Το νέο αγώνισμα, γιατί παρόμοιο δεν υπήρχε κατά την αρχαιότητα, στηριζόταν και αναβίωνε τη θρυλική παράδοση, την σχετική με τον αθηναίο οπλίτη που διάνυσε τρέχοντας την απόσταση από τον Μαραθώνα μέχρι την αγορά των Αθηνών, για να αναγγείλει - πριν ξεψυχήσει - τη νίκη κατά των Περσών. Το αγώνισμα αυτό «...έμελλε να αφήσει ανεξίτηλες μνήμες και να παραμείνει από τότε (σ.σ. το 1896) μέχρι σήμερα ένα από τα πιο δημοφιλή αγωνίσματα». Παράλληλα, όπως στους αγώνες της αρχαίας Ολυμπίας, στους οποίους ο αθλητής που ξεχώριζε έδινε το όνομα του στην Ολυμπιάδα, έτσι και στους Α' Ολυμπιακούς Αγώνες «...η προσωπικότητα που έλαμψε σαν άστρο, ολόκληρη περίοδο μετά τους αγώνες, ήταν ένας απλός βιοπαλαιστής από το Μαρούσι, ο Σπύρος Λούης, άγνωστος νεαρός ως τη στιγμή που έγινε ένδοξος χάρη στη νίκη του στον μαραθώνιο δρόμο...».
Η μεγαλύτερη, όμως, επιτυχία της Α' Ολυμπιάδας βρισκόταν στο γεγονός ότι τα θετικά αποτελέσματα της απέδειξαν την βιωσιμότητα του Διεθνούς Θεσμού, που επιχείρησε τα πρώτα βήματα του στην Αθήνα.
Γιατί, από πολλές χώρες, είχε αμφισβητηθεί η σκοπιμότητα των αγώνων και η δυνατότητα να οργανωθούν με επιτυχία. Ετσι, στην περίπτωση που «...η διοργάνωση του 1896 αποτύγχανε, θα ήταν αμφίβολη η επιβίωση του θεσμού των διεθνών ολυμπιάδων...». Πολύ σωστά ο Σίμιτσεκ συμπεραίνει: «...Η επιτυχία της Ολυμπιάδας του 1896 δεν οφειλόταν στην τελειότητα της οργανώσεως ή στις επιδόσεις των αθλητών. Αυτό που ανεξάλειπτα την σφράγισε ήταν ο άδολος ενθουσιασμός και η φρενίτιδα του ελληνικού λαού, για τον οποίο το δεκαήμερο Απριλίου αναβίωσε ιστορικό παρελθόν 2.500 χρόνων. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Αθήνα του 1896 έδωσε το λαμπρότερο ξεκίνημα στην ιστορία των σύγχρονων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων...».
Ο Παναχαϊκός ανακηρύσσει τον Σπύρο Λούη επίτιμο μέλος του (20 Απριλίου 1896)
ΑΘΛΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟ Η ΠΑΤΡΑ
Η επίδραση των Α' Ολυμπιακών Αγώνων στην πατραϊκή κοινωνία ήταν εντυπωσιακή. Οπως σε ολόκληρη τη χώρα έτσι και στην Πάτρα, μετά τη λήξη των Αγώνων, οργανώθηκαν αυτοσχέδιοι και μαζικοί λαϊκοί αγώνες σε δρόμους, πλατείες και χωριά. Μάλιστα, στην Πάτρα, όπως ανέφερε δημοσιογράφος, «...άδειασαν τα καφενεία και γέμισαν τα γυμναστήρια...», ενώ, κατά τα πρότυπα του Μαραθώνιου Δρόμου, οι Πατρινοί δημιούργησαν τον «Αχαϊκό Δρόμο» αντοχής 20 χιλιομέτρων.
Δύο ημέρες μετά την επιστροφή στην Πάτρα του Ολυμπιονίκη Νικ. Ανδριακόπουλου, την Κυριακή 7 Απριλίου, το κέντρο της πόλης μετατράπηκε σε ένα απέραντο στάδιο. Σε όλα τα κεντρικά σημεία της πόλης, αλλά και εκτός αυτών, διεξάγονταν διάφορα αθλήματα με τη συμμετοχή πλήθους θεατών. Συγκεκριμένα διεξήχθησαν αγώνες δρόμου μεταξύ των μικρών λούστρων, που οργάνωσαν οι σταφιδέμποροι θαμώνες του κοσμικού καφενείου «Λεσχίδιον», για να γίνει ο προσφιλής τότε «ντόρος». Αφετηρία και τερματισμός του αγώνα δρόμου ήταν η διασταύρωση των οδών Αγίου Νικολάου και Αγίου Ανδρέου, ενώ έπαθλο, για τον πρώτο νικητή, ήταν μία δραχμή και το δικαίωμα να εισπράττει μία δεκάρα -αντί μιάς πεντάρας που ήταν το αντίτιμο- για το στίλβωμα ενός ζευγαριού υποδημάτων. Επίσης, την ίδια ημέρα και στην οδό Κανακάρη, «...από τις δύο το μεσημέρι και για πολλές ώρες, τριάντα περίπου παιδιά συναγωνίζονταν στα άλματα εις μήκος, τριπλούν και απλούν... Την ίδια ώρα στην οδό Αγίου Νικολάου ένα θορυβώδες πλήθος παρακολουθούσε αγώνα σφαιροβολίας μεταξύ 50 νέων, με σφαίρα βάρους δυόμισι κιλών...Την ίδια μέρα στα Καντριάνικα (Σ.Σ. κοντά στην Αλεξιώτισσα) έγινε αγώνας λιθοβολίας μεταξύ ανδρών, στον οποίο μετείχε και ένας παπάς. Στη λιθοβολία επίσης αγωνίστηκαν στα Τσουκαλαίικα εκατό περίπου κάτοικοι του χωριού διαφόρων ηλικιών. Ο αγώνας άρχισε ενωρίς το πρωί και τελείωσε όταν νύχτωσε...».
Η διοργάνωση, όμως, που άφησε εποχή ήταν ο Αγώνας Δρόμου της άνω πόλης, οργανωτής του οποίου ήταν ο «επανωχωρίτης» ταβερνιάρης Παντελής Τάγκας. Ο αγώνας, στον οποίο έλαβαν μέρος είκοσι ξυπόλυτοι δρομείς, διεξήχθηκε στον δημόσιο δρόμο, από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου έως τον ατμόμυλο Λιάλιου (Περιβόλα, στην Πατρών - Κλάους), σε μια απόσταση οκτώ χιλιομέτρων. Πάνω από έξι χιλιάδες Πατρινοί, κατά τους υπολογισμούς των εφημερίδων της εποχής, παρακολούθησαν τον αγώνα, η προπαγάνδιση του οποίου είχε γίνει αρκετές ημέρες πριν τη διεξαγωγή του, με χειρόγραφες ανακοινώσεις που τοιχοκολλήθηκαν στα κεντρικά σημεία της πόλης. Νικητής, με χρόνο 28', είχε αναδειχθεί ο Αντώνιος Βούλτσος, την απόδοση του οποίου, όμως, κατέρριψε ο Δημοσθένης Καλοπόδης, με χρόνο 27, σε αγώνα δρόμου ίσης απόστασης που διοργανώθηκε στο Ρίο, στις 23 Απριλίου. Προηγουμένως, ωστόσο, είχαν επαναληφθεί στις 14 Απριλίου οι αγώνες δρόμου μεταξύ των μικρών λούστρων, καθώς επίσης είχε διεξαχθεί την ίδια ημέρα και ο αγώνας αντοχής δεκατεσσάρων χιλιομέτρων, από την Κάτω Αχαγιά έως το Μιντιλόγλι, με έπαθλο για το νικητή ένα αρνί και ένα μικρό χρηματικό ποσό.
Το μεγαλύτερο, ωστόσο, αθλητικό γεγονός -σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο- υπήρξε η διοργάνωση των ετήσιων αγώνων του «Παναχαϊκού Γ.Σ.», ο οποίος, προκειμένου να αμβλύνει τις εις βάρος του αρνητικές εντυπώσεις που προκλήθηκαν από την αποχή του από την Α' Ολυμπιάδα, προσέδωσε στους ετήσιους αγώνες του ευρύτερο χαρακτήρα. Προσκαλώντας σε αυτούς τα αθλητικά σωματεία των γειτονικών με την Πάτρα πόλεων, καθώς και του αθηναϊκούς Γυμναστικούς Συλλόγους, θέλησε ο «Π.Γ.Σ.» να προσδώσει στη διοργάνωση του χαρακτηριστικά περιφερειακών και όχι τοπικών αγώνων. Μάλιστα, μόλις δημοσιοποιήθηκαν οι προθέσεις του, διοργανώθηκαν στις 13 Μαΐου δοκιμαστικοί αγώνες δρόμου αντοχής, για την προετοιμασία των δρομέων, γιατί θα έπαιρναν μέρος και μη μέλη του. Παράλληλα, η πρωτοβουλία αυτή για την τέλεση δοκιμαστικών αγώνων, ώθησε τους Συλλόγους Αιγίου και Πύργου να διοργανώσουν αντίστοιχους αγώνες.
Στην Πάτρα διοργανώθηκε ο δοκιμαστικός αγώνας του «Αχαϊκού Δρόμου», με τη συμμετοχή επτά δρομέων, οι οποίοι έτρεξαν τη διαδρομή των 20 χλμ., από την Κάτω Αχαγιά έως την Πάτρα. Οι δρομείς αγωνίστηκαν, όπως έγραψαν οι εφημερίδες, «...γυμνόποδες και με λεπτήν περισκελίδαν...», ενώ, από τους επτά δρομείς, τερμάτισαν μόνο οι τέσσερις. Νικητής δε αναδείχθηκε, με χρόνο 1 ώρα και 25', ο Τρύφων Καλοπόδης.
Στο Αίγιο, ο «Γυμναστικός Σύλλογος - Στράτων» διοργάνωσε στις 14 Μαΐου -στην περιοχή Κουλούρα Αιγίου- δοκιμαστικό αγώνα δρόμου αντοχής 21 χλμ., στον οποίο έλαβαν μέρος δέκα δρομείς. Νικητής αναδείχθηκε, με χρόνο 1 ώρα και 40', ο γεωργός Χρ. Κωνσταντινόπουλος, ο οποίος είχε αγωνιστεί ως «φίλαθλος». Επίσης, ως «φίλαθλος» είχε αγωνιστεί και πρωτεύσει, στον Β' δοκιμαστικό αγώνα αντοχής 20 χλμ. που είχε διοργανωθεί στις 17 Μαΐου, ο αγρότης από τα Καλάβρυτα Ανδρέας Κούλης. Και στις δύο περιπτώσεις, η ταξική προέλευση των πρωταθλητών, αποδεικνύει, κατά πανηγυρικό τρόπο, την εξάπλωση του αθλητικού πνεύματος και στα αγροτικά κοινωνικά στρώματα του αχαϊκού πληθυσμού, που συντελέστηκε με την επίδραση των αποτελεσμάτων της Α' Ολυμπιάδας επί του συνόλου του ελληνικού λαού.
* Με στοιχεία από το βιβλίο του Κώστα Κοκοβίκα «Αχαΐα περί αθλητικού παρελθόντος»
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr