Back to Top
#TAGS ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ Αιγιάλεια Αμαλιάδα Νάσος Νασόπουλος
Αγγελίες
Μην ψάχνεις, βρες στο
THE BEST

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

/

Νίκος Ράικος: Dad is a psychologist- Τα 3 του παιδιά, η Πάτρα, τα άγχη που οδηγούν στην "καρέκλα" του ειδικού και η συνταγή της ευτυχίας

Νίκος Ράικος: Dad is a psychologist- Τα ...
Γιώτα Κοντογεωργοπούλου

Ο Νίκος Ράικος ανοίγει τα «χαρτιά» του στο THE BEST MAGAZINE

Μερικές φορές η ζωή, διορθώνει τις αποφάσεις μας κατά τρόπο σοφό, εμφανίζοντας μάλιστα τις διορθώσεις της ως ένα μικρό… παραπάτημα της τύχης. Κάπως έτσι συνέβη και με τον Νίκο Ράικο, ο οποίος, δίνοντας Πανελλήνιες, είχε στο μυαλό του τη Νομική, για να τη χάσει για ελάχιστα μόρια- ευτυχώς γι’ αυτόν, όπως παραδέχεται σήμερα- και μοιραία να ακολουθήσει τη δεύτερη επιλογή του, την Ψυχολογία.

Κάπως έτσι, βρέθηκε στο Ρέθυμνο, στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, στο Τμήμα Ψυχολογίας και εγκαταστάθηκε εκεί για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. «Μολονότι το Τμήμα Ψυχολογίας τότε, το 1991, ήταν νεοσύστατο, οι καθηγητές και η ψυχολογία per se, έκαμψαν και τις τελευταίες μου αντιστάσεις.

Της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου

Τα χρόνια των σπουδών μου στο Ρέθυμνο, ήταν από τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου», λέει σήμερα ο Πατρινός ψυχολόγος, ο οποίος ανοίγει τα επιστημονικά «χαρτιά» του στο THE BEST MAGAZINE και μιλάει για τα προβλήματα του σύγχρονου, ανθρώπου, τα ταμπού, τις αγωνίες και τα ζητούμενά του, αλλά και για τα τρία του παιδιά, την Πάτρα, τις νεανικές αναμνήσεις του και τις στιγμές που τον χαλαρώνουν.

Τι συμβαίνει λοιπόν όταν η ζωή, ή λίγα μόλις μόρια στις πανελλήνιες, σου δείχνουν τον, πραγματικά δικό σου, δρόμο;

Αποφοιτώντας από την Ψυχολογία, ο Νίκος Ράικος επιστρέφει στην Πάτρα και λίγο αργότερα φεύγει για την Αγγλία για Μεταπτυχιακές Σπουδές, αποκτώντας μάστερ στην Εργασιακή Ψυχολογία. Η αγάπη του ωστόσο, είναι άλλη: θέλει να ασχοληθεί με την Ψυχοθεραπεία. Γυρνώντας από την Αγγλία, βρίσκεται στην Αθήνα και υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στο Νοσοκομείο της Αεροπορίας, στην Ψυχιατρική. Εκεί, ένας καλός φίλος και μέντοράς του, τού προτείνει να παρακολουθήσει ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Ινστιτούτο Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Παιδιών και Ενηλίκων του Π. Σακελλαρόπουλου και έτσι έρχεται για πρώτη, ουσιαστικά, φορά, σε επαφή με την Ψυχανάλυση. Επιστρέφοντας στην Πάτρα, εκπαιδεύεται στη Γνωσιακή Ψυχοθεραπεία, στο Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής. Ολοκληρώνει την Ψυχοθεραπευτική του εκπαίδευση, ωστόσο, στην ΠΕΓΑΨ (παραμένει μέλος της), με επόπτη τον Ι. Βλάχο, στο Γνωσιοαναλυτικό Μοντέλο Ψυχοθεραπείας. Από το 2007 ανήκει στις τάξεις της Πολεμικής Αεροπορίας και ασκεί το έργο του Ψυχολόγου, με θητεία στο 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας, αλλά και σε διάφορες Πτέρυγες Μάχης και Εκπαίδευσης.

Ισορροπώντας ανάμεσα στους ρόλους του ψυχολόγου και του μπαμπά (πρόσφατα απέκτησε το τρίτο του παιδί, με την ηθοποιό Αντιγόνη Κουλουκάκου), ο Νίκος Ράικος ακτινογραφεί με τον δικό του τρόπο τις ανθρώπινες σχέσεις και απαντά στο ερώτημα: «Yπάρχει τελικά συνταγή για την ευτυχία;» Κάποτε, το να απευθύνεται κανείς σε έναν ψυχολόγο, αποτελούσε ταμπού. Πόσο μακριά είμαστε σήμερα από αυτή την αντιμετώπιση και πόσο κοντά στο να έχει κάθε πολίτης τον ψυχολόγο του;

Θεωρώ ότι είμαστε κάπου ενδιάμεσα. Μην ξεχνάμε ότι περί τα τέλη περίπου της δεκαετίας του ’80, η χώρα μας δέχεται την παγκόσμια κατακραυγή για τις θλιβερές συνθήκες διαβίωσης και περίθαλψης που επικρατούσαν στο τότε Ψυχιατρείο της Λέρου. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε και την αφετηρία της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης στην Ελλάδα. Το στίγμα της ψυχικής νόσου εκείνα τα χρόνια μεσουρανούσε και δυστυχώς υπάρχει ακόμα. Ο ασθενής που πάει στον ψυχολόγο είναι «τρελός» και ο ψυχολόγος είναι «γιατρός». Σίγουρα μέχρι σήμερα έχουν γίνει αρκετά βήματα αποστιγματισμού της ψυχικής νόσου και ό,τι αυτή συνεπάγεται. Νομίζω όμως ότι έχουμε αρκετό δρόμο να διανύσουμε ακόμα. Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να διακρίνουν τις διαφορές ανάμεσα στους Ψυχολόγους, τους Ψυχιάτρους και τους Ψυχοθεραπευτές. Επίσης όταν στην αργκό μας, χρησιμοποιούμε αβίαστα λέξεις όπως «ψυχάκι» ή «σχίζας» για τον διπλανό μας, μάλλον δεν είμαστε έτοιμοι να διαβούμε τον Ρουβίκωνα της Ψυχοθεραπείας. Ομολογώ, όμως, ότι μερίδιο ευθύνης σε αυτό, έχουμε και εμείς ως Επαγγελματίες Ψυχικής Υγείας.

Ποια είναι με βάση την εμπειρία σας τα προβλήματα που οδηγούν κάποιον στον ψυχολόγο; Τι είναι αυτό που πιέζει σήμερα τους ανθρώπους;

Το μεγαλύτερο ποσοστό που ζητά βοήθεια εμφανίζει αρχικά συμπτωματολογία άγχους ή κατάθλιψης. Πίσω όμως από τον καθρέφτη των συμπτωμάτων, υπάρχει το πρόβλημα των σχέσεων. Πάσης φύσης σχέσεων. Σχέσεις οικογενειακές, ερωτικές, φιλικές, εργασιακές… Ιδιαίτερα τα πιο νέα παιδιά δυσκολεύονται να δημιουργήσουν ή να διατηρήσουν σταθερές σχέσεις. Στο κάδρο συχνά μπαίνει και η αγωνία της μοναξιάς. Η σχέση είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο στην ψυχοθεραπεία. Η πρώτη σχέση μας είναι με την μητέρα και μετά με τον πατέρα. Όταν εκεί δεν πάει κάτι καλά, τότε το μοτίβο αναπαράγεται και σε άλλες σχέσεις, φιλικές, συντροφικές και ούτω καθ’ εξής. Σίγουρα υπάρχουν και άλλοι ενισχυτικοί παράγοντες, π.χ. κοινωνικοί- πολιτισμικοί. Η εποχή μας, για παράδειγμα, δεν πλαισιώνει σωστά τις σχέσεις. Όλα γίνονται γρήγορα, βιαστικά, επιδερμικά, ανταγωνιστικά, ατομικά. Αυτό έχει αντίκτυπο στις σχέσεις.

Έχει υποχωρήσει στις μέρες μας το συναίσθημα; Και τι έχει πάρει τη θέση του;

Δεν είμαι σε θέση να πω αν όντως δεν υπάρχει συναίσθημα, εκτός από κάποιες συγκεκριμένες κλινικές ψυχικές οντότητες που δεν διακινούν συναίσθημα. Νομίζω ότι αυτό που συνήθως συμβαίνει είναι να βλέπουμε ανθρώπους με περισφιγμένο συναίσθημα, ανθρώπους που δυσκολεύονται ή φοβούνται να εκφραστούν ή πάλι εκφράζονται υπερβολικά και δημιουργούν συγκρουσιακό περιβάλλον. Για παράδειγμα, υπάρχει πολύς θυμός στις μέρες μας. Ο θυμός, για μένα, είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα, που ενίοτε χρειάζεται στον άνθρωπο για να επιβιώσει αρχικά και να οριοθετηθεί σε δεύτερο χρόνο. Όμως θα πρέπει να εκφράζεται σωστά και μέσα σε πλαίσιο. Σήμερα δεν συμβαίνει αυτό. Εκφράζεται με όποιο τρόπο και προς όποια κατεύθυνση. Ο θυμός των νέων παιδιών, για παράδειγμα, είναι τρομακτικός. Αλλά και ως ενήλικες, σε αυτό το κομμάτι, καλά τα πάμε. Θα έλεγα κοντολογίς, ότι πλέον σπανίζουν τα θετικά συναισθήματα, η αγάπη, η χαρά, η ευτυχία και τη θέση τους έχουν καταλάβει αρνητικά συναισθήματα, όπως, θλίψη, οργή, πόνος, ζήλεια.

Τι θα προτείνατε γενικά σε κάποιον που βιώνει πολύ άγχος στην καθημερινότητά του;

Να πάει σε ψυχολόγο (χα,χα,χα). Κοιτάξτε, μπορεί να υπάρχει ένα καταστασιακό άγχος ή αλλιώς στρες. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που ζορίζεται οικονομικά σε μία περίοδο της ζωής του, αλλά κατά τα άλλα είναι λειτουργικός. Αυτό πλέον είναι μια καθημερινότητα. Μία σύντομη συμβουλευτική παρέμβαση σε αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να είναι ανακουφιστική. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις άγχους, όπου τα συμπτώματα κατακλύζουν τον ασθενή και μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρές κρίσεις άγχους. Εκεί ενδεχομένως να χρειαστεί και το φάρμακο. Το κριτήριο είναι η λειτουργικότητα. Όταν κάποιος δεν μπορεί να αποδώσει στη δουλειά του, δυσκολεύεται στην προσωπική και στην κοινωνική του ζωή, τότε θα πρέπει να μπει σε θεραπεία. Τώρα σε πιο απλές περιπτώσεις, σίγουρα βοηθά ένας ισορροπημένος τρόπος ζωής, οι φίλοι, η διατροφή, η γυμναστική, η γιόγκα και ο διαλογισμός.

Τι θα λέγατε σε κάποιον που διστάζει ακόμη να απευθυνθεί σε έναν ψυχολόγο;

Να το κάνει. Να βρει έναν ψυχολόγο που του ταιριάζει, που να μπορεί να κάνει μια καλή θεραπευτική σχέση και να το κάνει. Δεν κάνουν όλοι με όλους. Θεωρώ ότι οι άνθρωποι που από μόνοι τους φτάνουν στο κατώφλι ενός ψυχολόγου, είναι άνθρωποι δυνατοί. Άνθρωποι που συνήθως έχουν τη δυνατότητα της ενδοσκόπησης, αναγνωρίζουν τις προβληματικές συμπεριφορές τους ή καταλαβαίνουν τέλος πάντων ότι κάτι δεν πάει καλά στη ζωή τους και παίρνουν την ευθύνη. Απλά δεν ξέρουν τον τρόπο. Αν υπάρχει κίνητρο, υπάρχει και λύση.

Μπαμπάς τριών παιδιών σε διαφορετικές ηλικίες και ψυχολόγος. Πώς συναντιούνται αυτοί οι ρόλοι στην καθημερινότητα; Και τελικά ποιος κερδίζει στο τέλος;

Μπαμπάς τριών παιδιών, τα δύο στην εφηβεία και το τρίτο στη βρεφική ηλικία. Διαφορετικά ηλικιακά στάδια, διαφορετικά χαρακτηριστικά, διαφορετικές απαιτήσεις. Αν στο παζλ προσθέσει κάποιος και τη διαφορετικότητα ως προς το φύλο (δύο αγόρια, ένα κορίτσι), τότε σίγουρα ο ρόλος είναι πολυσύνθετος και πολυεπίπεδος. Ως προς την ανατροφή των παιδιών, προσπαθώ να ξεχωρίζω την επαγγελματική μου ιδιότητα από τα πατρικά μου καθήκοντα. Σαφές και ξεκάθαρο προβάδισμα έχει ο ρόλος του πατέρα, τον οποίο θεωρώ ιερό. Ο πατέρας είναι τα όρια σε μία οικογένεια. Η μητέρα είναι η άνευ όρων φροντίδα. Και έτσι επέρχεται μια ισορροπία στο σύστημα. Φυσικά στην πορεία, οι ρόλοι εναλλάσσονται αρμονικά, όταν υπάρχει καλή σχέση ανάμεσα στο ζευγάρι. Ο ένας αφήνεται στον άλλο. Είναι σαν ένας χορός, σκεφτείτε ένα αργεντίνικο τάνγκο, όπου διαδοχικά, δίνεται ο ρυθμός και οδηγεί το εγχείρημα μία ο ένας και μία άλλος. Αναμφισβήτητα η γνώση μου και η εμπειρία μου στο αντικείμενο της ψυχολογίας είναι επιβοηθητική. Αλλά επιλέγω να είμαι πατέρας, ένας «αρκετά καλός» πατέρας, με τα λάθη του και τις παραλείψεις του, το οποίο θεωρώ ότι αποφορτίζει αμφοτερόπλευρα τις σχέσεις με τα παιδιά. Εγώ έχω δικαίωμα στο λάθος και τα παιδιά μαθαίνουν να μην εξιδανικεύουν τη γονεϊκή φιγούρα. Αν εξιδανικεύσουν εμένα, θα εξιδανικεύσουν στο μέλλον οποιαδήποτε σχέση, με ολέθρια αποτελέσματα.

Πρέπει τα παιδιά να είναι φίλοι με τους γονείς ή οι ρόλοι πρέπει να είναι ευδιάκριτοι και τα όρια σαφή;

Πολύ ωραίος και επίκαιρος ο προβληματισμός σας. Είμαστε γονείς, όχι φίλοι. Οι ρόλοι πρέπει να είναι σαφείς και ξεκάθαροι. Το παιδί σε όλα τα ηλικιακά στάδια ανάπτυξης, έχει ανάγκη το όριο. Αυτό του δίνει συνοχή σαν οντότητα. Το πώς το βάζουμε και πότε, είναι μια άλλη συζήτηση. Το να μην θέτεις όρια σε ένα παιδί, οδηγεί σε ψυχοπαθολογία. Είναι άλλο πράγμα να μην διευκολύνεις την επικοινωνία με το παιδί σου και να αποτελείς μια απρόσιτη γονεϊκή φιγούρα, όπως ίσως γινόταν σε παλαιότερες γενιές, το οποίο επίσης κρύβει παγίδες, και άλλο πράγμα να χάνεις τον ρόλο σου σαν γονέας και να προσεγγίζεις το παιδί σου σαν φίλος. Το παιδί έχει ανάγκη μια στιβαρή γονεϊκή φιγούρα, αλλιώς θα σε αποδομήσει και με την ίδια ευκολία θα αποδομεί κάθε τι υγιές στη ζωή του την επόμενη μέρα, είτε αυτό λέγεται συντροφική, είτε εργασιακή, είτε κοινωνική σχέση. Φυσικά επαναλαμβάνω ότι σε κάθε περίσταση πρέπει να μάθουμε να επικοινωνούμε με τα παιδιά μας ουσιαστικά και όχι επιδερμικά.

Μια ερώτηση που οι περισσότεροι φαντάζομαι θα ήθελαν να απευθύνουν σε έναν ψυχολόγο, είναι η εξής: Πώς γίνεται παιδιά που μεγαλώνουν στο ίδιο οικογενειακό περιβάλλον να εκδηλώνουν εντελώς διαφορετικές συμπεριφορές και να δομούν εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες;

Αυτό το μοντέλο που κερδίζει διαρκώς έδαφος στις μέρες μας, είναι το Βιοψυχοκοινωνικό Μοντέλο ανάπτυξης. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, την ανάπτυξη ενός παιδιού επηρεάζουν βιολογικοί παράγοντες (π.χ. γενετικό υλικό), ψυχολογικοί παράγοντες (π.χ. προσωπικότητα) και κοινωνικοί παράγοντες (π.χ. κοινωνικοί θεσμοί). Τώρα, ποιος από τους τρεις παράγοντες παίζει σημαντικότερο ρόλο, είναι μια άλλη συζήτηση. Είναι λοιπόν φυσιολογικό, εάν συνυπολογίσουμε τους πιο πάνω παράγοντες, να βλέπουμε τη διαφορετικότητα μέσα στην ίδια οικογένεια, είναι υγιές. Το αντίθετο θα μας ξένιζε, τα παιδιά «κλώνοι». Θυμάμαι κάτι που είχε πει ο κ. Γιωσαφάτ, σε μία συνέντευξή του, ότι όλα τα δάχτυλα του χεριού μας δεν είναι τα ίδια. Το ίδιο συμβαίνει και με τα παιδιά μιας οικογένειας. Θέλω εδώ να τονίσω και κάτι ακόμα. Όσο και να λέμε ότι αγαπάμε και συμπεριφερόμαστε στα παιδιά μας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, νομίζω ότι βαυκαλιζόμαστε. Από νωρίς δίνουμε ρόλους και ετικέτες στα παιδιά μας, γιατί αυτό φέρνει μια ισορροπία στο σύστημα και βολεύει. Ο Γιωργάκης είναι ζωηρό παιδί (συνεπώς ασχολούμαστε παραπάνω… σιωπηρή σκέψη), η Αννούλα είναι ήσυχη και μελετηρή (μεγαλώνει έχοντας λιγότερη ανάγκη την προσοχή μας… άλλη σιωπηρή σκέψη). Όλοι μας έχουμε τέτοια παραδείγματα και όλοι πέφτουμε σε αυτές τις παγίδες.

Γιατί αυξάνεται ο αριθμός των παιδιών που χρήζουν ψυχολογικής ή ψυχιατρικής υποστήριξης;

Θα ακουστεί σκληρό, αλλά η αιτία βρίσκεται μέσα στην οικογένεια. Και άλλοι θεσμοί παίζουν ρόλο, αλλά είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ή δεν ασχολούμαστε όσο πρέπει, ή ασχολούμαστε υπερβολικά. Η οικογένεια πλέον αλλάζει μορφή και η κοινωνία το ίδιο. Αυτές οι αλλαγές συμβαίνουν γρήγορα και εμείς δυσκολευόμαστε να προσαρμοστούμε.

Δεν θα κρίνω εγώ, αν οι αλλαγές αυτές είναι καλές ή κακές. Ο ρόλος μου δεν είναι ηθικοπλαστικός αφενός, αφετέρου είναι πολύ νωρίς για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα. Ωστόσο, διακρίνω δύο σύγχρονες τάσεις ως προς την ανατροφή των παιδιών. Είτε ασχολούμαστε επιφανειακά δίνοντας μεγαλύτερη προσοχή σε υλικά αγαθά, χωρίς να συναντάμε τις βαθύτερες συναισθηματικές και ψυχικές ανάγκες των παιδιών, οι οποίες και απαιτούν περισσότερο χρόνο και κόπο, είτε ασχολούμαστε υπερβολικά, γινόμαστε υπερπροστατευτικοί με τα παιδιά μας, σε βαθμό τέτοιο που τα «στραγγαλίζουμε», δημιουργούμε ισχυρούς δεσμούς εξάρτησης. Το παιδί αυτό φεύγοντας από την οικογένεια, θα έχει μια εξίσου προβληματική συμπεριφορά, όπως και τα παιδιά που δεν φροντίστηκαν. Απλά οι συμπεριφορές και τα ψυχικά προβλήματα θα διαφέρουν μεταξύ τους.

Πού αποδίδετε τα φαινόμενα βίας που εκρήγνυται κυριολεκτικά τα τελευταία χρόνια στον κόσμο των μαθητών;

Είναι ένα ανησυχητικό φαινόμενο, το οποίο παίρνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Σίγουρα η προσέγγιση πρέπει να είναι ολιστική. Δεν φταίει μόνον ένας παράγοντας. Και εδώ θα ορίσω μεγάλο μερίδιο ευθυνών στην οικογένεια, αλλά και όχι μόνον. Δεν ασχολούμαστε ουσιαστικά με τα παιδιά μας. Δεν επικοινωνούμε πέρα από τα βασικά. Δεν περνάμε ποιοτικό χρόνο μαζί. Δεν τα διευκολύνουμε να εκφράσουν τον θυμό τους ή την ματαίωσή τους. Η όποια επικοινωνία στην οικογένεια γίνεται μέσα από το κινητό, την ταμπλέτα ή το οποιοδήποτε άλλο μέσο τεχνολογίας και γενικά θέλουμε να είναι εύκολη, μη συγκρουσιακή. Μία άλλη ψυχολογική ερμηνεία για το φαινόμενο αυτό έρχεται από τον χώρο της Κοινωνικής Μάθησης και της Μίμησης Προτύπου. Ο νέος έχει την ανάγκη να μιμείται ενήλικες. Αν είναι θεατής ενδοοικογενειακής βίας, που παρεμπιπτόντως την εποχή του Covid 19 έφτασε σε υψηλά ποσοστά, τότε απενοχοποιημένα θα ταυτιστεί και θα ασκήσει και αυτός βία στους συνομηλίκους του. Τα πρότυπα δεν είναι μόνο τα άμεσα, τα ζωντανά, τα καθημερινά. Είναι και τα συμβολικά. Είναι χαρακτηριστικό του έφηβου, να υιοθετεί συμβολικά πρότυπα (πχ αθλητές, τραγουδιστές, κτλ). Αυτό είναι φυσιολογικό, όσο και να μας κάνει εντύπωση.

