Η ρωμέικη αυλή της ηθογραφίας γίνεται το θέατρο της ζωής τους και αποκτά τη διάσταση του αλωνιού και της θυμέλης
«Ακούστε αγαπητέ μου, ο κόσμος είναι άσχημος. Συμφωνείτε. Προσέξτε όμως τούτο: υπάρχουν όμως φορές που για να διορθωθεί ο κόσμος, χρειάζεται μια παρεξήγηση. Μια μικρούλα τόση δα παρεξήγηση. Ε, λοιπόν, εγώ είμαι αυτή η παρεξήγηση», λέει κάπου ο ουρανοκατέβατος ταχυδακτυλουργός στο «Μεγάλο Παιχνίδι» (1944), ένα όχι ιδιαίτερα γνωστό θεατρικό έργο του Άγγελου Τερζάκη.
«Το Μεγάλο Παιχνίδι» γράφτηκε από τον εσαεί «αγωνιώντα και άγρυπνο» συγγραφέα, που σφράγισε με το έργο του την ανήσυχη και καθοριστική για τα ελληνικά γράμματα γενιά του ’30, περί τα τέλη της γερμανικής κατοχής. Μια εποχή εκ των πραγμάτων μεταβατική για την Ελλάδα, όπως κάθε μετακατοχική περίοδος για τις ζωές των ανθρώπων.
Μπορεί να μην έχει την αναγνωρισιμότητα του «αυτοκράτορα Μιχαήλ», της «Θεοφανώς» και του «Γαμήλιου Εμβατήριου» στο θέατρο ούτε τη δημοφιλία της «Πριγκιπέσσας Ιζαμπώς» και της «Μενεξεδένιας Πολιτείας» στην πεζογραφία του πολυγραφότατου Άγγελου Τερζάκη. Φιλοξενεί όμως στις σελίδες του ένα καλοδεχούμενο «θαύμα», που γεννιέται μέσα από την ασχήμια της βαλτωμένης ζωής ανθρώπων καταδικασμένων στη μιζέρια και την ακινησία.
Η σκηνή στήνεται ευφυώς από τον συγγραφέα σε μια μικρή αυλή, όπου συνωστίζονται στριμωγμένοι σε καμαρούλες μια σταλιά άνθρωποι της φτωχολογιάς, που «μορφάζουν, δακρύζουν, συγκινούνται, ονειρεύονται αλλά και καυγαδίζουν», με την ψυχή τους σε διαρκή αναβρασμό σαν τα μυρμήγκια στις υπόγειες φωλιές τους. Ένας όμως ταχυδακτυλουργός, που ξεπηδάει σαν κομήτης εξ ουρανού ανακινεί τα λιμνάζοντα νερά της χαμοζωής τους.
Αδικημένοι, ξεπεσμένοι ως το τελευταίο σκαλί της απελπισίας τους, θα ξιπαστούν από τις ψεύτικες υποσχέσεις του και κρεμασμένοι από τα χείλη του, θα στήσουν γύρω του το χορό τους πρόθυμα, ασύνειδα, ανεπίγνωστα. Οι μύχιοι πόθοι τους θα συναντηθούν με τους πόθους του μάγου, θα αφεθούν στην πλάνη της ψευδαίσθησης και η φαντασία θα νικήσει την αποκρουστική πραγματικότητα, ξεπροβάλλοντας σαν τέκνο της Ανάγκης.
Η ρωμέικη αυλή της ηθογραφίας – θα τη χρησιμοποιήσει αργότερα και ο Καμπανέλλης – γίνεται το θέατρο της ζωής τους και αποκτά τη διάσταση του αλωνιού και της θυμέλης – αρχέγονης μορφής του θεάτρου – πάνω στην οποία ταξιδεύουν τα όνειρά τους. Το παιχνίδι του ταχυδακτυλουργού, που έχει κάτι από το σαιξπηρικό μάγο Πουκ, από τις σκανταλιές του Σκαπίνου και την πονηριά του Θεμιστοφελή, τους έδωσε το ωραίο ταξίδι της διαφυγής από το πιεστικό, το βαθύ και το μόνιμο αίσθημα της ζωής, έστω προσωρινά και εφήμερα.
Η στενότητα του σκηνικού χώρου, διαμορφωμένου ευρηματικά από τη Μαρία Μητροπούλου και Ελένη Φελούρη, με ζωγραφισμένα ταμπλώ έτσι ώστε να επιτρέπουν την είσοδο και την έξοδο των προσώπων και να δημιουργούν την αίσθηση της αυλής – δεν εμπόδισε τον Ηλία Αναστασόπουλο να οργανώσει μια σφιχτοδεμένη παράσταση ταιριαστή με τον πυρήνα ενός πλούσιου σε δράση έργου, κινώντας με άνεση ένα πολυπρόσωπο σμάρι ευσυνείδητων ερασιτεχνών ηθοποιών.
Και αυτοί με τη σειρά τους (Νέλλυ Βουτσινά, Βιβή Σερεφή, Γιώργος Τσάπαλος, Ιωάννα Καραθανάση, Ηλιάνα Βουλδή, Χαρά Μαργαρίτη, Μίλτος Σπυρόπουλος, Σπύρος Λαμπρόπουλος, Κίμωνας Αναστασόπουλος, Βασιλική Αδαμοπούλου, Τζίνα Δημητρίου, Ανδρέας Τασόπουλος, Παναγιώτης Βλάχος, Μαρία Μητροπούλου, Ελένη Φελούρη, Αγγελική και Ελένη Τασοπούλου και Ελένη Αντωνοπούλου) ανταποκρινόμενοι στις σκηνοθετικές προθέσεις έπλασαν φιγούρες λιτές και απέριττες, σύστοιχες με τη λαϊκή τους προέλευση, δημιουργώντας παράλληλα ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες σκηνές συνόλου.
Με σκηνική ενέργεια και κέφι, ζωηρότητα στο λόγο και κομψότητα στην κίνηση, ο Σαμιαμίδης του Απόστολου Παπανδρέου, ρόλος καταλύτης πάνω στον οποίο δομείται και αρθρώνεται ο καμβάς του έργου.
Με μέσα περιορισμένα αλλά με καρδιά και ψυχή πλούσια δοσμένη, η παράσταση της δραστήριας θεατρικής ομάδας του «Π.Κ.Ε.» του ΟΤΕ Πάτρας, που φιλοξενήθηκε στο θέατρο Γραμμές Τέχνης.

Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr