Γράφει ο Γιώργος Μάρκου
Το χωριό δεν είναι ούτε μικρό ούτε μεγάλο
Χωριό όμως. Γεμάτο με χιόνια και κρύο τους χειμώνες γιατί βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο στις ρίζες ενός από τα μεγαλύτερα Ελληνικά βουνά.
Είναι επίσης φορτωμένο με πολλές μνήμες, κάποιες από αυτές σκληρές και ματωμένες.
Το χωριό κυρίως μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο είναι σαν μια μικρή Ελλάδα.
Με τα καλά της και τα κακά της. Γεμάτο από γεωργούς και κτηνοτρόφους, βιοπαλαιστές, μεγάλες οικογένειες και αληθινούς πατριώτες.
Στο πέρασμα του χρόνου υπέφερε φρικτά από τους πολέμους, τα εμφύλια πάθη, τη φτώχεια και τη μετανάστευση.
Οι κάτοικοί του δεν διαφέρουν καθόλου από αυτούς των άλλων χωρών. Πάνε σχολείο, δουλεύουν, κάνουν οικογένειες, μεγαλώνουν παιδιά, γερνάνε για να τους υποδεχθεί το μικρό νεκροταφείο που αναπαύονται δίπλα στους φίλους τους, τους συμμαθητές και τους γείτονές τους.
Ένας από τους κατοίκους του όμως είναι πολύ διαφορετικός από τους υπολοίπους. Το όνομά του είναι Ναπολέων.
Οι γονείς του πέθαναν νωρίς ζει από χρόνια με δυό γεροντοκόρες θείες του που τον έχουν σαν παιδί τους.
Ο Ναπολέων έχει σύνδρομο DAWN. Είναι σαράντα χρονών περίπου και διαφέρει από τους συνομηλίκους του στα πάντα.
Στην ομιλία, στην εμφάνιση, στη συμπεριφορά, στα συναισθήματα, σε όλα.
Είναι πιο ευγενικός, πιο καλοσυνάτος, πιο ήρεμος, λιγότερο επιθετικός και προσφέρει απλόχερα στους συγχωριανούς του χαρά και γέλιο όταν τους συναντά.
Ο πατέρας του ήταν ταξιτζής με άλλα τρία παιδιά πολύ σκληρός ως άνθρωπος γενικά αλλά σκληρός ακόμα και με τον «ιδιαίτερο» γυιό του.
Πολλές φορές όσοι τον εύρισκαν κλαμένο στην πλατεία του χωριού τον παρηγορούσαν για να ξεχάσει τα χαστούκια που μόλις του είχε δώσει ο Λάμπης.
‘Όταν πέθανε ο πατέρας του ο άκακος Ναπολέων δεν άντεξε.
Έσκυψε πάνω στον τάφο και του φώναξε:
«Λάμπη μου κάτσε εκεί μέσα τώρα να δεις τι ωραία είναι».
Σπάνια θύμωνε. Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να προσποιείται το θυμωμένο με κάποιον από τους συγχωριανούς του ακόμα και τους «επίσημους» για τα δεδομένα του χωριού.
Συναντούσε για παράδειγμα το Δήμαρχο και του έβαζε τις φωνές: «Δήμαρχε ψεύτη, απατεώνα γιατί δεν φτιάχνεις το δρόμο στο σπίτι μου;»
Συναντούσε ακόμα και τον Εισαγγελέα και άφοβα φώναζε: «Όλους τους κλέφτες τους έχεις αφήσει έξω».
Όταν τελείωνε με τις φωνές του έγερνε το κεφάλι του, ύψος 1,60 είχε και γελώντας δυνατά έλεγε στο συνομιλητή του: «Πλάκα σου κάνω, έτσι;».
Κανείς δεν τον παρεξήγησε, κανείς δεν θύμωσε μαζί του, κανείς δεν άκουσε τις «βρισιές» του γιατί το «ιδιαίτερο» πρόσωπό του έλαμπε από καλοσύνη.
Ήταν μέσα Σεπτέμβρη και οι κομματικές οργανώσεις του χωριού ξεκίνησαν τα νεολαιίστικα φεστιβάλ του.
Πρώτη ξεκίνησε η πιο σκληρή, αριστερή νεολαία. Στην άκρη του χωριού στήθηκαν πάγκοι, ανέβηκαν σημαίες κόκκινες, φτιάχτηκαν εξέδρες για ομιλίες και συναυλίες και κόσμος πολύς, και από τα διπλανά χωριά, πλημμύριζε το φεστιβάλ.
Ο Ναπολέων τριγύριζε και αυτός μέσα στους χώρους αυτούς.
Ευτυχισμένος και χαρούμενος γιατί έβλεπε κόσμο πολύ, πολλά κορίτσια και αγόρια άγνωστα σε αυτόν αφού είχαν έρθει από τα διπλανά χωριά.
Δεν ήξερε καθόλου γιατί γινόταν το «πανηγύρι» αυτό.
Δεν γνώριζε τι είναι οι πολιτικές νεολαίες, ούτε τον αφορούσαν οι μεταξύ τους διαφωνίες.
Προφανώς η γενετική ανωμαλία των χρωμοσωμάτων του που τον έκανε «διαφορετικό» τον λύτρωσε ταυτόχρονα από κάθε είδους ταξική αντιπαλότητα.
Την τελευταία μέρα όμως του φεστιβάλ οι νεολαίοι που το άνοιξαν το πρωί βρήκαν σε μια άκρη και τον Ναπολέοντα ξαπλωμένο και ακίνητο.
Γρήγορα ήρθε η αστυνομία και το ασθενοφόρο.
Ήταν νεκρός από νωρίς. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο όπως πάντα και στο λαιμό του εμφανή τα σημάδια του στραγγαλισμού.
Το φεστιβάλ όπως ήταν φυσικό έκλεισε και οι νεολαίοι από το διπλανό χωριό έφυγαν για τα σπίτια τους.
Η αστυνομία έψαξε τους πάντες και τα πάντα. Ανέκρινε το μισό χωριό και όσους πήγαν στο φεστιβάλ.
Κίνητρο δεν βρέθηκε κανένα και πώς να βρεθεί άλλωστε.
Το Ναπολέοντα τον αγαπούσαν όλοι και στην τσέπη του βρέθηκαν τα ελάχιστα κέρματά του.
Στη συλλογική θλίψη του χωριού προστέθηκε το εθνικό πένθος.
Το θέμα έγινε πρωτοσέλιδο στις αθηναϊκές εφημερίδες και ο Γραμματέας του αριστερού κόμματος συνάντησε τον αρμόδιο Υπουργό.
Του ζήτησε να μην δυσφημίζεται το κόμμα για μια δολοφονία που έτυχε να γίνει στο χώρο του φεστιβάλ του.
Ποτέ όμως κανείς δεν έμαθε ποιος σκότωσε και γιατί το πιο άκακο πλάσμα του μικρού χωριού.
Μαζί με τους άλλους νέους την ημέρα του φονικού έφυγε για το χωριό του και το φεστιβάλ και ο Θανάσης.
Ο Θανάσης Μ. ήταν γύρω στα 20. Είχε μπει στην οργάνωση που έκανε το φεστιβάλ κάνα 2 χρόνια πριν.
Αριστερός από οικογενειακή παράδοση. Μακρονησιώτης ο παππούς, στη Λέρο στη χούντα ο πατέρας. Αυτός μοναχογιός. Από μικρός στο σπίτι τα ακούσματα όλα είχαν να κάνουν με τον κομμουνισμό.
Την άλλη κοινωνία, την καλλίτερη, τη δίκαιη, την ανθρώπινη. Αυτόν που ο ένας δεν θα έπιανε στο θέμα του άλλου. Ο ισχυρός δεν θα πάτωνε τον αδύναμο. Τα αφεντικά δεν θα εξουσιάζουν τους εργάτες αλλά θα έδιναν και σε αυτούς κέρδη από την εργασία.
Αν κάποιο εργοστάσιο φυσικά έμενε στα χέρια ιδιώτη.
Γιατί τα περισσότερα θα ανήκαν πια στο κράτος.
Ένα θηριώδες, τεράστιο κράτος – πατέρα που με οδηγό το πανίσχυρο κόμμα θα αγκάλιαζε στοργικά όλους τους πολίτες – παιδιά του.
Αυτά ονειρευόταν και αυτός. Βαθειά πιο μέσα του πίστευε ότι στον κόσμο αυτό ήρθε και αυτός όπως και οι δικοί του με μια αποστολή.
Να παλέψει με οποιοδήποτε μέσο για την αλλαγή του.
Δεν είχε μέχρι τώρα καμία σχέση με κοπέλα
Το θεωρούσε περιττό χάσιμο χρόνου.
Όταν δε δούλευε διάβαζε συνέχεια όλα τα βιβλία για την Οκτωβριανή Επανάσταση και το μεγάλο ηγέτη της τον Λένιν.
Για τον Βλαντίμιρ Ιλιτς Ουλιάνοφ όμως έτρεφε πραγματική λατρεία.
Τον έβλεπε στον ύπνο του να μιλά στους μπολσεβίκους στην Αγία Πετρούπολη πάνω στο θωρακισμένο τραίνο, να δίνει την εντολή εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα και σαν Πρόεδρος του Συμβουλίου των Εκπροσώπων του Λαού να καταργεί την ατομική ιδιοκτησία.
Στα πηγαδάκια με τους νεολαίους των άλλων κομμάτων καυγάδιζε πολλές φορές αλλά ήρεμα χωρίς εντάσεις.
Όταν όμως του έθιγαν τον Λένιν γινόταν θεριό ανήμερο.
Οδηγούσε, είχε νυχτώσει πιά, το μηχανάκι του προς το χωριό τουκαι έφθασε σε λίγο έξω από το σπίτι του.
Έβαλε το μηχανάκι στην αυλή και έψαξε για τα κλειδιά του.
Πριν μπει στο σπίτι έφτυσε κάτω και μουρμούρισε.
«Κωλόπαιδo πoυ θα μου πεις τον Λένιν πούστη».
ΓεώργιοςΒ.Μάρκου
Δικηγόρος Πατρών, MSc
Εγκληματολόγίας στο
PARIS X - Nanterre
Ακολουθήστε το thebest.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο thebest.gr
* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Απόψεις» του thebest.gr απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του portal.