Μην ξεχνάμε ότι βρίσκεται ένα βήμα πριν την ενήλικη ζωή του. Στη διαδικασία της ωρίμανσης αυτής πρέπει να αμφισβητήσει τους γονείς του, να βρει καινούρια πρότυπα, για να μπορέσει να αυτονομηθεί, αλλιώς θα μείνει για πάντα εξαρτημένος. Το μη φυσιολογικό είναι ότι οι έφηβοι πλέον κατακλύζονται από πρότυπα που χρησιμοποιούν κατά κόρον λεκτική ή σωματική βία. Τα πρότυπα αυτά θεωρούνται και προβάλλονται σαν επιτυχημένα στην κοινωνία και ο νέος θέλει να πετύχει, να καταξιωθεί. Κάτι το οποίο με ανησυχεί είναι ότι η βία στους νέους πλέον είναι καθολική και συμβαίνει παντού, σε αστικές περιοχές, σε πιο εργατικές περιοχές, βία μεταξύ αγοριών, αλλά και σωματική βία μεταξύ κοριτσιών, που μέχρι τώρα δεν είχαμε συνηθίσει καθώς τα κορίτσια εκδήλωναν περισσότερο λεκτική επιθετικότητα. Με ανησυχεί ο τρόπος, ο τόπος, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Όλα είναι ανησυχητικά. Η νεολαία είναι μια θυμωμένη νεολαία και κανείς δεν ασχολείται με αυτό, ούτε η οικογένεια διευκολύνει τον θυμό της, αλλά ούτε η κοινωνία, η οποία δημιουργεί διαρκώς αδιέξοδα και ματαιώσεις στις αγωνίες των νέων. Κάτω από όλο αυτό, τα νέα παιδιά κάτι θέλουν να μας πουν. Εγώ το μεταφράζω «ασχοληθείτε μαζί μας».

Υπάρχει τελικά συνταγή για την ευτυχία;

Φαντάζομαι πως ναι. Η ευτυχία είναι συναίσθημα. Αν κάποιος θέλει να ψάξει και να την συναντήσει μέσα του, τότε θα μπορέσει και να ορίσει τα κριτήρια της υποκειμενικής του ευτυχίας. Το μόνο που χρειάζεται είναι αρκετή δουλειά με τον εαυτό μας.

Εσείς, με τι χαλαρώνετε; Ποιες είναι οι αγαπημένες σας συνήθειες;

Μου αρέσει πολύ η μουσική και οι ταινίες. Από την άλλη, έχω την ευτυχία να έχω πολύ καλούς φίλους, φίλους παιδικούς, με τους οποίους, όταν μπορώ, μοιράζομαι στιγμές χαλάρωσης, χωρίς να φοβάμαι ότι θα κριθώ ή θα πρέπει κάτι να αποδείξω. Τέλος, μου αρέσει πολύ η φύση και κυρίως τα βουνά. Το ‘χω χάσει λίγο το σπορ τελευταία, λόγω έλλειψης χρόνου, αλλά ελπίζω ότι θα καταφέρω κάποια στιγμή να επανασυνδεθώ.

Είναι η Πάτρα μια αγχώδης πόλη;

Η Πάτρα πλέον έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας μεγαλούπολης. Κίνηση, μποτιλιάρισμα, θόρυβο, νεόφερτο κόσμο. Και σαν φυσικό επακόλουθο και ο κόσμος της συμπαρασύρεται σε αυτό το αστικό πρελούδιο. Θυμάμαι με νοσταλγία τα μαθητικά μου χρόνια σε μία Πάτρα πιο ρομαντική και ίσως πιο ανθρώπινη, όπου τα αυτοκίνητα ήταν λιγότερα από τους κατοίκους της και οι βόλτες στον Μώλο είχαν την τιμητική τους. Βέβαια το γεγονός ότι η Πάτρα μεγαλώνει, αναπτύσσεται, έχει και τα θετικά του.

Πλέον, φερ’ ειπείν, υπάρχουν περισσότερες επιλογές στη διασκέδαση και την ψυχαγωγία και όχι μόνο το «Ιντεάλ» στην Αγ. Νικολάου και τα «Hambo», σαν ταχυφαγείο, που καταλήγαμε τότε για να φάμε και να συζητήσουμε το «TOP GUN», που μόλις είχαμε δει. Καταλήγοντας όμως, νομίζω ότι παρόλο τον αστισμό τα τελευταία χρόνια, στην Πάτρα μπορεί κάποιος, εάν θέλει, να ισορροπήσει ψυχικά. Οι άνθρωποι ακόμα βρίσκονται μεταξύ τους στα καφέ της άνω πόλης και ο ήλιος συνεχίζει να δύει στον

Πατραϊκό κάθε απόγευμα. Φτάνει να προλάβεις…

Photo: Νίκος Ψοθογιαννάκης

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr

Ειδήσεις