O Δημήτρης Στεφανάκης μιλά στο thebest για το νέο του βιβλίο «Πάντα η Αλεξάνδρεια» με το οποίο δίνει τη συνέχεια του εμβληματικού του μυθιστορήματος "Μέρες Αλεξάνδρειας", μέσα από ένα αυτόνομο την ίδια ώρα, βιβλίο
Οι εμβληματικές "Μέρες Αλεξάνδρειας" του Δημήτρη Στεφανάκη δεν πέρασαν ανεπιστρεπτί κι όχι μόνο γιατί σταθερά από το 2007 μέχρι σήμερα κερδίζουν νέους αναγνώστες, αλλά και γιατί η τελεία που είχε μπει σε αυτόν τον γοητευτικό και πολυπολιτισμικό κόσμο που έχτισε, αποδείχτηκε άνω.
Το πιο σπουδαίο ωστόσο είναι ότι όταν τις ξαναδιαβάζεις τόσα χρόνια μετά για να ξαναπιάσεις το νήμα, εξακολουθείς να γοητεύεσαι το ίδιο, αν όχι περισσότερο.
Οι "Μέρες Αλεξάνδρειας" επανεκδόθηκαν το καλοκαίρι με την προσθήκη μιας γέφυρας για τη συνέχεια.
Η συνέχεια δίνεται με το νέο του μυθιστόρημα «Πάντα η Αλεξάνδρεια» και ο συγγραφέας μιλά στο thebest.gr λίγο πριν την παρουσίαση στην Πάτρα στις 2 Δεκεμβρίου και θυμάται ότι τους τελευταίους μήνες που έγραφε τις "Μέρες" "κοιμόμουν ελάχιστα και συμπλήρωνα με δυο τρεις δεκάλεπτους ύπνους στη διάρκεια της ημέρας. Δεν έβγαινα καθόλου από το σπίτι και δεν απαντούσα στα τηλέφωνα"
Πάλι η Αλεξάνδρεια, «Πάντα η Αλεξάνδρεια». Πώς προέκυψε αυτό το συγγραφικό σίκουελ και τι βλέπουμε στο νέο βιβλίο, το οποίο μπορεί να διαβαστεί και αυτόνομα;
Είχα μείνει με την αίσθηση πως οι «Μέρες Αλεξάνδρειας» τελείωναν απότομα κι αυτό με βάραινε συγγραφικά. Στην τρίτη επανέκδοση σκέφτηκα αρχικά να πάω λίγο πιο κάτω την ιστορία με ένα επιπλέον κεφάλαιο σαν υστερόγραφο. Μπήκα όμως ξανά σε εκείνη την μοναδική ατμόσφαιρα της διετίας 2005-2007 μέσα στην οποία γράφτηκε το πρώτο μυθιστόρημά μου για την Αλεξάνδρεια. Δεν κατάλαβα πραγματικά για πότε το ένα και μοναδικό κεφάλαιο έγινε ένα δεύτερο και εντελώς ανεξάρτητο μυθιστόρημα. Απλά έγραφα υπακούοντας στην έμπνευση της στιγμής. Στο νέο βιβλίο ο κόσμος είναι διαφορετικός, η Αλεξάνδρεια που ξέραμε είναι άφαντη, οι ήρωες του πρώτου μυθιστορήματος ή έχουν πεθάνει ή έχουν σκορπίσει στη Μεσόγειο και στην Ευρώπη. Ακόμα και η εγγονή Δάφνη, η κληρονόμος, δεν είναι το άγουρο κορίτσι που εμφανίζεται στις «Μέρες». Γίνεται μια σύγχρονη Αντιγόνη έτοιμη να αντισταθεί στην αυθαιρεσία του νασερικού καθεστώτος. Η αφήγηση γίνεται ένα παράξενο κράμα, ανάμεσα στην αγωνία και στη νοσταλγία. Η πόλη ψυχορραγεί, οι άνθρωποι παραπαίουν, οι εξελίξεις είναι κατακλυσμιαίες, διασώζεται όμως αυτή η φωτεινή αίσθηση της ζωής, γιατί ακόμα και στην ακραία στιγμή μιας συμφοράς ο άνθρωπος βρίσκει διέξοδο.
Πώς ήταν η συγγραφική επιστροφή στις Μέρες Αλεξάνδρειας, που επανεκδόθηκαν το καλοκαίρι με τη «γέφυρα» για το νέο βιβλίο, που θα παρουσιαστεί και στην Πάτρα στις 2 Δεκεμβρίου; Από το 2007 έχουν αλλάξει πολλά… Tι και τι δεν ήθελες να κάνεις ως συγγραφέας, δεδομένου ότι αυτό το βιβλίο είναι σταθμός για σένα;
Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι ξαναδιαβάζοντάς το κατάλαβα γιατί αυτό το βιβλίο απασχόλησε και απασχολεί κοινό και κριτικούς. Κατάφερα να χτίσω εξαρχής ένα κόσμο με κάθε λεπτομέρεια, πράγμα που σήμερα σε ελάχιστα βιβλία θα συναντήσει κανείς. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα κι εγώ ο ίδιος να το κάνω ξανά – να συνδυάσω τόσα στοιχεία, τόσα πρόσωπα, τόσα επεισόδια. Απίστευτο μου φαίνεται!
Όταν το ξαναδιάβασες τι είπες; Σου άρεσε, υπήρχε κάτι που τώρα θα έκανες διαφορετικά; Πώς ήταν η συνάντηση με τους ήρωες;
Πέρα από το τέλος για το οποίο ήδη μίλησα, διαβάζοντας τις «Μέρες Αλεξάνδρειας» βρήκα σημεία τα οποία σήμερα θα τα έγραφα αλλιώς. Παρόλα αυτά δεν τόλμησα να πειράξω ούτε μια λέξη. Σε ένα βιβλίο που το έχουν διαβάσει συνολικά 100000 αναγνώστες σε Ελλάδα και Ευρώπη κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με συγγραφική αυτοκτονία. Από την άλλη υπάρχουν σημεία τα οποία όσες φορές και να τα ξανάγραφα ποτέ δεν θα γίνονταν καλύτερα.
Σε προσωπικό επίπεδο, γύρισες στην εποχή του τότε και πώς ήταν ο άνθρωπος Δημήτρης Στεφανάκης; Πώς ήταν;
Ήταν πιο νέος, με πιο ρωμαλέο μνημονικό, με μια μαξιμαλιστική άποψη για τη λογοτεχνία, περισσότερο φιλόδοξος, ένας συγγραφέας που είχε μόλις πατήσει με τα δύο πόδια στα τοπία της ωριμότητας. Αλλάζουμε, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.
Τι σε έκανε να γράψεις τότε τις Μέρες Αλεξάνδρειας; Τι σε ενέπνευσε; Έκανες ταξίδια εκεί για να αποτυπώσεις όλη αυτή την ατμόσφαιρα;
Λάτρευα τον Καβάφη από μικρός και η Αλεξάνδρεια ηχούσε μυθικά στα αυτιά μου. Αυτή την πόλη που τόσο με γοήτευε προσπάθησα να τη συνδέσω με όλες τις άλλες μητροπόλεις της Μεσογείου και της Ευρώπης, ταξιδεύοντας παντού. Τα ταξίδια ήταν ένα μόνο μέρος της πολύμοχθης διαδικασίας. Και σίγουρα χωρίς αυτά τίποτα δεν θα μπορούσα να αποδώσω πειστικά. Η έρευνα και η δουλειά ωστόσο δεν σταματούσε. Θυμάμαι ότι τους τελευταίους μήνες της συγγραφής κοιμόμουν ελάχιστα και συμπλήρωνα με δυο τρεις δεκάλεπτους ύπνους στη διάρκεια της ημέρας. Δεν έβγαινα καθόλου από το σπίτι και δεν απαντούσα στα τηλέφωνα.
To βιβλίο θα μπορούσε να γίνει κινηματογραφική ταινία. Συμφωνείς με αυτή τηδιαπίστωση; Ποια ηθοποιό θα ήθελες να ενσαρκώσει την Υβέτ Σαντόν, ποιος τον Αντώνη Χάραμη και ποια την εγγονή Δάφνη;
Συμφωνώ πως όλη αυτή η ατμόσφαιρα που υπάρχει στα δύο μυθιστορήματα θα μπορούσε να γίνει κινηματογράφος. Άλλωστε πάντοτε πίστευα ότι μυθιστόρημα και κινηματογράφος πάνε χέρι-χέρι. Το μυθιστόρημα έχει μια κινηματογραφική διάσταση και ο κινηματογράφος είναι το παιδί του μυθιστορήματος. Τόσο για τις «Μέρες Αλεξάνδρειας» όσο και για το «Πάντα η Αλεξάνδρεια» θα ήθελα να γίνουν δυο ταινίες που θα κρατήσουν το νήμα της αφήγησης όσο πιο πιστά γίνεται, με ηθοποιούς που θα αγαπήσουν τους χαρακτήρες και θα δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό.
Ξεκινάς τις παρουσιάσεις του βιβλίου από την Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου, ημέρα των γενεθλίων σου. Γιατί αυτή η επιλογή;
Ήταν μια καλή ευκαιρία να γιορτάσουμε τα γενέθλια με την έκδοση του καινούργιου βιβλίου. Ας πούμε ότι το έκανα για γούρι…
photo Yiannis Velissaridis
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr